Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

ΚΟΡΑΛΙΑ ΑΝΔΡΕΙΑΔΗ-ΘΕΟΤΟΚΑ 1935-1976

 (… η απόλυτη σχέση με τον Γιώργο Θεοτοκά…

κι ένα φτερούγισμα στο κενό…)


«Πολιορκία

Καθώς αμίλητη αντιστέκεσαι  

με το Θεό στα χείλη,   με τις αισθήσεις τεντωμένες,

καθώς αμείλικτη αντιστέκεσαι

κι άσβηστη και ανέλπιδη   μπρος στη μελλοντική πολιορκία,

χρέος σου

πριν σε κυλήσει αδιάφορα η νύχτα   στην τύχη, στη σιωπή,

χρέος σου

να τραγουδήσεις δυνατά έναν ωραίο ύμνο».


Στίχοι  Κοραλίας Ανδρειάδη - Θεοτοκά και  η μνήμη ανατρέχει στον Δεκέμβριο του 1976 όταν η ποιήτρια, μόλις 41 ετών, σύζυγος του Γιώργου Θεοτοκά - ενός από τους κυριότερους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του 1930 - έθεσε τέρμα στη ζωή της πηδώντας στον ακάλυπτο από τον έκτο όροφο πολυκατοικίας στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας στην Αθήνα…

 


ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ και το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ της Ποιήτριας:

«Το ποίημα ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ  γράφτηκε από τις 7 ως τις 10 Σεπτεμβρίου του 1971 και αποτελείται από 469 στίχους. Τώρα που το ξανακοιτάζω, ύστερα από τριάμισι χρόνια, ανακαλύπτω πως είναι ένα ποίημα - παραλήρημα, όπου η εισβολή του απόλυτου και το γεγονός των ορίων σε αλληλοδιάδοχες φάσεις συνυπάρχουν και – ελπίζω – ισορροπούν τελικά με τον γενικό τίτλο «Οι μεγάλες διαδικασίες».

Επιβαρυμένη από το ανεκπλήρωτο και την απουσία τού Γιώργου Θεοτοκά – «ένα είδος επίγειας θεότητας, αταίριαστης με οποιαδήποτε άλλη και ασύγκριτης, που στάθηκε το επίκεντρο της ποίησής της», κατά τον Αντρέα Καραντώνη– η Κοραλία Θεοτοκά θα οδηγηθεί στο τέρμα.

 

 «Τελειώνω τη ζωή μου με τη δική μου θέληση, και κανένας εκτός από εμένα την ίδια δεν ευθύνεται για τον θάνατό μου.

Είμαι απροσάρμοστη στην πραγματικότητα, αισθάνομαι άχρηστη σε έναν κόσμο που εργάζεται κι αγωνίζεται.

Η καταθλιπτική κατάσταση που με βασανίζει δεν με αφήνει να εργαστώ αποδοτικά πουθενά.

Η φαρμακοθεραπεία δεν μπόρεσε να κατανικήση τη μελαγχολία μου.

Κουράζω τους δικούς μου, τη μάνα μου, την αδελφή μου, τους φίλους.

Με τρέλανε ο θόρυβος, τα καυσαέρια, η σκληρή καταπιεστική κοινωνία, και φταίω εγώ που ζω περισσότερο στον κόσμο της φαντασίας, και δεν ωρίμασα παρά τα χρόνια μου.

Θαυμάζω τους νέους για την κατάφασή τους στη ζωή, ήθελα να ’μαι σαν και αυτούς, αλλ’ αλλοίμονο δεν μπορώ ν’ αγωνιστώ όπως θα ’θελα.

Είμαι υπερβολικά συναισθηματική.

Η αρχή ήταν ο θάνατος του άντρα μου πριν δέκα χρόνια.

Έκανα ό,τι μπορούσα για το έργο του Γ. Θεοτοκά, του άντρα μου.

 Ελπίζω να μη βρωμίσετε το όνομα που φέρνω με μάταια ερωτήματα για αιτίες κι αφορμές.

Μη κουράσετε δικούς μου φίλους.

Δεν είμαι η μόνη, αλλά είμαι μόνη.

Γειά!..  Ο κόσμος ελπίζω να καλυτερέψει. Για όλους. Για τους άλλους…» Κοραλία Θ.

 

 «Η Κοραλία Θεοτοκά σε κάποια στιγμή έζησε κάτι μεγάλο –ονομάστε το Γιώργο Θεοτοκά ή όπως αλλιώς θέλετε– κι είχε την τιμιότητα να μην μειώσει μέσα της τη σημασία του για να επιζήσει, να μην δεχτεί τις μεταγενέστερες μέτριες μορφές που της προτείνονταν σε σχέση μ' αυτό που είχε βιώσει, ν' απαντήσει θετικά στο ότι δεν χρειάζεται να ζήσουμε το σχετικό, όταν έχει προηγηθεί το ύψιστο. Κι όλα αυτά τα εγγυήθηκε με τη φυσική της οδύνη, με το σώμα της, με το θάνατό της».

(Θανάσης Θ. Νιάρχος)

 

ΜΕ ΜΙΑ ΚΙΝΗΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

(από τη συλλογή της Κοραλίας Θεοτοκά ΤΟ ΑΛΛΟ ΦΩΣ, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1967 που είναι αφιερωμένη στο Γιώργο Θεοτοκά)

 Γυρεύοντας στη μοναξιά θα βρεις εμένα,

με μια κίνηση θανάτου έξω από το παράθυρο

να γυρίζω στη ρουφήχτρα τού χρόνου

καταπίνοντας την ανάσα μου.

 

Περίμενα ως την ώρα της φωτιάς

χωρίζοντας κόκκαλα, ρίζες και πέτρες

ξεφλουδίζοντας το σκουλήκι από τη λάσπη

και το φίδι από τα λέπια του.

 

Ταξιδεύοντας στο χώμα μοίρασα τη δροσιά

ήπια την ευωδιά από τη φυσική γέννα του λείψανου

γεύτηκα τη σάρκα από τους καρπούς των νεκρών.

Περίμενα ως την ώρα της στάχτης.

 

Μαραμένες ηδονές στην κατοικία της σιωπής.

Ξαναγεννιέμαι μονάχα μέσα στην έκσταση του ύπνου·

χτυπώ το σύννεφο και συμφωνώ με τον αφανισμό μου.

Κι ο κεραυνός, φλέβα Θεού, μαστίγιο

αφαιρεί το κορμί από την παρουσία του Έρωτα.

 

Υπάρχουνε ακόμη στους φλοιούς των δέντρων

οι χαραγμένες πράξεις με τα δάκρυα.

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ και ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ από τις συλλογές της Κοραλίας Ανδρειάδη - Θεοτοκά:

Γεννημένη στο Νέο Φάληρο το 1935, η Κοραλία Ανδρειάδη, όπως ήταν το πατρικό της επώνυμο, μεγαλώνει μέσα στην Κατοχή, τελειώνει το Γυμνάσιο το 1953, μπαίνει στην Πάντειο, ενώ βοηθά συγχρόνως και τον πατέρα της στην οικογενειακή επιχείρηση – την εισαγωγή και προώθηση ινδικών ταινιών στους κινηματογράφους της εποχής.

Το 1959 μάλιστα θα ταξιδέψει η ίδια στην Ινδία – θα ξαναπήγαινε το 1961, προσκαλεσμένη του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Νέου Δελχί –, ενώ τον ίδιο χρόνο θα γνωριστεί, τυχαίως, με τον Γιώργο Θεοτοκά, μεγάλη λογοτεχνική μορφή και από τους ταγούς της «γενιάς του ’30» στο δικηγορικό γραφείο του. Όπως έγραφε και η ίδια, αργότερα, για ’κείνη την γνωριμία…

«Σφίξαμε τα χέρια. Παραμέρισε να περάσω. Έφυγα μ’ έναν κραδασμό μέσα μου. Όχι ερωτικό, διόλου. Αλλά ένοιωσα την αποκαλυπτική αίσθηση και τη γοητεία που δίνει η συνάντηση μ’ έναν γνήσιο πνευματικό άντρα. Στα 23 μου χρόνια έκαμα τη γνωριμία με τον συγγραφέα της Αργώς. Πάντα διψούσα τον διάλογο μ’ ένα δημιουργικό Πνεύμα. Κι’ η ζωή μου ξοδεύονταν στο να μαζεύω χρήματα, διασκεδάζοντας πολύ βέβαια, τη δράση μου, τα γυρίσματα τ’ απρόοπτα, την ένταση, τους κινδύνους και τις ευθύνες μέσα στον κόσμο των συναλλαγών».

Εκείνη τη χρονιά, το 1959, ο Γιώργος Θεοτοκάς, που ήταν τότε 54 ετών, χάνει την πρώτη σύζυγό του Ναυσικά Στεργίου. Η σχέση του με την Κοραλία Ανδρειάδη αρχίζει με τον καιρό να αναπτύσσεται. Το καλοκαίρι του 1963 το ζευγάρι ταξιδεύει στην Πάτμο… Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον περιστατικό, που συνδέεται με το συγκεκριμένο ταξίδι…

«Το καλοκαίρι του ’63, ο Γιώργος Θεοτοκάς, μού πρότεινε να περάσουμε τις διακοπές μας στην Πάτμο. Σ’ αυτό το νησί τ’ ολόφωτο, το μακρινό, το ασύλληφτο από την φαντασία, ζητούσαμε να ζήσουμε, να χαρούμε, να πάρουμε μιαν ανάσα. Το ταξίδι δεν ήταν εύκολο και οι όροι διαμονής μια μικρή περιπέτεια. Παρ’ όλα αυτά ξεκινούσαμε με τη διάθεση που έχει ένα ζευγάρι που το συνδέει ένας τρόπος ζωής και μια κοινή γλώσσα, να βιώσουμε πράματα και θάματα, κάτω από τον ήλιο και μέσα στη νύχτα.(…)

 

Ο ΣΑΜΨΩΝ ΠΟΥ ΣΙΔΕΡΑ ΜΑΣΑΕΙ…

(…μια εμπειρία  στην Πάτμο)

  Ένα βράδυ, μέσα στο χλιαρό καιρό και την απανεμιά, ένα νέο έφτασε στο νησί. Ήρθε, έφτασε ο Σαμψών. Πασίγνωστος στο Μοναστηράκι και την οδό Αθηνάς, στην Αθήνα, θα έδινε παράσταση στην πλατεία για όλους και για όλες, και για τα μικρά παιδιά. Θα ’σκιζε τράπουλες, θα κατάπινε σπαθιά, θα ξάπλωνε κατάχαμα να τον περάσει τζιπ, θα κατάπινε λαμαρίνες (…).

 Πριν αρχίσει τα κατορθώματά του ο Σαμψών αναζήτησε κριτή, σοβαρό και με κύρος, που να τον γλύτωνε από τα γιουχαΐσματα, που ήταν συνηθισμένος καθώς φαίνεται. Το μάτι του έκοψε σωστά μέσα στην ομήγυρη, κι’ ήρθε κατευθείαν πάνω στον Θεοτοκά. Χαμογελούσε ο Γιώργος, καθώς βρέθηκε απροσδόκητα να κρατά χοντρές αλυσίδες, για να βεβαιώσει τη στερεότητά τους. Αναγκάστηκε να σηκωθεί από τη θέση του και να δηλώσει στους πάντες ότι δεν υπήρχε καμιά κατεργαριά στη μέση. Ο Σαμψών ο χειροδύναμος δεν σήκωνε προσβολές κι’ αντιρρήσεις. Κι ήταν ικανός να σπάσει τις αλυσίδες, να τις κάμει κομμάτια, να τις διαλύσει με τη δύναμή του. Πράγμα που έγινε, και πολλά παρόμοια ακολούθησαν. Στο τέλος, σφυρίγματα, ενθουσιασμός απ’ όλους που δεν το βάζει εύκολα νους ανθρώπου, κι’ ο Σαμψών να παίρνει από το χέρι τον Γιώργο Θεοτοκά να υποκλιθεί και να χαιρετήσει τα πλήθη. Ύστερα με πήρε κι’ εμένα από το χέρι και ξαναϋποκλιθήκαμε κι’ οι τρεις εν χορώ. Του Γιώργου δεν του έλειψε ποτέ το χιούμορ και η κατανόηση για τ’ ανθρώπινα. Το διασκέδασε το πράγμα, κι ακόμη θυμούμαι τη φωνή του σαν είπε για τον Σαμψών: «Μια εμπειρία..».

 Ο Γιώργος Θεοτοκάς στενοχωριόταν καμιά φορά «με την αοριστία του νου», όπως χαρακτήριζε ο ίδιος την πνευματική αυτή κατάσταση των ανθρώπων του τόπου μας, που από τα κακοπαθήματα της διγλωσσίας, μας κάνει να εκφραζόμαστε γραπτά και προφορικά μ’ ελάχιστη ακρίβεια και καθαρότητα. Έτσι θυμάμαι το γέλιο του, που κράτησε πολύ όταν ο Σαμψών, ξαναμμένος από την επιτυχία, έβγαλε λόγο περίτρανο, όπου ανακάτωσε ό,τι είχε αρπάξει το θολό μυαλό του από την ένδοξη ιστορία και τον αθλητισμό μας, και μη έχοντας διέξοδο στο παραλήρημά του, πριν αποχωρήσει βροντοφώναξε: “Βουρρρρρρ στις καταχρήσεις και παν μέτρον άριστον».

 

Στις 11 Ιουλίου 1966 η Κοραλία Ανδρειάδη παντρεύεται τον Γιώργο Θεοτοκά, ο οποίος θα πεθάνει, ξαφνικά, τρεισήμισι μήνες αργότερα, στις 30 Οκτωβρίου. Από ένα «Παρασκήνιο» της ΕΤ1 αφιερωμένο στον Γιώργο Θεοτοκά ακούμε…

«Το καλοκαίρι του 1966 ο Γιώργος Θεοτοκάς θα εισέλθει σ’ ένα μονοπάτι πολύ φωτεινό, συνάμα όμως και τραγικά σύντομο. Η κατά πολύ νεότερή του ποιήτρια Κοραλία Ανδρειάδη μπαίνει στη ζωή του. Ερωτεύονται με πάθος ο ένας τον άλλον, παρότι εκείνος πίστευε μέχρι τότε πως, μετά την Ναυσικά, δεν θα ήταν ικανός να βιώσει και πάλι ένα τόσο έντονο αίσθημα. Ήταν 61 ετών και θέλησε με εξονυχιστικές ιατρικές εξετάσεις στο Παρίσι να σιγουρευτεί πως ήταν υγιής. Πως είχε μέλλον μπροστά του. Και τότε αποφάσισε να παντρευτεί την Κοραλία. Το γαμήλιο ταξίδι πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη. Όλα έδειχναν τόσο χαρούμενα και αισιόδοξα, όμως ανατράπηκαν όταν ξαφνικά τον Οκτώβριο που ακολούθησε ο θάνατος χτύπησε την πόρτα του. Μέσα σε μια μέρα χάθηκε από την αρρώστια που οι γιατροί στο Παρίσι είχαν κατηγορηματικά αποκλείσει».

 Ο χαμός του Γιώργου Θεοτοκά επηρεάζει βαθειά την Κοραλία. Ο παράφορος έρωτας, που διακόπηκε απρόσμενα, αποσυντονίζει την ψυχή της. Πρώτη προτεραιότητα έκτοτε αποκτά η προβολή του έργου τού συζύγου της, φροντίζοντας τα ανέκδοτα κείμενά του, τις επανεκδόσεις των παλαιότερων βιβλίων του και γενικώς έχοντας την επίβλεψη κάθε γεγονότος, που θα μπορούσε να αφορά στον Γιώργο Θεοτοκά. Ένας σκοπός στη ζωή της. Ένα χρέος.

 


ΟΞΥΓΟΝΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή της Κοραλίας Ανδρειάδη – Θεοτοκά ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ, εκδόσεις Φέξη 1963)

 Κλεισμένο στα σκληρά επίπεδα μεσ’ στις συναλλαγές

σ’ αρχαίους κύκλους πόνου

παρθένο αγόρι με ουράνιες πληγές

καίει το χλωρό του το κορμί,

καίει την ορμή

την Άνοιξη μεσ’ στις γαλάζιες αστραπές του οξυγόνου.

 

Με τις μουντζούρες των καιρών στα μάγουλα

στους ώμους άσπρα περιστέρια,

άγγελος χτίστης μοιάζεις, πύρινο παιδί,

καθώς λυώνεις την άρνηση

στα διάφανά σου χέρια.

 

Χτύπα βαριά, χτύπα γερά,

τα υψωμένα κάγκελα, τα παγωμένα μέλη.

Χτύπα βαριά, χτύπα γερά,

είναι η κερήθρα κίτρινη κι είν’ άγριο το μέλι.

 

ΟΡΙΟ

 Ίσκιε, πικρό μου όριο,

σπατάλησα τη δύναμή μου πλησιάζοντας

πώς να περάσω από τα μάγια, πώς.

Πέρα από σένα το είδωλό μου μες στο φως

κι εγώ την ύπαρξή μου σέρνω αλλάζοντας.

 

Ορμάς κρυφά και δένεσαι μαζί μου,

με κυνηγάς, ασάλευτα με φράζεις,

με κυριεύεις καθώς μάχομαι για ν’ αποδράσω·

πιστή φρουρά που καταδιώκεις τη φυγή μου

και τ’ όραμά μου αναίσθητα ταράζεις.

 

Ίσκιε, πικρό μου όριο, κι αν δε σε φτάσω

θα κοιμηθώ απλά στη γη και συ σιμά θα μένεις

ώσπου να γίνω μόριο τέφρας, πνοή μιας σκέψης.

Τότε, σκιά μου, μόριο και συ στο φως θα τρέμεις,

τότε θα θες στο σώμα πια να επιστρέψεις.

 

Η ΕΞΙΣΩΣΗ 

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή της Κοραλίας Ανδρειάδη – Θεοτοκά Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1971)

– Πες Βιέτ.

– Ναμ.

– Και τα δυο μαζί.

– Δε χωρούν στο στόμα.

– Πάρε ένα χάπι.

– Θα κάνουμε μαζί εμετό.

– Πες Δεν.

– Μη-δέν.

– Εύγε.

 

ΚΥΚΛΩΜΑ

 Λες ν’ αυτοκτόνησε ο Θεός, μητέρα,

σαν έφτιαξε τον κόσμο

δεν άντεξε την παραδείσια ομορφιά·

ή, δεν του φτάσανε όλα τα νερά

για να πλύνει τα χέρια του· ο δημιουργός τους.

Λες να πορευόμαστε μονάχοι πια, μητέρα,

όταν ο Μέγας Σχιζοφρενής

κατάλυσε τον εαυτό του

φυσώντας την πνοή του στον Αδάμ

μ’ ένα «Χαίρε»;

Πέντε αισθήσεις, λοιπόν.

Κι’ άντε να βυζάξεις το Μυστήριο

με νεκρούς πριν και μετά από σένα

«ων ουκ έστι αριθμός».

 

Ο εργάτης με το compresseur

χαμογελά στο πέρασμά μου, ρίχνει λόγια.

Να, κάποιος που ανοίγει δρόμους.

 

– Μάνα!     

 

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΘΕΟΤΟΚΑ

(από τη συλλογή της Κοραλίας Ανδρειάδη – Θεοτοκά Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1971)

Επειδή δε μπορώ να φυτέψω ένα παιδί, ή μια σφαίρα   μέσα μου, μόνη μου,   αν και αγαπώ των λουλουδιών το τέλος·   επειδή είμαι η Κοραλία των τάφων   και στεγνώνω τα μαλλιά μου μέσα σ’ ένα κρανίο   καπνίζοντας και ξεφυσώντας την ψυχή μου σε οστά γεγυμνωμένα   επειδή βάφω το κοράκι με το αίμα μου κάθε μήνα   και σμίγω το πνεύμα μου με το φως σου…   Επειδή κληρονόμησα μια δορά λεοπάρδαλης για τους έρωτές μου   και διπλώνομαι στον ύπνο μου για να μη σ’ αρνηθώ,   επειδή σβήνουνε οι ήχοι του αυλού και τα λόγια σου   κι άλλος την έρημό μου έζωσε και την ποτίζει,   έλα από τον χλοερό τον τόπο στ’ άδειο μου κρεβάτι,   να σου χαρίσω την οδύνη και τον στεναγμό   το φιλί και τον σπασμό,   τη ζωή που περνά με το κράξιμο της ζωής   και δεν αποχωρίζεται τον εαυτό της.  

Τρίτη, 20 Δεκεμβρίου 2022