Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

ΧΡΥΣΕ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΑΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙΣ ΩΣ ΕΜΑΣ…

 

(… Πολλά μέλλει να μάθεις αν εμβαθύνεις το ασήμαντο…)

Στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη, βέβαια.

 Αυτούς επέλεξα ως ένδυμά μου κατάλληλο για να εισέλθω στο νόημα της επετείου που γιορτάζεται σήμερα

Τι καθιστά τους στίχους αυτούς βαρύτιμους για μένα, αναρωτιέμαι.

Ίσως η σύντομη πραότητα με την οποία ο Ελύτης διατυπώνει το μακραίωνο δριμύ παράπονο της εναγώνιας θνητότητας προς τον απαρνητή της αέρα.

Και όχι μόνον.

Είναι και η λεπτεπίλεπτη τεχνική με την οποία ο ποιητής σμιλεύει σε αξεκαθάριστο αυτό το   εμάς.  

Ποιους   εμάς;

Έτσι αξεκαθάριστο, μένει αδέσμευτο και είναι στη διάθεση κάθε ζώσης και νεκρής αγωνίας, στη διάθεση ακόμη και της ασφυξίας που νιώθει ένα ερωτικό αγκάλιασμα, αν μάλιστα αυτό εκτυλίσσεται επάνω σε κορυφή ονείρου, με μέγιστο υψόμετρο εκεί όπου ο οξυγόνο είναι ελάχιστο.

 

Χρυσέ της ζωής αέρα   γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;

 

Πιθανόν να μου καταλογιστεί ότι διυλίζω το σημείο και καταπίνω το μέγεθος. Δεν το καταπίνω, το προσεγγίζω, περνώντας μέσα από τις μικρές, κλειστές εισόδους, από τα σημεία εννοώ που διαδοχικά μου ανοίγουν οι, κάπως ελαστικοί, φύλακές τους.

Εξάλλου δεν είμαι εδώ ως εμπειρογνώμων αλλά ως αναγνώστρια.

Μια αναγνώστρια που παθιάζεται και αρκείται να παρατηρεί μόνο τα μάτια, τα χείλη, το μέτωπο των λέξεων και τις χειραψίες τους, κι όχι να λεηλατεί την άβυσσό τους...

[αποσπάσματα από ένα Κείμενο Ομιλίας της Κικής Δημουλά που δόθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την 1η Νοεμβρίου 2011 στο πλαίσιο του συμποσίου:

«Ο εικοστός αιώνας στην ποίηση του Ελύτη.

Η ποίηση του Ελύτη στον εικοστό πρώτο αιώνα».

Μιλώντας «όχι ως εμπειρογνώμων, αλλά ως αναγνώστρια» η Κική Δημουλά

επιχειρεί τη δική της προσωπική προσέγγιση στον κόσμο του νομπελίστα ποιητή, διατυπωμένη στο δικό της μοναδικό ποιητικό ιδίωμα.

Ακολουθούν κι άλλα αποσπάσματα απ’ αυτή την ομιλία]


 


Χρυσέ της ζωής αέρα γιατί δεν φτάνεις ως   εμάς;

Κι αν δέχτηκα να κρατήσω αυτή την, πράγματι τιμητική, σημαία ευκαιρίας που μου εμπιστεύτηκε η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, ήταν κυρίως για να εκφράσω από δω την –ανομολόγητη προς τον ίδιο τον Ελύτη – αγάπη μου προς την ποίησή του,  ανομολόγητη, αφού εκείνον δεν τον γνώρισα. Και δεν το επεδίωξα με κανέναν τρόπο, εφαρμόζοντας, εν μέρει έστω, τους στίχους του:

να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους

ρυθμικά με ανωτερότητα…

 

Τη μνήμη δεν την εμπιστεύομαι. Έχει τόσο μεγάλη ζήτηση, από τα προσφιλή ιδίως, που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ακριβή διαφύλαξή τους. Και συχνά αναγκάζεται, όχι μόνο να παραλείπει και να παραποιεί, αλλά για να αερίζεται κάπως ο κλειστός χώρος, την έχω δει να διαπράττει εγκλήματα, δίνοντας με τα ίδια της τα χέρια στη λήθη πολλά δυσαναπλήρωτα, τάχα προς φύλαξη.

Γι’ αυτό ξαναδιάβασα όλη την ποίηση του Ελύτη, κι ας μην την είχα ξεχάσει. Και την ξαναδιάβασα όλη και πάλι και μετά στίχο - στίχο ξεχωριστά. Και ξαναπήρα όλα μαζί, όλα ωραία συσκευασμένα μέσα στη μοναδικότητά τους, όλα με τη λικνιστική πολυσημία τους, όλα ονειρευτικά, μακρόβια, επηρεαστικά.

Και συνάντησα πάλι τις κρυφές επιρροές που δέχτηκα από κείνον – οι κρυφές είχαν πια κατέβει σε ανεξιχνίαστο βάθος διεργασίας. Θα αναφέρω μόνο μία, την πλέον απροκάλυπτη, που είναι η εμμονή μου στην παρομοίωση. Είμαι σίγουρη ότι την οφείλω στο τετράστιχο του Ελύτη:

Άξιον εστί στο πέτρινο πεζούλι

αντίκρυ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει

σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι

με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι.

 

Ακόμα και τώρα που φρονίμεψε η έξαψή μου, πάλι τα δυο όμικρον που δένουν το τέλος με τη αρχή των λέξεων ωραίο και οκτώ, πάλι μου φαντάζουν σαν ένα διπλό παράφορα ανορθόγραφο, θαυμαστικό ωμέγα.

 

Βέβαια, επειδή ξέρω να τηρώ και να τιμώ τις διαφορές, ο Ελύτης κάνει περιορισμένη, εκλεκτική χρήση της παρομοίωσης, ίσα - ίσα για να εξασφαλίζει ένα κάτοπτρο για τη μορφή της μοναδικότητας. Δεν οφείλεται πάντως σε επιρροή του Ελύτη η καταφυγή όλων σχεδόν των ποιημάτων μου στη λέξη όνειρο.

Όχι.  Μελέτησα έναν - έναν στίχο του, κι αν δεν κάνω λάθος, μόνο μία φορά χρησιμοποίησε τη λέξη όνειρο για προσωπική του ανάγκη, συγκεκριμένα στους στίχους:

Στη βρύση του ύπνου κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι το τελευταίο μου όνειρο.

Όλες οι άλλες αναφορές του σ’ αυτή τη σκιώδη λέξη αφορούν τα όνειρα του αρχιπελάγους, των γλάρων, του μαΐστρου, της φυλής των ανθρώπων…

Με εντυπωσίαζε δε πόσο σπάνιζε η λέξη όνειρο ακόμη και στα ποιήματα της συλλογής «Τα ρω του έρωτα», κι ας μην μπορεί να κάνει βήμα, ειδικά ο έρωτας, χωρίς την άδεια του ονείρου. Αν βέβαια μέτρησα σωστά, γιατί το όνειρο είναι απροσμέτρητο, όπως και τα προσωπεία του.

Κι όμως συχνά συναντούσα στα ποιήματα τη λέξη ύπνος. Έριχνε ίσως έτσι ο Ελύτης στον γεννήτορα των ονείρων την ευθύνη για τη μοίρα τους, και όχι στους δικούς μας χειρισμούς.

Επανέρχομαι σε κείνους τους στίχους που με καθήλωσαν με την εκτυφλωτική σαν κρύσταλλο, διάφανη πυκνότητά τους.

Διασταλμένα τόσο τα τοιχώματά τους, που αν έσπαζαν θα χυνόταν από κει μέσα ένα ανεξάντλητο ποίημα.

Θα προβάλλω έναν - δυο μόνο από τους στίχους αυτούς, που στην έντασή τους πιστεύω ότι συνετέλεσε κρίσιμα και η μαγική μεσολάβηση της γλώσσας. Της εγγράμματης και ευφυούς γλώσσας που δόθηκε στον Ελύτη, ως ικανόν να διαχειρίζεται επαυξητικά τον φυσικό της πλούτο.

 

ΑΛΗΘΕΙΑ ΘΑ ’ΝΑΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ  ΟΤΙ   ΖΩ ΓΙΑ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΧΩ

Στίχοι από τα Ελεγεία της Οξώπετρας. Δονούνται, τους τραντάζει η ρωμαλέα αινιγματικότητα, αυτή η ίδια που τους έχτισε. Κι αν μένουν όρθιοι, το οφείλουν κατά τη γνώμη μου στην αντισεισμική ελαστικότητα του πρώτου στίχου…

Θαυμάζω με τι σκόπιμη πανουργία πήγε και σφήνωσε το ρήμα ανάμεσα στις λέξεις αλήθεια  και  φαίνεται.  Κι αυτό δεν νομίζω ότι έγινε μόνο για να διασωθεί ο ρυθμός. Τρύπωσε ανάμεσα, και μπορεί έτσι φιλοφρόνως να εμπαίζει και την αλήθεια  και το  φαίνεται, τάχα ότι είναι ισοδύναμα. Και με επιδεξιότητα ταχυδακτυλουργού, αυτό το θα ’ναι εναλλάσσει συνεχώς την ισχύ της λέξης αλήθεια με την ασθενικότητα της λέξης φαίνεται – κι αντίστροφα. Έτσι καταφέρνει να αποδυναμώσει πότε τη μία και πότε την άλλη έννοια, εναλλάξ.

Θα σκεφτεί κάποιος: μα τόση ανάλυση για ένα άχρωμο, ασήμαντο θα ’ναι; Ναι τόση ανάλυση δίδαξε ο Ελύτης γράφοντας:

Και πολλά μέλει να μάθεις αν εμβαθύνεις το ασήμαντο

Άλλωστε, από τη φύση μου ρέπω στο ασήμαντο, επειδή πιστεύω ότι έχει τόσο εμβαθύνει σε μας όσο καμιά άλλη αλήθεια.

Με την ευκαιρία θέλω να ομολογήσω ότι είμαι προσηλωμένη στην αγάπη μου για τα Ελεγεία. Η αυτοδίδακτη και μόνο, χωρίς καμιά δοκιμιακή μετεκπαίδευση, αίσθησή μου με οδηγεί να διακρίνω ότι με τη συλλογή αυτή ο Ελύτης ανακάλυψε την πιο απόκρημνη κορυφή μιας απάτητης ωριμότητας, κι ανέβηκε. Ανέβηκε διατηρώντας όλη την ατίθαση ορμή της ποίησής του, όλη τη χειμαρρώδη ευρηματικότητά της, τις φτερωτές μεταφορές του, και η δημιουργικότητά τους.

Τι διαφορετικό είχε λοιπόν προστεθεί στα Ελεγεία;

Αν δεν με παρασύρουν τα συμφέροντα της ιδιοσυγκρασίας μου, νιώθω ότι αυτά τα ποιήματα γράφτηκαν με ένα άλλο ήθος χρόνου, λιγότερο ταχύ, λιγότερο περαστικό. Σαν σε κάθε στίχο που έγραφε ο Ελύτης να κοντοστέκονταν, να περίμενε να γύριζε πίσω, να κοίταζε να δει αν έρχεσαι:  εσύ,  ο όποιος  ευπρόσδεκτος.

Εδώ, δεν είναι συνεχώς ηλιόλουστα τα θαυμαστικά επιφωνήματα, και ο στοχασμός σαν να εξερευνά με όργανα πιο τελειοποιημένης επιμονής την απεραντοσύνη της ανησυχίας που μας περιβάλλει…

Κι ένας ακόμα λόγος που πιάστηκα στο ελπίζον δόλωμα των στίχων

Αλήθεια θα ’ναι φαίνεται ότι ζω για τότε που δεν θα υπάρχω

είναι γιατί, κρυφοκοιτάζοντας το απαραβίαστό τους, είδα ν’ ανεβαίνει από την πυθία γλώσσα τους ελπιδοφόρος χρησμός, κάπως σαν:  ότι ζει ο θάνατος χωρίς όμως να πεθάνει η ζωή.

Άρα ζει ο Ελύτης και τώρα που δεν υπάρχει; Όχι ακριβώς δεν υπάρχει. Απουσιάζει θα έλεγα. Επειδή με ηρεμεί να θεωρώ την απουσία σαν μια επιφανειακή, πρόσκαιρη ανυπακοή της ύπαρξης προς το θείον Αναγκαίον που είναι κι ο πλάστης, ο δημιουργός της.

 

Δεν προχωρώ σε πιο επίφοβα σκοτάδια. Με ειδοποιεί ο Ελύτης:

Χαμένοι αυτοί που πιάνονται απ’ τα Άπιαστα.

Δεν μπορώ όμως παρά να σταθώ πριν τελειώσω, σ’ ένα ακόμη δίστιχο – από αυτά που έκαναν ευτυχή την έκστασή μου:

Είναι νωρίς ακόμα μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

να μιλώ για σένα και για μένα

Εδώ η γλώσσα ζωγραφίζει ένα δαιμόνιο σύννεφο πάνω από αυτούς τους στίχους, το οποίο μετακινεί την πυκνότητά του συνεχώς από τη μία λέξη πάνω στην άλλη, ώστε να μην ξαστερώνει, ποιος είναι ο υπαίτιος για τον αποκλεισμό του ονείρου από το όνειρο. Ο κόσμος αυτός  ή  το νωρίς πάντα της αγάπης;

Επιμένω να παινεύω τόσο τη γλώσσα με τους κυματισμούς της, γιατί είμαι σχεδόν βέβαιη ότι με δικά της έξοδα ζει μεγαλοπρεπώς το χάρισμα.

Ως εδώ έφτασα. Σε φιλολογικότερες εκτάσεις είχα την αυτογνωσία να μην εξαπλωθώ.

Αρκέστηκα να καθίσω στις όχθες των κρυστάλλων - στίχων, κι από κει ν’ ακούω αμείωτη τη λυρική βοή που κατεβάζει η ποίηση του Ελύτη:

Και δεν ήθελα να ξέρω δεν ήθελα να μάθω

τι τον έκανε η ψυχή τον κόσμο

κι ας παν τα χρώματα της λύπης

σ’ άλλο μούχρωμα

σ’ άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν

 

ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν

να διεκδικώ

Μπορεί κι απλώς μια θέση στα Ερχόμενα

 

Εκεί που ελπίζει ο κόσμος

εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει

παρά να ’ναι άνθρωπος.

Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη.

 

Και γω σα να ’μαι αληθινός θα γράφω ακόμα

 

Πράγματα πιστευτά, μιλήστε μου

 

Χείλι πικρό

που σ’ έχω δεύτερη ψυχή

χαμογέλασε

Στίχοι όλοι του Οδυσσέα Ελύτη. Ξεκίνησαν από μακρινά και διαφορετικά τους ποιήματα. Αλλά ένα αχνό, σχεδόν αδιόρατο νήμα συντόνισε να φτάσουν εδώ όλοι, την ίδια στιγμή για να υποκλιθούν στον δημιουργό τους. Ο Ελύτης είναι παρών. Παρών, με ωμέγα ή όμικρον. Όπως και να γραφεί εδώ, σ’ αυτή την περίπτωση λέει και σημαίνει το ίδιο.

Δευτέρα, 31 Ιουλίου 2023