Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

ΚΟΙΤΑ Η ΛΕΞΗ ΜΟΝΟ ΒΓΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΞΗ (Για την εμπειρία της Έμπνευσης και την εκστατική γλώσσα του σώματος)

«Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ», γράφει ο Κώστας Παπαγεωργίου, «συνδιαλέγεται μονίμως με το σώμα της· συχνά μιλάει για λογαριασμό του και στους κόλπους του καταφεύγει όταν αισθάνεται απειλούμενη από τον έξω κόσμο ή από τη μονίμως ελλοχεύουσα μέσα της αίσθηση της φθοράς, ενίοτε και του θανάτου.
Και νομίζω ότι δεν θα ήταν λάθος αν διατύπωνε κανείς την άποψη ότι η ποίησή της αποτελεί το απόσταγμα της καταγραφής των σημαντικότερων φάσεων ενός επώδυνου, λυτρωτικού, ωστόσο, οδοιπορικού, κατά τη διάρκεια του οποίου το ποιητικό υποκείμενο εναποθέτει, με άκρα εμπιστοσύνη, στις ακτές του σώματός του τα τιμαλφή της ψυχής του, καθώς και όλα όσα αισθάνεται ή αντιλαμβάνεται ικανά να περιβληθούν την ισχύ της Ποίησης…»
Απόσπασμα από ένα σχόλιο του Κώστα Παπαγεωργίου για την ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ στο Ανοικτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών 25/01/2020, που βρίσκει την επαλήθευσή του στο ποίημα: Το ΣΩΜΑ είναι η ΝΙΚΗ και η ΗΤΤΑ των ΟΝΕΙΡΩΝ από τη συλλογή ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974 (όλο το ποίημα αμέσως παρακάτω)

Για την ΕΚΣΤΑΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ και την ΕΜΠΕΙΡΙΑ της ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ από αυτό, γράφει η ποιήτρια σε πολλά  ποιήματά της.  Ενδεικτικά ανθολογούνται εδώ τρία ποιήματα από τη συλλογή Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978.

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ με στίχους από το ποίημα ΕΦΗΒΕΙΑ 1 στη συλλογή ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990: 
«Τι μου λείπει και κλαίω;
Βρέχει και θα ’μαι πάντα μόνη, ανέραστη νυφίτσα μες στο κρύο», ερέθισμα για το σχόλιο του Παντελή Μπουκάλα:
«Από συλλογή σε συλλογή πύκνωνε η έκφραση της ποιήτριας και κατακτούσε εκείνη τη διαύγεια με την οποία όλο και περισσότερο εμπιστευόταν τη ζωή σαν θαύμα και τον άνθρωπο σαν επινόηση της ίδιας του της ζωής:
«Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς θα εφεύρει η ζωή ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας», έγραφε στο ποίημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ 2005.

Γενικότερα, ο πόλεμος της ποιήτριας με τη μελαγχολία και τη λύπη, ήταν το κύριο μέτωπο ενός πολέμου του σώματος: το ΣΩΜΑ, που έγινε η αρχή ενός ταξιδιού με αφετηρία τη συλλογή ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963 και τέρμα την ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ 2011. 

Το Σώμα, που τελικά, προτείνεται σαν κλειδί για να κατακτηθεί η θνητή αθανασία, μάλλον η μοναδική ανθρωπίνως νοητή: «Ο Παράδεισος κερδίζεται με το Σώμα κι είναι κι αυτός θνητός» (στο ποίημα Τα πόδια μου της συλλογής Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ)

Κατακλείδα  Οι ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ του ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982 και η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ από τη συλλογή ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ 2005. Εμβόλιμες σημειώσεις για τις κύριες πηγές της έμπνευσής της συμπληρώνουν αυτή την ανάρτηση  )




ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΟΤΑΝ ΑΣΥΣΤΟΛΟ ΣΑΝ ΤΟ ΝΕΡΟ…
σηκώνεται από τον ύπνο
με κοιμισμέν’ ακόμη τις βούλες
τις ουλές, τα τόσα τα σημάδια
τους σκούρους ελαιώνες του
ερωτευμένους
δροσερούς μέσα στη χούφτα.

Το σώμα είναι η Ήττα των Ονείρων
σαν κείται μακρύ και αδειανό
-να φωνάξεις μέσα ακούς την ηχώ-
με τις αναιμικές τριχίτσες του
ανέραστο απ’ το χρόνο
βογκάει, πλήγεται
μισεί την κίνησή του
ξεθωριάζει σταθερά
το αρχικό του μαύρο
ξυπνώντας ζεύεται τη τσάντα
από δαύτη κρέμεται μαρτυρικά
ώρες μέσα στη σκόνη.

Το σώμα είναι η Νίκη των Ονείρων
όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο
και κερδίζει τον συγκεκριμένο χώρο.
Ένα τόπο
Με τράνταγμα βαρύ.
Θάνατο.
Όταν το σώμα κερδίζει το τον τόπο του
με θάνατο στην πλατεία
σα λύκος με ρύγχος καυτό
ουρλιάζει το «θέλω»
«δεν αντέχω»
«φοβερίζω – ανατρέπω»
«πεινάει το μωρό μου»

Το σώμα γεννάει το δίκιο του
και το υπερασπίζεται.
Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι
φτύνει το κουκούτσι –θάνατο
κατρακυλάει πετάει
ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα
-κίνηση του κόσμου-
στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει
ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους
κι υποφέρει
χάνει τα δόντια του
τρέμει από έρωτα
σκάει η γη του σαν καρπούζι
και τελειώνει.
 [ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974]

ΚΙ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ: Η ΦΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΓΕ Ο ΑΡΩΓΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ή Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Ο έρωτας αλλά και η φύση αποτελούν, κατά την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, τις δυο αστείρευτες τροφοδότρες πηγές της ποίησής της, απεικονίζοντας, συμβολίζοντας και ενσαρκώνοντας το μέγα μυστήριο της ζωής. Ιδιαίτερα η φύση που, μέσα στη διαρκή, τελετουργική και μυστηριακή, μέσα στους κόλπους της, εναλλαγή των πτυχών της αιωνιότητας, διδάσκει και δείχνει, σιωπηλά, την καταγωγή και την προέλευση του ανθρώπου. Η φύση

«μας μαθαίνει να ζούμε, να βλασταίνουμε, να πληθαίνουμε, να λάμπουμε και να στεγνώνουμε τα δάκρυά μας όπως στεγνώνει η βροχή πάνω στα φύλλα, χωρίς να ξέρουμε αν θα μάθουμε ποτέ. Χώνεσαι μέσα στη φύση και ξεχνάς όλα τα αναπάντητα ερωτήματα. Κι όταν σε πιάνει η αγωνία πάλι η φύση σε παρηγορεί, γιατί οι ρίζες και οι καρποί θα ζήσουν από σένα πιο πολύ», λέει κάπου – κι αλλού:
«Και τότε, περιτριγυρισμένο απ’ το άγνωστο στο χωράφι της ψυχής σου, βλασταίνει, φυτρώνει το ποίημα κι ίσως ενηλικιωθεί. Κι αναρωτιέμαι: η φύση είναι άραγε ο αρωγός της Ποίησης ή η Ποίηση της φύσης»;

Αν όμως η φύση είναι αέναος τροφός της ποίησης· αν η τελετουργική επανάληψη των διαφορετικών εκδοχών-εποχών της συνέχει το αδιάσπαστο κι ενιαίο πρόσωπό της, με τον έρωτα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά· η φύση δρα και λειτουργεί και ερήμην του ανθρώπου, ενώ ο έρωτας τον προϋποθέτει ως πρώτη ύλη του θάματος της ζωής: ως προϋπόθεση και ως αναλώσιμο υλικό του.
[απόσπασμα από την κριτική Κώστα Παπαγεωργίου για την ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ στο Ανοικτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών 25/01/2020]

ΠΟΙΗΣΗ, Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ (κι ο αφαλός ένα σιωπηλό πνευστό, όργανο θείο για να μαντεύεις τα πράγματα στο ρίγος): 
Απαντώ στη φωνή σου
στους ανάλαφρους τόνους της ηλικίας σου:
Το ποίημα δεν είναι αυτό που είπαμε
ούτε τα λίγα ακόμα που θα ζήσω.
Δεν είναι αυτά που ’δειξες αμίλητος
σαν να μην ήτανε δικά σου
ούτε η η δική μου ένδεια μπρος στους κήπους.
Κοίτα
η λέξη μόνο βγαίνει
από τη λέξη
και η ιδιοσυγκρασία της
αναβλύζει ολόκληρη
σαν φύση.
Αποτυγχάνω στην ποίηση
όταν συγκεντρώνομαι
στην αιώνια έκφραση
του πρόσκαιρου
και πληγωμένη
φτιάχνω τα προπλάσματα
της ανημποριάς μου
Όμως όταν συλλαμβάνω
το μέλλον με χόρτα
με νεύματα, νέφη και στάχτες
όπως παλιά  οι ζωώδεις φύσεις
των ποιητών
τότε τ’ ανάποδα άσπρα μάτια μου
ανθίζουν σαν βολβοί
και γίνονται χρησμοί
οι ελαφροί σου κυνισμοί
της νύχτας
………………………….
Ολόκληρη η κοιλιά
μεταμορφώνεται σε κάτι βαθύ
ένα δάσος με σκιές μεταθανάτιες
κι ο αφαλός ένα σιωπηλό πνευστό
όργανο θείο
για να μαντεύεις τα πράγματα
στο ρίγος.
Πλαταίνει το παιχνίδι του νου
μέσα απ’ το νου γεννιέται
άλλος νους λαμπρότερος
νοείται η μικρότατη μέρα
της πυγολαμπίδας
κι εξαίρεται το πρόσωπο
σαν πρωταγωνιστής.
Κι όπως μια συγκίνηση
απλώνεται στην ύπαρξη
ανοίγει και το πιο σκληρό
κέλυφος
αφομοιώνεται η αρρώστια
τα χίλια λάθη κι οι αναπηρίες
ανθίζουν στο λευκό τετράγωνο
παρτέρι του χαρτιού.
……………………..
Η Ποίηση είναι το βάσανο της ύλης
κι η μουσική παρηγοριά του άυλου.
Χαϊδεύεται ο κόσμος  με ήχους
μα τα ξαπτέρυγα οι λέξεις θλιβερά
λικνίζονται στο παγωμένο Πάσχα.
Ασφόδελος το χέρι σου
σε στάση αναπαμού
ο  Μπαχ
κι εσύ απρόσιτος, χωμένος
στην ντροπή
της πιο προσωπικής ευτυχίας
με τα υγρά σου χείλη
βαμμένα το ρουζ της αθανασίας
γλυκά ακουμπισμένα στον αέρα…
Όχι, κανείς δεν θα σε πικράνει πια
μεσ’ απ’ τα λόγια
ούτε εγώ σαν λαχάνιαζα τ’ όνομά σου
πάνω στο δέρμα σου.
Μουσική… Οι φθόγγοι
των αγγέλων δεν είναι νοητοί
αλλ’ ολοκάθαρα ακούγονται
οι παραγγελίες του Θεού
στα ανοιχτά λουλούδια
με τους ύπερους ολόστητους
να διαπερνούν τη μέρα
[ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ και Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΑΣΑΝΟ ΤΗΣ ΥΛΗΣ, τρία ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ από τη συλλογή Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978]

Ο ΕΡΩΤΑΣ Η ΚΥΡΙΑ ΠΗΓΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ  ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
Η ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ είναι μια ποίηση ιδιοτύπως αυτοβιογραφική,  στον πυρήνα αλλά και στην επιφάνεια της οποίας συνυπάρχουν και συνεργάζονται αγαστά, όπως το απαιτούν οι περιστάσεις, ο λυρισμός, η ρευστότητα του προφορικού λόγου κι ένας διάχυτος, αν και πάντα ελεγχόμενος, συναισθηματισμός.
Παρακολουθώντας κανείς τη συνεχή και οπωσδήποτε συναρπαστική ποιητική πορεία της, εύκολα θα κατέληγε στη βεβαιότητα ότι ο έρωτας αποτελεί την κύρια πηγή της ποίησής της – κατά την άποψή της

«ο έρωτας αποτελεί την κύρια πηγή της ποίησης εν γένει, ακόμα και για εκείνους που θεωρούν ότι αντλούν από την πίστη τους στο θεό ή στην επανάσταση».

Αυτός είναι που, έστω για λίγο, -αφού κανένα πραγματικό θαύμα δεν έχει διάρκεια – συνδέει τον άνθρωπο με ένα ιδανικό ζωής και, βέβαια, με την ίδια την ποίηση. Ο έρωτας είναι η λυδία λίθος επάνω στην οποία δοκιμάζονται και επαληθεύονται η γνησιότητα και οι αντοχές των στοιχείων που συνθέτουν το πραγματικό, το αληθινό πρόσωπο του ποιητή και του αναγνώστη. Ο έρωτας είναι η μοναδική κατάσταση, το μοναδικό γεγονός, κατά τη διάρκεια της έντασης του οποίου, στις κορυφώσεις, μάλλον, της έντασής του, ο άνθρωπος λειτουργεί σύμφωνα με τις ανταποκρινόμενες στις πραγματικές του ανάγκες επιταγές της φύσης. Αποτελεί, μ’ άλλα λόγια, τη μοναδική – έστω τη σημαντικότερη – ένδειξη ή μαρτυρία ότι πίσω από την ακατάπαυστα φθίνουσα ύλη καιροφυλακτεί, επωάζεται, το αιώνιο, με την ευεργετική δύναμη και επενέργεια του οποίου αναστέλλεται η διαβρωτική για το σώμα και το πνεύμα εξάπλωση της φθοράς.
[απόσπασμα από την κριτική Κώστα Παπαγεωργίου για την ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ στο Ανοικτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών 25/01/2020]


ΝΟΣΤΑΛΓΕΙΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΣΟΥ ΣΑΝ ΝΑ ’ΤΑΝ  ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Με την εφηβεία ο εαυτός σου χωρίζεται στα δύο·
ο ένας παιδεύεται κι ο άλλος συμπονάει.
Ο ανθοπώλης χρόνος σε τυλίγει μ’ αόρατο χαρτί
η περιποίηση αυτή μόνο την άνθησή σου αφορά
μα δεν το ξέρεις, το παίρνεις δική σου υπόθεση προσωπική.
Χειμωνιάτικη Αθήνα του ’53
οι πλάκες στο πεζοδρόμιο κολυμπούν στη λάσπη
τα κόκκινα φώτα του Ορφέα διακωμωδούν το ασχημάτιστο σώμα.
Νοσταλγείς το μέλλον σου σαν να ’ταν παρελθόν·
βγαίνοντας απ’ τον Κουν ο καστανάς στη γωνιά
η μαμά με το καινούργιο της παλτό
όλα μου φέρνουν δάκρυα· απαρηγόρητη η Μπλανς Ντυμπουά
μ’ ακολουθεί ως τα Εξάρχεια·
οι κίτρινες πατημένες γλαδιόλες στη βροχή
πικρά με συμβολίζουν.
Η ανήλικη λαγνεία μου λατρεύει τον ηθοποιό
που εισάγει τα κύρια θέματα της ζωής μου
πόθος – θάνατος
αποσύρεται μετά εκείνος και συνεχίζω εγώ
τις υπόλοιπες πράξεις στη στενόχωρη σκηνή μέσα μου·
τι μου λείπει και κλαίω;
Βρέχει και θα ’μια πάντα μόνη, ανέραστη νυφίτσα μες στο κρύο.
[ΕΦΗΒΕΙΑ Ι από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990]

Θέλω να γράψω ένα ποίημα ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ
Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε όλοι εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο·
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω·
να φεύγουν τα περιττά, λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ 2005]

Ο πόλεμος της ποιήτριας με τη μελαγχολία και τη λύπη, σχολιάζει ο Παντελής Μπουκάλας, δεν ήταν υπόθεση λέξεων, άλλωστε το κύριο μέτωπο αυτού του πολέμου ήταν το σώμα και η «σαρκική μνήμη»: το σώμα που «έγινε η αρχή ενός ταξιδιού (Λύκοι και Σύννεφα, 1963), αναδείχθηκε ως «η νίκη και η ήττα των ονείρων» (Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό 1974) και προτάθηκε σαν κλειδί για να κατακτηθεί η θνητή αθανασία, μάλλον η μοναδική ανθρωπίνως νοητή: «Ο παράδεισος κερδίζεται με το σώμα κι είναι κι αυτός θνητός» (Ο Θρίαμβος της Σταθερής Απώλειας, 1978).
Ο Θρίαμβος της σταθερής απώλειας ή στωικότερα «Η Ευλογία της Έλλειψης, όπως τιτλοδοτεί η Αγγελάκη-Ρουκ ένα ποίημα της συλλογής «Η ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ, 2011). Αρκούν λίγοι στίχοι:

Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου·
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω…
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει…
Στέρησέ με – παρακαλώ το Άγνωστο –
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω

Το Άγνωστο εδώ είναι η μόνη ανθρωπίνως νοητή θεότητα ενός αποφασισμένου, καρτερικού γνωστικισμού.

ΟΙ ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ (από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Εκείνο το καλοκαίρι δεν έλεγε να ’ρθει, κάτι σαν οργασμός που όλο αναβάλλεται μες στη νύχτα. Η γάτα γέννησε μέσα στο αυτί μου έτσι όπως ξαπλωμένη ατένιζα το μέλλον στο ταβάνι. Τα μωρά της κι οι φαντασιώσεις μου έσταζαν αίμα. Έβλεπα τον έρωτα σαν μεγάλη αγριότητα: ένα γδαρμένο ζώο και κρεμόταν απ’ το τσιγκέλι. Ο πόνος κι ηδονή του όλα αναίτια. Το μέλλον βαστιέται απ’ άλλα κι όχι από κει που δίνουμε τη ζωή μας όλη. Για τους Κινέζους το μέλλον βρίσκεται πίσω μας. Όπως όταν ταξιδεύεις και κάθεσαι πλάτη-πλάτη με τον οδηγό. Τότε, το παρελθόν, ο δρόμος που διάνυσες είναι το μόνο που έχεις μπροστά σου. Και δεν θα δούμε ποτέ τον οδηγό. Ποτέ δεν θα ’μαστε πλάι στη ζωή ή μαζί της. Η πλάτης της μόνο θα μας ζεστάνει την πλάτη για λίγο, όσο να φτάνουμε.

Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ (από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ 2005)
Απ΄’ το παράθυρο την κίνηση παρατηρώ
αυτοκίνητα παρκάρουν στο κενό
ή τρέχουν τη σύγκρουσή τους
να προλάβουν.
Ο κόσμος απροσδιόριστος
μου φαίνεται θαμπός
σαν να με τυφλώνει ο ατμός
από κάποια χύτρα μακρινή
που μες το ζουμί της
το κακό της πλάσης βράζει.
Η γοητεία που ασκούσαν τα κορμιά
πού είναι η γοητεία;
Η λαβωμένη μνήμη
τις απουσίες πώς να μετρήσει;
Άλλαξε η ζωή περιεχόμενο
ή το πρόσωπό μου δεν προσφέρει
όσο χρειάζεται πια μέλλον
για να περιέχεται σ’ αυτήν;

Ποτέ τόσα ερωτήματα
δεν βάραιναν τα ποιήματα
Ποτέ τόσες απαντήσεις 
δεν είχε παραλείψει
να μου δώσει η φαντασία.
Ελάχιστες περιγραφές φύσης
πια στους στίχους·
Είναι γιατί συγκεντρώνομαι ολόκληρη
να φανταστώ
το πρόσωπο που θα μου υποσχεθεί
την αιωνιότητα του τελευταίου παρόντος
για μια στιγμή.

ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ
 [Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, γεννημένη του 1939, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι μόνο ληξιαρχικά συγκαταλέγεται στη Β’ Μεταπολεμική Γενιά, αφού δύσκολα – και αν – θα μπορούσαν να εντοπιστούν στην ποίησή της κάποια ισχνά ίχνη μιας απόμακρης, έσω συναισθηματικής, έμμεσης μνήμης ή εμπλοκής της στα δραματικά ιστορικά και κοινωνικά δρώμενα  του παρελθόντος· γεγονός που δεν πρέπει ν’ αποδοθεί μόνο στην ηλικία της ποιήτριας, αλλά και στην ισχυρότατη, την καταλυτική ιδιοσυγκρασιακή της ιδιαιτερότητα, εξαιτίας της οποίας ο γενέθλιος τόπος, η μοναδική κοινή καταγωγή όλων των εκδοχών της ύπαρξής της – πνευματικής, ψυχικής ακόμα και κοινωνικής -, είναι το σώμα της. Ένα σώμα τόσο διεσταλμένο εννοιολογικά, ώστε να λειτουργεί σαν ένα αχανές και απροσδιόριστο πεδίο στο κέντρο και τις παρυφές, στην επιφάνεια και στο υπέδαφος του οποίου συντελούνται ενώσεις, εντάσεις, εναντιώσεις και συνειδητοποιήσεις πολλαπλού χαρακτήρα  - απόσπασμα από το κείμενο του Κώστα Παπαγεωργίου για την ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ στο Ανοικτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών 25/01/2020]


και με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ποιημάτων απ’ όλες τις συλλογές της ποιήτριας με χρονολογική σειρά:
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ’63-69 1971,
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974,
ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ 1977,
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978,
ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982,
ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984,
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990,
ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ 1993,
ΛΥΠΙΟΥ 1995,
ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ 1996,
Η ΥΛΗ ΜΟΝΗ 2001,
ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ 2003,
ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ 2005
και Η ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ 2011]


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

ΠΟΙΗΣΗ, ΟΥΡΑΝΙΟ ΜΕΛΙ ΠΟΥ ΑΝΑΒΡΥΖΕΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΟΡΑΤΗ ΚΥΨΕΛΗ ΠΟΥ ΦΤΙΑΧΝΟΥΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ:

(«Νίκος Καββαδίας – Frederico Garcia Lorca: Δυο Εθνικές Ταυτότητες συναντώνται)

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι  

 

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ' αχαμνά του  

 

Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

……………………………………………………………………………….

Οι τρεις πρώτες στροφές από το ποίημα  του Νίκου Καββαδία για το Federico Garcia Lorca και αμέσως παρακάτω αποσπάσματα από μια μελέτη της Ελένης Τσιντώνη, με την οποία η  ερευνήτρια θέλησε να δείξει ότι το εν λόγω ποίηµα του Καββαδία, που στα καθ’ ημάς είναι γνωστό από τη μελοποίηση του Θάνου Μικρούτσικου,   δεν αποτελεί απλώς µια ελεγεία για το θάνατο του Ισπανού ποιητή, αλλά και ένα διάλογο µε συνομιλητές αφενός την ελληνική ιστορική πραγματικότητα αφετέρου σημαίνουσες πτυχές της ποίησης του Λόρκα.

Η επικοινωνία υπήρξε επιτυχής, αφού, φαίνεται ότι ο Καββαδίας αφουγκράστηκε τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ποίησης αυτής και τις μετουσίωσε δημιουργικά στο ποίηµά του σε συγκερασµό µε ελληνικά στοιχεία…  




«ΜΑ ΤΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ… ΟΤΑΝ ΔΙΑΚΥΒΕΥΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΠΟΛΕΜΟΣ…»

(… ρώτησε με απορία ο στρατηγός Francisco Franco, αρχηγός της φασιστικής παράταξης στον ισπανικό εμφύλιο, όταν τον πληροφόρησαν ότι οι δυνάμεις του δολοφόνησαν τον Ποιητή Federico Garcia Lorca…)

Σε αντιδιαστολή µε τα λόγια αυτά, η εκτέλεση του ποιητή προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση...  Μολονότι είχε ήδη διακριθεί για το έργο του πριν από το θάνατό του, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν η βίαιη και άδικη δολοφονία του, δείγμα της στάσης του ολοκληρωτισµού απέναντι στη λογοτεχνία και γενικότερα την ελεύθερη έκφραση, που κινητοποίησε την αντίδραση των λογοτεχνών διεθνώς. 

 

Στην άλλη πλευρά της Μεσογείου ο Νίκος Καββαδίας είχε ήδη καθιερωθεί από το 1933 µε την ποιητική συλλογή ΜΑΡΑΜΠΟΥ…   Ο Λόρκα εντωμεταξύ, πολύ πριν τη δολοφονία του, είχε γίνει γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από μεταφράσεις ποιηµάτων του, µε πρώτες εκείνες του Νίκου Καζαντζάκη στα 1932…  Μια ακόμα πηγή προέλευσης των γνώσεων του Καββαδία σχετικά µε τον Lorca πρέπει να αποτέλεσαν τα ταξίδια του ως ναυτικού στα ισπανικά λιµάνια, κυρίως στη Βαρκελώνη...

 

Ο Lorca ανήκε στη γενιά των Ισπανών λογοτεχνών που επιχείρησαν την ανανέωση της εθνικής λογοτεχνίας τους µπολιάζοντάς την µε τα νέα διεθνή ρεύµατα, χωρίς όµως ποτέ να έρθουν σε ρήξη µε την παράδοση. Η παράδοση είναι μάλλον ένα άλλο σημείο γειτνίασης του ποιητικού σύμπαντος του Καββαδία µε αυτό του Lorca…

 

«Federico García Lorca»

(… η συνέχεια από το ποίημα του Νίκου Καββαδία, η μελοποίησή του από το Θάνο Μικρούτσικο και τα αποσπάσματα για τη διακειμενική ανάγνωσή του)

………………………………..

Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια   16

 

Ατσίγγανε κι αφέντη μου (με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.  20

 

Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά  24

 

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά 28

https://youtu.be/qrHmoQ37AGc  

 

ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ (αποσπάσματα από την εργασία της Ελένης Τσιντώνη: «Νίκος Καββαδίας – Frederico Garcia Lorca: Δυο εθνικές ταυτότητες συναντώνται»)

Το ποίηµα πρωτοδηµοσιεύτηκε στις 19 Μαΐου του 1945 στο περιοδικό Ελεύθερα Γράµµατα. Αποτελείται από εφτά τετράστιχες στροφές με ομοιοκαταληξία πλεχτή. Το περιεχόµενο δοµείται πάνω στη διαδοχή εικόνων και όχι σε κάποια ευθύγραµµη αφήγηση, αν και ακολουθείται µια υποτυπώδης σειρά γεγονότων –πρώτα περιγραφή του τόπου, των εξωτερικών γεγονότων, έπειτα πέρασµα στο θάνατο του κεντρικού προσώπου, µετά ξανά περιγραφή του χώρου. Επιτυγχάνεται δραµατικότητα και διαλογικότητα µε το πρόσωπο του Lorca χάρη στη χρήση β΄ ενικού προσώπου σε πολλά ρήµατα και τη χρήση κλητικής προσφώνησης. Αυτός ο διάλογος λειτουργεί ως µια εσωκειµενική παρότρυνση προς τον αναγνώστη να συνδιαλεχθεί κι εκείνος µε τον Ισπανό ποιητή…

 

«Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό / και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι…» (στ. 1-2)

Οι δύο εναρκτήριοι στίχοι του ποιήµατος παρουσιάζουν το κεντρικό πρόσωπο ν’ ανεµίζει ρούχα που αποτελούν µέρος της παραδοσιακής ισπανικής ενδυµασίας των ταυροµάχων (µπολερό – πορτοκαλί µεσοφόρι). Αµέσως λοιπόν µε την πρώτη εικόνα του ποιήµατος ταξιδεύουµε στο σύµπαν του Lorca, όχι µόνο γιατί γίνεται παραποµπή σ’ ένα λαϊκό έθιµο της χώρας του, αλλά και γιατί τα επιµέρους στοιχεία αυτής της περιγραφής συναντώνται και στα ποιήµατα του Lorca:

«Πέρασαν τρεις ταυροµάχοι  / µε δαχτυλιδένια µέση,

στα πορτοκαλί ντυµένοι   / και σπαθί από παλιό ασήµι

 

Στον τρίτο στίχο µας δίνεται ο χρόνος του ποιήµατος, µήνας Αύγουστος, του οποίου η επιλογή δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς ο Lorca δολοφονήθηκε στις 19 Αυγούστου του 1936…

Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ

τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι (στ. 3-4)

Οι στίχοι 4-6 παρουσιάζουν τη µεσαιωνική εικόνα των Σταυροφόρων που µε παντιέρες και γαλέρες ξεκινούν για την εκστρατεία τους. Πέρα απ’ το ότι δηµιουργεί ένα κλίµα πολέµου, η εικόνα συνδέεται και µε το γεγονός ότι οι Έλληνες εθελοντές στο πλευρό των δηµοκρατικών κατά τον ισπανικό εµφύλιο αποκαλούνταν Σταυροφόροι.

 

«Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά…» (στ. 9)

Στον ένατο στίχο συναντούµε ένα οξύµωρο· αντί για τη λογικά αναµενόµενη σύνταξη «ο ταύρος του Πικάσσο», συναντούµε τη φράση «του ταύρου ο Πίκασσο». Σε κάθε περίπτωση η εικόνα παραπέµπει στον πίνακα Guernica του Picasso, όπου µεταξύ άλλων δεσπόζει η µορφή του ταύρου. Το συγκεκριµένο έργο, ζωγραφισµένο ως καταγγελία για το βοµβαρδισµό της βασκικής οµώνυµης πόλης από τη γερµανική αεροπορία έχει γίνει σύµβολο του αντιφασιστικού αγώνα. Ο ταύρος, µοτίβο λογοτεχνικό – καλλιτεχνικό, προερχόµενο από το λαϊκό έθιµο των ταυροµαχιών, συµβολίζει τις αντίξοες δυνάµεις που µάχονται τον άνθρωπο. Η εικόνα που σχηµατίζεται είναι βγαλµένη από την αρένα, τη στιγµή που ο ταύρος ρουθουνίζει απειλητικά, πριν επιτεθεί, οπότε υφέρπει η αίσθηση της απειλής και του κινδύνου. Όπως κι αν ερµηνευτεί, ο στίχος δηµιουργεί κλίµα ανησυχίας. Και στον Lorca συναντάται συχνά το ίδιο µοτίβο:

«Ο ταύρος µούγκριζε κιόλας µπροστά στο µέτωπό του…»

 

ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΠΗΓΑΖΕΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΤΟΥ ΚΑΡΔΙΑ:

«και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι

τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά

τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει…» (στ. 10-12)

Στο δέκατο στίχο αναπτύσσεται η εικόνα του µελιού που σαπίζει, πιθανώς γιατί λόγω πολέµου κανείς δεν έχει τον χρόνο ή την πολυτέλεια ν’ ασχοληθεί µε ειρηνικά έργα. Σε δεύτερη ανάγνωση, το µέλι θα µπορούσε να ληφθεί µε τη λορκιανή σηµασία του. Σε διάφορα ποιήµατα του Lorca συναντάµε τη χρήση του µελιού ως συµβόλου της ποίησης:

«Και το µέλι του ανθρώπου είναι η ποίηση που πηγάζει από την πληγωµένη του καρδιά, εκεί που η κυρήθρα της ανάµνησης είναι από την πιο ενδόμυχη μέλισσα φτιαγμένη. Η Ποίηση είναι πίκρα που αναβρύζει από μια αόρατη κυψέλη που φτιάχνουν οι ψυχές…»

 

Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια (στ. 13-16)

Στον δέκατο έκτο στίχο εισέρχεται για πρώτη φορά στο ποίηµα η εικόνα του θανάτου του Lorca. Ο νεκρός µεταφέρεται στη µπόλια, δηλαδή σ’ ένα γυναικείο κεφαλόδεσµο. Η προσφώνηση «κατσίβελε» και «Ατσίγγανε κι Αφέντη µου» αποτελεί µετωνυµία του ονόµατος του Ισπανού ποιητή, εµπνευσµένη από την ποιητική συλλογή του Romancero Gitano.

Ο δέκατος έβδοµος στίχος ξεκινά µε προσφώνηση προς τον νεκρό. Το έθιµο του στολισµού των πεθαµένων («µε τι να σε στολίσω;») είναι πανανθρώπινο. Η επιλογή του µαυριτάνικου υφάσµατος είναι η πιο ενδεδειγµένη για έναν ανδαλουσιανό. Η Ανδαλουσία, η νοτιότερη περιοχή της Ισπανίας και πατρίδα του Lorca, γνώρισε την πιο µακροχρόνια κατάκτηση από τους Άραβες (711-1493, σχεδόν οκτακόσια χρόνια)… 




Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΛΟΡΚΑ ΣΤΟ ΦΑΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ:

«… στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι… (στ. 19-21)

Στους στίχους 19-21 η οπτική µετακινείται πλέον στην ελληνική πραγµατικότητα. Η εκτέλεση από τους Ναζί των διακοσίων αριστερών αντιστασιακών έλαβε χώρα την Πρωτοµαγιά του 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, ενώ στις 10 Ιουνίου του ίδιου έτους σφαγιάστηκαν διακόσιοι δεκαοχτώ άµαχοι κάτοικοι του Διστόµου. Τόσο η δολοφονία Lorca όσο και οι κατοχικές φρικαλεότητες οφείλονταν στον ίδιο εχθρό, τον φασισµό, τον ολοκληρωτισµό, εποµένως ο συσχετισµός είναι εύλογος.

«Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά» (στ. 21-24)

Οι στίχοι 22-23 παρουσιάζουν την άκρως υποβλητική εικόνα του νεκρού, που, δεµένος πάνω στ’ άλογό του, παροτρύνεται από τον ποιητή να κάνει το στερνό του ταξίδι. Η µορφή του καβαλάρη προέρχεται από τον ισπανικό θρύλο του El Cid, ήρωα των Ισπανών… Ένας από τους θρύλους γι’ αυτόν που κυκλοφόρησαν µε τη µορφή παραδοσιακού τραγουδιού (romancero), ήταν ότι τον έδεσαν νεκρό πάνω στ’ άλογό του και το άφησαν να καλπάσει εναντίον των εχθρών, οι οποίοι διασκορπίστηκαν τροµοκρατηµένοι από το θέαµα του νεκρού πολεµιστή. Όπως λοιπόν συνέβη ο Cid να νικήσει και µετά τον θάνατό του, έτσι προτρέπει ο ποιητής να πράξει και ο Lorca. Το στερνό ταξίδι στην Κόρδοβα είναι διακειµενική αναφορά στο ποίηµα του Lorca «La canción de jinete»,

 

Λόρκα «Το τραγούδι του Καβαλάρη» 

 Μακρινή μου Κόρδοβα / μοναχική μου Κόρδοβα.

Άλογο μαύρο μεγάλο φεγγάρι / ελιές μες στο ταγάρι μου.
Ξέρω τους δρόμους σαν την παλάμη μου / κι όμως ποτέ δε θα φτάσω
στη μακρινή μου Κόρδοβα.

Μεσ' απ' τον κάμπο μέσ' απ τον άνεμο
άλογο μαύρο κόκκινο φεγγάρι.
Είναι ο θάνατος εκεί και με παραμονεύει
ψηλά απ' τους πύργους πάνω / της μακρινής μου Κόρδοβας.

Αχ, τι μακρύς που είναι ο δρόμος / αχ, το μαύρο το άξιο τ' άλογό μου.
Αχ κι ο θάνατος εκεί να με προσμένει
ώσπου να φτάσω κάποτε / στη μακρινή μου Κόρδοβα.

Η µορφή του El Cid (αραβικό όνοµα, που σηµαίνει «ο κύριος») έχει πολλές οµοιότητες µε τον Βασίλειο Διγενή Ακρίτα. Και οι δύο έζησαν την ίδια περίπου εποχή (ύστερος µεσαίωνας), διακρίθηκαν για τον αγώνα τους εναντίον των µωαµεθανών, ανήκουν κατά κάποιο τρόπο και στους δύο λαούς –µουσουλµανικό και χριστιανικό – και υπό µία έννοια νίκησαν τον θάνατο. Επιπλέον και για τους δύο συνετέθησαν έπη (το Έπος του Διγενή Ακρίτα και το Cantar de Mío Cid), που παρουσιάζουν κοινά τυπικά χαρακτηριστικά του είδους…

Στην ποίηση του Lorca βρίθουν οι αναφορές στον επικείµενο πρόωρο θάνατό του, σα θλιβερή προφητεία ή κακό προαίσθηµα. Το παραπάνω ποίηµα ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Η µορφή πάντως του µελαγχολικού καβαλάρη είναι αρχετυπική στην ισπανική λογοτεχνία, καθώς υπάρχει, όπως είδαµε, στο µεσαιωνικό έπος του El Cid, αλλά συναντάται και στον Cervantes, στο πρόσωπο του ιδανικού µα πάντα διαψευσµένου Don Quijote. Ο Lorca κάνει εκτεταµένη χρήση αυτού του µοτίβου…

Έχει διατυπωθεί από πολλούς µελετητές η άποψη ότι ο καβαλάρης στο ποίηµα του Καββαδία είναι στην πραγµατικότητα ο Άρης Βελουχιώτης. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλές ενδείξεις που µπορούν να οδηγήσουν σ’ αυτή την αντίληψη, όπως η αναφορά στο Δίστοµο, χωριό συνδεδεµένο µε τη δράση του ΕΛΑΣ και κοντινό στην ιδιαίτερη πατρίδα του Βελουχιώτη, τη Λαµία, το γεγονός ότι σε πάρα πολλές φωτογραφίες της εποχής ο Άρης απεικονίζεται έφιππος, οι πολιτικές πεποιθήσεις του Καββαδία αλλά και η ταραγµένη εποχή του Εµφυλίου, που δεν επέτρεπε την ελεύθερη έκφραση αριστερών φρονηµάτων, οπότε ίσως είναι λογικό να επικαλύπτονται τα απαγορευµένα θέµατα…

Αν δεχθούµε ότι ένα λογοτεχνικό έργο εξ ορισµού αποτελεί µια παραµορφωτική αναπαράσταση της πραγµατικότητας, τότε ο αναγνώστης – δέκτης νοµιµοποιείται να νοηµατοδοτήσει τα δυσνόητα σηµεία του σύµφωνα µε την κρίση του…

Ο Έλληνας αναγνώστης καλείται να αναγνωρίσει τα στοιχεία εθνικής ταυτότητας του Ισπανού ποιητή, αλλά ταυτόχρονα προτρέπεται απ’ τις ενδοκειµενικές ενδείξεις να τον οικειοποιηθεί, να τον φέρει στον δικό του ορίζοντα προσδοκίας, εντέλει να τον θεωρήσει εξίσου Έλληνα µε κάθε συµπατριώτη του αγωνιστή – θύµα του ολοκληρωτισµού.

 

ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΝΑ ΟΥΡΛΙΑΖΟΥΝΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΟΚΤΩ ΣΚΥΛΙΑ:

«Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά» (στ. 25-28)

Επιστρέφοντας στο ποίηµα, παρατηρούµε πως οι τέσσερις στίχοι της τελευταίας στροφής αντιστοιχούν σε τέσσερις εικόνες. Η πρώτη παρουσιάζει µια βάρκα που δεν µπορεί να επιτελέσει κανένα ταξίδι ή δροµολόγιο, αφού είναι µικρή, χωρίς καρένα και κυρίως παγιδευµένη σε βάλτο. Η δεύτερη δείχνει σύνεργα που σκουριάζουν αχρησιµοποίητα σε σπηλιά τσιγγάνων, η τρίτη κοράκια να πετούν σε αρένα, όπου δε γίνονται πια ταυροµαχίες, και τέλος η τέταρτη εφτά σκυλιά που ουρλιάζουν τη νύχτα µέσα σε χωριό. Αυτές οι εικόνες µοιάζουν µε λήψεις από από κινηµατογραφική κάµερα, που όµως δεν έχουν λογικούς αρµούς µεταξύ τους, σα να µην έχει γίνει το µοντάζ. Είναι περισσότερο µια τεχνική κολάζ, που έχει ως σκοπό την πρόκληση συναισθηµάτων παρά τη λογική συνοχή. Και πράγµατι προκύπτει ένα κλίµα εγκατάλειψης, αποτελµάτωσης, ερήµωσης και θανάτου. Για δύο απ’ αυτές τις εικόνες µπορούµε να βρούµε παράλληλα χωρία και σε ποιήµατα του Lorca, χωρίς αυτό να σηµαίνει απαραίτητα επίδραση, αλλά ούτε και να την αποκλείει…

Ο τελευταίος στίχος του ποιήµατος, όπου τα εφτά σκυλιά ουρλιάζουν, ανέκαθεν δηµιουργούσε σύγχυση στους αναγνώστες, κυρίως λόγω του αριθµού εφτά… Κάποτε, μάλιστα, στο βιβλιοπωλείο του Θανάση Καραβία ο Κώστας Βάρναλης ρώτησε πειρακτικά τον Καββαδία: «Τι θέλεις να πεις, µωρέ, πως τη νύχτα θα ουρλιάζουν εφτά σκυλιά; Γιατί εφτά;» Ο Καββαδίας αποκρίθηκε µάλλον ενοχληµένος: «Την κολοκυθιά θα παίξουµε, δάσκαλε;» Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός πως και στον Lorca συναντάται τόσο ο αριθµός εφτά όσο και τα σκυλιά… Τα σύµβολα, ωστόσο, είναι συγκεχυµένα. Ο αριθµός εφτά σε πολλά ποιήµατα του Lorca αντιστοιχεί στα χρώµατα της Ίριδας, που αγγίζουν τον ψυχισµό του ποιητή. Η εικόνα των σκυλιών προκαλεί σχεδόν πάντα την αίσθηση του φόβου ή της απειλής...

(ΛΟΡΚΑ:  «Τραγουδούν οι εφτά κοπέλες…

Ψυχή μ εφτά φωνές οι εφτά κοπέλες… Σ

τον άσπρο ουρανό εφτά τρανά πουλιά…

Εφτά κραυγές, εφτά αίματα, εφτά διπλά φυτά  νάρκης…

Εφτά καρδιές έχω…

Φίλε σήκω για ν ’ ακούσεις ουρλιάζει ο ασυριανός σκύλος…

Το ουρλιαχτό είναι μια μακριά γλώσσα μελιτζανιά που αφήνει μυρμήγκια τρόμου κι ένα ποτό από κρίνους …|

Το αν ο Καββαδίας είχε µελετήσει και εµπλακεί ποιητικά σ’ αυτούς τους συσχετισµούς µε τον συγκεκριµένο στίχο είναι δύσκολο να διαπιστωθεί, αλλά οπωσδήποτε πρόκειται για σηµαντική σύµπτωση..