Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΩΣ ΠΡΑΞΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ:

Κουράζεται κι ο έρωτας; Πρήζονται τα πόδια του; Λυγίζουν τα χέρια του; Ματώνουν τα χείλη του;
Του φόβου και του ελέους
ο αγγελόπτερος;
Και τον νόμιζα υπεράνω (Καλλιόπη Εξάρχου)

 

 Έχουν οι λέξεις ηλικία;

Η Ευτυχία- Αλεξάνδρα Λουκίδου, γράφοντας για τη συλλογή της Καλλιόπης Εξάρχου «ΜΑΧΙΜΑ ΧΕΙΛΗ» εκδόσεις Σοκόλη 1974, είναι κατηγορηματική:

«Όχι οι άνθρωποι έχουν ηλικία, καμιά φορά και οι ουρανοί που αυθαίρετα και αναιδώς αποφασίζουν να την αλλάξουν, για να υποκύψουν οι άνθρωποι «στη μάνητα των φθόγγων»

 Η Καλλιόπη Εξάρχου με το βιβλίο αυτό δείχνει αποφασιστική μες τα διλήμματά της. Έχοντας αποδεχτεί εκ προοιμίου την ήττα της ως νίκη, αποφασίζει να ορθοτομήσει και να διαμοιράσει τα τραύματα, όπως θα έκαναν μετά τη μάχη οι πολεμιστές.

 Λες και μια επιτακτική προθεσμία την αναγκάζει να ταξινομήσει τις εκκρεμότητες, να καταγράψει τις απώλειες, να τις αποδεχτεί, να κλείσει θαρρείς τα ανοιχτά ζητήματα που ταλανίζουν την ψυχή της. Σκιαγραφώντας μας τους άξονες που ορίζουν την προβληματική της

α] Η ποίηση και ο λόγος ως πράξη αντίστασης στην αφωνία των καιρών

β] Το σώμα και η σχέση έλξης-άπωσης που βιώνει με τον έρωτα και

γ] Ο χρόνος, ως ελάχιστη πύκνωση του φευγαλέου μες στη μικρή στιγμή,

αποφασίζει να ασχοληθεί με την πράξη της γραφής και να μιλήσει για την απαιτούμενη προεργασία: εξημέρωση, ανασκαφή, ξεδιάλεγμα-πέταγμα, σπορά, ωρίμανση στο σκότος και πίστη κυρίως στην υπόσχεση που δίνουν οι λέξεις για τον επιτυχή πολλαπλασιασμό της Τέχνης εντός τους.

Αναγνωρίζει και παραδέχεται, για να μην πω αυτόβουλα ομολογεί, ότι η Ποίηση γυρεύει θολωμένους και αδίστακτους, άφοβους και τολμηρούς, σταθερά ασταθείς και αναποφάσιστους, ψυχές που αψηφούν τον νόμο της βαρύτητας και αντιστέκονται με το βαρίδιο των φτερών τους στην ελαφρότητα του κόσμου. Αποστρέφεται τους γήινους και τους ρεαλιστές, τους υπολογιστές και καιροσκόπους και τάσσεται με τη μερίδα εκείνων που, όταν τους λιγοστεύει η ανάσα, εκείνοι ξεντύνονται τη στενή φορεσιά και ντύνονται την αιρετική περιβολή των ανυπόδητων αλλά ελεύθερων ονείρων. Καταγγέλλει τους άφωνους, τους ηθελημένα σιωπηλούς που διαθέτουν ένα σιγαστήρα στη θέση του στόματός τους και προειδοποιεί:

«Τα απόμακρα στόματα    φοβού

που σ’ εξορίζουν    από τη γλώσσα σου» (Λόγος παραινετικός)

ενώ για τις δύσκολες ώρες της αφωνίας συμβουλεύει:

«Αν σε εγκαταλείψει / η λαλιά σου / σκάψε στα βράγχια των ψιθύρων» (Σημάδευσε)

[εισαγωγικό σχόλιο από τα δοκίμια κριτικής της Ευτυχίας-Αλεξλανδρας Λουκίδου ΣΤΟΥΣ ΠΙΣΩ ΚΗΠΟΥΣ ΜΙΑΣ ΛΕΞΗΣ, εκδόσεις Ρώμη 2019 κι άλλα αποσπάσματα από το δοκίμιο για τα ΜΑΧΙΜΑ ΧΕΙΛΗ της Καλλιόπης Εξάρχου, εκδόσεις Σοκόλη 2014 με κατακλείδα επιλογές ποιημάτων απ’ άλλες συλλογές της ποιήτριας]: 




ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΤΑΘΕΙ ΕΜΠΟΔΙΟ ΣΤΟ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (αποσπάσματα από το δοκίμιο της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου για τη συλλογή της Καλλιόπης Εξάρχου ΜΑΧΙΜΑ ΧΕΙΛΗ, εκδόσεις Σοκόλη 2014):
Τον λόγο λοιπόν επικαλείται και αυτόν προτείνει ως ύστατη πράξη συνέπειας του όντος απέναντι στη φύση του και στον προορισμό του. Και είναι αποφασισμένη τίποτα να μη σταθεί εμπόδιο σ’ αυτό. Τη γλώσσα λοιπόν και τις δυνατότητές της αποτολμά να διευρύνει, επεμβαίνοντας με ενέργεια ακόμα και διαγραφής εκείνων των λέξεων που ανακόπτουν τούτη την επέκταση, παραπέμποντας με έναν τρόπο στο «δεν» και στο «αδύνατον» του Ελύτη.
«Πειράζει
να ελαφρύνω
τα λεξικά
από μερικά εμπόδια;
Να μη σκοντάφτω στο «αδύνατον»
να μη με πληγώνει
το «αποκλείεται»
Είναι που θέλω
να φαρδύνουν
οι αρτηρίες μου
να χωρούν
τρεχάμενο χυμό»  (Απαλείψεις)

Η γραφή ως διαμαρτυρία και ως μνημείο, με την έννοια της διάσωσης της κραυγής ή αλλιώς της απόπειρας να χαρτογραφηθεί η ουτοπία, αποτελεί για την Εξάρχου την ενάρετη θέαση του κόσμου σε αντίθεση ενδεχομένως με «την αυθάδεια του σώματος», όπως η ίδια αναφέρει.

Την ποίηση ωστόσο ως απώτατο προορισμό των λέξεων αλλά και ως αντίποδα στων ημερών την αφασία, τη βάζει να συνομιλεί με τον έρωτα. Με άλλα λόγια, ανοίγει μια συνομιλία με το σώμα της γραφής στήνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια γέφυρα επικοινωνίας και πρόσβασης στο ερωτικό σώμα, το οποίο μάλιστα αποκωδικοποιεί και μεταγράφει. Κατορθώνει έτσι με όχημα τις μεταφορές να μεταφέρει τον πόθο και, αντί για την ηδονή, να μεταπλάσει την απελπισία και την οδύνη σε τόπο προορισμού.
«Δεν χάνω τις ελπίδες μου
όταν το σώμα σου μιλά και ακούει το δικό μου
Δεν χάνω το κουράγιο μου
όσο η γλώσσα σου
τη γλώσσα μου σμιλεύει
Δεν μπορώ να φανταστώ αλλιώς
ούτε τις λέξεις
ούτε τον προορισμό τους».        (Προσδοκίες)

Η επαφή-αφή με το άλλο σώμα μετουσιώνεται σε σωτηρία και σωσίβιο, καθιστώντας την αγκαλιά ένα καταφύγιο, η απουσία του οποίου απειλεί με αφανισμό την ύπαρξη που είναι εκτεθειμένη στα όνειρα και μετεωρίζεται στον κίνδυνο.
«Εγκαταλείπομαι σαν τον πολεμιστή που επιστρέφει
από όλους τους πολέμους
Από μιαν αγκαλιά
κρέμεται η ζωή μου
Από ένα φιλί
κι ένα αστέρι
Εκεί το μήλο
εκεί και ο πειρασμός».    (Από μιαν αγκαλιά»)

Η επιθυμία για την Εξάρχου είναι θηρίο ανήμερο που πρέπει να εξημερωθεί, σαν άλλη μια αναγκαστική υποχώρηση της ύπαρξης απέναντι στη λογικοκρατούμενη τρέχουσα ηθική που κατορθώνει να εξορίσει τα «θέλω» ή στην καλύτερη περίπτωση να τα στριμώξει στις στενές γραμμές μια πρότασης ποιητικής, έτσι για την τιμή των όπλων, να μοιάζει ότι πάλεψε κάπως να αντισταθεί.

Ένας συμβιβασμός που έστω και μέσα από την ασφάλεια του ποιητικού λόγου προτείνει μια εξέγερση, μία επανεκκίνηση της ασάλευτης ζωής.
«Τη ζωή σου
σού επιδίδω

Ανακεφαλαίωσέ την
εξ απαλών ονύχων
μήπως και καταλάβεις
πώς / πού / πότε /
βολεύτηκαν οι πληγές
Σήκωσέ την
από το κρεβάτι
να κάνει μια βόλτα
να ξεμουδιάσει την ασφάλεια
να δει νέους πόθους
να εκπλαγεί
να φοβηθεί
να συντριβεί

Αν αντέξεις
θα συμπεριληφθείς στους νικητές

Αν όχι
καλά να ’ναι
οι ηττημένοι
Κρατούν
κράτος εν κράτει
ασάλευτο / τον κόσμο»                    (Επίδοση)

Το σώμα στην ποίηση της Εξάρχου βιώνει την ταλάντευση. Μια αέναη παλινδρόμηση από την ενοχή στην αθωότητα. Ένα μπρος-πίσω βασανιστικό που απ’ τη μια φλερτάρει με την αποδοχή κι από την άλλη μάχεται την ίδια την απόφασή του. Το σώμα δυστυχώς υφίσταται τα παιχνίδια του μυαλού και την άρνηση του κατόχου του να πάρει θέση καθαρή απέναντι στα «θέλω» του. Διχασμένο το παρουσιάζει η Καλλιόπη και αμφίθυμο. Από τη μια να είναι έφηβο κι από την άλλη, από τη σοφία της γνώσης επηρεασμένο, να υποκύπτει στον συμβιβασμό. Πρόκειται για το συμβιβασμό με το προχώρημα του χρόνου και τα πολλαπλά διαπιστευτήρια που αυτός αφήνει επάνω στο σώμα μας. Δεν είναι όμως τελικά το σώμα εκείνο που ευθύνεται. Αυτό, απλώς υφίσταται τη δική της άρνηση να το αφήσουμε ελεύθερο να συμφιλιωθεί με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Κι εδώ συντελείται η αδικία:

Ένα μυαλό σοφό, του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο μάλιστα ξέρει καλά να ερμηνεύει και εμπεριστατωμένα να επιχειρηματολογεί, αυτό λοιπόν το μυαλό να βάζει ένα σώμα ανίσχυρο να μάχεται με τις αντιφάσεις του. Ένα σώμα – δίλλημα που μεταξύ σοφίας και στοχασμών εφηβικών στέκεται αμήχανο απέναντι στην προσαρμογή σε νέες καταστάσεις. Η ποιήτρια ψηλώνει με το ψήλωμα του νου και αντιμάχεται τον χρόνο και την επέλαση της φθοράς. Απέναντι λοιπόν στον αιφνιδιασμό των ρυτίδων εκείνη για αντιπερισπασμό άνθη φυτεύει στις κοιλότητες, μόνο που αυτό περιορίζεται να το κάνει με την ποιητική ιδιότητα και μόνο, με τη βοήθεια της οποίας μάλιστα καταγγέλλει και επικρίνει τους δειλούς.
«Με την απορία
θα μείνω
για τον δισταγμό
των ανεπίδοτων περιπτύξεων
Λέτε να μοιάζουν
με τον ρεμβασμό / των άγραφων λέξεων;…» (Ρεμβασμοί)
Κι αλλού:
«Φοβάστε
-και αναρωτιέμαι γιατί-
το ιλιγγιώδες βήμα
Δεν γνωρίζετε
πού οδηγεί
Και λοιπόν;
Τι κακό κι αυτό
με τα σημεία αναφοράς
Λίγη ανισορροπία σας αναλογεί
πίσω από τις κρυφές πόρτες
του ατελούς
και τρέμετε
μην και σας μεταθέσουν
στη Χώρα των Θαυμάτων…»        (Δειλία)

Αλλά κι οι εραστές στην ποίηση της Εξάρχου είναι συνήθως φοβισμένοι, γι’ αυτό και το φιλί «έναστρο γλυκό του κουταλιού» κάποτε «τη νύχτα της μετάληψης» πέφτει κάτω κατά λάθος όταν εκείνοι αποχωρούν. Στη συνείδηση της ποιήτριας ο έρωτας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ενοχή, τον πόνο και βέβαια με τα υπέρογκα ποσά, τα δυσβάσταχτα τιμήματα που οφείλει μέχρι δεκάρας να επιστρέψει πάραυτα, εξαργυρώνοντας με αίμα και με τύψεις το λίγο φως που αντίκρισε κατά τη διάρκειά του. Επινοεί λοιπόν έναν τόπο, τον «Ερωτευμένο τόπο», προκειμένου να εγκαταστήσει εκεί τον «απάτριδα Έρωτα», όπως τον αποκαλεί, στον οποίο τόπο ζητά να πάει χωρίς επιστροφή. Όσο διαβάζεις τα ποιήματα της συλλογής νιώθεις πως γράφτηκαν μόνο και μόνο για να ζητήσουν την έγκριση, την παραχώρηση ή τη συγκατάθεση -όχι όμως των άλλων- αλλά του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου, ώστε να του επιτραπεί το μήλο και ο πειρασμός. Θαρρείς και η πράξη της γραφής με το κοφτερό της μαχαιράκι έχοντας ξεφλουδίσει το σώμα και έχοντας φτάσει μέχρι την ψυχή και τα γυμνά της τραύματα, ελπίζει κατά βάθος πως κάποιοι μπορεί και να τη σπλαχνιστούν. Στην πραγματικότητα, μια διαβεβαίωση ζητά να εξασφαλίσει, μια άφεση ή μια επίσημη υπόσχεση ότι θα της συγχωρεθεί η προσχώρηση στο στρατόπεδο των ερωτευμένων σωμάτων και θα αποφύγει την επίκριση.

Το σώμα της ωστόσο είναι αυτό που γράφει αντ’ αυτής μια «διαθήκη προς αποκατάσταση της αληθείας του», μια διαθήκη η οποία όπως όλα τα «θέλω» και οι ερωτικές της επιθυμίες θα μείνει και αυτή ανεπίδοτη.
Το σώμα σκοπεύει να την πάρει μαζί του 
«να γίνει λίπασμα
να βγάλει λουλούδια
να μυρίσει ο αγέρας
να σηκωθούν οι άνθρωποι
να μην υπάρξει ξανά
παρεξηγημένο  σώμα
του πάθους και της απωλείας».       (Διαθήκη)

Το σώμα της γραφής, πλήρες σωμάτων και ερώτων, αλλά και το σώμα του έρωτα διάστικτο από «κρύπτιες στιγμές» που μόνον οι ποιητές ξέρουν να διασώζουν συνυπάρχουν σε τούτη τη συλλογή και τρυφερά αλληλοεξοντώνονται, για να επικρατήσει τελικά η ελάχιστη ανάσα που βγαίνει από δύο, κατά τ’ άλλα, μάχιμα χείλη
(αποσπάσματα από το δοκίμιο κριτικής για τη συλλογή της Καλλιόπης Εξάρχου ΜΑΧΙΜΑ ΧΕΙΛΗ, εκδόσεις Σοκόλη 2014 – από το βιβλίο της Ευτυχίας- Αλεξάνδρας Λουκίδου ΣΤΟΥΣ ΠΙΣΩ ΚΗΠΟΥΣ ΜΙΑΣ ΛΕΞΗΣ, εκδόσεις Ρώμη 2019)

ΜΙΑ ΧΑΝΤΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΓΟΥΡΗΣ ΘΗΛΗΣ ΘΑ ΠΑΡΩ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΣΑΝ ΦΥΓΩ ΜΕ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ…

Το εύθραυστο παρόν. Το μεταφυσικό θαύμα της στιγμής. Χωρίς θόρυβο. Μόνο σιωπή που ομιλεί.
Zωή και Ποίηση

(Καλλιόπη Εξάρχου, Εν Εξελίξει 2020 κι άλλα ποιήματα από τις συλλογές της, αντιγραφή και επικόλληση από το ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ της):  

Αν ξαναγεννιόμουν
δεν θα άφηνα αφρόντιστο
τον ίμερο
Θα τον έπαιρνα
από το παράπονό του
και θα του 'δειχνα
τα διάττοντα μέρη
Ύστερα θα αναχωρούσα    στο άπειρο
για να διηγούμαι
πώς κάποτε
ένα αστέρι   ένα σύννεφο   και μια λέξη
συνάντησαν τον Έρωτα

 

Με μιαν αγκαλιά ρυτίδες
πώς να βγάλει πέρα   η έφηβη επιθυμία μου;

[Καλλιόπη Εξάρχου, από τη συλλογή ΒΙΒΛΙΑΡΙΟ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ Γιαλός 2012]

 

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΔΕΝ ΣΥΝΑΛΛΑΣΣΕΤΑΙ   ΟΥΤΕ ΕΚΠΟΙΕΙΤΑΙ… (στίχοι από τη συλλογή της Καλλιόπης Εξάρχου ΜΑΧΙΜΑ ΧΕΙΛΗ 2014)  


Όσο υπάρχει
ανθισμένα φιλιά   
θα διατοξεύουν
μικρή μικρότατη
επίγευση ψυχής
για να μη λιγοστεύουν    οι καρδιές

 

Τις κρύπτιες στιγμές
να τις φυλάτε σαν τα μάτια σας
Μην τις αφήνετε να λιμοκτονούν
στη μοναξιά τους
Αν δεν μπορείτε
φορτώστε τες στους Ποιητές
Διαθέτουν ίριδες
ανεξάντλητων μεταφορών
για να μην ξεστρατίζουν οι ανάσες

 

Να χαρείς   άκουσέ με
και μην απελπίζεσαι

Αν λιγοστέψει η ανάσα σου
πάρε μολύβι και χαρτί

Αν σε εγκαταλείψει
η λαλιά σου
σκάψε στα βράγχια των ψιθύρων

Αν σε προδώσει κι η σιωπή
σημάδευσε κατευθείαν   στο μεδούλι
και αποκοιμήσου

 

Τα απόμακρα στόματα   φοβού
που σ' εξορίζουν   από τη γλώσσα σου

Μη ζηλέψεις
τα χέρια   τα υπερφίαλα

Μη συγκατανεύσεις
στους ήχους   των αλώσεων

Αφού γεννήθηκες
για να διακορεύεις
τα σύνορα
μεταξύ ζωής   και ονείρου

Πιάσε λοιπόν
το νήμα από εκεί
και βολέψου
στην κατάρα   κι ευλογία
του άμαχου πληθυσμού

 

 

ΑΓΙΑΣΜΟΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ
δικαιωμένος   κι αδικαίωτος

[Καλλιόπη Εξάρχου, [έπεα πτερόεντα 2020]

 

ΚΙ ΕΝΩ ΗΞΕΡΑ ΠΩΣ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΡΟΥΣ ΚΟΒΟΥΝ ΣΑΝ ΜΑΧΑΙΡΙΑ…

… έφτασε   μια σταγόνα θάλασσα

ανυπεράσπιστη

να ξεγελάσει  τη μνήμη

Τόσο ήθελε το στήθος

[κι άλλοι στίχοι από τη συλλογή της Καλλιόπης Εξάρχου ΤΟΣΟ ΗΘΕΛΕ ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ 2021]

 

Εμείς    δεν κάνουμε θόρυβο

όταν σπάζουν οι αγκαλιές μας

Εμείς

σηκώνουμε σημαίες   τα θρύψαλα

του νυν και του αεί

 

Επειδή έτσι

γίνεται    από πάντα

Μπαίνουμε    με τους πνεύμονες ανεμόμυλους

και βγαίνουμε    με κομμένη την ανάσα

Μια προσευχή δρόμος

από το έαρ    στο καταχείμωνο


Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

ΦΟΡΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΞΑΣΤΕΡΙΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ (μνήμη Κικής Δημουλά 6 Ιουνίου 1931- 22 Φεβρουαρίου 2020)


ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ: «Αυτή τη μέρα άφησε να σου εμπιστευτώ την ιστορία μου:
Μελαγχολικός της ζωής άνεμος είμαι που νυχτώθηκα και απόμεινα σ’ ένα χθες ανάλγητο.
Έλα λοιπόν, και με τα μάτια σου, που ’ναι καταχνιά κι ενάστρωση, το σύθαμπο και το πρωί
σε μιαν αλλόκοτη σύγκλιση, ανάστειλε τη νύχτα μου.
Έλα!.. Κι ας είναι μοιραίο πως αργότερα,
όταν ανάμεσά μας θ’ αναδεύεται, σε ανυπόφορη μεγέθυνση, το μυστικό μας τ’ αδυσώπητο,
-πως σημερινοί είμαστε και ξένοι –
με τον υποβολέα της πίκρας μου παμπάλαιο κατευόδιο θ’ απαγγείλω πάλι στις ώρες τις αγέρωχες,
που ανεβασμένες στις σχεδίες του ανέκκλητου προς ένα αδηφάγο αύριο θα λάμνουν»
Ένα ποίημα από την πρώτη ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΡΕΒΟΣ 1956 που, στη συνέχεια, φώτισε το λογοτεχνικό στερέωμα με 13 ακόμα ποιητικές συλλογές:
ΤΙΤΛΟΙ και ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ: Έρεβος 1956, Ερήμην 1958, Επί τα Ίχνη 1963, Το Λίγο του Κόσμου 1971, Το Τελευταίο Σώμα μου 1981, Χαίρε Ποτέ 1988, Η Εφηβεία της Λήθης 1994, Ενός Λεπτού Μαζί 1998, Ήχος Απομακρύνσεων 2001,  Χλόη Θερμοκηπίου 2005, Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως 2007,  Τα Εύρετρα 2010, Δημόσιος Καιρός 2014 και τέλος με Άνω Τελεία 2016  
Από τη συλλογή Έρεβος είναι και το ποίημα ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ απ’ όπου ο εμβληματικός στίχος  «φορέσαμε μια ξαστεριά στα μάτια» επιλέχθηκε ως τίτλος σ’ αυτή την ανάρτηση.
Φορώντας, λοιπόν, μια ξαστεριά στα μάτια
«με τις φωτοβολίδες της ελπίδας ας κεντήσουμε τη νύχτα κι ας εφοδιαστούμε με συνέπεια…»,
καθώς το προστάζει η χαρισματική ποιήτρια!... Γιατί
«Σκοτώσαμε την επιφύλαξη με την αιχμή του απόλυτου
και τη σιωπή μας μ’ ένα καΐκι προσωρινότητας φυγαδέψαμε.
Στρώσαμε το τραπέζι του αναπάντεχου
με δυο ποτήρια να κεράσουμε το ενδεχόμενο,
κι ανάβοντας το κερί της ευαισθησίας
πλάι στην καρδιά μας,
διαβάζουμε το λυρικό σαν όλα τηλεγράφημα
γεμάτο ανακωχή, ίσως και ειρήνη,
που μια στιγμή συνεπαρμένη και κατάφωτη το φέρνει
συντεταγμένο από τη μοίρα μας που με κηδεμονία αγέρωχη μας δένει»
[ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ από τη συλλογή ΕΡΕΒΟΣ 1956]
Ακολουθούν αποσπάσματα από τη μελέτη της Δέσποινας Παπαστάθη «Κική Δημουλά Αχθοφόρος Μελαγχολίας: Ποίηση και Ποιητική του Πένθους, εκδόσεις Gutenberg 2018, διανθισμένα και με άλλα ποιήματα από τις πρώτες συλλογές της Ποιήτριας. – ART by christy lee rogers



ΣΤΡΩΣΑΜΕ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΑΝΕΠΑΝΤΕΧΟΥ ΜΕ ΔΥΟ ΠΟΤΗΡΙΑ ΝΑ ΚΕΡΑΣΟΥΜΕ ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ:
Η κριτική αναγνώρισε από πολύ νωρίς την ιδιαίτερη ποιητική φωνή της Κικής Δημουλά, εξαιτίας του τόσο έντονα ενεργοποιημένου στοχασμού της πάνω στο εφήμερο της ύπαρξης. Γράφοντας χωρίς μελοδραματισμό και αποφεύγοντας τον τετριμμένο κι εύκολο λόγο αποτύπωσε ψυχικές στιγμές φευγαλέες, άπιαστες σχεδόν, ώστε ο Άρης Δικταίος να τη χαρακτηρίσει το «σημαντικότατο κέρδος της νεοελληνικής ποιήσεως».

Ο θάνατος, το κενό που προκαλείται απ’ την απώλεια, η αίσθηση πως «ο χρόνος εξαντλείται», πως η φθορά είναι η μόνη απτή πραγματικότητα, πως «η αυλαία δεν θα αργήσει να πέσει» κυριαρχούν στο έργο της. Η ποιήτρια μοιάζει συμφιλιωμένη με την αγωνία του ανείπωτου, την απουσία, καθώς ο χρόνος, «ταχυδακτυλουργός μέγας», είναι ο μόνιμος αντίπαλος της. Το ποιητικό υποκείμενο ζει με τα φαντάσματα του παρελθόντος: τους αγαπημένους που χάθηκαν, τις ελπίδες που διαψεύστηκαν, την οδύνη του ματαιωμένου έρωτα, την επίμονη παρουσία του απόντος αγαπημένου σ’ όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας. Η ίδια δηλώνοντας το ποιητικό της credo αποκάλυψε πως όλα τα ποιήματα που έγραψε «περιγράφουν πως μια αρχή κατρακυλάει προς το τέλος, λειτουργία βασικά, μιας μνήμης θανάτου, που άγνωστοι ποιος ξέρει πόσο μακρινοί πρόγονοί μου, πρόγονοι αιώνες, μου την άφησαν κληρονομιά», και ομολόγησε πως «γράφοντας, δεν κάνω τίποτε περισσότερο, παρά πως μ’ ένα τρόπο μυστηριωδώς εκλεγμένον, περιμένω τη σειρά μου, απλώς και μόνο».

Ο προβληματισμός και η αγωνία για το αναπότρεπτο του θανάτου εκφράστηκαν στην ποίηση της Κικής Δημουλά μέσα από την ποιητική του εφήμερου σώματος ήδη από την πρώιμη συλλογή ΕΡΕΒΟΣ 1956… Και στις επόμενες συλλογές, όμως, οι στίχοι της, εν ολίγοις, διανύουν ευπρεπώς την ίδια μοίρα:

«Σημειώθηκε χθες διόγκωση της ματαιότητας.
Αυτό, φυσικά, κανείς δεν το αντελήφθη.
Κανείς απ’ τους ελάχιστους «πλησίον μου».
Μονάχα εγώ που όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου,
σε στάση ανήμπορη αλλά κόσμια,
άφησα να διαφύγει από το χώρο μου
ένα ολόκληρο απόγευμα,
σε μια ρευστότητα αθεράπευτη, γνωστή,
αλλ’ επιδεινωμένη»
(ΕΡΗΜΗΝ από την ομότιτλη 2η συλλογή της ποιήτριας 1958)

Η ΠΙΣΤΗ ΠΩΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΨΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ
Η αποδόμηση της αξίας των νεκρών τελετουργικών, η πίστη πως το σώμα και όχι η ψυχή είναι το κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης, τα ξερά και παγωμένα γηρατειά, η ματαίωση του ερωτικού βιώματος, η κυριαρχία της θλίψης και της μελαγχολίας, η τοπιογραφία της φθοράς και του θανάτου, η καταλυτική επίδραση του χρόνου, η αμφισβήτηση της σωτηριολογικής διάστασης του χριστιανικού μύθου, ο φθινοπωρινός άνθρωπος είναι κάποια από τα θεματικά μοτίβα που αισθητοποιούν τον αέναο προβληματισμό της ποιήτριας πάνω στα ανθρώπινα. Ο προβληματισμός αυτός βαθαίνει όταν διαλέγεται με την τέχνη της φωτογραφίας, της γλυπτικής και της ζωγραφικής, ενώ τα μυστικά της ποίησής της μας τα αποκαλύπτει στα πολυάριθμα ποιητικά αυτοσχόλια. Η γραφή της κυριαρχείται από λέξεις με απρόβλεπτες σημασίες που μεταμορφώνουν τα πράγματα, δίνοντας διέξοδο στο συναισθηματικό αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου, αφού του επιτρέπουν να ονειρεύεται έστω μια «σύντομη, άδετη ζωή».

Η ποίηση, την οποία με τόσο πάθος και αφοσίωση υπηρέτησε, ήταν για την Κική Δημουλά «μια δια βίου διαδηλώτρια υπέρ των μοναχικών συμφερόντων της ύπαρξης της», ενώ στην ομιλία που εκφώνησε κατά την τελετή υποδοχής της στην Ακαδημία Αθηνών, δήλωσε πως γράφει διαμαρτυρόμενη, «ίσως, επειδή κατά τη μεγάλη εκείνη έκρηξη του σύμπαντος επικράτησε σκανδαλώδης μεροληψία στη διανομή των θραυσμάτων. Στην ύπαρξή μας δόθηκε το μικρότερο: αυτό το φευγαλέου». Μέσα από τα ποιήματά της η Κική Δημουλά ύψωσε τη φωνή της ενάντια σε αυτό το φευγαλέο, στον «ασίγαστο εμφύλιο πόλεμο / μεταξύ του υπάρχω και του παύω / του μιλώ και του σώπασα» απ’ όπου «η μόνη κερδισμένη είναι η διάσημη εκείνη / πολεμική ανταποκρίτρια η γραφή»

«Δεν ξέρω που να σε αναζητήσω.

Στις προετοιμασίες των στίχων μου ή
στη θορυβώδη των ενστίκτων μου συναγωγή;

Στις παραινέσεις του απογεύματος
στις υποδείξεις του Μαρτίου
στη χθεσινή μας σύμπτωση
-στις χθεσινές μου ιαχές –
ή σε κάποια αυριανή μου πίκρα
που υπό εχεμύθεια την κρατάς;
(ARS GRATIAE ARTIS από τη συλλογή ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)

ΑΜΦΙΣΗΜΙΕΣ, ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ, ΜΕΤΩΝΥΜΙΕΣ, ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ, ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ…
Ο λόγος της γοητευτικός, προκλητικά και αναπάντεχα ανατρεπτικός αντικατοπτρίζει τον εναγώνιο προβληματισμό της απέναντι στο εφήμερο της ύπαρξης και χαρτογραφεί έναν κόσμο χωρίς βεβαιότητες, με μόνη αυτή της Ποίησης. Η φωνή της, βαθιά ειρωνική, ακροβατεί πάνω στα νοήματα προκειμένου να τα αρνηθεί ή να τα αναδημιουργήσει. Αμφισημίες, μεταφορές μετωνυμίες, επαναλήψεις ανατροπή των καθιερωμένων κανόνων της γραμματικής και της σύνταξης, απόκλιση από στερεότυπες εκφράσεις συλλαμβάνουν το παράλογο της ανθρώπινης υπαρξιακής κατάστασης και μεγεθύνουν το απρόβλεπτο του θανάτου.

Η Κική Δημουλά όταν ακόμα ήταν «κορίτσι νέο…  ένιωσε από τότε που άνοιξε τα μάτια του μπροστά στο θαύμα του κόσμου, την ανάγκη να γράψει τραγούδια, ποιήματα», όπως συγκινημένα αναφέρει ο θείος της Παν. Καλαμαριώτης στον πρόλογο της συλλογής Ποιήματα, Αθήνα 1952 – την οποία αργότερα  η ποιήτρια θα αποσύρει από την κυκλοφορία…
[αποσπάσματα από τη μελέτη της Δέσποινας Παπαστάθη: Κική Δημουλά – Αχθοφόρος Μελαγχολίας. Ποίηση και ποιητική του Πένθους, εκδόσεις Gutenberg 2018]

ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ’ΤΑΝ ΑΝΟΙΞΗ
ΓΙΑΤΙ Η ΜΝΗΜΗ ΑΥΤΗ ΥΠΕΡΠΗΔΩΝΤΑΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΕΡΧΕΤΑΙ: 
Εκτός εάν η νοσταλγία,
από πολύ βιασύνη,
παραγνώρισ’ ενθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους όλα
όταν τα πάρει ο χαμός.
Αλλά μπορεί σωστή να είναι η μνήμη
και να ’ναι ξένο αυτό το φόντο,
να ’ναι οι παπαρούνες δανεισμένες
από μιαν άλλη ιστορία,
δική μου ή ξένη.
Τα κάνει κάτι τέτοια η αναπόληση.
Από φιλοκαλία κι έπαρση.

Όμως θα πρέπει να ’ταν άνοιξη
γιατί και μέλισσες βλέπω
να πετούν γύρω από αυτή τη μνήμη,
και περιπάθεια και πίστη
να συνωστίζονται στον κάλυκά της.
Εκτός αν είναι ο οργασμός
νόμος του παρελθόντος,
μηχανισμός του ανεπανάληπτου.
Αν μένει πάντα κάποια γύρις
στα τελειωμένα πράγματα
για την επικονίαση
της εμπειρίας, της λύπης
και της ποίησης.
ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971 – το κολάζ με τους στίχους του ποιήματος φιλοτέχνησε η Τζούλια Φορτούνη]


 [Ο διάλογος της συνείδησης με τη ματαιότητα, της μνήμης με το φευγαλέο της ύπαρξης, βρίσκει ΣΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ την καλύτερή της ίσως έκφρασή του σε ολόκληρη την ελληνική μεταπολεμική ποίηση, με τη λιτότητα του λόγου να συναγωνίζεται την πρωτοτυπία και τη δραστικότητά του. Χαρακτηριστικό και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή είναι η φωτογραφία, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και το μη ον, στη διάρκεια και στη φθορά… Ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της ΔΗΜΟΥΛΑ είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες: «Σημείο διαχωριστικό δύο απεράντων είσαι. Δύο αντιμέτωπων πελάγων. Ο ουρανός κι η θάλασσα. Το πλάτος και των δύο αθροίζεται στο μέτωπό σου. Έχεις πλατύ μέτωπο, αντιμέτωπο στα όρια. Τα δεμένα πανιά της μορφής σου, η σκεπτική της πλώρη, δείχνουν πως περιμένεις τρικυμία των απεράντων… Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο, για να έχω σταθεί στην άκρη του κρατώντας λουλούδι και χαμογελώντας, θα πει πως όπου να ’ναι έρχεσαι. Φαίνεται απ’ τη ζωή μου ζωή πέρασε κάποτε… (Μοντάζ, Φωτογραφία 1948

ΜΟΝΤΑΖ φωτογραφία
Σημείο διαπεραστικό δύο απεράντων είσαι.
Δυο αντιμέτωπων πελάγων.
Ο ουρανός κι η θάλασσα
Το πλάτος και των δύο
αθροίζεται στο μέτωπό σου.
Έχεις πλατύ μέτωπο
αντιμέτωπο στα όρια.
Τα δεμένα πανιά της μορφής σου,
η σκεπτική της πλώρη,
δείχνουν πως περιμένεις τρικυμία
των απεράντων.

Όμως εσύ κρατάς τιμόνι.
Εξάρτημα καϊκιού είναι
ή της ζωής σου;
Δική σου είναι η βάρκα
ή κλεμμένη;
Δικό σου είναι το θάρρος
ή της φωτογραφίας;
Οδηγείς ή οδηγείσαι;
Υπήρχε απ’ την αρχή τιμόνι
ή έκανε μοντάζ ο φωτογράφος
κι απόκτησε τιμόνι
το ακυβέρνητο
όπως βρέθηκαν οι αγρότες οι παππούδες μας
στα κάδρα
με γραβάτα;
(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά  ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Εκδόσεις Στιγμή 1990)

ΜΑΚΡΥ ΚΟΥΡΑΣΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ, ΜΑ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΠΑΣ ή ΕΡΧΕΣΑΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ
(ΣΥΛΛΗΒΔΗΝ) Ένα ΑΛΤ, υπόκωφο άκουσα να με σημαδεύει. Ουδέν πρόβλημα. Έτσι κι αλλιώς μες στην ακινησία προ πολλού με είχε η αίσθησή μου μεταφέρει. Ωστόσο νιώθοντας ωσάν ακόμα ν’ αναδεύεται το μέσα μου κατάτι, υπάκουσα στο άκουσμα του ΑΛΤ περιμένοντας να εκπυρσοκροτήσει η φοβέρα!.. Τίποτα, σιγή απόλυτη, μα δεν ξεθάρρεψα, τα ξέρω εγώ τα κόλπα, ξέρω ότι με σιγαστήρα σε καθαρίζει το ανεξήγητο κι άντε να το συλλάβεις… Τηρώ, Χρέος, το κατά δύναμιν τις εντολές σου, τα δύσκολα ΠΡΕΠΕΙ σου. Υπάκουες δείχνουν οι σκέψεις αλλά όρκο δεν παίρνω μια και έχουν την άνεση να παραβαίνουν εν κρυπτώ. Αλλά τις πράξεις μου πώς να τις δαμάσω; Βγαίνουν έξω, κόσμο συναντούν γείτονες πειρασμούς, να μην κοντοσταθούν; Μα φταίνε οι εντολές σου ούτε πλήρεις ούτε ξεκάθαρες είναι. Για παράδειγμα: Πρέπει να είναι πιστή η Αγάπη; Κι αν δεν είναι, εμείς τι πρέπει; Με σταυρωμένα τα χέρια ν’ αγαπάμε; [ΔΕΝ ΑΣΤΟΧΕΙ και ΠΡΕΠΕΙ κι άλλες επιλογές από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 2016 – Γιατί όμως Άνω Τελεία; Δεν τον επέλεξα εγώ αυτόν τον τίτλο δηλώνει η ποιήτρια, μου επεβλήθη. Ίσως τον ενθάρρυνε ότι στο ποίημα με τίτλο ΤΟ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΟ επαινώ τη σημασία των τόνων και της στίξης. Αν τώρα με ρωτήσετε γιατί άνω τελεία και όχι τελεία θα πω ότι την απέφυγα γιατί θα ήταν σαν να κατέθετα μια ληξιαρχική πράξη. Μελόδραμα δηλαδή. Το πιθανότερο όμως είναι ότι με μαγνήτιζε η λέξη: Άνω. Με τραβούσε κατά πάνω σαν για να με απομακρύνει από το αρπακτικό: Κάτω.]