Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

ΝΑ ΜΗΝ ΤΗΣ ΣΤΕΡΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ, ΕΙΠΕ, ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΕ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΑΠΑΣΑ:

«Μια νύχτα με πανσέληνο, η Κυρία Χ δέχθηκε μια παράξενη πρόταση από τον Κύριο Ψ.

Να ταξιδέψουν σ’ ένα κόσμο χωρίς κρατούμενα.

Της είπε ότι θα ακολουθήσουν τα σύννεφα με συντροφιά τα πουλιά. Η Κυρία Χ απορημένη, ζητούσε κι άλλες πληροφορίες. Ο Κύριος Ψ της διευκρίνισε ότι εκεί που θα πάνε ο ήλιος είναι παλίμψηστος, το φεγγάρι αστείρευτο και οι αποικίες των άστρων πανταχού παρούσες.

Η Κυρία Χ, ανήσυχη από τη φύση της, τον ρώτησε αν θα τα καταφέρουν. Ο Κύριος Ψ της είπε με λόγο σταθερό αυτό που ήθελε ν’ ακούσει:

«Μέσα μας ο καιρός, μέσα μας οι άνεμοι, εμείς και τα σύννεφα».

Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι τους. Άφησαν πίσω τους δίσεκτους χρόνους και πήραν το δρόμο για την ανοχύρωτη χώρα.

Ήταν μια χώρα ασύλητη από τα βλέμματα τα διαπεραστικά. Λευκή και σιωπηλή σαν στρωμένο χιόνι χωρίς τελειώματα, χειμώνα καλοκαίρι. Χρειαζόταν μόνο χέρια φίλεργα για να φτάσουν συνομόλογα στα σπλάχνα της.

Η Κυρία Χ ήταν από πάντα επιρρεπής στις εκπλήξεις. Επίσης, δεν φοβόταν τη δουλειά. Έτσι, ευθύς μόλις πάτησαν το πόδι τους στη νέα χώρα, ανέλαβαν αμφότεροι το έργο.

Πρώτος ο Κύριος Ψ έφτυσε στις δυο παλάμες του και πήρε την τσάπα. Η Κυρία Χ, «σαν έτοιμη από καιρό» σήκωσε με τη σειρά της το σκαλιστήρι και χάραξε κομψά την πρώτη της ανάσα. Πάνω στην κάτασπρη σελίδα της πρώτης των επιστολών που θα κατοικούσαν έκτοτε πεπρωμένα και οι δυο.

Ως ανεξίτηλο συμβάν

Συνεπές     Μυστικό     Ευκτικό

Στο μεδούλι του έρωτα».

 

Ήταν η ΕΠΙΣΤΟΛΗ, ένα από τα δεκαπέντε διηγήματα μικρής φόρμας που αφηγούνται τη ζωή της Κυρίας Χ, μιας γυναίκας ευάλωτης και ευθυτενούς που σηκώνεται κάθε φορά, κουβαλώντας τη γη ολόκληρη στους ώμους της.

Μια ιστορία από το βιβλίο της Καλλιόπης Εξάρχου Η ΚΥΡΙΑ Χ, εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ 2018.

Αυτή, η Κυρία Χ, η ελλιπής από τα γεννοφάσκια της, που το σώμα της το αχαρτογράφητο όλους τους χωρούσε, που είχε στήθη αφρόντιστα, πόδια αβέβαια και χέρια εκκρεμή, αυτή που περιοριζόταν κάθε μέρα σε ηττημένες διαπραγματεύσεις με τις κατά συρροή ρυτίδες της, σε μια άλλη ιστορία, φορώντας μόνο ένα χαμόγελο, που όμοιο του δεν υπάρχει, η Κυρία Χ, σαν τρικυμία που καταπίνει τα στόματα τα χάσκοντα, τα φλύαρα στου Έρωτα τις χάρες, κάνει την εμφάνισή της ολόγυμνη, και γίνεται σούσουρο μεγάλο ισοδύναμο των κυμάτων…   Κάποτε την ρώτησαν:

«Τι θα μείνει, αν σας τα πάρουν όλα;» κι αυτή που το μόνο που ήθελε ήταν να μην της στερούν την πρόσβαση στο άπειρο, απάντησε:

«ένα μικρό κάτι σε σχήμα ερωτηματικό».

Το περίεργο με την κ. Χ., σχολιάζει η Δήμητρα Μήττα,  είναι ότι, «ενώ βαδίζει μοναχικά, απλώνεται σε όλη την πόλη. Τη μια στιγμή εμφανίζεται βράδυ χειμώνα κάτω από έναν στύλο του Δήμου που βγάζει πορτοκαλί φως, την ίδια ώρα τη βλέπει κάποιος άλλος αλλού, κάτω από τα παράθυρά του, άλλος στο γωνιακό καφέ όπου και η κ. Χ. συνήθιζε να πίνει γαλλικό καφέ με λίγο γάλα πλαταγίζοντας τα χείλη της ελαφρά…

Η Κυρία Χ. δεν είναι επαναστάτρια με σημαία, δεν κάνει θόρυβο, απλώς, περνώντας, με το αεράκι που αφήνει ξεσηκώνει τη σκόνη που σκεπάζει αισθήσεις και συναισθήματα, πρωτογενείς και προγονικές σκέψεις…»

Ας την συναντήσουμε, λοιπόν, σε κάποιες από τις ιστορίες της, στα κομμάτια και τα θρύψαλα μιας ζωής με αλύπητα τινάγματα «του μέσα βίου έξω», όπως είπε φλυαρώντας για τη «σκόνη» του καθημερινού βίου η Κική Δημουλά. Η Κυρία Χ είναι αποφασισμένη να μην αφήσει ίχνος σκόνης να επιβιώσει και καθώς δεν αγαπάει τα πολλά λόγια, «Τινάζει τα χρόνια της. Τελεία και Παύλα».

 Τελικά, «μια νύχτα με πανσέληνο, η Κυρία Χ δέχθηκε την παραπάνω παράξενη πρόταση από τον Κύριο Ψ. και «βγήκε στον πηγαιμό…» για τις «αποικίες των άστρων»!.. Δηλαδή, ταξίδι στο σύμπαν «Ονείρων χρωματιστών με αφή και γεύση»!..

Ταξίδι για τη ζωή άπασα!..   Άραγε αυτός είναι ο προορισμός της; Είναι «σαν έτοιμη από καιρό;» Έχει συνεννοηθεί με τον ήλιο και το φεγγάρι να της δείχνουν το δρόμο; Θα το μάθουμε διαβάζοντας τις ιστορίες  που ανθολογούνται σ’ αυτή την ανάρτηση:

ΔΑΙΜΟΝΑΣ,    ΘΕΑΤΡΟ,   ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ,   ΣΥΛΛΗΨΗ,    ΕΚΛΟΓΕΣ,       ΤΡΙΚΥΜΙΑ,   ΣΑΝ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ  και  ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ.

Η Κυρία Χ «παίρνει μια πένα απ’ τον ουρανό» και θα μας πει «αυτά που βλέπει από αιώνες. Με ή χωρίς αντιστάσεις. Σε πράξεις πολλές και αναρωτήσεις πάμπολλες…».  

Διαβάζοντας τις ιστορίες θα συμφωνήσουμε με τη Ζωή Σαμαρά που, σχολιάζοντας την απαράμιλλη τέχνη της Καλλιόπης Εξάρχου έγραψε:

«η Κυρία Χ δεν μας είναι τόσο άγνωστη. Τη συναντάμε καθημερινά γύρω μας, μέσα μας, όλοι μας, άνδρες και γυναίκες». Θα έχουμε ίσως κι εμείς την ίδια έντονη αίσθηση ότι διαβάζουμε «τη βιογραφία μιας γυναίκας, τη θέαση εκ του σύνεγγυς μιας επανάστασης, ή τουλάχιστον μιας έντονης προσπάθειας η κυρία Χ να παραμείνει κυρία Χ, για όλους μας, κυρίως για τον εαυτό της…»

Στην κατακλείδα πληροφορίες και για τη θεατρική εκδοχή της  Κυρίας Χ – όπως εκτέθηκε στη Σκηνή σ’ ένα μονόλογο διαρθρωμένο σε 15 σκηνές όπου η εμπνευσμένη σκηνοθέτις Αναστασία Ρεβή παρουσιάζει όλα τα ζητήματα της ζωής της, χωρίς συγκάλυψη, εξωραϊσμός και παρακάμψεις.





ΝΑ ΜΗΝ ΤΗΣ ΣΤΕΡΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ, ΑΥΤΟ ΜΟΝΟ ΗΘΕΛΕ Η ΚΥΡΙΑ Χ, ΠΟΥ ΚΙΝΗΣΕ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΑΠΑΣΑ

Η ΚΥΡΙΑ Χ γεννήθηκε και μουγγή.

Μικρή, μόλις ξυπνούσε, η μάνα της την έπλενε, την έντυνε ρούχα καθαρά και την έβαζε στο κέντρο του καναπέ για να τον στολίζει.

Το μεσημέρι την έβρισκαν πάντα στην ίδια θέση, ώρες ολόκληρες ακίνητη να βλέπει μόνο, χωρίς να βγαίνει λέξη από το στόμα, το περίφρακτο.

Επικοινωνούσε με τα μάτια της. Τα μόνα όργανα που διασώθηκαν, έτσι αθόρυβα που ήταν. Δεν ενοχλούσαν. Και έβλεπε, έβλεπε, έβλεπε… Έβλεπε και όνειρα, χρωματιστά, με αφή και γεύση.

Με τούτα και με τ’ άλλα, η Κυρία Χ μεγάλωνε μέρα με τη μέρα φιλοξενούμενη στη ζωή του άηχου. Μέσα της, έμπαιναν κι έβγαιναν άνθρωποι. Τέρατα ή αερικά. Όλους τους χωρούσε αυτό το σώμα το αχαρτογράφητο

που είχε στήθη αφρόντιστα

πόδια αβέβαια

και χέρια εκκρεμή.

Απέκτησε με τον χρόνο κι εκείνο το φύσημα στην καρδιά, που έχωνε τη μύτη της παντού και δεν την άφηνε σε ησυχία. Δαίμονας. Όταν την αντάμωνε, εκείνη έπεφτε σε νάρκη.

Ώσπου μια μέρα αναποδογύρισαν τα μάτια της κι ο δαίμονας έγινε φύσημα ψυχής. Τότε η Κυρία Χ πήρε μια πένα από τον ουρανό κι άρχισε να λέει αυτά που έβλεπε αιώνες. Με ή χωρίς αντιστάσεις. Σε πράξεις πολλές κι αναρωτήσεις πάμπολλες. Αν είχαν ημερομηνία λήξεως τα παρελθόντα, αν είχαν παύσει, αφού ετελέσθησαν, αλλά και πάλι να τ’ άφηνε ξέμπαρκα στο έλεος της λήθης; Τους χρωστούσε, αν μη τι άλλο αντίδωρα συντροφικά.

Έτσι, η Κυρία Χ άρχισε ν’ ανοίγει το στόμα της, να το μετράει από λέξη σε λέξη και να βγάζει φωνές θεόρατες σαν τα βουνά. Χωρίς απάτες και αυταπάτες, υπερ της ανάστασης μουγγών, στη γλώσσα των ομιλούντων χειλέων, σα λάλα σώματα, δικαιωμένα κι αδικαίωτα

[ΔΑΙΜΟΝΑΣ, από το βιβλίο της Καλλιόπης Εξάρχου Η ΚΥΡΙΑ Χ, εκδόσεις Σοκόλη 2018]

 

ΘΕΑΤΡΟ (από το βιβλίο της Καλλιόπης Εξάρχου Η Κυρία Χ, 2018)

Η ΚΥΡΙΑ Χ αγαπούσε το θέατρο. Αυτό το ευφάνταστο βλέφαρο που σηκώνει αυλαία στις σκιές της και τις καθιστά θέαμα.

Πήγαινε πάντα μόνη της. Όπως στην εκκλησία. Ασκεπής. Άφηνε πίσω την τύρβη του κόσμου, σκούπιζε τα πόδια της, έκανε το σταυρό της, ψιθύριζε ένα άσμα και αφηνόταν ανυπεράσπιστη στο θάμβος της έκπληξης. Για να κοινωνήσει. Το plaisir της ιερής στιγμής.  Όταν παίρνει φωτιά το σανίδι.

Αυτά αναλογιζόταν η Κυρία Χ το πρωινό που στρατοπέδευσε νωρίς νωρίς στο καφενείο της γειτονιάς. Διάλεξε ένα τραπεζάκι από εκείνα τα αδικημένα που σου γνέφουν να τους δώσεις σημασία. Στην κόχη του μαγαζιού. Τους θύμισε τη θέση που προτιμούσε στο θέατρο. Τελευταία και στην άκρη. «Ιδανική για να θεάται το σύμπαν» σκέφτηκε και ευθύς το βλέμμα της ανακατέλαβε τον χώρο.

Το σκηνικό γύρω τριγύρω μελωμένο. Με φουσκωμένα αυθάδικα κέικ.  Με καφέδες ευυπόληπτους. Με μπισκότα παρηγοριάς. Με γλυκά του κουταλιού αξεδιάλυτα. Οι πελάτες λιγοστοί και προβλέψιμοι. «Και πώς να ξαφνιαστούν τα μάτια» αναστέναξε η Κυρία Χ.

Έπινε την πρώτη γουλιά του καφέ της, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε πρώτη εκείνη. Μεταξύ πενήντα και εξήντα. Καλοδιατηρημένη. Μοντέρνα. Ακολούθησε εκείνος. Ίδια ακαθόριστη ηλικία. Γοητευτικός. Διάλεξαν το κεντρικό τραπεζάκι. Από εκείνα που, θέλοντας και μη, γίνονται σκηνή του κόσμου όλου.

Παρήγγειλαν δυο καφέδες    Αμίλητοι

Τους ανάδευσαν    Αμίλητοι

Τους ήπιαν    Αμίλητοι

Έμειναν για ώρα πολλή    Αμίλητοι

Τη στιγμή που η παρατεταμένη σιωπή ακράγγιζε τον θάνατο, η Κυρία Χ σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το ζευγάρι. Έσκυψε τρυφερά κι έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στα ασάλευτα χείλη του άνδρα. Μετά, επέστρεψε στη θέση της με τον ήλιο σε αμηχανία.

Το χαστούκι της γυναίκας του, το νερό με το οποίο τον περιέλουσε και η αλλόφρονη αναχώρησή του που ακολούθησε, θα μπορούσαν να σημάνουν το φινάλε. «Όχι όμως μιας καλής παράστασης» σκέφτηκε απογοητευμένη η Κυρία Χ.

Όταν ο άνδρας σηκώθηκε, σκούπισε τα νερά από το πρόσωπό του, πλησίασε την Κυρία Χ, της υποκλίθηκε, της είπε «ευχαριστώ» και άφησε το καφενείο ευθυτενής ως ευπατρίδης αποσυνάγωγος, η Κυρία Χ ένιωσε την ευλογία του πυροβολισμού που ακούγεται ενώ πέφτει η αυλαία.

 

ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, Η ΚΥΡΙΑ Χ ΞΕΙΚΙΝΟΥΣΕ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΑΚΑΛΕΣΤΟΥΣ.

Της επιβάλλονταν ως αναιδής συναναστροφή, χτυπώντας τα κουδούνια με το πρώτο φως. Άφηναν ανοιχτές τις πόρτες πίσω τους και έκανε ρεύμα. Διασταυρώνονταν καθέτως και οριζοντίως και προκαλούσαν συνωστισμό στη μνήμη της Κυρίας Χ – και τι να πρωτοθυμηθεί από δαύτους. Άφηναν ίχνη ανεξίτηλα, που δεν μπορούσε να τα καθαρίσει με τίποτε.

Η Κυρία Χ αναρωτιόταν μήπως θα έπρεπε να προβεί σε συστάσεις ή δεν θα έπαιρναν από λόγια;  Μήπως θα έπρεπε να τους ακροαστεί; Ή μήπως να τους επικηρύξει για να τους συλλάβουν και να την αφήσουν στην ησυχία της μια και καλή; Κι αν την εκδικούνταν και την κατάπιναν αμάσητη πριν την ώρα της; Έτσι απρόβλεπτοι και δίκοποι που ήταν;

Γι’ αυτό και η Κυρία Χ περιοριζόταν κάθε μέρα σε ηττημένες διαπραγματεύσεις με τις ρυτίδες. Τις κατά συρροήν.

[ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, μια ιστορία από το βιβλίο της Καλλιόπης Εξάρχου Η ΚΥΡΙΑ Χ, εκδόσεις Σοκόλη 2018]

 

ΣΥΛΛΗΨΗ (από το βιβλίο της Καλλιόπης Εξάρχου Η ΚΥΡΙΑ Χ, 2018)

Εν μέσω κρίσης έγινε η σύλληψη της Κυρίας Χ.

Όταν την πήγαν στο Τμήμα της περιοχής, η Κυρία Χ απορημένη ζήτησε να μάθει το λόγο της σύλληψής της. «Πολύ ευχαρίστως» της είπαν. Τη μήνυσαν οι ένοικοι της πολυκατοικίας γιατί τίναζε μέρα νύχτα από όπου υπήρχε άνοιγμα προς τα έξω

μπαλκόνια    παράθυρα    εξώπορτες

και είχε καταντήσει πια ανυπόφορος ο θόρυβος εν μέσω κρίσης που είχε τεντώσει τα νεύρα τους σαν χορδές. Άσε που λέρωνε και τ’ απλωμένα τους ρούχα. Έκαναν υπομονή μια δυο τρεις μέρες – είχαν και προηγούμενα μαζί της για αλλόκοτη συμπεριφορά -, στο τέλος απηύδησαν οι άνθρωποι. Πετάγονταν  από τον ύπνο τους σαν ζόμπι, ενώ η Κυρία Χ μάτωνε το σύμπαν με αλύπητα τινάγματα. Είχαν αρχίσει να λυπούνται και τα θύματα

ρούχα    παπλώματα    κουβέρτες    μαξιλάρια    χαλιά…

χωρίς να μπορούν επιπλέον να βγάλουν κανένα λογικό συμπέρασμα.

Οι αστυνομικοί ήθελαν επειγόντως μιαν απάντηση στο ερώτημά τους: «Γιατί τόσο τίναγμα ολημερίς ολοβραδίς;»

Η Κυρία Χ δεν αγαπούσε τα πολλά λόγια. Στάθηκε όρθια μπροστά στον αξιωματικό υπηρεσίας και του απάντησε λακωνικά: «Τινάζω τα χρόνια μου. Εν μέσω κρίσης».

Τελεία και Παύλα.

 

ΕΚΛΟΓΕΣ

Η Κυρία Χ κατέβηκε στις τελευταίες εκλογές με το δικό της κόμμα. Ως πολίτης. Δεν της άρεσε η λέξη πολιτικός. Την αποπροσανατόλιζε. Και δεν ήθελε καθόλου μα καθόλου να παρεκκλίνει από το στόχο της. Παρά το αραχνοΰφαντο του χαρακτήρα της, η Κυρία Χ τα οργάνωσε όλα εν τάξει και σειρά.

Ξεκίνησε, όπως είθισται, από τις προγραμματικές δηλώσεις. Τις συνέταξε με το αριστερό χέρι. Οι λέξεις που κατέγραψε ήταν γυμνόστηθες. Αμαζόνες. Ως εκεί που φτάνει το μάτι.

Παραμονή των εκλογών, η Κυρία Χ έκανε την πρώτη της δημόσια εμφάνιση. Πήρε το Λόγο της και πήγε στην Αγορά. Ανέβηκε στο βάθρο. Γύρω της κόσμος και κοσμάκης. Περίμεναν. Άλλοι γελούσαν. Άλλοι ξένιζαν τα μούτρα τους. Κάποιοι ήταν ανέκφραστοι. Δύσπιστοι; Υπομονετικοί;

Η Κυρία Χ καθάρισε τον λαιμό της μ’ ένα ανεπαίσθητο βηχαλάκι. Στη συνέχεια ξεδίπλωσε τον Καταστατικό Χάρτη του κόμματος. Πάραυτα εμφανίστηκαν οι λέξεις σαν οπές. Τότε η Κυρία Χ άρχισε τα προσκλητήρια. Στον καθέναν. Να βάλει το δάχτυλο σε όποια λέξη ήθελε. Οι άνδρες δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Χαμογελούσαν ειρωνικά. Χλεύαζαν με νόημα μεταξύ τους.

Οι γυναίκες ένιωσαν άβολα, αλλά κάτι τις ωθούσε προς τα εμπρός. Πρώτη πλησίασε μια γριούλα. Όταν έφτασε σε απόσταση αναπνοής από τις χαίνουσες λέξεις - οπές, σήκωσε με σιγουριά τον δείκτη της και άγγιξε την πιο χαμηλή.

Μήτρα

Αίμα ζεστό κύλησε πάραυτα. Η γριούλα έσκυψε με ευλάβεια και το έγλειψε. Ύστερα σκούπισε τα χείλη της, είπε «ευχαριστώ για τη μοιρασιά» και απομακρύνθηκε. Το παράδειγμά της ακολούθησαν στην αρχή γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας και μετά οι πιο νέες. Κάθε άγγιγμα λέξης - οπής και ένα διαφορετικό υγρό. Ανέβλυζε.

Βυζί     Αιδοίο     Στόμα     Μασχάλες     Μάτια

Ζεστό υγρό. Δοκιμασμένο υγρό. Από το έσω τραύμα. Το εκ γενετής. Το προπατορικό. Στο βάθος ακουγόταν το εμβατήριο του κόμματος. Της ζωής

 

 

ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ Χ, ΣΑΝ ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΠΙΝΕΙ ΤΑ ΣΤΟΜΑΤΑ ΤΑ ΧΑΣΚΟΝΤΑ, ΤΑ ΦΛΥΑΡΑ, ΤΑ ΑΜΑΘΑ ΣΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΤΙΣ ΧΑΡΕΣ

Μέρα μεσημέρι και ο ήλιος σε υπερβολές. Ζέστη της άπνοιας. Στην παραλία, ο κόσμος φυσούσε και ξεφυσούσε μήπως και δροσερέψει ο τόπος. Αλλά ματαίως.

Αίφνης και, ενώ όλα σήμαιναν ακινησία, σηκώθηκαν κύματα ίσαμε το Θεό. Άφρισε η θάλασσα όλη πέρα για πέρα. τρόμαξαν και τα πετούμενα και φτερούγισαν μακριά στον ανοιχτό ορίζοντα. Όσοι έκαναν περίπατο εκείνη την ώρα, σταμάτησαν παραξενεμένοι και ρωτούσαν γύρω τριγύρω την αιτία του φαινομένου. «Λέτε να ξύπνησε ο Ποσειδώνας;» αναρωτήθηκαν οι αλλοπαρμένοι. Κάποιοι μίλησαν για τις συνέπειες της μαύρης τρύπας. Κάποιοι άλλοι είπαν τα θεολογικά τους και σταυροκοπήθηκαν. Έγινε, μ’ άλλα λόγια, σούσουρο μεγάλο ισοδύναμο των κυμάτων.

Τότε, μέσα σ’ εκείνη την οχλοβοή, έκανε την εμφάνισή της η Κυρία Χ. Καμαρωτή καμαρωτή με έναν αέρα σορόκο. Ήταν ολόγυμνη! Με δέρμα δελφινιού διάφανο σαν μετάξι. Φορούσε μόνο ένα Χαμόγελο, που όμοιο του δεν υπήρχε. Λες φως σαν ξεχυνόταν από τη δύση ως την ανατολή, από τον ουρανό ως τη λύκη βυθού. Ξεχείλιζε με ορμή και τόλμη, ανατρέποντας κάθε ισάδα. Δεν ήταν της απανεμιάς εκείνο το Χαμόγελο. Του Έρωτα απότοκο ήταν. Ατίθασο σαν άτι. Που χαράσσει τις φλέβες βαθιά και γίνεται ένα με το αίμα. Με εκτόπισμα τόνων. Ικανό να φέρει τα πάνω κάτω. Σαν τρικυμία που καταπίνει τα στόματα τα χάσκοντα, τα φλύαρα, τα άμαθα στου Έρωτα τις χάρες.

Το Χαμόγελο της Κυρίας Χ.

[ΤΡΙΚΥΜΙΑ, μια ιστορία από το βιβλίο της Καλλιόπης Εξάρχου Η ΚΥΡΙΑ Χ, εκδόσεις Σοκόλη 2018]

 

ΣΑΝ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ (από το βιβλίο της Καλλιόπης Εξάρχου Η ΚΥΡΙΑ Χ, 2018)

Όταν κατηφόρισαν τα χιόνια απ’ τα ορεινά στα πεδινά, η Κυρία Χ  βάλθηκε να τους δώσει ένα σχήμα. Ήσυχο. Ειρηνικό. Εξάλλου, αυτά τα τρυφερά βαμβάκια είναι αθόρυβα από τη φύση τους. Απορροφούν κάθε ηχητική παραφωνία. Είναι που τότε παύουν να μαλώνουν οι θεοί από ψηλά.

Το σχήμα είχε κάτι καμπύλες απαλές για να μη σκοντάφτουν τα χάδια. Στο κέντρο μια ζεστή επιμήκυνση. Για να υπενθυμίζει την αντανάκλαση της φύσης.

Όταν ο καθρέφτης τη διαβεβαίωσε για αμοιβαία σχέση εκτίμησης, η Κυρία Χ τίναξε ανέμελα τα χιόνια και εξήλθε αθώα παιδίσκη.

 

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Η Κυρία Χ σηκώθηκε αχάραγα.

Διάλεξε τα λιγοστά απαραίτητα, τα στρίμωξε σε δυο βαλίτσες, έριξε μια τελευταία ματιά στο τακτοποιημένο σπιτικό της, του έγνεψε με χέρι σταθερό και βγήκε κλειδώνοντας την εξώπορτα. Ανέβηκε στο ποδήλατο που την περίμενε σημαιοστολισμένο.

Πριν ξεκινήσει, ράντισε με λίγες σταγόνες άρωμα τα μαλλιά της, χαιρετώντας τον άνεμο, μετά έβαλε τα ανθοφόρα γάντια της, στη συνέχεια είδε καταπού πέφτει η ανατολή, πήρε θέση και ξεκίνησε. Αργά αλλά σίγουρα.

Στον δρόμο έλεγχε κάθε λίγο το βιος που κουβαλούσε. Την παιδική χαρά που κελαηδούσε μαζί με τα αηδόνια. Την πήρε καλού κακού μη και συναντήσει κάπου κάποτε το κοριτσάκι της. Την τεράστια κατσαρόλα από μπακίρι, για να ταϊζει το ανοιχτό στόμα κάθε ζωντανού. Έναν καναπέ, για να ισιώνει τα πόδια της τις νύχτες της κατάπαυσης. Κι έναν αυλό για να συντροφεύει τον Πάνα. Προορισμό δεν έβαλε.

Είχε συνεννοηθεί με τον ήλιο και το φεγγάρι να της δείχνουν τον δρόμο μέχρι που θα εξαντλούνταν και οι τρεις. Τους εμπιστευόταν παιδιόθεν. Τώρα που στρογγύλευε η ζωή της, αφέθηκε στα χέρια τους. Θα είχαν να λένε πολλά στο ταξίδι. Και παλιά και νέα. Γι’ αυτό δεν ανησυχούσε που ήταν ασυντρόφευτη από άνθρωπο. Είχε το Φως. Της Αρχής και του Τέλους.

Καλημέρα   Καληνύχτα

Αγαπητή Κυρία Χ.

[μια ιστορία από το βιβλίο της Καλλιόπης Εξάρχου Η ΚΥΡΙΑ Χ, εκδόσεις Σοκόλη 2018]

 

ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟ ΛΟΓΟ, ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΟ ΟΝ, Η ΚΥΡΙΑ Χ, ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΞΕΦΥΓΕΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, ΟΦΕΙΛΕ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ ΜΥΘΟΣ

(σχόλιο της Ζωής Σαμαρά για το βιβλίο της Καλλιόπης Εξάρχου):

Και ξαφνικά, στο τρίτο αφήγημα (Θέμα Τιμής) αρχίζουμε να υποπτευόμαστε ότι η κυρία Χ είναι η συγγραφέας, ή μάλλον η καθεμιά αλλά και ο καθένας από εμάς που σκύψαμε με περιέργεια και τρυφερότητα πάνω στο βιβλίο. Είναι η στιγμή που το προσωπικό άλγος ανάγεται σε λογοτεχνία. Κι έτσι φτάνουμε στο τέταρτο αφήγημα, το πιο βασικό, «Παραλίας το ανάγνωσμα», στο όριο ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα, στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία. Η κυρία Χ, με την τσαντούλα της και όλα τα κομφόρ, ξεκινάει για την παραλία. Δεν ξεχνάει να πάρει μαζί της ένα βιβλίο, τον καθρέφτη της ζωής της. Διαβάζει εκείνες τις μέρες το κλασικό μυθιστόρημα της Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ, Η πριγκίπισσα ντε Κλεβ, ιστορία ενός μεγάλου έρωτα. Είναι το έργο που ενώνει τους δύο εξέχοντες τραγικούς του αιώνα της Γαλλίδας πεζογράφου, καθώς αντανακλά τη σύγκρουση ανάμεσα στο καθήκον και την επιθυμία, του Κορνέιγ, και τη λιτή δομή και έκφραση, του Ρακίνα. Και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι το βιβλίο που κρατά η Κυρία Χ, το αριστούργημα της Λαφαγιέτ, παραμένει, μέσα στον μύθο της Εξάρχου, στον χώρο της πεζογραφίας, οι ήρωές του δεν βγαίνουν από το βιβλίο, καθώς τίποτε δεν του περισσεύει μέσα στην κλασική του λιτότητα. Ωστόσο, οι ήρωες των βιβλίων που διαβάζουν οι άλλοι γύρω της κυκλοφορούν άνετα στην παραλία και δεν διστάζουν να κάνουν παρέα μεταξύ τους και μαζί της. Έτσι ανακαλύπτει τον εαυτό της και τον κόσμο, συλλαμβάνει τον εαυτό της ως ηρωίδα μυθιστορήματος. Πρέπει όμως να το ζήσει. Συναντά την Έμμα Μποβαρί ντυμένη εκτός τόπου και χρόνου. Η Έμμα με τη σειρά της συναντά τον φον Άσενμπαχ. Κοντολογίς, η Καλλιόπη Εξάρχου κάνει παρέα με τον Γκιστάβ Φλομπέρ, που συνομιλεί με τον Τόμας Μαν. Η κυρία Χ ταξιδεύει όπως οι ήρωες του Τρυφερή είναι η νύχτα. Μοιράζεται με τον Σκοτ Φιτζέραλντ την αποσύνθεση του χαρακτήρα και των στόχων που ζουν οι εκπατρισμένοι –αυτό που είμαστε όλοι στο βάθος–, δένει τη ζωή με την τέχνη, όπως ο Μαν, και νιώθει καταδικασμένη από τον χαρακτήρα της και τη δημιουργό της, όπως η Έμμα από τον Φλομπέρ. Όταν η κυρία Χ σκοντάφτει «στο λευκό μαντίλι του Άσενμπαχ», τότε επιβεβαιώνεται η εντύπωσή της ότι και η ίδια ζει μέσα σε μυθιστόρημα. …»




ΤΕΛΙΚΑ, ΟΛΑ ΗΤΑΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
(με Κεφαλαία στη ζωή της  ΚΥΡΙΑΣ Χ  (όπως…) ΕΚΤΕΘΗΚΕ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ...
Η εμπνευσμένη σκηνοθέτις Αναστασία Ρεβή πίστεψε στην Κυρία Χ που ήθελε «να μην της στερούν την πρόσβαση στο άπειρο» και εμπιστεύτηκε το λόγο της Καλλιόπης Εξάρχου. Γι’ αυτό και ζητώντας από τις δικές της Κυρίες Χ να είναι άμεσες και πειστικές μέσα από τον καθαρό λόγο και την διακριτική κίνηση ανέδειξε τον σωματικό λόγο του πεζού κειμένου.   Προσθέτοντας, μάλιστα,  μικρές, ευρηματικές λεπτομέρειες ολοκλήρωσε την θεατρική Κυρία Χ.  καθιστώντας  την έτοιμη να πει τις ιστορίες της επί σκηνής…  Έτσι, η μία και μοναδική κυρία Χ, πολλαπλασιάστηκε και έγιναν όλες οι Κυρίες Χ του κόσμου σε ένα κείμενο απελευθερωμένο, ακομπλεξάριστο, που καταδεικνύει πόσο ποιητικός μπορεί να υπάρξει ο ρεαλισμός, και πόσο υπέροχη η ζωή και τα σκαμπανεβάσματά της. Οκτώ γυναίκες δίνουν πάσα η μια στην άλλη, μπαίνει η μία μέσα στην άλλη, ατακάρουν και εφορμούν με ασήμαντες σκηνικές αφορμές… Τελικά,  ένας μονόλογος διαρθρωμένος σε 15 σκηνές με κεντρικό πρόσωπο την ομώνυμη Κυρία, η οποία εκτίθεται ολοκληρωτικά, καταθέτοντας όλα τα ζητήματα της ζωής της, χωρίς συγκάλυψη, εξωραϊσμούς και παρακάμψεις. Πρόκειται για μια ευάλωτη και ευθυτενή γυναίκα, που πέφτει και σηκώνεται κάθε φορά, κουβαλώντας ολόκληρη τη γη στους ώμους της.  Το έργο παρουσιάστηκε στο θέατρο Κάρολος Κουν (στην σκηνή της Φρυνίχου) , στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Αναλόγιο.  


Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

ΑΛΛΟΚΟΤΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

(…που ενώ δείχνει ετούτο, κάνει το άλλο…)

Τι άσκοπα που ταξιδεύει το νερό

Τι ήσυχα που έρχεται και πάει…

 

(πρώτος πίνακας λάδι σε καμβά):

«βάζο με μέλι   ένα ρόδο 

τραπέζι με ποτήρι   το κλειδί στο ράφι

μικρό κλειδί

Λοιπόν, ναι    είναι δυνατόν

βαδίζουμε πάνω σ’ αυτές τις πέτρες   με τα γκρίζα ρείκια

οι βάρκες μας πλέουν   για λίγο στα κύματα

και ύστερα βυθίζονται

κι εδώ ήταν το σπίτι σου   στα βράχια»

 

Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή της Μαρίας Λαϊνά με τον … «εικαστικό» τίτλο «ΜΙΚΤΗ ΤΕΧΝΙΚΗ», από την πρώτη κιόλας στιγμή,  νιώθεις σα να σε ξεναγεί κάποιος σε μια έκθεση ζωγραφικής.

Παρελαύνουν από μπροστά σου πολύχρωμοι πίνακες, ακουαρέλες, χαρακτικά, γλυπτά προπλάσματα, εικαστικές συνθέσεις που συνυπάρχουν με την ποιητική έκφραση στοχαστικά, εκφράζοντας με άρτιο τρόπο προσωπικά αισθήματα.

 

Η σχέση της ποιήτριας με το θέατρο την οδηγεί να οριοθετεί τις περισσότερες φορές ως σκηνικό πλαίσιο το τελάρο ενός ζωγραφικού πίνακα ή το πλαίσιο ενός παραθύρου και μέσα κει να ζωγραφίζει νεκρές φύσεις:

 

βάρκες που πλέουν στα κύματα,

το νερό που ταξιδεύει άσκοπα και πηγαίνει κι έρχεται ήσυχα,

τη θαλπωρή του γνώριμου φόβου   

το σπίρτο στο σκοτάδι

το γέλιο μέσα σε σακιά και κασόνια

το βύθισμα εν τέλει της βάρκας

που μπορεί να είναι η ίδια μας η ζωή,

αφού εκεί παραδίπλα στα βράχια έχει ζωγραφίσει το σπίτι μας:



 


ΣΠΙΤΑΚΙ ΠΛΑΙ ΣΤΟ ΚΑΝΑΛΙ

(δεύτερος πίνακας σχεδίασμα με πένα και μολύβι):

«μια πέτρινη γέφυρα   το μικρό του το σπίτι

κι αυτός καθισμένος   στο μικρό του γραφείο·

ξύλινη πόρτα   σπασμένα χρώματα

λίγο πιο πέρα το κανάλι

περνάει κόσμος απ’ την πέτρινη γέφυρα

ένα κάρο με γέρικα άλογα

μια γυναίκα με μωρό στην πλάτη

φτελιές δεξιά   λόφοι με θάμνους

δυο μεγάλα δένδρα    σταγόνες κόκκινο στο χώμα

πάνω απ’ τη γέφυρα και το κανάλι

πάνω απ’ το σπίτι   πάνω απ’ τη γυναίκα και τ’ άλογα

ένας ασημόγκριζος ουρανός

αχνιστό βαρύ κίτρινο μεσημέρι»

 

Ο υποψιασμένος αναγνώστης δεν θα μείνει στην επιφάνεια των στίχων αλλά θα δει, για παράδειγμα,

πίσω από τον ράθυμο ήλιο το σχόλιο της ποιήτριας για τις μαραμένες γυναίκες και τη νιότη που πλαισιώνεται από τρία επίθετα:

περασμένη,   παράξενη,   ασυλλόγιστη.

 

Ράθυμος ήλιος   μαραμένες γυναίκες

παρήγορο φως   απ’ το μικρό τετράγωνο τζάμι

τα σκεβρωμένα δένδρα

παράξενη η περασμένη νιότη   ασυλλόγιστη

 

[Μαρία Λαϊνά, ΜΙΚΤΗ ΤΕΧΝΙΚΗ, εκδόσεις Πατάκη 2012:

ΣΥΝΗΜΜΕΝΗ ΕΙΚΟΝΑ: «Ξερολιθιά με άνοιγμα στη θάλασσα – Σκέψου τα πράγματα που δεν θα κάναμε μαζί»]

 

Κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή μ’ ενδιάμεσα σχόλια για τις ιδιαίτερες τεχνικές της ποιήτριας με ΚΛΙΚ στους πίνακες Δημοσθενη Κοκκινίδη]





ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ ΜΕ ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΚΕΨΟΥ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΟΤΕ (σινική μελάνη):

Η ξερολιθιά που ανοίγει δρόμο προς τη θάλασσα οδηγεί τη σκέψη στα πράγματα που δεν θα μπορέσει να πραγματοποιήσει το ποιητικό υποκείμενο αλλά και αυτός στον οποίο απευθύνεται, δηλαδή ο αναγνώστης. Και τούτο το δίστιχο είναι σαν δυο χαϊκού ενωμένα και σχεδιασμένα με μελάνη σινική

Ο ρόλος του φωτός είναι σημαντικός στην ποιητική συλλογή, αφού αποκαλύπτει, άλλοτε ανεπιφύλακτα, άλλοτε ράθυμα τα πράγματα και τις καταστάσεις και αλλάζει το τοπίο και τις εποχές

Κακόμοιρο φως

…..

Το φως που θα τους βγάλει   χνούδι

Σ’ ένα άλλο ποίημα χλωρίδα και πανίδα επικοινωνούν  και κρατάνε μούτρα:

Χοντρόπετση   η γέρικη βελανιδιά

δεν το ’χει σε τίποτα

να μην ξαναμιλήσει    στα κατσίκια

 

Κι ο ψαράς αδιαφορεί για τα άδεια δίχτυα του και σαν τον καθένα μας λαχταράει τη νιότη και το παιχνίδι:

ξύλινη κόκκινη βάρκα   γελάει

στο άδειο του δίχτυ

ο ψαράς

γέρος νέος θα ήθελε να ’ναι

να παίξει κι άλλο

 

Και παρακάτω ένα τετράστιχο ερωτικό όπου το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από την ομορφιά της μέρας και επικεντρώνεται , αφιερώνεται στο κοίταγμα της κοπέλας / αγαπημένης, μιας και αυτή θεωρήθηκε η πιο σημαντική ενασχόληση για τον παρατηρούμενο

σπατάλησε    μια ολόκληρη όμορφη μέρα

κοιτώντας την

τι άλλο να ’κανε;

 

Ο χρόνος περνάει με τα μαλλάκια του καρφάκια τρώει το σάντουιτς στα όρθια και η ρόδα της μέρας γουργουρίζει πίσω από τις βλεφαρίδες της. Όσο κι αν η ποιήτρια μας λέει πως τα αντικείμενα που βλέπουμε εδώ δεν έχουνε καμιά αξία, είναι παρόλα αυτά σημάδια που δείχνουν πως ζούσαν οι άνθρωποι. Έτσι η φυσική σπηλιά με λαξεύματα, το περίκεντρο σχήμα της θόλου προδίδουν ίσως μια κεντρική θέση βωμού ή φλόγας και η ποιήτρια χαράσσει με βελόνα

λατρεύτηκε κανείς εδώ

υπήρχε κάποιος

ή πέρασε απλώς ο χρόνος κι άφησε την ομορφιά του;

 

Ποιητική τέχνη, χρωστήρας, σμίλη και γραφίδα  - μικτή τεχνική - δημιουργούν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, απόλαυση αισθητική για τους εραστές της ποίησης. Κοπιάστε!

 

ΣΕ ΑΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ ΦΩΣ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΟ (αποσπάσματα από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΜΙΚΤΗ ΤΕΧΝΙΚΗ, εκδόσεις Πατάκη 2012):

1

Το ποτήρι στο κάτω μέρος του πίνακα

το λουλούδι δίχως να φαίνεται

το κλωνάρι δεξιά επάνω

2

το κλωνάρι σβήνει στην άκρη

το ποτήρι άδειο

ώχρες και άσπρο

3

γυμνό το κλωνάρι

οι σκιές διαφανείς

λεπτό νερό στο ποτήρι

4

το κλωνάρι σχεδόν στο κέντρο

στο κάτω μέρος τα φύλλα

5

το φόντο βαραίνει

το ποτήρι στο κέντρο

 

το χρυσάνθεμο μπαίνει στον πίνακα

………………………………….

δυο πράσινα ένα μαύρο

και ξαπλωμένο χαρτί

 

αλλαγμένο τοπίο

προβιές κυματίζουν σε δάση με φτέρες

 

ΒΕΛΟΝΟΓΡΑΦΙΑ

νεαρές οξιές

οξυκόρυφα φύλλα

στο χώμα ψηλόλιγνοι μίσχοι·

το ξερό κλαδί δεν ξέρει τι να κάνει

το πόδι του έχει μπλεχτεί στον πίνακα

 

 

ΣΠΑΤΑΛΗΣΕ ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΟΜΟΡΦΗ ΜΕΡΑ ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ…

(… τι άλλο να έκανε…)

 

τα αντικείμενα που βλέπετε εδώ

δεν έχουνε καμία αξία

δείχνουν απλώς πώς ζούσαν άνθρωποι

πώς έσουρνε επίτηδες

τα πόδια του ένα παιδί

κι αυτή τη στιγμή   τα δαχτυλά του

φυτρώνουν στο χώμα

[λάδι σε μουσαμά]

 

η θαλπωρή του γνώριμου φόβου

το σπίρτο στο σκοτάδι

το γέλιο μέσα σε σακιά και   κασόνια

το φανάρι της πρύμνης χοροπηδάει στις σανίδες

το καράβι κλωτσάει το κανάλι

σαν φοράδα…

 

(λάδι σε καμβά): ΜΟΛΙΣ ΚΡΑΤΙΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΛΑΡΙ ΤΟ ΦΥΛΛΟ: Του κάνει τη χάρη για λίγο ο άνεμος, Μικτή τεχνική Μαρία Λαϊνά, εκδόσεις Πατάκη 2012

Η Μαρία Λαϊνά δικαιώνει τη μετριοφροσύνη και την ταπεινότητα του δημιουργού. Αφήνει το έργο της να «μιλήσει» και ακολουθεί. Χρέος της να του δώσει μορφή και κίνηση. Το κάνει αθόρυβα, αγόγγυστα και χωρίς να χρειάζεται να πει και να απαιτήσει πολλά. Σε αυτά που βλέπει αποκαλύπτονται και όσα θα δει. Χωρίς τυμπανοκρουσίες και επιτηδευμένες εξάρσεις, σε έλκει. Σε ενσωματώνει στο προσεγμένα σχεδιασμένο κάδρο που έχει φτιάξει. Η ποιητική συλλογή «Μικτή τεχνική» είναι μάθημα ζωγραφικής. Δηλαδή ποίησης. Γιατί τι άλλο, εκτός από εικόνα, παράγουν οι λέξεις; Αδρανή χρώματα που περιμένουν κάποιον/α να τα αναμίξει, να τα αναδεύσει και να τα ζωντανέψει. Η ατάραχη έκφραση κυριαρχεί σε αυτά τα ποιήματα. Ήρεμη δύναμη που απλώνεται μεθοδικά στο χαρτί. Η σοφία της φύσης φιλτράρεται στη σκέψη και το μυαλό της Λαϊνά. Σκόρπια αποτυπώματα του περιβάλλοντος. Αόρατα. Ταπεινά και γι’ αυτό ανώτερα των ανθρώπινων. Ο σεβασμός και η καθοδήγηση του βλέμματος «παίρνουν την άδεια» για να τα περιορίσουν σε λίγες γραμμές. Ό,τι συλλαμβάνεται δεν είναι για πάντα. Προσωρινά το άυλο γενετικό υλικό της φύσης υποτάσσεται. Η Λαϊνά το εξυψώνει για να το δει και ο αληθινά τυφλός άνθρωπος. Ο αγχωμένος, εγωκεντρικός, ματαιόδοξος. Τον μικραίνει για να νιώσει το μεγαλείο που τον περιβάλλει. Ο τίτλος «Μικτή τεχνική» δεν είναι τυχαίος. Δεν είναι όμως η συνάντηση εικαστικών με ποίηση. Είναι η διάρρηξη της εικόνας και η ανακάλυψη της σύνδεσης ανθρώπου-φύσης. Σαν να ενώνονται δύο αντικρινοί καθρέφτες. Χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Ξύλινη κόκκινη βάρκα˙ / γελάει /στο άδειο του δίχτυ / ο ψαράς / γέρος νέος θα ήθελε να είναι / να παίξει κι άλλο / Σπατάλησε / μια ολόκληρη όμορφη μέρα / κοιτάζοντας την / τι άλλο να’ κανε;» Η Λαϊνά καταφέρνει να εισχωρήσει σε κάθε μόριο της εικόνας που αναπαράγει ο εγκέφαλος. Στην εικόνα που φτιάχνει αδιάκοπα η φύση και ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου. Οι πορείες τους είναι απωθητικές, όμως ο ποιητικός λόγος τα έλκει όσο πιο κοντά γίνεται. Με λιτό και περιεκτικό τρόπο το ανέκφραστο βρίσκει την ουσιαστική έκφραση του. Νατουραλισμός και ρεαλισμός στα όρια του μαγικού, αφού το αυτονόητο (;) φανταστικό βήμα δεν γίνεται. Η οικονομία στον λόγο αντικαθίσταται από την πολύχρωμη αντανάκλαση της ψυχής. Των ξεχασμένων αισθημάτων της. Η Λαϊνά ξέρει που πρέπει να μπει η κατακλείδα στις φωνές των ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Η ποίησή της είναι στιβαρή, με δικό της μέτρο και όρια. Ποίηση με τον λυρισμό απαραίτητη πινελιά-αποκάλυψη.

Φεύγει η ζωή  και  το λουστρίνι της

έρχεται άλλος και το παίρνει…

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

ΚΟΚΚΙΝ’ ΑΧΕΙΛΙ ΕΦΙΛΗΣΑ…

(Το Ταξίδι του φιλιού κι  ο ΕΡΩΤΑΣ σαν υπερβολή  – Δοκίμια για το Δημοτικό τραγούδι)


Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα, κι έβαψε το δικό μου,

και στο μαντήλι το’ συρα, κι έβαψε το μαντίλι,

και σε ποτάμι το ’πλυνα, και έβαψε το ποτάμι

έβαψεν η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου

Κατέβη ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψε τα φτερά του

κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο

 

Αυτούς τους έξι στίχους, που διασώθηκαν σε ποικίλες παραλλαγές κι έχουν μακρά φιλολογική, λαογραφική και λογοτεχνική ιστορία, επιλέγει ο Παντελής Μπουκάλας να προλογίζουν και να προ - οικονομούν το περιεχόμενο του τρίτου τόμου των δοκιμίων του για το Δημοτικό Τραγούδι: ΚΟΚΚΙΝ’ ΑΧΕΙΛΙ ΕΦΙΛΗΣΑ, Το Ταξίδι του Φιλιού και ο Έρωτας σαν υπερβολή, εκδόσεις Άγρα 2019.

 

Το ταξίδι ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2016, όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος δοκιμίων μ’ αυτό το αντικείμενο και τίτλο: ΟΤΑΝ ΤΟ ΡΗΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΝΟΜΑ: Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών τραγουδιών.

Τον Νοέμβριο του 2017 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος με τίτλο ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ: Ο Πόθος και ο Φόνος στη δημοτική ποίηση. Και χρώμα του το κόκκινο – το φυσικό του αίματος.

Ίδιο το χρώμα και στον παρόντα τρίτο τόμο, σε πλαίσιο ερωτικό πάντα, αλλά ειρηνικό τώρα: το κόκκινο στη λαϊκή ποίηση  δοξολογημένο σαν δέλεαρ, σαν γεννήτορας και διάκονος της ερωτικής επιθυμίας...

«Στο αχανές πεδίο της αγάπης η συνωνυμία του κόκκινου με το αληθινό μοιάζει σαν υπόδειξη που γίνεται από τη φυσική των αισθημάτων, όχι μονάχα από τα λεξικά της νεοελληνικής», σημειώνει ο Παντελής Μπουκάλας, προλογίζοντας τον τρίτο τόμο των μελετημάτων του για το δημοτικό τραγούδι… 

Αυτή τη φορά, εστιάζοντας σε ένα από τα πιο αγαπημένα δημοτικά τραγούδια, το «Κόκκιν' αχείλι εφίλησα», διερευνά πηγές, προσλήψεις, παραλλαγές και ένα σωρό ταξίδια και συναντήσεις που προκαλεί η λαϊκή ποίηση.

Έτσι, μετά την αιμοχαρή επιλογή του δεύτερου τόμου, που ασχολήθηκε με «Το αίμα της αγάπης: Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση», ο τρίτος τόμος,  ακολουθεί τις κόκκινες ειρηνικές εκδοχές του τραγουδισμένου έρωτα και της λαϊκής ποίησης, που, κατά το συγγραφέα είναι η ποίηση της κοινότητας, και ιστορεί τις πλείστες όσες διαδρομές της.

«Πιάνω γραφή να γράψω αυτά τα δοκίμια για το Δημοτικό Τραγούδι», σημειώνει στον πρόλογο των εκδόσεων ο συγγραφέας, «με στόχο ν’ αναδειχθεί η δύναμη και η ωραιότητα των δημοτικών τραγουδιών όπως αποκρυσταλλώνονται στην ελευθερία, στη γλώσσα, στις ιδέες τους για τα ανθρώπινα, στην ποικιλία των φωνών τους από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή…»

Και υπογραμμίζει με έμφαση:

«Μόνο αν προσεγγίσουμε το δημοτικό ως ολικό γεγονός, αν δοκιμάσουμε να δούμε και να γευτούμε και τη γλωσσική και τη λογοτεχνική και την πνευματική ταυτότητά του, θα μπορέσουμε να ελέγξουμε και να αντιμετωπίσουμε την υποτίμηση και την παραχάραξή του, που μάλλον δεν θα πάψουν ποτέ…».

Η δοκιμιακή σειρά αναφοράς του Παντελή Μπουκάλα,  βρίσκεται ακόμα στην αρχή της, αφού έχει σχεδιαστεί να ολοκληρωθεί σε 12 έως 14 τόμους με σταθμούς μεταξύ άλλων στον έρωτα και το έθνος, στη θρησκεία του έρωτα και τα εμπόδια των θρησκειών στα δημοτικά τραγούδια, τα πουλιά στα δημοτικά της ξενιτιάς, την ιστοριογραφία και τη δημοτική μούσα, τον Διάκο και πώς τον απαθανάτισε η λαϊκή μούσα, την ιστοριογραφία και τους επώνυμους ποιητές, ακόμα και πώς τραγουδιέται ο Χάρος.

Να κάποιοι από τους επόμενους σταθμούς του πολύ φιλόδοξου αυτού εγχειρήματος (όπως προαναγγέλλονται στο εισαγωγικό σημείωμα): 

Ο Έρως και το Έθνος: οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης.

Η θρησκεία του έρωτα και τα εμπόδια των θρησκειών στα δημοτικά τραγούδια.

Ας μην ξημέρωνε ποτέ: Έρωτας και χρόνος στη δημοτική και αρχαιοελληνική ποίηση

Έχεις ελιά στο μάγουλο: ένα σημάδι του σώματος σαν μεταφορέας του έρωτα.

Τα πουλιά στα δημοτικά της ξενιτιάς: εικόνα του εκπατρισμένου, αγγελιαφόροι και μάρτυρες.

Το εννιά στη λαϊκή ποίηση και παράδοση: ένα μαντίλι γεμάτο τραγούδια και νοήματα

Με γέλασαν μια χαραυγή ή Πώς τραγουδιέται ο Χάρος και πολλά άλλα. 

«Προσπαθώ να διαβάζω όσο το δυνατόν περισσότερο συλλογές κι ανθολογίες ώστε να μην είναι εξαιρετικά πολλές οι πτυχές που θα μου ξεφύγουν» δηλώνει ο Παντελής Μπουκάλας.

«Η εικόνα που θα σχηματίσει κανείς για το δημοτικό εξαρτάται βεβαίως από τα βιώματά του, από το μέρος που γεννήθηκε, σε πόλη ή χωριό. Ο κόσμος του προφορικού πολιτισμού έχει εξαλειφθεί μέσα από την εσωτερική μετανάστευση. Μαράθηκε…» 




ΤΟ ΦΙΛΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΚΛΕΙΔΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
Η μαγεία «είναι η τέχνη του μεταμορφώνεσθαι», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, και το φιλί είναι το μαγικό κλειδί για τη μεταμόρφωση (Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, σελ. 44). «Το φιλί, που δεν εξελίχθηκε ουδέ κατ’ ελάχιστον από καταβολής κόσμου, τυχαίνει να είναι το πιο καινούριο και αμεταχείριστο πράγμα που διαθέτουμε» (Εν λευκώ, «Εισαγωγή στο χώρο του Αιγαίου», σελ. 18).

«Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα…» είναι ο πρώτος στίχος του διάσημου δημοτικού τραγουδιού, με το οποίο ο Παντελής Μπουκάλας θα κάνει το γύρο σαν Μαγγελάνος και θα φέρει στην επιφάνεια το απροσμέτρητο βάθος και πλάτος του, αναζητώντας τις παραλλαγές του σε τόπους, εποχές και κοινωνικά περιβάλλοντα.  Η εξερεύνησή του θα καλύψει όλα τα επιστημονικά πεδία και θα αναδείξει όλες τις πλευρές του… Εν ολίγοις όλο το βιβλίο, με τα δέκα κεφάλαιά του είναι το ανάπτυγμα ενός ποιήματος… Εκατοντάδες παραλλαγές και προεκτάσεις.

Πίσω από τους έξι στίχους του ποιήματος, θα ανακαλύψουμε, όπως λέει ο συγγραφέας, ότι «το τραγούδι δεν μένει παγωμένο» αλλά αλλάζει, και όχι μόνο αλλάζει, αλλά προσκολλημένο σε άλλο περιβάλλον εμπλουτίζεται με διαφορετικό μήνυμα, νόημα, αίσθημα.

Και μια απαραίτητα διευκρίνιση: «όταν μιλάμε για τον δημοτικό τραγουδιστή, δημιουργό, μιλάμε για έναν άνθρωπο που έχει άμεση επαφή με τη φύση, έχει φυσικότερη σχέση με το χρόνο, ρυθμισμένο από του κύκλου τα γυρίσματα, καθώς και φυσικότερη σχέση με τον γύρω του κόσμο. Έχει δει το ουράνιο τόξο και το γάλα της Παναγίας στον ουρανό. Οσφραίνεται την αλλαγή του καιρού και μπορεί να ερμηνεύει όσα σημάδια του στέλνουν τα υπόλοιπα ζωντανά, ήμερα και άγρια… Μπορεί να πει ποιο το κοτσύφι, ποιο το κελάηδημα του αηδονιού, ποιος ο αμάραντος και ποια η φτελιά. Να διαβάσει τ’ αστέρια για να βρει το δρόμο του και να διακρίνει πού ο Βορράς ή η Ανατολή… Μπορεί να βρει νερό να ξεδιψάσει, ακόμα κι αν δεν κουβαλάει γεμάτο παγούρι. Το διαδίκτυό του είναι η φύση».

Οι στίχοι λοιπόν που μας είναι γνωστοί ως ερωτικοί αλλάζουν παίρνοντας πολλές και διαφορετικές μορφές. Ένα παράδειγμα:
«Για δες κορμί για ντουλαμά, δάχτυλα για την πένα
για δες αχαίλι για φιλί κι ας είν’ και ματωμένα.
Κόκκιν’΄αχείλι εφίλησα κι έβαψαν τα δικά μου
και με μαντίλι τα έσουρα και έβαψαν το μαντίλι
και σε ποτάμι το έπλυνα κι έβαψε το ποτάμι
έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου,
κι έβαψε κι ένα κάτεργο και ένα όμορφο γαλούνι
και πάλιν έβαψαν τα έμορφα, τα ογλήγορα ψαράκια».

Οι στίχοι εδώ, στο νέο περιβάλλον, είναι μια πικρότατη ιστορία. Από το τραγούδι αυτό εμπνεύστηκε ο Ραγκαβής τη δική του Ταξιδεύτρια, που δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχε η συλλογή του Κλοντ Φοριέλ.  Ψήγματα του τραγουδιού ο ερευνητής Μπουκάλας βρίσκει και στη σύγχρονη ποίηση – Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Γκάτσος, Γκανάς κ.α.
Από το ποίημα της κόρης με τα κόκκινα χείλη εμπνεύστηκε και ο Κώστας Κρυστάλλης το δικό του «Το Φίλημα»…
Τώρα, ενώ η κόρη τον φίλησε κρυφά για να μην το μάθει κανείς, το πράγμα κοινοποιήθηκε:
«Μα το θαλάσσι φύσηξε του ναύτη το φιλί μας
Κι ο ναύτης το διαλάλησε σ’ ούλη την οικουμένη…»
Σχετικό και το του Οδυσσέα Ελύτη: «στο πιο ψηλό κατάρτι του, ο ναύτης ανεμίζει ένα τραγούδι…» καθώς και:
«… το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλαρίκια να την φιλήσω όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στο μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι Άγιοι βγήκαν κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε…» (Ο Μικρός Ναυτίλος).

Πολύ συχνά οι μάρτυρες του φιλιού είναι ο ουρανός με τ’ άστρα και όχι μόνο:
«Κόρη μου, όταν εφιλιόμαστε, νύχτα ήταν, ποιος μας είδε»;
«Μας είδ’ η νύχτα κι η αυγή, τ’ άστρο και το φεγγάρι·
μας είδε και το σύννεφο και το ’πε της θαλάσσης.
Θάλασσα λέει στο κουπί και το κουπί στο ναύτη,
κι ο ναύτης το τραγούδαε στην πρύμνη της γαλιότας…»
Τα ποτάια παρουσιάζουν κι αυτά μια ποικιλία. Έτσι, το ένα ποτάμι γίνεται… τρία και φτάνουν τα εννιά, που ωστόσο δεν μπορούν να ξεπλύνουν ένα μαντίλι βαμμένο από φιλί ή από αίμα ή από μελάνι, του ψάλτη, του αναγνώστη, του γραμματιζούμενου γενικά· να γιατί ο Σεφέρης λέει: «Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι…», σαν να λέιε προτιμώ την αλήθεια του πράγματος και όχι τα λόγια που την περιγράφουν.
Το κόκκινο είναι γλαφυρό σημάδι της αιματικής κυκλοφορίας. Είναι χρώμα του έρωτα: τα χείλη της παρθένας είναι κόκκινα από το ερωτικό πάθος, όπως και του Άδωνι. Είναι ακόμα το χρώμα της ηγεμονικής ισχύος και του βασιλικού χιτώνα· ο έρωτας στη Σαπφώ εμφανίζεται με «πορφυρίαν χλαμύν». Τέτοιο φόρεσε ο Ιάσονας για να θαμπώσει την Υψιπύλη…
Τα κόκκινα τριαντάφυλλα είναι και σημάδι της παρθενιάς που χάθηκε (μας το θυμίζει ο Σεφέρης στο ποίημα «Πραματευτής από τη Σιδώνα»: ρόδα στο μαντίλι μιας Τουρκοπούλας…
Η φύση συμμετέχει στα ανθρώπινα πάθη:
«Σ’ ένα δενδρί ακούμπησα να πω τα βάσανά μου,
και το δενδρί ξεράθηκε απ’ τα παράπονά μου»
«Με το βουνό θα γίνω φίλος και με τα δένδρα συντροφιά
Κι όταν δακρύζω και πονώ θ’ αναστενάζει το βουνό»
Το βιβλίο τελειώνει με την πληροφορία πως γενικά το δημοτικό τραγούδι έχει μελαγχολία. Ακόμα και ο γάμος μιας κόρης είναι θρήνος, εφόσον η κόρη αποχωρίζεται τους δικούς της.
[αποσπάσματα από την κριτική για το βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα της Ανθούλας Δανιήλ στο Διάστιχο]

Παντελής Μπουκάλας, Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα: Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή – δοκίμια για το Δημοτικό τραγούδι – τόμος 3
Ένα από τα πιο αγαπημένα δημοτικά τραγούδια εξεικονίζει με τρόπο συναρπαστικό το ταχύτατο ταξίδι του φιλιού. του κόκκινου φιλιού, από τα χείλη που σμίγουν στην πλάση που φιλοξενεί τους ερωτευμένους και πανηγυρίζει μαζί τους: Κόκκιν' αχείλι εφίλησα κι έβαψε το δικό μου, / και στο μαντίλι το 'συρα κι έβαψε το μαντίλι, / και στο ποτάμι το 'πλυνα κι έβαψε το ποτάμι, / κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου. / Κατέβη ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψε τα φτερά του, / κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.
Οι έξι στίχοι, που διασώθηκαν σε ποικίλες παραλλαγές, έχουν μακρά φιλολογική, λαογραφική και λογοτεχνική ιστορία, στην οποία εμπλέκονται μεγάλα ονόματα της λογιοσύνης και της ποίησης. Ανάμεσά τους ο Κοραής, ο Φωριέλ, ο Ν.Γ. Πολίτης, ο Κρυστάλλης, ο Ψυχάρης, ο Αποστολάκης, ο Σεφέρης, ο Τσάτσος, ο Φώτος Πολίτης, ο Βρεττάκος.
Στο επίκεντρο του διαλόγου βρέθηκαν ζητήματα που μας απασχολούν και σήμερα: η ιδιαιτερότητα της δημοτικής ποίησης, η στάθμιση της αξίας της με ζύγια αμιγώς λογοτεχνικά και το δικαίωμα της ποίησης εν γένει, ανώνυμης και προσωπικής, να ιστορεί τα αισθήματα και τις ιδέες της ανοίγοντας δρόμους που την απομακρύνουν από την ασφάλεια της «λογικής» πεπατημένης. Η φυσικότητα με την οποία ο λαϊκός δημιουργός εμπιστεύτηκε την υπερβολή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι του ακάθεκτου κόκκινου φιλιού, ετοίμασε τραγούδια που πιθανόν θα σαγήνευαν τους υπερρεαλιστές, Έλληνες και ξένους, αν τα γνώριζαν έγκαιρα σε όλη την έκτασή τους.
Κάποια άλλης κατηγορίας δημοτικά τραγούδια, στα οποία επίσης αναφέρεται ο τρίτος τόμος, θα μπορούσαν να προκαλέσουν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των πρωτοπόρων της ψυχανάλυσης, αν -και πάλι- τα γνώριζαν έγκαιρα. Αίφνης, ο Σίγκμουντ Φρόυντ, που γνώριζε τον "Οιδίποδα τύραννο" του Σοφοκλή, ίσως σκεφτόταν ότι ο όρος «οιδιπόδειο σύμπλεγμα» δεν καλύπτει με πληρότητα και διαύγεια τις σκέψεις του. Ο Οιδίποδας και η Ιοκάστη δεν γνωρίζονταν. Αντίθετα, σε ολόκληρο κύκλο δημοτικών τραγουδιών το «οιδιπόδειο» είναι ενεπίγνωστο, εκδηλώνεται δε με τέτοια επιθετικότητα από τη μητρική πλευρά ώστε συνταράζονται τα ιερά, ο ουρανός κι η θάλασσα. Αποκαλυπτικές για το βάρος που αποδίδει η λαϊκή σκέψη στο «οιδιπόδειο» κρίμα είναι οι παραλλαγές όπου η πραγμάτωση της μητρο-υιικής σχέσης απολήγει με τριπλό θάνατο (άλλη κάθαρση δεν προβλέπεται), αλλά και οι παραδόσεις στις οποίες Οιδίποδας, ενσυνείδητος, είναι ο Ιούδας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)