Σάββατο 21 Μαΐου 2022

ΑΓΑΠΗΤΕ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ, ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΦΤΕΙ…

 (… οι κραυγές μπαίνουν σε σιγαστήρα!..)


Είναι στίχοι από το άτιτλο εισαγωγικό ποίημα/

μότο στη συλλογή της Παρασκευης Παπίας ΦΥΣΙΚΑ ΑΙΤΙΑ, εκδόσεις Συρτάρι 2022 / οδηγός ανάγνωσης συνάμα

Πάροδος, λοιπόν, του ποιήματος η αναζήτηση αιτίας ή τουλάχιστον η εκ των προτέρων δοκιμή προσδιορισμού του τρόπου συγγραφής, περιεχομένου και μορφής,

 («κραυγές σε σιγαστήρα» οι στίχοι

«για σένα γίνεται, αναγνώστη… Είσαι τύπος οπτικός»!..)

 

Η πρωθύστερη προσφώνηση / επίκληση – όχι προς την παντοδύναμη  Μούσα, θεά της Έμπνευσης 

αλλά  στον υποψήφιο/ μελλοντικό Αναγνώστη του Ποιήματος με αναφορά – ως φυσικό αίτιο; -  στο εξωτερικό στοιχείο  της αλληλεπίδρασης (τύπος οπτικός ο αναγνώστης), είναι που οδηγεί στην κατακλείδα:

«για σένα γίνεται», το Ποίημα, αγαπητέ αναγνώστη!..

Ωστόσο, ο αναγνώστης, ο παραλήπτης των κραυγών σε σιγαστήρα, «Σίμωνας Κυρηναίος με τα τερτίπια του Πιλάτου», οπτικός τύπος όντας,  θα πρέπει ν’ ανοίξει τ’ αυτιά του για να αφουγκραστεί τα νοήματα και τις ιδέες των Ποιημάτων, γιατί:

«οι γιατροί ποιήματα συνταγογραφούν.

Οι Ποιητές ιάματα λαξεύουν,   καλέμι δεν χρειάζεται.

Επιλογή δεν έχεις:   τ’ αυτιά σου ανοίγεις…» (ΤΟ ΜΝΗΜΑ σελ. 22)

 

Οι αμφιβολίες για το ζητούμενο της επικοινωνίας  έχει πολλές  πτυχές, που αποκαλύπτονται σταδιακά στα ποιήματα της συλλογής.

Πρώτες συμπληγάδες ο φόβος αποπροσανατολισμού, η παγίδα της ενδοσκόπησης/ ομφαλοσκόπησης και τα πενιχρά μέσα:

«φοβάμαι τα χέρια των Ποιητών μην κουραστούν

να κρατούν τον αντικατοπτρισμό του κόσμου

και τον στρέψουν στον εαυτό τους (ΦΟΒΑΜΑΙ σελ. 14)

 

«Αξίνα δεν έχω.

Χρέος  έχω  /  με την πένα να σκάβω» (ΓΕΩΡΓΙΚΟΝ σελ. 18)       

«Η θάλασσα   εμένα δεν μου είπε τίποτα.

Μου τα μαρτύρησαν    όλα τα βράχια» (ΜΥΣΤΙΚΑ σελ. 23)

 

Ωστόσο, καλοί μου αναγνώστες,  ΑΝΟΙΞΑΜΕ ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ / ή εκδοθήκαμε και… νίπτουμε τας χείρας.

Το σχετικό ποίημα έχει τίτλο ΕΚΔΟΣΕΙΣ και λειτουργεί σε δύο επίπεδα: κυριολεκτικά και μεταφορικά, με προφανή το συσχετισμό τους:

ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ… Η Πόρνη προτάσσει το μηρό της προς άγραν πελατών

ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ… Ο Ποιητής προτάσσει τις λέξεις του προς άγραν αναγνωστών.

Και οι δυο πουλούν την τέχνη τους φτηνά.

ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ… Μουγκρίζουν οι άνδρες πάνω της!..

ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ… Χειροκροτούν οι γυναίκες κάτω του.

ΗΧΗΡΗ Η ΜΟΝΑΞΙΑ και στα δύο επίπεδα και το…

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ του ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ, Ποιητής ή Πόρνη Καταραμένο Πλάσμα (σε κάθε περίπτωση…).  

«Στο διάβα του   μια πέτρα κλώτσησε.

Από πόνο βόγκηξε εκείνη.   όπως πάντα βογκά.

Άνθρωπος ήταν» (ΑΝΘΡΩΠΟΣ σελ. 16)

 

ΦΥΣΙΚΑ ΑΙΤΙΑ, λοιπόν:

«Μια σπίθα    έσβησε από τη βροχή.

Μια σταγόνα   εξατμίστηκε από τον ήλιο.

Ένα στάχυ   ξέφυγε από το δρεπάνι.

Ένα τσαμπί   γλίτωσε από τον τρύγο.

Ένας έρωτας   σώθηκε από τη (συν)τριβή.

 

Κι άλλα αντιπροσωπευτικά ποιήματα με τις πρώτες εντυπώσεις από την ανάγνωσή τους και σχόλια για τα ΦΥΣΙΚΑ ΑΙΤΙΑ των ποιημάτων της Παρασκευής Παπία στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ  «Παροράματα Συναισθήματος» με διπλό ΚΛΙΚ στην εικόνα τους!..   Art by Leszek Paradowski photography

 


ΣΙΜΩΝΑΣ ή ΠΙΛΑΤΟΣ

(από τη συλλογή της Παρασκευής Παπία ΦΥΣΙΚΑ ΑΙΤΙΑ 2022)

Θα περάσουν τα χρόνια θα δεις.

Τη ρόμπα σου θα φοράς το πρωί,

στο μπρίκι ανακατεύοντας έναν καφέ

με ψευδαίσθηση ζάχαρης.

μαύρο όπως οι ανασφάλειες σου,

σκέτο όπως οι αμαρτίες σου.

Τ’ όνομα του μεγάλου σου έρωτα θα ψάχνεις.

Τραύλιζε λίγο, όταν σου μιλούσε.

Σπουργίτι, μουσικά να χτυπάς το τζάμι

για ψίχουλα από ψωμί μπαγιάτικο.

 

Τα χρόνια θα περάσουν, θα δεις.

Το γκρίζο θα έχει γίνει γκρι,

ρυτίδες θα υπάρχουν

με άσπρα μαλλιά και σκεβρωμένους ώμους.

Σίμωνας Κυρηναίος εσύ,

με τα τερτίπια του Πιλάτου.

Αθώος από ορμές,

τα δόντια σε αποχρώσεις ώχρας,

πικρό το στόμα με απογοητεύσεις.

«Ό,τι αναλογούσε ζήσαμε», θα πεις.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  Ο Σίμων ο Κυρηναίος ήταν ο άντρας που υποχρεώθηκε από τους Ρωμαίους να κουβαλήσει το Σταυρό του Ιησού Χριστού καθώς ο Ιησούς οδηγούνταν να σταυρωθεί:  «Ἐξερχόμενοι δὲ εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον ὀνόματι Σίμωνα τοῦτον ἠγγάρευσαν ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ». (Κατά Ματθαίο 27:32)

 

ΑΙΔΗΨΟΣ

Η γάτα με την ουρά της

χαϊδεύει τις γυναικείες γάμπες

για τα αποφάγια σε ευχαριστία.

Στήνει αυτί στο διπλανό τραπέζι,

μαθαίνει για την ισότητα

των φύλων στην προϊστορία.

Παρακολουθεί τρεις χήρες με κοκτέιλ

να δίνουν κουράγιο

σε μια παντρεμένη κυρία.

Χορταίνει μερικώς.

Στόχο έχει να φάει τους γλάρους

που χέζουν την «Αίγλη»* με μανία!..

[από τη συλλογή της Παρασκευής Παπία ΦΥΣΙΚΑ ΑΙΤΙΑ, εκδόσεις Συρτάρι 2022 - *ΑΙΓΛΗ: προπολεμικό ξενοδοχείο της Αιδηψού]

 

ΧΑΪΔΕΥΕ ΦΑΝΕΡΑ ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜ…

(…μα    ζήλευε η αφή!.. – «Ερωτικό»)

Την Αφροδίτη δες

τόσο μακριά να διεκδικεί στο φως μερίδιο.

Η σελήνη της γέννας μας

πυρ της κόλασης

ή ήλιος του παραδείσου;

Ένα μπαλκόνι γιασεμιά

διαβάζει τη σκέψη σου, καθώς περνάς

κι αναστενάζει.

[ΕΣΩΘΕΝ από τη συλλογή της Παρασκευής Παπία ΦΥΣΙΚΑ ΑΙΤΙΑ, εκδόσεις Συρτάρι 2022]

 

ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΟΡΑΣΗΣ

(από τη συλλογή της Παρασκευής Παπία ΦΥΣΙΚΑ ΑΙΤΙΑ 2022)

Τα φανάρια απομνημονεύεις

στο πάνω σταματάς,   στο κάτω προχωράς.

 

Εγκαταλείπεις το τιμόνι

Καλείς ασθενοφόρο   με σήματα αμόλυβδα.

 

Τραυματίες, σωροί από σκουπίδια,

ακαθαρσίες σκύλων,   αποδείξεις και σύριγγες.

 

Χιλιόμετρα πίσσας,

οπλισμένο σκυρόδεμα τόνοι,

θαμμένοι οι ποταμοί.

 

Κι όμως τους διαβαίνεις

με την αχρωματοψία του χρόνου.

 

ΝΕΦΟΣ

Αν είχα δικαίωμα επιλογής

θα ήμουν σύννεφο.

Με μια βροχή

θα με άδειαζα,

θα σε πότιζα,   θα σε ξέπλενα,

για να ξεχαστώ   στην πρώτη λιακάδα.

 

Δικαίωμα επιλογής δεν έχω,

είμαι άνθρωπος.

Μ’ ένα κλάμα   με αδειάζω,

σε ποτίζω,   σε ξεπλένω,

για να με θυμηθείς

στην πρώτη καταιγίδα.

[από τη συλλογή της Παρασκευής Παπία ΦΥΣΙΚΑ ΑΙΤΙΑ, εκδόσεις Συρτάρι 2022]

 

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ

(από τη συλλογή της Παρασκευής Παπία ΦΥΣΙΚΑ ΑΙΤΙΑ 2022)

Στο δεξί χέρι κρατά τη σκάλα,

σκύβει ν’ αφουγκραστεί

ιστορίες όσων την σκαρφάλωσαν.

Με τη γλώσσα τις σκουριές γλείφει,

με το αριστερό χέρι ξύνει τη μύτη,

μουγκρητά ευχαρίστησης

ταξιδεύουν στον ουρανό,

φτάνουν στ’ αυτιά του θεού

πριν τις προσευχές των ανθρώπων.

Το κορίτσι τίποτα δε ζητάει,

μόνο ευχαριστεί για την αίσθηση της αφής!..

 

ΣΚΑΡΙ

(«Δεν μπορεί, θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μονάχος του» - Μανόλης Αναγνωστάκης)

Γυρεύεις ταυτότητα και καταφύγιο

κάτω από κυπαρίσσια.

Χώμα στα νύχια,

αποφεύγεις χειραψίες,

δε θες να σε επαινέσουν.

 

Η μπόρα ξεπλένει την αρμύρα,

η σκουριά κι οι τύψεις διαβρώνουν.

Αύριο, μεθαύριο,

ολομόναχος θα αναχωρήσεις.

Για σένα εσύ,

όχι για τους άλλους.

 

Άλλωστε βρέχει!..

 [από τη συλλογή της Παρασκευής Παπία ΦΥΣΙΚΑ ΑΙΤΙΑ, εκδόσεις Συρτάρι 2022]

 

ΞΕΡΩ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ… ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΓΙΑΖΕΙ Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ (Εαρινό σελ. 38)

( «Γράφω με ωμέγα το όνειρο, να το επιμηκύνω»  ΕΠΙΘΥΜΙΑ σελ. 40)

Όταν η ηρωίδα του Ρίτσου στη ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ κάνει τον απολογισμό μιας ζωής αφιερωμένης στην Ποίηση, εκεί στο βάθος της ΜΟΝΑΞΙΑΣ της, που ο ποιητής τον παρομοιάζει με το «βάθος του πνιγμού», ανακαλύπτει αίφνης:    «κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων / απρόοπτες συναντήσεις, και χθεσινά και μελλούμενα, / μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας, / κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε, / μιαν ευτυχία, μια μέθη κι ενθουσιασμό ακόμη, / κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια…»!..   Αυτά είναι που τελικά αντισταθμίζουν τόσα χρόνια μοναξιάς και ζωής στερημένης απ’ τις άλλες καθημερινές χαρές κι απολαύσεις…  Δεν υπάρχει, βέβαια,  κάποια φανερή αναλογία με τα ΦΥΣΙΚΑ ΑΙΤΙΑ της Παρασκευής Παπία, αλλά μου αρέσει αυτή η ιστορία από το αριστούργημα της Σονάτας, γιατί με βοηθάει να κάνω ένα πρώτο σχόλιο για αυτή τη συλλογή, που είναι η κύρια εντύπωση που αποκομίζει κάποιος διαβάζοντας τα ποιήματα:  έχουμε  εδώ πολύτιμο υλικό, που υποδηλώνει ποιητική φλέβα με εμφανή, μάλιστα, όλα τα εξωτερικά και εσωτερικά σημάδια που επιτρέπουν την πρόβλεψη μιας συνέχειας και εξέλιξης αντίστοιχης των προσδοκιών της ποιήτριας. Παραδείγματα πολλά με πιο αντιπροσωπευτικά κάποια ολιγόστιχα  αποφθεγματικά ποιήματα που παρεμβάλλονται συνήθως δίκην λυρικών αφορισμών, όπως:     «Το ναδίρ από πάνω σου σκύβει και σε κοιτά  /  Του βγάζεις τη γλώσσα.  «Κοίτα του λες, «νίκησα»!.. Έχει και πιο κάτω»!.. (ΥΠΕΡ ΗΤΤΑΣ σελ. 32)   «Τα έκανε ήδη όλα η ζωή.  /  Τι πιο πολύ   μπορεί ο θάνατος»; (ΝΕΚΡΩΣΙΜΟΝ σελ. 21)   «Πόσες θάλασσες ν’ αντιπαρέλθεις  /  σε πόσες λύπες να βουτηχτείς;»   (ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΗ σελ. 36).   «Άγνωστο σε ποια χαρά ντυθήκαμε  /  το τελευταίο μας ρούχο» (ΙΜΑΤΙΟΘΗΚΗ σελ. 42)   «Κάτω από το πέταγμα του κόρακα έλα να με βρεις  /  Θα τον βαφτίσουμε χελιδόνι» (ΝΟΣΤΟΣ σελ. 44)   «Ήσουν μια γαλάζια ριπή ουρανού  /  στο γερασμένο δάσος» (ΞΕΦΩΤΟ σελ. 46)   «Φτάσε μου μια προσδοκία από τα σύννεφα  /  με αυταπάτη να ξεδιψάσω» (ΒΡΟΧΗ)  και «Τα ποιήματα είναι  η συνομιλία των πουλιών  /  με της ζωής την καταιγίδα. / Θεραπεύουν την κώφωση της ψυχής»!.. (ΠΟΙΗΤΙΚΟΝ σελ. 52).   Όλα εξαιρετικά και ως σύλληψη και ως εκτέλεση!.. Πρόσληψη νοήματος ή μιας σπουδαίας ιδέας που παίρνει σάρκα και οστά σε μια συνεκτική ενιαία και ολοκληρωμένη μορφή πέντε το πολύ στίχων!.. Και στα άλλα ποιήματα όμως υπάρχει πάντοτε μια ιδέα (ένα ενδιαφέρον θέμα)      που «υλοποιείται» ποιητικά με τρόπο που μάλλον θα ικανοποιούσαν έναν απαιτητικό αναγνώστη ποίησης κι από άποψη μορφής (αισθητικά) και από άποψη περιεχομένου (νοήματος και ιδεών). Κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη αυτά. Συγκινούν… Οπότε η πρώτη αυτή Εκδρομή στην Ποίηση της Παρασκευής Παπία δε μας γέλασε… Και, ξέροντας, πως δεν είναι τελικός σκοπός το… φτάσιμο σε μιαν Ιθάκη, αλλά εκείνο που μετράει είναι η περιπέτεια της διαδρομής, το ταξίδι στη χώρα των ονείρων,  η γνωριμία με τα «τέρατα» και τις ομορφιές της ζωής, τότε, τόσα που είδαμε, που ακούσαμε, που αφουγκραστήκαμε δεν είναι λίγα…

Κυριακή, 22 Μαΐου 2022

Σάββατο 7 Μαΐου 2022

ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ, ΜΠΛΕ ΧΟΡΤΑΡΙ…

 

… είναι ο τίτλος της νέας συλλογής του Σταύρου Ζαφειρίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη 2022

Τον παράξενο αυτό για ποιητική συλλογή τίτλο τον άντλησε  ο Ποιητής από ένα σχόλιο του Βασίλι Καντίσκυ για τον Van Gogh και τον εξπρεσιονισμό.

Η παράθεση της σχετικής σημείωσης, προλογικά στην 3η ενότητα (ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ) μας προϊδεάζει:  

« Ο Βαν Γκογκ θέτει στα γράμματά του το ερώτημα αν θα μπορούσε να ζωγραφίσει έναν άσπρο τοίχο απευθείας άσπρο. Το ερώτημα αυτό…  σε έναν ιμπρεσιονιστή – νατουραλιστή ζωγράφο φαίνεται  σαν μια παράτολμη απόπειρα εναντίον της φύσης… και ίσως το ίδιο επαναστατικό, όπως παρουσιαζόταν στον καιρό του επαναστατική και ανισόρροπη η μεταβολή των καφέ σκιών σε μπλε (το προσφιλές παράδειγμα του «πράσινου ουρανού και μπλε χορταριού)…» 

Τούτη η αναφορά θα μπορούσε να κουμπώσει σε μια επιστολή  του ίδιου του Βαν Γκογκ προς τον αδελφό του Τεό. Γράφει ο Βικέντιος: «Χτες και σήμερα δούλεψα στον Σπορέα, που τον ξανάφτιαξα εντελώς. Ο ουρανός είναι κίτρινος και πράσινος, το έδαφος βιολέ και πορτοκαλί…»

Ο συνειρμός αναπόφευκτος: ένας τίτλος  παράτολμος με παρόμοια αντισυμβατική απόδοση χρωμάτων στα στοιχεία της φύσης θα ήταν παράλογος μόνο για μια κατεστημένη αντίληψη περί ποίησης σε μια συμβατική ποιητική συλλογή.

Κάτι που δεν είναι βέβαια το βιβλίο του Σταύρου Ζαφειρίου.

Μια πρώτη περιδιάβαση στις ενότητες και το περιεχόμενο τους το επιβεβαιώνουν:

 

Ο ΠΙΕΡΡΟΤΟΣ ΠΟΥ ΚΟΙΤΟΥΣΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ, είναι ο τίτλος της πρώτης ενότητας και ΦΕΓΓΑΡΟΠΟΣΗ (σελ. 13-15), ΝΥΧΤΑ (16-21) και ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ (22-24) τα τρία ποιήματα της ενότητας

Προηγείται  το παράθεμα από τον Δεκάλογο του Μακρονησιώτη:

«Στη Μακρόνησο γνώρισα τη στοργή της Πατρίδος ατσάλωσα την πίστη μου στα εθνικά ιδανικά κι έγινα τέλειος Έλλην» 

Με τους τίτλους των ποιημάτων αυτής της ενότητας ο ποιητής «συνομιλεί» με τα τρία μέρη (Φεγγαρόποση, Νύχτα και Νοσταλγία) της Καντάτας Pierrot  Lunaire που συνέθεσε ο Armold Schonberg  το 1912 πάνω στο ομότιτλο ποίημα του Albert Giraud. Να σημειωθεί ότι στην Commedia dellarte ο τύπος του Πιερρότου είναι εκείνος του απλού και αφελή υπηρέτη, ο οποίος μπλέκεται διαρκώς σε μπελάδες λόγω της τιμιότητάς του.

 

Η δεύτερη  ενότητα που έχει τίτλο «ΟΔΟΣ ΑΛΧΗΜΙΣΤΩΝ» αποτελείται από πέντε μέρη (α, β, γ, δ, ε – σελίδες 25-38) χωρίς άλλο τίτλο αλλά με παραπομπές – στην αρχή κάθε μέρους - σε αφορισμούς ή αποσπάσματα έργων του Φραντς Κάφκα. Παραδείγματος χάριν:

«Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό από το τραγούδι: τη σιωπή τους»  (μότο στο τρίτο μέρος)

Με την ΟΔΟ ΑΛΧΗΜΙΣΤΩΝ και τα ποιήματα της ο Ζαφειρίου παραπέμπει στο δρομάκι εκείνο  ή Χρυσό Σοκάκι της Πράγας, στο οποίο τα πολύ μικρά οικήματα υπήρξαν κάποτε εργαστήρια χρυσοχόων / αλχημιστών (σήμερα λειτουργούν ως πωλητήρια αναμνηστικών) και όπου στο νοικιασμένο από την αδελφή του σπιτάκι, αποσυρόταν ο Κάφκα,  για να μπορεί να γράφει ανενόχλητος.   

 

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ είναι ο τίτλος της τρίτης ενότητας και σύμφωνα με τη σημείωση του ίδιου του ποιητή τον άντλησε από αντίστοιχο τίτλο  Σουίτας για δέκα μέρη του Ρώσου συνθέτη Modent Mussorgsky, στην οποία αποδίδονται, ηχητικά, έργα του Ρώσου ζωγράφου Victor Hartmann.

Δέκα, λοιπόν, είναι και τα μέρη της σύνθεσης του Σταύρου Ζαφειρίου που αντιστοιχούν / αφιερώνονται σε ισάριθμους καλλιτέχνες, ως εξής:

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ  (Paul  Klee) σελ. 41-42

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΚΕΟΡΓΚ ΤΡΑΚΛ καπνίζει τις γαλάζιες ανεμώνες του  (Georg Trakl) σελ. 43-44

ΜΟΝΤΑΖ  (Alfred Doblin) σελ. 45-46

METROPOLIS  (Fritz Lang) σελ. 47 -48

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΡΗ  (Ego Schiele) σελ. 49 -50

Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Ο ΘΟΡΥΒΟΣ  (Otto Dix) σελ. 51 -52

ECCE HOMO  (George Crosz) σελ. 53 -54

ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ  (Fridrich Murnau) σελ. 55 -56

Η ΘΛΙΨΗ ΘΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ  (Vincent Van Gogh0 σελ. 57 -58 και

ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΛΗΞΑΝ  (Vladimir Mayakovsky σελ. 59 – 60

 


ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ  βαφτίζει ο ποιητής τις σημειώσεις του που εντάσσοντάς τες ως τέταρτη ενότητα στο βιβλίο, μας δίνει όλα εκείνα τα στοιχεία (διακειμενικές επισημάνσεις, σχολιασμούς και παραπομπές στις πηγές…) που με τον έναν ή άλλο τρόπο συνομιλούν με τα ποιήματα. 

ΥΠΝΟΒΑΤΕΣ  είναι ο τίτλος της εικόνας του εξωφύλλου που,  όπως και στις προηγούμενες συλλογές του Σταύρου Ζαφειρίου,  έχει φιλοτεχνήσει  ο Σταύρος Παναγιωτάκης, συνομιλώντας – τουλάχιστον χρωματικά – με τον τίτλο της συλλογής: ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ, ΜΠΛΕ ΧΟΡΤΑΡΙ, εκδόσεις Νεφέλη 2022.

 

Πώς ένας Πιερρότος συνομιλεί, λοιπόν, με τον Φραντς Κάφκα;

Πού συναντιούνται ο Έγκον Σίλε με τον Γκέοργκ Τρακλ, ο Φριτς Λανγκ με τον Άλφρεντ Ντέμπλιν, ο Όττο Ντιξ με τον Μαγιακόφσκι; 

Τι συνδέει έναν Μακρονησιώτη με τον Οδυσσέα, ένα βαμπίρ με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, μια παιδική ζωγραφιά με τον Άγγελο της Ιστορίας;

«Καμία  κραυγή οδύνης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την κραυγή ενός ανθρώπου», λέει ο Βιττγκενστάιν.

Κι εκείνος ο Βικέντιος, που ζωγράφισε πράσινο τον ουρανό και μπλε το χορτάρι γράφει στον αδελφό του:

«Αφού έχουμε πάντα χειμώνα, ακούστε, αφήστε με ήσυχο να συνεχίσω τη δουλειά μου· αν αυτή είναι δουλειά τρελού, τόσο το χειρότερο. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε τότε» (από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Ανθολογούνται παρακάτω τρία ποιήματα, ένα από κάθε μια από τις τρεις ενότητες: 

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ  (από την ενότητα Ο Πιερρότος που κοιτούσε το φεγγάρι σελ. 22-24)

Το ε,  (τελευταίο μέρος στην ενότητα Οδός Αλχημιστών σελ. 35 -38) και 

ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΛΗΞΑΝ (δέκατο και τελευταίο μέρος από την ενότητα  ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ)

 

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

(από την 1η ενότητα στο βιβλίο του Σταύρου Ζαφειρίου ΠΡΑΣΙΝΟΣ  ΟΥΡΑΝΟΣ, ΜΠΛΕ ΧΟΡΤΑΡΙ: Ο Πιερρότος που κοιτούσε το φεγγάρι)

Βαραίνει μέσα μου εκείνο το στοιχειό που ανιστορεί το χρόνο,

-γλώσσα αμετάφραστη·

εκείνο το στοιχειό κι αυτός ο χρόνος

κι αυτό το κύμα, κύμα που με το παλιό άφρισμά του

-Τι κάνω εδώ σηματωρός

των έργων της μακάριας γης;

Τι κάνω τάχα εδώ;

 

Τόσο καιρό επινοώντας το φεγγάρι,

τόσο καιρό απορημένος στους κρατήρες του,

πώς κυριεύτηκα κι άφησα τις γοργόνες αναπόκριτες;

-Ζεις;  -Ζω, να τις έλεγα, και ταξιδεύω ακόμη,

και ψάχνω ακόμη στις νοροσυρμές

πώς να ξεφύγω απ’ τις ακτές,

απ’ τα πουλιά

που κουβαλούν στο ράμφος τους το στέγνωμα του κόσμου,

πώς να ξεφύγω από το στέγνωμα του κόσμου.

 

Ζεις;

Μα δεν άκουγα κι ας μάνιαζε η ζωή,

κι ας έμενε σακάτικο σκαρί

να παραδέρνει ο νους, μαύρο πανί να φτερουγάει,

λησμονημένος νόστος στο κατάρτι·

μαύρο πρυμνιό, να το τσακίζουν Συμπληγάδες·

όμως δεν έβλεπα

 

τις σκλήθρες του στο δάχτυλο, το ματωμένο

δάχτυλο να δείχνει τη ματωμένη αθέατη πλευρά

-ίδια η πληγή να λες κι ο πόνος μοιρασμένος.

Και σκέφτηκα:

 

Μέτρο των μύθων οι θεοί· τόσοι θεοί

πώς πέρασαν κι άφησαν πίσω τους τα ερείπια των ναών τους;

Πώς σκόρπισαν σε αστερισμούς, τόσοι,

που εστρώσαν δείπνους μυστικούς

κι ανάγερναν ν’ αφηγηθούν τον ευαγγελισμό,

την τελευτή τους·

τόσοι θεοί

κι ο εξάγγελος να μαρτυρά μόνον τα’ ανθρώπινά τους

-τότε κατάλαβα:

 

Κανένας δείπνος δεν μένει μυστικός,

καμιάς πληγής ο πόνος δεν μοιράζεται,

καμιά πλευρά δεν σου είναι θεατή

όταν σου είναι αθέατο το σκότος.

 

Τόσο καιρό, τόσο καιρό,

πόσα φεγγάρια δρέπανα μου θέριζαν τα μάτια!

Πόσο ο χρόνος μου έμοιαζε φτωχός,

μορτόπαιδο με μπαλωμένο ρούχο,

κι η κουρελόμπάλα του στην αυλή

κι αυτό το αγνάντι μέσα του

να την κλωτσάει στον ήλιο· μα δεν το κοίταζα.

 

Κι ας του ’φανε

ένα κλωνί βασιλικός τ’ αυτί του να στολίζει,

ένα λαινόκερο ν’ ασκείται στις σκιές·

κι ας του ’φτανε ένα φτερό για ν’ αψηφά τα ύψη

εκείνο το παιδί, αυτός ο χρόνος

ο Πιερρότος

στις μιμήσεις του κενού.

 

Αν η ιστορία ήταν θάλασσα

πόσους απήδαλους θα λύτρωνε η φουρτούνα της!

Πόσες γοργόνες του βυθού θ’ ανέβαζε στο φως!

Και την απήγανη, την αποξορκισμένη

 

-Ζεις; θα τη ρώταγα. – Και ζω και βασιλεύω

και το φεγγάρι τ’ ουρανού στο παίρνω από τα μάτια,

να το κοιτάς στα μάτια μου, πλεγμένο στα μαλλιά μου·

 

και το βουτώ στο πέλαγο να το ξεμασκαρεύω,

να γίνει αυτός που λύγισε,

να γίνει αυτός που σώθηκε

με την ψυχή περίλυπη·

που οδοιπορεί στο πλάι μας και μας μετρά·

 

και μας μετρά στα δάχτυλα

και βρίσκει πως τα δάχτυλα απομένουν.

 

ε.     «την αιώνια κόλαση των πραγματικών συγγραφέων δεν την έχω βιώσει»  Κάφκα

(από την 2η ενότητα στο βιβλίο του Σταύρου Ζαφειρίου ΠΡΑΣΙΝΟΣ  ΟΥΡΑΝΟΣ, ΜΠΛΕ ΧΟΡΤΑΡΙ: Οδός Αλχημιστών)

Όσο και να δαγκώνεις τη ζωή

στα δόντια δεν μπορείς να την κρατήσεις.

Προς τι η παράταση λοιπόν;

Προς τι το δίχως νόημα να σέρνεται

σε μία δίχως νόημα σκηνή;

 

Ο τρόπος που θα έρθει το κακό: αυτό είναι το έργο·

αυτό είναι το θέατρο που όψεται τον κόσμο

-ό,τι με ονόμαζε τ’ ονόμαζα και του ’δινα μορφή

παρόλο που ήξερα

πως ούτε τ’ όνομα ούτε η μορφή είναι η αλήθεια·

 

πως μόνη αλήθεια ήταν η λαχτάρα μου

να πεταρίζει η τέχνη μου γύρω από τη φωτιά·

να ’ναι η φωτιά η κόλαση και η τέχνη μου

της κόλασης η αλήθεια.

 

Τι ιδέα αυτή!

 

Όλος λαχανιασμένος μες τις λέξεις,

μες στον σπασμό που έπνιγα στο στήθος μη με πνίξει,

γλώσσα στο στόμα μου στεγνή, χώμα στεγνό κι η βιάση μου

να βγει ανθός πριν φυτευτεί ο σπόρος·

να βγει καρπός.

 

Ψάχνω το χώμα μου – έψαχνα -,

το στέρεο σημείο να σταθώ, να πάρω ανάσα,

γυμνός· όλος γυμνός, δίχως να φέρω τίποτε μαζί μου,

ούτε ένα σάλι προσευχής, τόσο αμελής στην πίστη μου,

τόσο επιμελής στην ενοχή της πίστης.

Τι ανυπόφορη ντροπή ν’ αφήσω πίσω μου

μόνο μυλόπετρες κι ούτε έναν κόκκο από θεό για να αλέσουν.

 

Φραντς! Φραντς!

Κάθε σου κίνηση προσθέτει κι άλλο δρόμο στο κενό,

πώς θα γυρίσεις πίσω, απ’ το κενό;

Πώς θα επιστρέψεις στο σκαλί πριν το ανέβεις;

Όλα είναι απάντηση, μ’ αδύνατον να ξαναβρώ τη διαδοχή·

ναι! ναι! τόσο θαμπή νεότητα, σαν χνωτισμένο τζάμι

-πώς να δω;

 

Δεν είναι ο τόπος,

ο χρόνος είναι αυτός που μ’ εμποδίζει – ξέρω καλά –

πάντα με βρίσκει απροετοίμαστο ο χρόνος,

απόντα πάντα απ’ το παρόν, φάντασμα

ν’ ανεμίζομαι στην εκπνοή του πλήθους,

φάντασμα πλήθος μέχρι εδώ – να σκίσω

τ’ άδειο του πανί, να του ξεφύγω… όχι εδώ…

στη χαραγή του χρόνου να κρυφτώ,

ν’ ανήκω… όχι εδώ…

ο μουσκεμένος δρόμος… να ξεφύγω…

 

φεύγω όμως εγώ… το βλέπετε

πως όλα τα παράθυρα κλειστά… είναι αργά… το βλέπετε

κι ότι κρυώνω·

πιο κρύο εδώ στα χαμηλά·

στα χέρια μου το κρύο των καρφιών και δεν σας φτάνω

-πώς είναι δυνατόν να μην σας φτάνω… τα λόγια…

να ’τανε λόγια ν’ άγγιζα ξανά

φύλλα χλωρά,

να τύλιγα…

αυτό είναι όλο·

δυο βήματά κι ανάμεσά τους γη… ένα κομμάτι

απ’ ότι είσαι που αδειάζει – αυτό είναι όλο…

 

Τρέχα μικρό αλογάκι

να με πας στην έρημο,

όλες οι πόλεις βουλιάζουν,

τα χωριά και τα ωραία ποτάμια…

 

Μα δεν μπορεί να σε γεννάει για το θάνατο η ζωή·

όχι για το σκοτάδι, για το φως

καμώνεται στα σύννεφα το φως… είναι μακριά…

σας λέω μείνετε μακριά κι εσείς κοντεύετε…

μείνετε ακίνητοι μακριά… όταν σωπάσω… να σωπάσω…

τόση βουή… λυτρώστε με, σκοτώστε με, αλλιώς

είστε φονιάδες,

τρέχα μικρό μου άλογο… ο δρόμος…

μικρό αλογάκι… ναι, έτσι – έτσι είναι καλά…

όχι μπροστά μου η σκιά, κανείς μπροστά μου…

μονάχος μου, σαν το παιδί που έχει χαθεί στο δάσος…

όχι… κοιτάζω το φεγγάρι…

να το αγκαλιάσω το άλογο…

το αγκαλιάζω από το λαιμό… απ’ το φεγγάρι…

ναι, έτσι… - έτσι είναι καλά

[ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: το παράθεμα για την αιώνια κόλαση των πραγματικών συγγραφέων που «προλογίζει» το ε μέρος αυτής της ενότητας είναι από επιστολή του Κάφκα στον Μαχ Μπροντ.

Κάποιοι στίχοι, όπως «σκοτώστε με, αλλιώς είστε φονιάδες…» είναι από τις επιθανάτιες φράσεις του Κάφκα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μαξ Μπροντ.  

«Μα δεν μπορεί να σε γεννάει για το θάνατο η ζωή…». Πρβλ. με Hannah Arendt: «Οι άνθρωποι, αν και είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν, δεν γεννιούνται για να πεθάνουν αλλά για ν’ αρχίσουν τη ζωή τους. ]

 

… ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ  ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ  ΜΑΤΙ ΣΤΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤ’ ΑΣΤΡΑ…

(«Το Επεισόδιο θεωρείται λήξαν»  από την 3η ενότητα στο βιβλίο του Σταύρου Ζαφειρίου ΠΡΑΣΙΝΟΣ  ΟΥΡΑΝΟΣ, ΜΠΛΕ ΧΟΡΤΑΡΙ: Εικόνες από μια έκθεση)

Κι η πιστολιά που ακούστηκε , τι κρότος,.

Στίχος αρχινισμένος κι αξεδιάλυτος,

μισός σταυρός, μισός σταυροφορία,

τόπος μισός

μιας επανάστασης που ηττήθηκε απ’ την ίδια της τη νίκη.

 

Εξαίσια άρρωστος εσύ

μες στην εντατική της ουτοπίας,

βλέμμα στραμμένο στην ψυχή και η ψυχή

μάτι στραμμένο στ’ άστρα,

ξανά, ξανά στον ουρανό,

μόνο ο ουρανός χωρά μαζί

το φως και το σκοτάδι,

τα ερείπια πριν και τα ερείπια μετά·

μόνο ο ουρανός, κόκκινο φως – οσμή σφαγείου

ή αρχινισμένης φύσης ευωδιά.

 

Σφίγγει η θηλιά της άνοιξης, μητέρα,

στον κήπο της Γεσθημανής ψαλμός

και ψάλτης ο ιδρώς  στο μέτωπό μου·

δεν είναι η γη που με κρατά, της ιστορίας

το άκυρο με σέρνει απ’ το μανίκι.

 

Το μέλλον ατενίζοντας, α εσύ, μητέρα,

ο γιος σου πάσχει από παρόν.

Πώς άνοιξε στη δημοσιά περπατησιά ο χρόνος!

Μέλλον εγώ, πώς μ’ άφησε  πίσω του το παρόν·

 

στάχτη στα χνάρια μου καθώς πατώ σε στάχτη.

 

Ακούστε: ηχεί το σιωπητήριο· κοιτάξτε:

η σημαία έχει υποσταλεί.

Δεν είναι η γη το τέρας μου· αποθυμιές

χρωστούμενες λυγούν τα γόνατά μου·

λέξη βαραίνει απάνω μου το ύψος,

μα πιο πολύ το κάτω του σκαλί.

 

Σφαχτό βαραίνει απάνω μου η αγάπη

 

Άνοιξέ μου Μαρία! Πονώ!

Σαν αχθοφόρος κουβαλάω το κενό,

σαν πεπρωμένο ζω  τον μορφασμό μου.

 

Όχι άνεμος, μα σύννεφο σπρωγμένο από ανέμους·

όχι βροχή, μ’ ανέστιος κάτω από βροχή·

Αυτός, Εσύ·

ψάχνει το πρόσωπό σου αντωνυμία ν’ ακουμπήσει

στην πιστολιά που ακούστηκε, Βολόντια,

σαν κόσμος  που έσπασε πριν ομολογηθεί

 [«ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΛΗΞΑΝ», ο τίτλος του ποιήματος είναι από φράση του Μαγιακόφσκι στο σημείωμα που άφησε για την αυτοκτονία του]

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ, ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ, ΜΠΛΕ ΧΟΡΤΑΡΙ, Νεφέλη 2022 (Δελτίο Τύπου):

«Καμία κραυγὴ ὀδύνης δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν κραυγὴ ἑνὸς ἀνθρώπου». Μὲ αὐτὴ τὴ φράση τοῦ Βιττγκενστάιν, ὡς motto, νοηματοδοτεῖται τὸ περιεχόμενο τοῦ «Πράσινος οὐρανός, μπλὲ χορτάρι».   Ἀπὸ τὸν «Φεγγαρίσιο Πιερρότο» τοῦ Σένμπεργκ καὶ τὴ δοκιμασία τῶν ἐξορίστων, μέχρι τὴν καφκικὴ-ὀδυσσεϊκὴ «Σιωπὴ τῶν Σειρήνων», ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο ἐκστρατείας τοῦ Γκέοργκ Τρὰκλ μέχρι τὴν ἀμφιλεγόμενη «Μητρόπολη» τοῦ Φρὶτς Λάνγκ, ἀπὸ τὴν Ἀλεξάντερπλατς τοῦ Ντέμπλιν μέχρι τοὺς ἀστρικοὺς στροβιλισμοὺς τοῦ Βὰν Γκόγκ, τυλίγοντας καὶ ξετυλίγοντας τὸ νῆμα τοῦ ἐξπρεσιονισμοῦ, τὰ ποιήματα αὐτοῦ τοῦ βιβλίου μᾶς κατευθύνουν σὲ ἐποχὲς ποὺ τόσο παραλληλίζονται μὲ τὴ δική μας, γιὰ νὰ μᾶς δείξουν πῶς οἱ πολιτικές, οἰκονομικὲς καὶ ἀξιακὲς κρίσεις γίνονται οἱ μῆτρες ποὺ γεννοῦν τὰ τέρατα τῆς ἱστορίας· πῶς τὸ ἀτελὲς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης γίνεται ὁ μηχανισμὸς τῆς αὐτοενοχοποίησής της.   Γιὰ νὰ μᾶς ποῦν πὼς «ἂν ἡ ἱστορία γράφεται ἀπὸ τοὺς νικητές, μένει ἡ τέχνη νὰ ἱστορεῖ τοὺς νικημένους», πὼς «κι ὁ πιὸ τέλειος κόσμος θὰ εἶναι ἡμιτελὴς πρὶν ἀπ’ τὴν πινελιὰ τῆς οὐτοπίας».   «Πράσινος οὐρανός, μπλὲ χορτάρι». Εἶναι ἡ μετάφραση τῆς φύσης, εἶναι ἡ ἔκφρασή της μέσα μας, λέει ὁ Καντίνσκυ. Εἶναι ἡ μετάφραση τοῦ ἀνθρώπου συμπληρώνει ἡ ποίηση..

Κυριακή, 8 Μαΐου 2022