Κυριακή 17 Μαΐου 2020

ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ Η ΓΗ: ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΓΚΑΥΜΑΤΑ… ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΜΜΕΝΕΣ (Το όνειρο απέναντι στο πένθος)

«Αιφνίδιο σαν από καθρέφτη ξαφνικό το πρόσωπό μας,
ξένο τρωτό, κάποτε νικημένο…
Καράβια μακρινά αθλήματα αντοχής πολεμικά
κι ο θάνατος μόνος κριτής στο πλάι
Επιτύμβια λευκά χρυσά κλειδιά στα σωθικά της..» (Η Πύλη Γ)

Στίχοι από την πρώτη ενότητα στη συλλογή του Πάνου Κυπαρίσση ΤΑ ΤΙΜΑΛΦΗ, εκδόσεις Μελάνι 2013. Η πρώτη ενότητα έχει τίτλο Η Πύλη. Η Αυλή και η Σιγή είναι οι τίτλοι στις επόμενες δύο ενότητες. Σχολιάζοντας ο Αλέξης Ζήρας σημειώνει: 
«Αν δούμε τη συλλογή αυτή ως σύνθεμα, καθώς αποτελείται από τρεις ενότητες, τα ποιήματα στις  δυο πρώτες δημιουργούν μια αμυδρά χαραγμένη κλίμακα ψυχικού αναβαθμού, μεταβαίνοντας από το σκοτάδι στο φως με ενδιάμεσο την ελπίδα»
 «ήσυχος σαν πένθος, ο Ποιητής, στη γιορτή σαν λάμψη κεραυνού μες στο νερό…» αφηγείται:  
«Όταν ελπίζεις το ύψος της ελπίδας σου φοβίζει
καθώς γλιστρούν διλήμματα και σκοτεινιάζεις
Δεν είναι που δεν μπορείς
Φοβάσαι το αιφνίδιο που σ’ απειλεί μην το κερί σου σβήσει
Κλέβεις και κλέβεσαι γι’ αυτό που δεν ορίζεις
Θέλει βακχείες η ζωή οίστρο και πειθαρχία…» (Η Πύλη ΙΑ)
Και ο Αλέξης Ζήρας συμπεραίνει:
«Αν και οι αποστροφές αυτές αντλούν πολλές φορές από βιώματα συναισθηματικής ερημίας και πένθους, δεν παύουν, όπως φαίνεται στα ποιήματα του Κυπαρίσση, να αποτελούν πηγή ζωής για την ίδια την ποιητική δημιουργία. Το σιωπηλό, θαμπό, ομιχλώδες τοπίο των νεανικών χρόνων του, η καθημαγμένη οικογενειακή εστία, αυτή η χώρα που ποτέ δεν περιγράφεται και πάντοτε υποβάλλεται ως κατάσταση ψυχής, με την αέναη μνημονική επαναφορά και αναπαράστασή της στη φαντασία, δεν είναι πια κάτι το ξένο και ανοίκειο μα κάτι που η περσόνα του ποιητή το νιώθει δικό της…» [στη συνέχεια αποσπάσματα από την ΑΥΛΗ και τη ΣΙΓΗ με ενδιάμεσα σχόλια από την παρουσίαση της συλλογής]

ΛΑΜΠΕΙ Η ΨΥΧΗ ΣΟΥ ΓΙΑΣΕΜΙ ΚΑΙ Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΤΩ ΡΙΧΝΕΙ ΓΛΩΣΣΑ ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ «Η Αυλή Α»
«Αυτή τη βεβαιότητα της μελαγχολίας και της μοναξιάς έχει τάξει μέσω της ποίησής του να εξοικειωθεί μαζί της και να την αφήσει να κατοικήσει μέσα του μήπως κι έτσι ημερέψει. Εξάλλου, το ολιγαρκές της ύπαρξης, η εσωτερική της πυκνότητα, η ασκητική της αποστολή για τη διάσωση των ελάχιστων τιμαλφών η οποία προβάλλει ως η μόνη της επιδίωξη, το μινιμαλιστικό βλέμμα πάνω στον κόσμο, έχουν τις απευθείας αναλογίες τους και στην ποιητική γλώσσα και έκφραση του Πάνου Κυπαρίσση. Η σιγή τού ενδόμυχου συναισθηματικού τοπίου αντανακλάται στον χαμηλόφωνο ελεγειακό τόνο της φωνής του, στον λυγμικό λόγο που πολλές φορές ζητάει με σπαραγμό να διασώσει τα όσα θραύσματα του ερωτικού πάθους απέμειναν…» (Αλέξης Ζήρας)
Η ΑΥΛΗ Δ’ (από ΤΑ ΤΙΜΑΛΦΗ του Πάνου Κυπαρίσση)
Εαρινός εμφύλιος

Λουλούδια
νάρκες σαν λουλούδια

Όποιο πατήσεις
καταστρέφεται ή καταστρέφεις

Η ΑΥΛΗ Ε’
Αρκεί το πένθος
η μνήμη των ερειπίων
τα τόσα σου τμήματα

Τώρα εδώ
θεός του ελαχίστου
μ’ όσα της τύχης σου κρατάς
χρώματα για να ντυθείς
φτερά που λες ακόμη να τ’ ανοίξεις

Άδικο να θυμάσαι
όσα πικρά του νου σε πνίγουν

Να σηκώνεις το φουστάνι της επιθυμίας
σαν άνεμος χλιαρός
και τ’ άβατο που το ’κλεισες σε τείχη
με γόνιμα τ’ ανασφαλή να το γκρεμίζεις

ΝΥΧΤΩΝΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΡΙΓΗ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ ΣΟΥ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ. ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΞΕΤΥΛΙΓΕΙ ΑΥΛΑΙΕΣ ΒΥΘΙΣΜΕΝΕΣ «Η Σιγή Α»
«Το ιδιαίτερο αυτών των ποιημάτων του Κυπαρίσση είναι ότι δεν μένουν στην καθηλωτική δυναστεία των παιδικών αναμνήσεων του εμφύλιου αίματος στην Ήπειρο. Ανοίγονται  στην τελευταία τους ενότητα προς την αισθησιακή εξύψωση. Έτσι, με μια έννοια τα «τιμαλφή» που διέσωσε μέσω της ποίησης, όσο φοβερά κι αν είναι, δεν παύουν να  είναι τα ελάχιστα πολύτιμα από τα «προικώα» που κρατάει στον κόρφο της η ζωή του ποιητή. Όπως και τα ελάχιστα που διέσωσε από το πήγαιν΄ έλα της μνήμης σε εποχές σκοτεινές, σε χρόνια άνυδρα, αφιλόξενα και άγρια, που όμως όχι μόνο αλλάζει η αίσθησή τους αλλά και χρωματίζονται διαφορετικά από τον ερωτικό κατακλυσμό της ύπαρξης…» (Αλέξης Ζήρας)

Η ΣΙΓΗ Γ’ (από ΤΑ ΤΙΜΑΛΦΗ του Πάνου Κυπαρίσση)
Ασάλευτα δένδρα σκοτεινά

Στο βάθος λευκό φουστάνι ξαφνικό
πρόσωπο μισό, μαλλιά ανεμίζοντας

Ρόδες του δειλινού
σηκώνουν ρήματα πλαγιασμένα

Μακριά δίχως φτερά
περνά κόκκινο σπίτι

«ΠΩΣ ΚΡΑΤΑΣ ΤΕΤΟΙΟ ΚΑΜΙΝΙ ΟΣΟ ΝΑ ΒΓΕΙ;»  (Μνήμες που πιάνονται σπαρταριστές στις λέξεις δολώματα και λέξεις που πλέκουν το ασφαλέστερο νήμα-οδηγό στα έγκατα της βιωμένης ατομικά και συλλογικά ιστορίας)
Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγε κανείς ότι το παρελθόν διαδραμάτιζε πάντα βαρύνοντα ρόλο στην ποίηση και στη διαμόρφωση της ποιητικής του Πάνου Κυπαρίσση. Από τη συλλογή Καπνοπόλεμος (1977) ως Τα Τιμαλφή (2013) τα πάντα μοιάζει να συντελούνται κάτω από τον θαλερό ίσκιο προσώπων και πραγμάτων του παρελθόντος, διαπερασμένα από ριπές της μνήμης και της νοσταλγίας και, κυρίως, εμπλουτισμένα με ψήγματα σπασμένων -πλην αναγνωρίσιμων- εικόνων της σχετικά πρόσφατης, μεταπολεμικής, ιστορίας, όπως αυτή βιώθηκε σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο, ως «πράξη» και ως απόηχος. Λειτουργεί, όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος, σαν ένας στιγμιογράφος που κρατάει σπαραγμένες εικόνες, όπως τις ανασύρει από την προσωπική του «πινακοθήκη», προκειμένου να τις εναποθέσει στο σώμα του ποιήματος, με συνειρμικές διαστολές και αναγνωρίσιμα σύμβολα, ώστε ο λόγος του αποκτά μια υποκειμενική καθολικότητα. Αυτές τις σπαραγμένες εικόνες, αυτά τα πολύτιμα τιμαλφή μιας ζωής κερδισμένης μέσα από οδυνηρές απώλειες και ματαιώσεις, τα ανασύρει από τα περασμένα με το ζωντανό και κάποτε επίβουλο δίχτυ των λέξεων από τα ορυχεία επουλωμένων και ανεπούλωτων πληγών…  [Κώστας Γ. Παπαγεωεργίου]
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΕ ΣΕΝΑ ΚΑΤΟΙΚΩ ή ΠΟΥΘΕΝΑ (πώς ήρθε η βάρκα ως εδώ; Πώς σφήνωσε σαν ζώο με σπασμένα πλευρά;)
Μεγάλες οι αποστάσεις κι οι δρόμοι άγνωστο που καταλήγουν. Ορυχεία της πληγής!.. Πού βρίσκουν και τρώνε τα πουλιά; Πού άνεμο για τα φτερά τους; Ποια σκοτάδια στις φλέβες σου βαθιά ως την αμάθητη νύχτα που θα ’ρθει να σβήσει κάθε φως… Λεηλατεί ο καιρός κι ο μύθος ασωτεύει Κίρκες, σειρήνες πολύφημε,  ανύπαρκτες Ιθάκες… Θυρίδες τ’ ουρανού κρυμμένα τιμαλφή όρκοι κι όνειρα χαμένα. [κι άλλα αποσπάσματα  από ΤΑ ΤΙΜΑΛΦΗ του Πάνου Κυπαρίσση, εκδόσεις Μελάνι 2013, με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο]

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Η ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ:

«Γράφω και σκίζω.  Λουστράκι πουθενά για να γυαλίσει όσες ιδέες πέρασαν από μυαλό κι από χαρτί» (Κική Δημουλά, Σκίζω τη Δωδεκάτη, Το Τελευταίο Σώμα μου 1981)

«Με αυτό το γενναιόδωρο στίχο -σαν μαξιλάρι απαλό… - άρχισε το χέρι να εμπιστεύεται λίγο το μολύβι κι εκείνο δειλά - δειλά αφέθηκε να στροβιλίζεται στη σκέψη.

Άραγε, πόσους θεούς και πόσες μούσες να επιστρατεύσει κανείς για να μιλήσει για την Κική Δημουλά.

Και τελικά, πόσο πίσω στο χρόνο ή πόσο μακριά από αυτόν πρέπει να πάει κανείς για να την κατανοήσει;

Αν ζητούσα τη συνδρομή των Μύθων, θα διάλεγα τους Ορφικούς…»,

γράφει στο κείμενο της για την ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ στην Ποίηση της Κικής Δημουλά, η Έλενα Τσαγκαράκη. Και εξηγεί το γιατί:

«Η Κική Δημουλά - σαν άλλη Περσεφόνη - κεντάει το δικό της Μύθο που κουβαλάει όλη τη διαδρομή της ανθρώπινης ζωής.

Γέννηση - Έρωτας - Θάνατος.

Ο Μύθος της έχει μέσα του έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο που άλλοτε είναι εν μέρει λογικός και κατά περίπτωση άλογος.

Το βέβαιο είναι πως δεν έγινε ώστε να είναι αισθητικά ωραίος αλλά για να ανταποκρίνεται σε άλλες συνειδησιακές έξεις.

Με μαεστρία περισσή εναγκαλίζεται με τον Κάτω Κόσμο, τον προκαλεί να την ερωτευτεί και αφού ενδύεται την ανθρώπινη πλευρά της επιστρέφει στον επάνω πάντοτε ως «κόρη».

«Πίστεψέ με θα σ' αγαπώ αιώνια»  επαναλαμβάνει κάθε λεπτό ο θάνατος  στην αιωνιότητα

(Η ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΑΙΩΝΙΟΤΗΣ, Μεταφερθήκαμε Παραπλεύρως )

«Η Κική Δημουλά εναποθέτει το νήμα του κόσμου στα χέρια του Έρωτα και αφήνει να τον ακολουθήσουν η Τάξη και η Δικαιοσύνη. Εγκαλεί το αδύνατο και δεν αποποιείται την ευθύνη γι' αυτό.

Αναζητά μέσα στη Νύχτα το μυστικό του ανθρώπου

 και αναγνωρίζει ότι αυτή καθεαυτή η μαγική λειτουργία του σκοτεινού σημείου είναι που δίνει την κίνηση στον κόσμο.

Γνωρίζει ωστόσο καλά τη διαδοχή:

από το σκοτάδι της Νύχτας, από το Έρεβος - εκτός από τον Έρωτα - γεννήθηκαν

το Πεπρωμένο,   ο Θάνατος,   τα Όνειρα,   η Μνήμη,   η Λήθη.

Κάθε της ποίημα είναι μια ομηρική νέκυια,

μια ευθεία έκκληση στην απώλεια μέσα από την κατονομασία της αίσθησης που άφησαν πίσω τους οι απόντες.

Κάθε ουσιαστικό αποκτά μέσα στους στίχους της αυτοτελή υπόσταση και διακριτό σχήμα,

 εκπέμπει ενέργεια,   αποκτά σώμα,   αρθρώνει λόγο

 και   -εντέλει - ανθρώπινη ζεστασιά…»

[κι άλλα αποσπάσματα από τα σχόλια της Έλενας Σ. Τσαγκαράκη για την ποίηση της Κικής Δημουλά όπως δημοσιεύτηκαν στη  ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σαββατιάτικης ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ 1-10-2011] 



(περιφραστική λεζάντα στον πίνακα του Μαρκ Ρόθκο)
Ο Σταμάτης Φασουλής, υποδυόμενος το ζωγράφο Μαρκ Ρόθκο στη θεατρική παράσταση «Κόκκινο», προσκαλεί και προκαλεί τον μαθητή του τον Κεν να καταλάβει τη ζωγραφική του. «Άφησε τους πίνακες να λειτουργήσουν» τον προτρέπει. «Λειτούργησε κι εσύ μαζί τους. Δώσε τους χρόνο». «Ενας πίνακας μπορεί να πεθάνει από ένα βλέμμα, ενώ μια αστραπή μέσα σ' αυτό μπορεί να τον αναστήσει!». Αυτό ζητάει και η Κική Δημουλά. Να μην πάει η αγωνία της στράφι. Να της δοθεί ο χρόνος. Ο χρόνος που ολοκληρώνει. Σε κάποια χαλαρή συζήτηση ο Θανάσης Νιάρχος τη ρώτησε ευθέως: «Κική, έχεις γράψει ποτέ κανένα ποίημα έτσι, μια κι έξω;». «Ποτέ» ήρθε η απάντηση χωρίς κανένα δισταγμό. «Ο,τι διαβάζεις είναι αποτέλεσμα πολλής μουντζούρας». Είναι λοιπόν δυνατό να μην αγκαλιάσει κανείς αυτή τη συνεπή αγωνία; Την αγωνία της δημιουργού για την τύχη των πνευματικών της παιδιών, όταν αυτά θα έχουν πάψει να περιβάλλονται προστατευτικά από τη ζωτική της παρουσία και την καταλυτική θερμότητα του ρέοντος λόγου της;


ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΓΡΙΦΩΝ ΤΗΣ ΚΙΚΗΣ ΔΗΜΟΥΛΑ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΗΣΥΧΟΣ

(αποσπάσματα από την παρουσίαση της Έλενας Τσαγκαράκη στη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σαββατιάτικης ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ 1-102011):

Τα ζευγάρια των αντιθέσεων χορεύουν σ’ έναν καμβά φαινομενικά απλό αλλά και συνεχώς μεταβαλλόμενο, που επιβάλλει πειθαρχία και εγρήγορση χωρίς ωστόσο να απειλείται από την κοινοτοπία. Αντίθετα, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η ποίησή της συμπορεύεται με το αναπάντεχο. Λέξεις δύστροπες ή τραχιές στο άκουσμά τους, ακόμα και κείνες που θα μπορούσαν εν τη ρύμη του λόγου να ακουστούν παράφωνες ή και χυδαίες, παραδίδονται στους στίχους της με εντιμότητα τέτοια που τις καθαγιάζει και τις αποδίδει με κρυστάλλινη καθαρότητα, καθιστώντας τες έως και λυρικές.

Λέξεις απλές, καθημερινές, μεταμορφώνονται σε μεγαλειώδεις χάρη στο εννοιολογικό φορτίο που αποκτούν μέσα στο στίχο, σε βαθμό τέτοιο που συχνά αναρωτιέται κανείς αν είναι σε θέση να κατανοήσει αυτό που του εμπιστεύεται η δημιουργός. Αν θεωρήσουμε ότι αυτή είναι μία από τις βασικές λειτουργίες της ποίησης, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στην Κική Δημουλά ότι αν και ασκείται επίμονα σε αυτήν την τεχνική καλλιεργώντας τη συστηματικά, κάθε φορά κατορθώνει να υπερβεί το όποιο εύρημά της χωρίς ωστόσο να το ακυρώνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ΤΑ ΕΥΡΕΤΡΑ. Δεν τα επικαλείται ως αμοιβή θησαυρού, αντίθετα τα πιστώνει ως απλήρωτο λογαριασμό προσδοκιών.

Οι ανατροπές που συντελούνται στις λέξεις, στους συνδυασμούς, σε κάθε επίπεδο της ποίησής της είναι τόσο ισχυρές, ώστε ο στίχος να είναι άμεσα αναγνωρίσιμος ως φορέας της ιδιαίτερης προσωπικής της γραφής. Και ενώ αυτές τις δημιουργικές γλωσσικές ανατροπές μπορούμε να τις κατανοήσουμε, ένα ειρωνικό μειδίαμα, φιλοσοφικό, ενίοτε μελαγχολικό και άλλοτε πάλι απροσδιόριστο κλείνει ερμητικά την πόρτα στην κατανόηση και τη γνώση που επιδιώκουν, τόσο ο αναγνώστης όσο και το ποίημα. Άλλωστε, ως «Περσεφόνη» άμεσα συνδεδεμένη με τα μυστήρια μάς έχει προετοιμάσει γι' αυτό, πως δεν προτίθεται -δηλαδή- να «βλάψει αίνιγμα» και ότι αυτό που «με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση» προσέρχεται, ανέγγιχτο πρέπει να μείνει.

Η Περσεφόνη βέβαια, πέρα από το μυστικιστικό της προφίλ, παραμένει «αιώνια κόρη». Εκείνη δηλαδή που αυξάνει, που μεγαλώνει - όπως προκύπτει και από την ετυμολογική προέλευση της λέξης. Παιδί και εν δυνάμει ενήλικος. Κορίτσι και εν δυνάμει γυναίκα. Έτσι ακριβώς είναι και η Κική Δημουλά. Είναι κόρη των παιδιών της και φίλη των εγγονών της. Για όσους από μας τη γνωρίζουν, είναι η ίδια η Χιονάτη του ποιήματός της:

Μάνα, λες να είναι  κληρονομική η πραγματικότης;

(Η ΛΙΠΟΤΑΞΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΝΑΤΗΣ,  Χλόη Θερμοκηπίου)

 

Το παιδί μέσα στην Κική Δημουλά αναζητεί την παρηγοριά του παραμυθιού, αλλά η ενήλικη συνείδησή της δεν της επιτρέπει να αφαιρέσει το ερωτηματικό στο τέλος του ποιήματος. Άλλωστε το αίνιγμα της ζωής παραμένει άλυτο ακόμη. Αυτό όμως δεν καταργεί ούτε τις ζωντανές εικόνες ούτε τα χρώματα και τα σχήματα. Και τη στιγμή εκείνη που νιώθει κανείς ότι βρίσκεται πολύ κοντά στην ερμηνεία εξαιτίας ενός τόσο οικείου περιβάλλοντος, το ποίημα «αποσύρεται» και αρνείται να παραδοθεί χωρίς να πολιορκηθεί.

 

«ΔΕ ΘΕΛΟΥΝ ΠΟΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ: ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΜΠΟΥΝΕ  Σ’ ΕΝΑ ΣΤΙΧΟ…»,

λέει η Κική Δημουλά σε συνέντευξή της, αποκαλύπτοντας το μεγάλο της όπλο. Η ποίησή της είναι ο καθρέφτης μας. Ο καθρέφτης ενός ιδεώδους «Εγώ» απέναντι στον οποίο έχει πρώτα η ίδια σταθεί κι αφού ξεγυμνώθηκε, ντύθηκε τον καλύτερο εαυτό της με τα κρυμμένα προικιά απ' το σεντούκι όπου φυλούσε το γλωσσικό της θησαυρό. Έτσι μας υποδέχτηκε λοιπόν, με τέτοια γενναιοδωρία που δεν είχαμε πλέον κανένα περιθώριο παρά να σταθούμε κι εμείς μπροστά του.

Η Κική Δημουλά έχει πάνω απ' όλα μία ειλικρινή και έντιμη σχέση με το στίχο της. Του εκμυστηρεύεται τις σκέψεις της, τις διαδρομές της ζωής και τις εμπειρίες της, τους φόβους και τα όνειρά της ακόμα. Αφού τα εμβαπτίζει στην προσωπική της κολυμπήθρα, τα ακουμπά με προσεκτικές κινήσεις στο χαρτί, τους εμφυσά ζωή και ρυθμό με το να στρέφει την ίδια τη γραμματική εναντίον της γλώσσας και στη συνέχεια καθησυχάζει την τελευταία με την αγάπη που της δείχνει χρησιμοποιώντας τη σε κάθε απίθανο συνδυασμό. Καμία υπερβολή δεν απαντάται σε αυτή της την πρόθεση. Η γλώσσα δεν θα μπορούσε να είναι λιγότερο απίθανη από την ίδια τη ζωή. Πώς αλλιώς θα μπορούσε -άλλωστε- να την καταθέσει στην ποίηση;

Κινούμενη σε αυτή πάντα τη λογική, επιδιώκει να διατηρεί ζωντανή την αμφίδρομη σχέση με τον εαυτό της, τον εσωτερικό της κόσμο και τον περιβάλλοντα χώρο. Επιλέγει συνειδητά να κρατά τη θέση εκείνη που της επιτρέπει να κινείται με άνεση ανάμεσα στο «τώρα» και το «τότε», την πραγματικότητα και το όνειρο, το λόγο και τη σιωπή, την εικόνα και την αντανάκλασή της.

Με θαυματουργικούς τρόπους και με «βουρκωμένο αλλά ποτέ ένδακρυ βλέμμα» -δανείζομαι αυτή τη μαργαριταρένια φράση από τον Γιάννη Βαρβέρη- προβίβασε την καθημερινότητά μας, στο δικαιωμένο παρηγορητικό σύμπαν που περιμέναμε. Το ποιητικό της θαύμα συντελείται ακριβώς εξαιτίας τού ότι το οδυνηρό και βαθύτατο βίωμά της ανάγεται σε συνολική γεμάτη σοφία ενατένιση της τελικής πράξης της ανθρώπινης ζωής.

Τα βέλη των στίχων της εκτοξεύονται από την ποιητική της φαρέτρα με αποχρώσεις θλίψης που μακράν απέχουν της απόγνωσης, συνοδευμένα από μια διάθεση εμμέσως πλην σαφώς εξομολογητική και ταυτόχρονα απολογιστική των καθημερινών σκέψεων και πεπραγμένων του παρελθόντος του και του παρόντος. Ταυτόχρονα οι παραλείψεις και οι απώλειες που μετρά ακουμπούν στο αβέβαιο σύμπαν μιας πίστης αυτοαναιρούμενης που υπονομεύει κάθε βεβαιότητα. Ωθούμενη από μια σκοτεινή ανάγκη, διαμορφώνει ένα παγανιστικό και ταυτόχρονα θρησκευόμενο εκμαγείο στο οποίο αφήνει να διαφανούν ο φόβος και -πολύ περισσότερο- η ζωοδόχος ελπίδα για το ενδεχόμενο της ύπαρξης του Θεού στο τώρα και το διηνεκές, σε μια άλλη διάσταση αλλά κυρίως σε αυτή. Γι' αυτό άλλωστε επιδιώκει να παρατείνει ή και ακόμη καλύτερα να απαθανατίσει εικόνες, στιγμές, ανάσες και σκιές, που τεκμαίρονται - και γιατί όχι, δύνανται να επιβεβαιώνουν το παρελθόν στο μέλλον διά μέσου της ποιητικής σποράς του παρόντος.

Ξεμπροστιάζει χωρίς δισταγμό αυτή την παράφωνη διχοστασία της ζωής που απορρέει από τον θάνατο, καθώς δεν είναι η ζωή που καταργείται με την έλευσή του, αλλά είναι ο θάνατος που αυτοαναιρείται. Η αποκάλυψη αυτή καθιστά την Κική Δημουλά σημείο αναφοράς, γιατί καταφέρνει να αντιστρέψει τη φυσική εξελικτική πορεία προς τη φθορά. Την έχει κλέψει λέξη λέξη και την έχει ξορκίσει στίχο τον στίχο κοιτώντας στα μάτια τον πιο σκοτεινό της φόβο με ολοένα αυξανόμενη τη συνειδητή της κυριαρχία.

Στο ΦΙΛΟΠΑΙΓΜΟΝΑ ΜΥΘΟ (κείμενο που εκφώνησε η Κική Δημουλά κατά την τελετή υποδοχής της στην Ακαδημία Αθηνών στις 11 Νοεμβρίου 2003) απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια για την «πρόθεση» της σύγχρονης Ποίησης:

Λέει πως στόχος της «είναι να προσθέσει το λιθαράκι της σε ό,τι κληρονόμησε, φτιάχνοντας το ιδιωτικό μητρώο της εποχής της, συμπληρώνοντας το γενεαλογικό δέντρο των ονείρων που τη γεννούν και την υποστηρίζουν». Η παράδοση της ποίησης -η οποία για τον Σεφέρη έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα- είναι ένας κινούμενος συρμός «στον οποίο κάθε τόσο προσαρτάται ένα έκτακτο, φρεσκοβαμμένο βαγόνι, γεμάτο με νέες, υπερ-επείγουσες ανησυχίες του ανθρώπου και με τον ίδιο πάντα προορισμό: την αυθεντική έκφρασή τους».

 

ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΨΥΧΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΚΑΙΡΟ Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΑ ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΤΗ

(… ακουμπώντας με τη διακριτική της μαγεία όσους την εμπιστεύονται…)  

Η Κική Δημουλά, που αγαπάει το ερωτηματικό, χαϊδεύει την τελεία και αφουγκράζεται με προσοχή την ανάσα των αποσιωπητικών, χάρη στην πολλαπλασιαστική ευαισθησία και τη λυρική της αφαίρεση καταθέτει μια ποιητική μέσα από την οποία ο χώρος χαρτογραφείται εκ των άνω, με μια απόσταση που αυξάνει το κύρος του οπτικού πεδίου, με εναλλαγές στις οποίες τα αντιφατικά και τα οδυνηρά εισπράττουν το δικό τους αναλογούν συμπαθείας, ενώ εκείνη τα παραθέτει, τ' αναλύει, τα συμβιβάζει και τα διαπραγματεύεται με την απόλυτη σιωπή, όπως συμβαίνει στα όνειρα που προστατεύουν από τις επιθυμίες, τις αγωνίες ή και τους πανικούς του ασυνειδήτου.

Ταυτόχρονα, με κάθε της ποίημα υπονομεύει την επικράτεια της σιωπής, και με κάθε λέξη καταργεί το αδιαπέραστο σύνορο της σκοτεινής σελήνης. Καταδύεται αδιάκοπα μέσα της επιδιώκοντας να ανασύρει τις κινητήριες δυνάμεις της ψυχής, της σκοτεινής Περσεφόνης που ενυπάρχει στον καθένα μας και βασιλεύει στον προσωπικό μας Αδη, με αποκλειστικό σκοπό μια εσωτερική άνοιξη που θα μας λυτρώσει μέσα από την ποίησή της, ανάγοντας το προσωπικό της επίτευγμα σε άθλο.

[Ελενα Σ. Τσαγκαράκη στη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σαββατιάτικης ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ 1-10-2011]

 

ΜΑΚΡΥ ΚΟΥΡΑΣΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

(… μα το χειρότερο  πας  ή  έρχεσαι  δεν ξέρεις…)  

(ΣΥΛΛΗΒΔΗΝ)

 Ένα ΑΛΤ, υπόκωφο άκουσα να με σημαδεύει.

Ουδέν πρόβλημα.

Έτσι κι αλλιώς μες στην ακινησία προ πολλού με είχε η αίσθησή μου μεταφέρει.

Ωστόσο νιώθοντας ωσάν ακόμα ν’ αναδεύεται το μέσα μου κατάτι,  

υπάκουσα στο άκουσμα του ΑΛΤ περιμένοντας να εκπυρσοκροτήσει η φοβέρα!..

Τίποτα,   σιγή απόλυτη,   μα δεν ξεθάρρεψα,

τα ξέρω εγώ τα κόλπα,

ξέρω ότι με σιγαστήρα σε καθαρίζει το ανεξήγητο κι άντε να το συλλάβεις…

Τηρώ,   Χρέος,   το κατά δύναμιν τις εντολές σου,

τα δύσκολα ΠΡΕΠΕΙ σου.

Υπάκουες δείχνουν οι σκέψεις αλλά όρκο δεν παίρνω

μια και έχουν την άνεση να παραβαίνουν εν κρυπτώ.

Αλλά τις πράξεις μου πώς να τις δαμάσω;

Βγαίνουν έξω,   κόσμο συναντούν   γείτονες πειρασμούς,

να μην κοντοσταθούν;

Μα φταίνε οι εντολές σου ούτε πλήρεις ούτε ξεκάθαρες είναι.

Για παράδειγμα:   Πρέπει να είναι πιστή η Αγάπη;

Κι αν δεν είναι, εμείς τι πρέπει;

Με σταυρωμένα τα χέρια ν’ αγαπάμε;

[ΔΕΝ ΑΣΤΟΧΕΙ  και  ΠΡΕΠΕΙ

κι άλλες επιλογές από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 2016

με ενδιάμεσα σχόλια για τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησής της με ΚΛΙΚ εδώ]

https://deepunctum.blogspot.gr/2016/11/blog-post.html