Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΣΟΥ, ΠΟΙΗΤΗ: ΓΡΑΨΕ...

(…πόσο απαλά ανασαίνουν  ακόμα  τα θυμωμένα συνήθως μαλλιά της Μαρίας…)

 « Είμαστε ακόμη σ’ εκείνη την άδεια παραλία

που ’ναι στρωμένη απ’ άκρη σ’ άκρη κόκαλα σπασμένα

κι έτσι και σκάψεις γούβα με τα δάχτυλα στην άμμο

θα ξεχυθεί δυο μέτρ’ απόσταση απ’ το  κύμα μαύρο αίμα

και θα ’ρθει το σιδερόφραχτο άλογο να πιεί

το κόκκινο άλογο της Αποκάλυψης, το λυσσασμένο

που ’ναι δεμένο μ’ αλυσίδα αντί σκοινί·

και κάθε νύχτα   μου τραβάει από τα πόδια το σεντόνι -

 

Αυτό το όνειρο ποτέ του δεν τελειώνει

είμαστε πάντα σε μιαν άδεια παραλία

και λέω είμαστε  και  σου μιλώ με ένταση και αγάπη

κι όταν ρωτάω αν θα ’ρθεις, χιονίζει στάχτη»!..

 

Είναι ένα ποίημα από τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ, εκδόσεις Πόλις 2015

 

Στην κριτική της με τίτλο Η Διελκυστίνδα του Έρωτα και του Θανάτου η Σωτηρία Καλασαρίδου θεωρεί  πως

«το ποίημα αυτό συμπυκνώνει την πεμπτουσία ολόκληρου του βιβλίου,

 στο  βαθμό που τούτο το λεπτά δουλεμένο, «θλιμμένο τραγούδι»

 μας δίνει την απάντηση στο ερώτημα:

 ΕΙΝΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΑΝΙΚΗΤΟΣ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ;»

 

 Η κριτικός πιστεύει πως ο Ποιητής επιχειρεί να αναδείξει σκοτεινές πλευρές αυτής της ατέρμονης μονομαχίας.   Γράφει:

«… Στις δηλητηριώδεις στιγμές του παρελθόντος ο ποιητής αναμετράται με τον θάνατο και τον έρωτα,

αλλά κυρίαρχα αναγνωρίζει και βυθομετρεί το εξίσου τοξικό παρόν.

Στα πατρόν της Ιστορίας ιχνογραφεί τις κρυφές συμμετρίες του σήμερα,

χαρτογραφώντας την ίδια στιγμή τις εκλεκτικές του συγγένειες…»

 

Διαβάζουμε στη συλλογή: 

«Είναι το μουχλιασμένο ψωμί της Αχμάτοβα.

Είναι εκείνο το λευκό ελάφι που δακρύζει

πάνω στο κρεβάτι μου…».

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ που μετρούν την ανεπάρκεια του κόσμου τα ποιήματα της συλλογής του Δημήτρη Αγγελή,  ( σχόλιο του Δημήτρη Αθηνάκη στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

«Όταν τα ποιήματα γίνονται παραμύθι,

η ανάγνωση δεν είναι απλή υπόθεση·

 ιδιαίτερα, όταν σε αυτά προστίθενται η ποιητική,

 η καλά κρυμμένη κριτική και η πλήρης ερωτική παράδοση.

Είναι φορές που η ποίηση προκαλεί δολιοφθορές στον αναγνώστη της, προκειμένου εκείνος να της παραδοθεί ευκολότερα.

Εξάλλου, αυτή η μορφή του λόγου ποζάρει, πολλάκις, ως πυγολαμπίδα που επανέρχεται όποτε της καπνίσει…»

 

Ο τίτλος, ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ είναι μπούσουλας ανάγνωσης,

αλλά το πηγαινέλα από την πραγματικότητα στις υπερβατικές εικόνες δεν αφήνει πολλά περιθώρια παρερμηνείας.

Ο ποιητής και δοκιμιογράφος, εκδότης του περιοδικού «Φρέαρ», κρατά γερά τα ηνία των ποιημάτων του,

κάτι που αποτελεί δίκοπο μαχαίρι:

Σου επιτρέπει να διαβάσεις όπως επιθυμείς τα ποιήματά του, αλλά σου θέτει όρους…

Το ελάφι που δακρύζει πάνω στο κρεβάτι του ποιητή

είναι η γέφυρα που οδηγεί στην όχθη μια κάποιας –μερικής έστω – αυτογνωσίας

Ίσως, πάλι, τα ποιήματά του συνοψίζουν τη ρευστότητα μιας ζωής

που δεν μας αξίζει μέχρι να βρούμε κάποιον να τη μοιραστούμε.

 

Ο Αγγελής είναι, εν προκειμένω, πολύ γενναιόδωρος.

Και δανειζόμενος δικούς του στίχους:

«Κι όμως εγώ ήθελα μόνο να μιλήσω   για τη Μαρία

«εγώ τουλάχιστον αυτό εννοώ…»

 

Ακολουθούν κι άλλα αποσπάσματα στίχων από την εν λόγω  συλλογή

διανθισμένα  με αποσπάσματα από κριτικές που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά   [ART by Rene Magritte]







ΠΟΥ και ΠΟΥ ΕΤΡΙΖΕ η ξύλινη νυχτικιά της θείας ΕΡΗΜΟΥΛΑΣ

(στίχοι και σχόλια για τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ 2015)

Η συλλογή ξεκινά μ’ ένα ποίημα- προσευχή. Σαν ν’ ακουμπούν σε εικονοστάσι, οι στίχοι υμνούν την αρχή της νέας μέρας (ίσως και την αρχή της δημιουργίας) όπου ο ποιητής στήνει τους πυλώνες της ποίησής του:

«Αρχή της νέας μέρας, δίκρανα αιχμηρά

τα δύο πρώτα κοντάρια του ήλιου.

Άνοιξε το τετράδιό σου , ποιητή – γράψε

πόσο απαλά ανασαίνουν ακόμα

τα θυμωμένα συνήθως μαλλιά της Μαρίας…»

 

Προχωρώντας στήνει το σκηνικό οικειώνοντας στον αναγνώστη την τοπογραφία της ποίησής του, με δυνατούς συμβολισμούς

«σα να ήθελε να φωτίσει τα στοιχειώδη μιας καθημερινότητας ευτελούς».

Απευθύνεται «στην πάχνη του πρωινού» και κάνει έκκληση στην αθανασία των ποιητών.

Η συλλογή αποτελεί ποιητική μετάθεση μιας εσωτερικής ζωής. Προεκτείνεται μέσω της τέχνης η φλέβα της υπαρξιακής αγωνίας του ποιητικού υποκειμένου που πάλλεται προαναγγέλλοντας τον κυματισμό του ποιήματος μα και την ενάργεια των στίχων καθώς καταλύουν τα στερεότυπα της φόρμας.

Τα ποιήματα αυτής της συλλογής μοιάζουν με γλυπτά μετά από το πέρασμα της λάβας. Κρατούν φυλαγμένες τις χειρονομίες της αγωνίας - εκείνη τη μεγαλειώδη θα τολμούσα να πω στιγμή του αφανισμού - αποτυπωμένη στο γλυπτό. Κι έτσι, η με υπερρεαλιστικές καταβολές, καταιγιστική, τολμηρή, ανατρεπτική εικονοποιία της συλλογής γίνεται ανάγλυφη και χειροπιαστή. Άλαλη θεωρητικά η εικόνα, μα μέσω της ποίησης πυροδοτεί κραυγές, αναφιλητά, και νεύματα από τα έγκατα της αρχέγονης ανάγκης για έκφραση. Οι λέξεις αναδύονται από σκούρους βυθούς σαν λαμπερά κοράλλια κι άλλοτε πέφτουν από τις πανύψηλες σκαλωσιές της λύπης για να αναμετρηθούν με τη σκοτεινιά

«προχωρούσε αθόρυβα το σκοτάδι από παράθυρο

σε παράθυρο αδειάζοντας τα δωμάτια

σαν ένας ψυχρά μεθοδικός κλητήρας, με χρόνια

εμπειρία στις εξώσεις

και στην ψυχρή καταγραφή της οικοσκευής.

………………………………………………………

Και ξεσπούσε σε κλάματα το παιδί μέσα στη νύχτα

επειδή ψήλωνε γρήγορα

και του πονούσαν τα κόκαλα των ποδιών»

 

ΚΑΙ ΧΘΕΣ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΕΠΛΕΝΑ ΔΥΟ ΛΑΣΠΩΜΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ…
( «…Τα μάτια μου απειλώντας πάλι να ραμφίσουν»  -

στίχοι και σχόλια για τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ)

Ο οργανικός ποιητής απευθύνεται συχνά σ’ ένα υπαρκτό ή ανύπαρκτο πρόσωπο, σε μια οντότητα ή στη μούσα του, στη Μαρία, η οποία ενίοτε παρακολουθεί τη σκέψη του, και στην οποία επαφίεται να μεταδώσει όσο μακρύτερα μπορεί τα μηνύματά του. Απ’ τα αρχαία χρόνια έως τις μέρες μας, οι ποιητές μιλούσαν κυρίως με το αντίθετο φύλο, σαν να επρόκειτο έτσι να καρποφορήσουν οι εμπνεύσεις τους, μέσω της ερωτικής προσαρμογής, μέσω της φιλικής υπενθύμισης και συχνά μέσω της μητρικής ή πατρικής, ανάλογα με το φύλο, στενής και απαράμιλλης σχέσης. Εδώ όμως η Μαρία είναι η λέξη του τέλους, είναι η άκρη της γραφίδας, είναι το ολοκλήρωμα της ποιητικής εκπομπής, άρα συμπεραίνουμε πως ο ρόλος της είναι μάλλον υποστηρικτικός, είναι δηλαδή σαν το μπαστούνι που κρατούν οι γέροντες για να περπατάνε καλύτερα. Η Μαρία, λοιπόν, συγκεντρώνει πάνω της όλα τα προτερήματα, που ένα σύμβολο μπορεί να κατέχει, προκειμένου να γίνει η κεντρική αναφορά ενός ποιητή, ο οποίος πάνω απ’ όλα την εμπιστεύεται ολόθερμα και συστηματικά.

Γράψε, πάχνη του πρωινού, καθώς αποσύρεσαι, τους σημερινούς  μελλοθάνατους
κι ανάμεσά τους να προσθέσεις και αυτόν τον καπνό θυσίας που αναθρώσκει  μπροστά μου
είναι απ’ τους στίχους που δεν έγραψα και ναυάγησαν πρόωρα μες στον καφέ μου
είναι απ’ τους στίχους που δεν θέλησες ούτε σήμερα να διαβάσεις μαζί μου,  Μαρία. (σελ.11)

[απόσπασμα από την κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου στο ΔΙΑΣΤΙΧΟ για τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ, Πόλις 2015]

 

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΚΤΕΛΟΥΝ ΕΝΑΝ ΣΤΡΟΒΙΛΙΣΜΟ ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΑΡΧΕΓΟΝΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ

(μα έλκονται συνεχώς  από την κεντρομόλο δύναμη του βλέμματος του ποιητή στην εποχή του.  

Κι αυτή η εποχή δεν είναι ούτε χαρμόσυνη ούτε ειρηνική…)

Ο Δημήτρης Αγγελής με ευαισθησία και σθένος μιλά για τον εμφύλιο που διαδραματίζεται μέσα του, για τις γιγάντιες λύπες που ξεβράζονται κάθε χειμώνα στην ακτή του, μα και για τις σιωπηλές μακρόσυρτες Κυριακές, όπως συμβαίνει στο εξαιρετικό ποίημα με αριθ. 15, το οποίο αφήνει χαραμάδα για να γλιστρήσει η μελαγχολία του αναγνώστη και να συναντήσει άλλες οικείες Κυριακές, εκεί όπου όλες οι σιωπές μοιάζουν μεταξύ τους.

«Να γράψω ένα ποίημα για τη σιωπηλή Κυριακή

που να λέει τους λύκους - λύκους

και τους φονιάδες - φονιάδες.

Να βγω στον ακάλυπτο και να φωνάξω

όχι σαν κάτι να με πνίγει

 

Να μην είναι σιωπηλή η Κυριακή, να μη γράφω ποιήματα».

 

Εδώ ο αναγνώστης νιώθει σχεδόν δική του την εναλλαγή της προτροπής με την ευχή καθώς οι στίχοι ακροβατούν ανάμεσα στη δυσβάσταχτη πραγματικότητα και τη δημιουργική φαντασία. Με εντυπωσίασε, γράφει στην κριτική της η Ελένη Κοφτερού,  ο τρόπος με τον οποίο ο εκπληκτικός στίχος: 

«Να φανταστώ έναν βυζαντινό άγγελο να κατεβαίνει στα νερά ψιθυρίζοντας ακατάληπτες λέξεις»

βρίσκεται αδερφικά αγκαλιασμένος με τους στίχους:

«Ν’ αγοράσω εφημερίδα, να δω τους συνταξιούχους που παίζουν σκάκι στα παγκάκια της προκυμαίας»  και

«Να περάσω απ’ το καφενείο που συζητάνε πολιτική και ποδόσφαιρο».

Ο εξαίσιος αυτός διχασμός του ποιητή επεκτείνεται και δεσπόζει στο ποίημα με αριθμ. 14

«γιατί καθένας έχει μέσα του έναν

που κλαίει και φεύγει χτυπώντας την πόρτα

κι έτσι μπορείς να μένεις κάπου

ενώ στην πραγματικότητα είσαι ήδη πολύ μακριά

να γράφεις κάτι μέσα σου ενώ δεν γράφεις τίποτα

ο ένας εργάζεται, έχει οικογένεια, αυτοκίνητο,

περιμένει τη σύνταξη

ο άλλος ξαπλωμένος κάτω από ένα πεύκο

ρεμβάζει τη θάλασσα κι όταν ονειρεύεται

ο πρώτος ξενυχτάει παιδεύοντας στο χαρτί ένα ποίημα». 

Είναι εκείνο το λευκό ελάφι που δακρύζει

πάνω στο κρεβάτι μου.»

 [απόσπασμα από την κριτική της Ελένη Κοφτερού για τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ, εκδόσεις Πόλις 2015]

 

Η ΔΙΕΛΚΙΣΤΙΝΔΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (αποσπάσματα από την κριτική της Σωτηρίας Καλασαρίδου για τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ, Πόλις 2015)

Η πινακοθήκη των προσώπων του έργου εξυπηρετεί πάντα την ίδια την ποιητική του Δημήτρη Αγγελή στον βαθμό που τα πρόσωπα παίζουν σε πολλά ταμπλό: συμβολοποιούνται και συνομιλούν με το ποιητικό υποκείμενο και με το παρόν του ανακαινίζοντάς το, μετατρέπονται σε οδοδείκτες της ποιητικής γραφής, συντείνοντας στην απέκδυση των στοιχείων εκείνων που θα μπορούσαν να οξύνουν τον ποιητικό ναρκισσισμό, γίνονται τόσο ισθμός όσο και δίαυλος επικοινωνίας με τον αναγνώστη:

«Λοιπόν, καημένε Τράκλ, μη μου πουντιάσεις το χειμώνα

Η στέγη μας πάντα θα γέρνει στη μεριά σου

Να φυγαδεύονται οι στίχοι που δεν πρόλαβα

Κι οι θυμωμένες μέρες πού φοράω».

 

Συνδεδεμένα εντέλει τα πρόσωπα από τον ποιητή στο άνυσμα του χρόνου, ξετυλίγουν έναν μίτο που μεταλλάσσουν τον ποιητικό λαβύρινθο σε φιλόξενη κατοικία του αναγνώστη.    

Σταχυολογούμε: « (…)

«Έσταζε αίμα το μαντήλι μου κι οι ταύροι με μουγκρίζαν

που χτύπησα την πόρτα σου και πάλι δεν σε βρήκα

μόνο συρτάρια ανοιχτά και έπιπλα σπασμένα

παλιές εφημερίδες έσερνε ο βοριάς στο χωματόδρομο

τα γράμματά σου

άδεια επιστρέφανε τα κάρα

κυπαρισσόμηλα έφερναν   για χαιρετίσματά σου.».

 

Μια ακόμη διάσταση της εν λόγω συλλογής είναι η παρουσία αρκετών αυτοαναφορικών ποιημάτων, ενώ παρουσιάζει ενδιαφέρον όχι τόσο ο αριθμός τέτοιων αναφορών αλλά κυρίως η ποιότητά τους… Οι περισσότερο ενδιαφέρουσες διαστάσεις αυτής της απόπειρας εδράζονται στη συνύφανση της αυτοαναφορικότητας με την ειρωνεία, η οποία προσεγγίζει κάποιες φορές τα σύνορα της χώρας του γκροτέσκου, αλλά ενίοτε και με την προσφυγή σε έναν ενστικτώδη, παιδικό κόσμο που τον καθορίζει εντέλει η αλήθεια:

Διαβάζουμε: 

« ― Άλλο τίποτα δεν θυμάμαι, κύριε Φρόυντ,

δήλωσε ο ποιητής στην Αστυνομία

των Διαψευσμένων Παιδικών Προσδοκιών.» 

ή και αλλού:

« Ρίξε ζαριά στο άπειρο ένα ποίημα.

 είπε διαβάζοντας τη μοίρα σου στο χέρι

μα εσύ ’σαι μόνο ένας πίθηκος που ξέρει

να γράφει· να προκαλεί με μιαν αδέξια ρίμα

το σινάφι· της άθλιας κλίκας σου την μήνιν

Πολλά υποσχόμενη η νύχτα σου ακόμη· γι’ αυτό, ας μείνει».

 

«Μένει στην οδό Σωφρονίου αριθμ. 24, σε μια εγκαταλειμμένη γκρι
μονοκατοικία με τον κήπο γεμάτο σκουπίδια, κάθεται μονίμως σε μια
κόκκινη πολυθρόνα κάτω απ’ τον ίσκιο μιας μουριάς, «μητέρα, είναι ώρα
για το απογευματινό τσάι» φωνάζει πού και πού γελώντας,
κόσμος περνάει απ’ έξω παρέες - παρέες ανυποψίαστος, ο Παβέζε με
τον Μοράβια, ο Χουάν Ρούλφο με τον Κορτάσαρ και τα παιδιά που
κλωτσάνε μια μπάλα, ο επαναλαμβανόμενος παφλασμός μιας
πραγματικότητας που βουλιάζει στη λογοτεχνία ή στο μυστήριο.

Ένας με άδειο παλτό και εφημερίδα του 1910»

 

Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΠΟΥ ΖΕΙ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΤΕΠΑ…

(… «θέλοντας  μόνο να μιλήσει για μια ΜΑΡΙΑ…»)  

Όλα τα ποιήματα της συλλογής ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ, συνδέονται μεταξύ τους θεματικά και υφολογικά συμμετέχοντας θαρρείς σε μια πανσπερμία μικρών δημιουργικών εκρήξεων, μολονότι κάθε ποίημα λειτουργεί αυτόνομα ακολουθώντας ή παρακολουθώντας την Μαρία με ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει συμβολίζει ή κομίζει.   Γυναίκα, έρωτας και πληγή, πόθος και απουσία, σύμβολο και έμπνευση η Μαρία μπαινοβγαίνει ανάμεσα στα ποιήματα – ποιά δημιουργία άλλωστε μπόρεσε να υπάρξει χωρίς μια Μαρία;   Περιφέροντας τα αέρινα βήματά της και τον αιθέριο κυματισμό των μαλλιών της εκεί όπου οι λέξεις τυφλές, περιμένουν να τις οδηγήσει στο ποίημα, χαρίζοντας στον ποιητή μα και στον αναγνώστη ένα κομμάτι από την ιαματική της δύναμη.   Η συλλογή κλείνει όπως αρχίζει.   Με ριπές φωτός πάνω στα ανύποπτα κεφάλια των πλασμάτων που έρχονται στον κόσμο καταδικασμένα στον πόνο και στην απώλεια μα διαθέτουν την ευλογία της αθωότητας και την πιθανότητα μιας Μαρίας στην ζωή τους, για την οποία ακαταπαύστως θέλουν να μιλούν:   «Αυγερινέ, πρώτο φως της άγουρης μέρας / Καλωσόρισες τον άσωτο που γύριζε από τη νύχτα του, / Πρόσταξες να διαγραφούν τα συσσωρευμένα του χρέη, τον έντυσες / Αρραβωνιαστικό σου και πρίγκιπα / Ήπιες πατρίδα στο χιόνι της εξορίας του, / έφαγες Στο ψαχνό των ματιών του τοπία σισύφειων βράχων / Κι έσφαξες το καλό μοσχάρι για να διασκεδάσεις τη μοναξιά του / Που σαν ορθάνοιχτος καταπιόνας περίμενε ανυπόμονα / Τη σειρά σου. / Ανείπωτη ευτυχία… (κι όμως εγώ ήθελα μόνο να μιλήσω
για τη Μαρία.)»  Τα ποιήματα αυτής της συλλογής μοιάζουν με γλυπτά μετά το πέρασμα της λάβας: κρατούν φυλαγμένες τις χειρονομίες της αγωνίας αποτυπωμένη στο γλυπτό…
 [ΠΗΓΗ:
ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ,  ποιήτρια γράφει για τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ, Εκδόσεις Πόλις 2015]

Κυριακή, 17 Οκτωβρίου 2021




Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΣ ΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ:

«Στην ολισθηρότητα που μας τριγυρίζει η ΑΓΑΠΗ είναι το μόνο στέρεο έδαφος στο οποίο μπορούμε να πατήσουμε», τάδε έφη Μιχάλης Γκανάς στην ποιητική σύνθεση με τον παράξενο τίτλο ΑΨΙΝΘΟΣ (εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ 2012). Αφορμή και θέμα του ποιήματος ο κλονισμός της φύσης αλλά και η σύγχρονη κρίση, όπως τη «διαβάζει» ένας ποιητής. Υπέρτιτλος θα μπορούσε να είναι η ρήση του Έλιοτ: «Έτσι τελειώνει ο κόσμος. Όχι μ’ έναν πάταγο, αλλά μ’ έναν λυγμό».  Όλο σχεδόν το ποίημα είναι ένας διάλογος με τη φύση. Γράφει ο ποιητής: «Όσα γίνονται με τη φύση μας απασχολούν. Το λιώσιμο των πάγων, τα πρόβλημα της πανίδας και της χλωρίδας. Άψινθος είναι το αρωματικό φυτό και από την άλλη είναι η απειλή που έρχεται από μακριά την οποία, όπως θα καταλάβει, ελπίζω, ο αναγνώστης, εμείς την προετοιμάζουμε». Μπορεί, λοιπόν, να διαβαστεί και ως ένας γενικότερος συμβολισμός για την κρίση!..  Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν,  που ο Μιχάλης Γκανάς επιλέγει το παρακάτω απόσπασμα από την Αποκάλυψη  του Ιωάννη ως προμετωπίδα της έμπνευσής του: «Κι ο τρίτος άγγελος εσάλπισε κι έπεσε εκ του ουρανού αστήρ μέγας καιόμενος ως λαμπάς, και έπεσεν επί τον τρίτον των ποταμών, και επί τας πηγάς των υδάτων και το όνομα του αστέρος λέγεται ο Άψινθος και εγένετο το τρίτον των υδάτων εις άψινθον, και πολλοί των ανθρώπων απέθανον εκ των υδάτων, ότι επικράνθησαν…»!.. Ένα συμβολικό, επομένως, μήνυμα γι' αυτό που ζούμε τώρα, για την καταστροφή που έρχεται. Παραδείγματος χάριν το ποίημα:
Αυτοί παιδί μου δενδεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τουςόλο δεν και δεν και δεν-τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τουςδεν χάιδεψαν σκυλί, γατί, πουλάκι πληγωμένογυναίκα άσχημη και στερημένηαυτοί παιδί μου δενδεν δίνουν τ΄ Αγγέλου τους νερόδεν άκουσαν ποτέανάκουστο κιλαϊδισμό και λιποθυμισμένοδεν έπιασαν με τα ρουθούνια τουςτο άοσμο άνθος του θανάτουδεν είδαν –κατάργησαν τα μάτια τους-μια πιπεριά να γίνεται λιμπελούλααυτοί παιδί μου δενδεν ξέρουν δεν αγαπούνξέρουνε μόνο ν’ απαιτούνπερισσότεραπερισσότεραπερισσότεραπερί-που έτσι γράφεται το μέλλον μας»
Ακολουθούν κι άλλα αντιπροσωπευτικά ποιήματα από τη συλλογή διανθισμένα με σχόλια ή στοχασμούς του ποιητή ((art people gallery exciting photo illusions)



ΑΥΤΟΙ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΔΕΝ ΑΓΑΠΟΥΝ:
Είναι η φράση της εποχής μας, όπως τη συλλαμβάνει ένας από τους πλέον ευαίσθητους δέκτες της: ο Μιχάλης Γκανάς. Ο βραβευμένος ποιητής και στιχουργός, και άλλοτε διαφημιστής και πιο πριν βιβλιοπώλης, και πάντα άνθρωπος της φύσης και της πόλης, της δημοτικής παράδοσης και της νεωτερικότητας, επιστρέφει στην ποίηση έπειτα από εννέα χρόνια, με μια σύνθεση σαφώς πολιτική, χωρίς να είναι στρατευμένη. Είναι η «Αψινθος», ένα έργο που συνομιλεί με την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη και καταγράφει με τον πιο λιτό, τον πιο υπαινικτικό, αλλά και τον πιο δραστικό τρόπο το απειλητικό κλίμα που τυλίγει τον σύγχρονο κόσμο και τον σημερινό άνθρωπο. Άψινθος είναι το αστέρι που έπεσε στη Γη και δηλητηρίασε «το έν τρίτον» των πόσιμων υδάτων, αψέντι είναι και το ποτό της ποιητικής έμπνευσης.
Αυτοί παιδί μου δεν
δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους (...)
Αυτό το κομβικό ποίημα αναπτύσσεται με συνεχείς αρνήσεις και προδίδει ταυτόχρονα κυνισμό και απελπισία. «Το «Δεν» είναι η λέξη της εποχής - μια μεγάλη άρνηση που αποπνέει θυμό, τόσο θυμό που κανείς δεν έχει την ψυχραιμία να ψάξει να δει τι συμβαίνει»... Το συγκεκριμένο ποίημα γεννήθηκε το 2008 και βρήκε τη θέση του σε τούτη τη σύνθεση, η οποία είχε ξεκινήσει να γράφεται το 2005 αλλά πέρασε από πολλαπλή επεξεργασία ώσπου να βρει την αιχμή της. Έτσι στο βιβλίο του το ποίημα είναι τυπωμένο σε δεξιά σελίδα και αντικρίζεται με τη φράση από την «Αποκάλυψη»: «Ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, / μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου». Αυτόν τον τρόπο ακολουθεί ο Γκανάς σε ολόκληρο το πρώτο μέρος, παίρνοντας κάθε φορά τη σκυτάλη από έναν στίχο της «Αποκάλυψης» και ενσωματώνοντας στην εκάστοτε αντιφώνησή του στίχους άλλων ποιητών (Σολωμού, Σεφέρη, Ελύτη, Καρούζου). Κτίζει έτσι ένα πολυφωνικό τραγούδι για τον σύγχρονο κόσμο.

«ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΗΤΑΝ Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΜΟΥ»
Ο γαρ καιρός εγγύς εστίν, ω αγέννητε γέροντα, γράφει στο εισαγωγικό του ποίημα. Επίκληση στη Μούσα;  «Γέροντα εσύ με τα μακριά μαλλιά και τα άκοπα νύχια… Έρχεται μπόρα!.. Φύλαξέ με. Πάρε το φόβο να περάσει η νύχτα, εσύ με τα κατηφένια γένια. Αγέννητε γέροντα αιώνιο βρέφος». Ο γαρ καιρός εγγύς εστίν και η βιβλική περιγραφή αρχίζει: «Λίγα φύλλα λίγα πουλιά στο τέλος του φθινοπώρου. Νύχτα, ω σκοτεινέ βατήρα της ψυχής μου!.. Τελευταίο χορτάρι, τελευταίος άνεμος πάνω στη γη. Σκοτεινή μητέρα χτυπάει ακόμα η ζεστή σου καρδιά… Με τα πουλιά. Με τα πτηνά και με τα ωοτόκα, όχι με το σμήνος ούτε δυο-δυο σαν τα τρυγόνια. Μόνος. Να πίνεις το νερό όπου το βρεις κοιτάζοντας τον ουρανό χωρίς κανένα μάρτυρα (εκτός από τον κρυμμένο κυνηγό). Κι ο Έρωτας; Αναπαραγωγή!..» Παρεμβάλλεται, καθόλου τυχαία πάλι το ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ.  «Αυτό θα ήθελα να το έχω γράψει εγώ, είναι ένα ποίημα που παραθέτει μόνον τα ονόματα σπάνιων και λιγότερο σπάνιων πουλιών».

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΠΟΥ ΠΟΘΟΥΝ Ν’ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥΣ ΜΕΣ ΤΗΝ ΗΔΟΝΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΤΟΥΣ: 
Πού είναι τα πουλιά;

Ατσάραντοι και λιάροι κι' αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια κα σβουρίτζια κα σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;

Πού είναι ο κοκκινολαίμης;

Πού είναι τα παπιά;
Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;

Πού είναι ο Μολοχτός κι' ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι' ο Καλαμοκανάς;

Πού είναι οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι' οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι' οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι' οι χαλκοκουρούνες;

Πού είναι
ο μπούφος ο χουχουλόγιωργας κι' ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι' ο καράπαπας;

Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;

Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;

Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;
[Γιώργης Παυλόπουλος, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, εκδόσεις Κέδρος 2004]

Στην ποιητική αυτή σύνθεση υπάρχουν πολλές αφιερώσεις. Μία είναι στη Ζυράννα Ζατέλη. «Θυμάμαι που τα λέγαμε το 2007, μετά τις μεγάλες πυρκαγιές, σε μια συγκέντρωση στο Σύνταγμα, τότε που οι ειδοποιήσεις έγιναν μέσω SMS. Αισθάνθηκα την ανάγκη να της αφιερώσω κάτι, γιατί η ίδια η Ζυράννα είναι καταφύγιο θηραμάτων». Αφιερώσεις υπάρχουν και στον Νάσο Θεοφίλου, στον Δημήτρη Κοσμόπουλο και στον Θανάση Μαρκόπουλο, ποιητές που, όπως λέει, τους αγαπά.

ΛΙΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΠΕΡΣΙ ΚΑΙ ΓΛΥΚΟΣ (στη Ζυράννα Ζατέλη): 
Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός
γλυκύς βραστός με αραιό χαρμάνι.
Χιόνισε ζάχαρη Ζαχάρω και Σοχό
μα στο Ντομπρίνοβο του Σκουρογιάννη
(Ντομπρίνοβο το λεν οι χωριανοί
κι ας γράφουν οι ταμπέλες Ηλιοχώρι)

αρκούδες άυπνες αλλάζανε πλευρό
και δέρνονταν τα φίδια στο Ζαγόρι.
Νύσταξε κι η αρκούδα του Χατζή
μα πώς να κοιμηθεί με πανωφόρι

αφού τη γούνα της να βγάλει δεν μπορεί
κι ας λιώνει από τη ζέστη η καημένη
γραμμένο της στο Γράμμο να καεί
κι όχι στα γουναράδικα γδαρμένη.

Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός
γλυκύς πικρός σε πλαστικό κουπάκι.
Το ’στρωσε θάνατο στη χώρα του χαμού
ετούτο το μακρύ καλοκαιράκι

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΣΕ ΜΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ 1 (στον Νάσο Θεοφίλου, συλλογίζοντας): 
Τα σπίτια ποντισμένα στο βυθό
με φυσαλίδες αναθρώσκουσες.
Δαχτυλιδάκια γαλανά ή μέδουσες;

Αιγαίος κόσμος πολυκύμαντος
κι εσύ ο αυτουργός του
ο επικηρυγμένος των συμβάντων.
Μικρά συμβάντα που τα μεγαλύνεις
επινοώντας την πραγματικότητα.

Ένας δραπέτης είσαι διημερεύοντος Σαββάτου
και χορηγός μιας ηλικίας
που επωάζεται αλλιώς σε κάθε σώμα σου.
Σώμα υπό σκιάν και σώμα πάμφωτο
από βαθιά πηγάδια αστεροδεικτούμενο
χτισμένο ζωντανό σε ατίθασα γεφύρια
για να περνούν αλαφροΐσκιωτοι διαβάτες.

Τις νύχτες πάλι υδροχαρές και αιμοφόρο
και συγκοινωνούν με τα μικρά οικόσιτα σκοτάδια
και τα ανήμερα μεγάλα σκότη
που μας βυζαίνουνε γλυκά
όταν καθόμαστε και γράφουμε.

Ασπρίζει τότε η σγουρή προβιά τους
από το γάλα της πληγής μας
και φέγγει δωδεκαετής ημέρα
μέσα στα γηρατειά της νύχτας.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ
Ο Μιχάλης Γκανάς σπανίως γράφει ποιήματα για την πόλη που ζει. «Αν και ζω στην Αθήνα από τα δεκαοκτώ μου, σαν εσωτερικός μετανάστης, υπήρχε πάντα ένα γυαλί ανάμεσα σε μένα και την πόλη. Η Αθήνα είχε μόνο αρνητικά πράγματα να μου δώσει: δεν κατάφερα να σπουδάσω, εργαζόμουν πολύ, ενώ η ποίηση με τραβούσε από το μανίκι. Μου πήρε χρόνο να αγαπήσω την Αθήνα, στην πράξη εξοικειώθηκα μαζί της μέσω της γυναίκας μου και των παιδιών». Δεν είναι το ίδιο με τους στίχους του. «Πράγματι, εκεί είμαι πιο στρατευμένος κοινωνικά. Παρακολουθώ τον αναγνώστη, θέλω να του μιλήσω».

Η ποίηση δεν έχει μεγάλο κοινό. Πώς το αντιμετωπίζει αυτό; «Ποτέ δεν ήταν η ποίηση για πολλούς. Ο Καρούζος έβγαζε τα βιβλία του μόνος του σε 200 αντίτυπα και η ΣΤΡΟΦΗ του Σεφέρη μπορεί να υπάρχει ακόμα στην αποθήκη. Την ποίηση πρέπει να τη βρεις, δεν θα σε βρει αυτή. Προσωπικά δεν συμφωνώ με την εξωστρέφεια των ποιητών που εκφράζεται με εκδηλώσεις για να περάσει η ποίηση στην κοινωνία. Αυτό είναι αντίθετο στην ουσία της ποίησης, γιατί έτσι η πρόσληψή της γίνεται με λάθος τρόπο, μέσω ενός κοσμικού γεγονότος ή μιας διαμαρτυρίας, παρά ως εσωτερική ανάγκη». Και συμπληρώνει: «Η ποίηση θέλει αφοσίωση, να τρελαίνεσαι με αυτό που διαβάζεις. Είναι η μόνη τέχνη που δεν έχει μπει στο χρηματιστήριο της τέχνης, κανείς εκδότης δεν θα σε πιέσει να γράψεις μπεστ σέλερ».

ΕΠΙΚΛΗΣΗ (στην Πόπη, αλλιώς…)
Ω ριγηλό πουκάμισο αθώο ρούχο
με τις πτυχές σου φρίσσοντας στον άνεμο
κατέβα εδώ και γίνε μου σημαία
κόκκινο μεσοφόρι αερόστατο.

Επικαλούμαι τη ρώμη του κορμιού της
τα στήθη τα μικρά τη στίλβη του εφηβαίου
τη φώκια των γλουτών
και τους τερμίτες των μηρών της.

Αυτό δεν είναι αγάπη
είναι ένα ζώο που γυρεύει την αγάπη
δεν θα την βρει θα την παρεξηγήσει
θ’ αφήσει το ’να πόδι του στο δόκανο
και θα χαθεί στο δάσος

Με Δεκάξι ποιήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή ΑΨΙΝΘΟΣ, ο Γκανάς συλλαμβάνει εντέλει την κυρίαρχη αίσθηση του φόβου, που «δεν είναι ένας υπαρξιακός φόβος αλλά ένας αρχέγονος φόβος που τρέφεται με ρεαλιστικές αφορμές και σε οδηγεί στην κατάθλιψη», σημειώνει στην κριτική της η Μικέλα Χαρτουλάρη. Παράλληλα συλλαμβάνει τη μοναξιά που νιώθει ο σημερινός άνθρωπος, όχι στην ερημία του πλήθους, που έγραφε ο Αναγνωστάκης, αλλά
«...με την αγέλη, όχι με τα ζεύγη (...)
όχι με το σμήνος ούτε δυο δυο σαν τα τρυγόνια.
Μόνος. Να πίνεις νερό όπου βρεις...».

Διότι όταν η εποχή πριμοδοτεί το Εγώ, και όταν η πραγματικότητα σου στήνει παγίδες που σε εκμαυλίζουν, καταλήγεις να συμπεριφέρεσαι αγελαία και να πληρώνεις ολομόναχος... Στο βάθος προβάλλει η αίσθηση του αδιεξόδου (η εικόνα της αρκούδας που δεν μπορεί να πέσει σε χειμερία νάρκη λόγω των πυρκαγιών είναι σπαρακτική) και του αμείλικτου δράματος που καραδοκεί μέσα στην αδιάφορη ομορφιά.

Η «Αψινθος» όμως, συνοψίζει συμπεραίνοντας η Μικέλα Χαρτουλάρη,  δεν είναι μανιφέστο, και ακριβώς εκεί βρίσκεται το ενδιαφέρον της. Στο ότι με τη γλώσσα, το ύφος και την αρχιτεκτονική της, με τις παρηχήσεις, τις αναφορές στο δημοτικό τραγούδι, τις εκφράσεις του προφορικού λόγου και τις γειωμένες εικόνες, που εναλλάσσονται με ποιητικές εικόνες, προτείνει έναν άλλο τρόπο πολιτικού λόγου ο οποίος συνδέει το χθες με το σήμερα και το αύριο, τις αιώνιες αξίες με την καθημερινότητα, την κριτική (και την έμμεση καταγγελία) με την ελπίδα. Συγκεκριμένα, στο δεύτερο και πιο προσωπικό μέρος της συλλογής ο ποιητής επικαλείται τους αγαπημένους του νεκρούς και ζωντανούς, για να μας υπενθυμίσει ότι μέσα σε αυτό το κλίμα του «κα-τα-κλυ-σμού» υπάρχει ωστόσο μια παραμυθία (αν και όχι θεραπεία): η αγάπη.
Γι αυτή την αγάπη, θέμα που τόσο συχνά επανέρχεται στην ποίησή του, ο Μιχάλης Γκανάς παραθέτει ένα ποίημα του Μάθιου Αρνολντ, την Παραλία του Ντόβερ:
Αχ, αγάπη, ας είμαστε αληθινοί
ο ένας με τον άλλο! Γιατί ο κόσμος που μοιάζει
να απλώνεται μπροστά μας σαν χώρα ονείρων,
τόσο ποικίλος, τόσο όμορφος, τόσο νέος,
δεν έχει πράγματι μήτε χαρά, μήτε αγάπη, μήτε φως,
μήτε βεβαιότητα, μήτε ειρήνη, μήτε βοήθεια για τον πόνο.
Κι είμαστε εδώ σαν σε σκοτιδιασμένο κάμπο
σαρωμένο από συγκεχυμένους συναγερμούς αγώνα και φυγής,
όπου άγνωρες στρατιές χτυπιούνται τη νύχτα (Matthew Arnold, Η Παραλία του Ντόβερ)

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ σε μια ανάγνωση 2 (αφιερωμένο εξαιρετικά στη Κική Δημουλα)
Πίνοντας έρχεται η δίψα τι νομίζεις;
Πίνοντας πίκρες συνήθως μονορούφι
πίνοντας γλύκες με κουταλάκι του γλυκού
- γιατί ο φόβος του πνιγμού
φυλάει τα εύθυμα ανέκαθεν.
Πίνοντας το νερό της λησμονιάς.
(Ποια βρύση να το κάνει;)
Πίνοντας τέλος τ' αμίλητο κρασί.
Ακου - τίποτε τόσο αμίλητο
Όσο το μιλημένο.
Τόσο μουγγό κι ανόητο και ηττημένο
πώς τα 'πε όλα τάχαμου
πώς τα 'βγαλε από μέσα του
ενώ μπορεί να τα 'βγαλε απλώς απ 'το μυαλό


Ο Μιχάλης Γκανάς το έγραψε για την Κική Δημουλά και, όπως εξηγεί, είναι σαν να της λέει: «Τι κάνουμε τώρα; Τα γράψαμε, και λοιπόν;».