Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΗΡΙΝΝΑ: «παρά τον έρωτα ή παρά το έαρ»:


Η Ήριννα, όπως γνωρίζουμε σήμερα, έζησε στην Τήλο τον 4ο π.Χ. αιώνα, δεκαεννέα όλα κι όλα χρόνια. Το έργο της ήταν μικρό, όπως και η ζωή της: αποτελούνταν από ένα ποίημα τριακοσίων στίχων, την Ηλακάτη, και κάποια επιγράμματα. Σήμερα δεν σώζονται παρά μια πενηνταριά στίχοι, αρκετοί απ’ τους οποίους είναι μάλιστα θρυμματισμένοι. Και τόσοι όμως είναι αρκετοί για να φανερωθεί στον αναγνώστη μια χαμηλόφωνη και ταπεινή ποίηση, ελεγειακή όχι στη μορφή αλλά στο περιεχόμενό της, θερμή και τρυφερή, που αντιμέτωπη με το οριακό γεγονός του θανάτου στρέφεται στην οικεία καθημερινότητα και ανακαλεί τις μικρές χαρές της ζωής προσφέροντας την παρηγοριά που μόνο η τέχνη μπορεί να χαρίσει στον άνθρωπο.
Οι στίχοι της Ηλακάτης που σώζονται μαζί με τα τρία επιγράμματα της Ήριννας που γνωρίζουμε, αν τους βάλουμε τον ένα κάτω από τον άλλο, δεν φτάνουν για να γεμίσουν δυο σελίδες ενός βιβλίου. Κι όμως με αυτούς τους ελάχιστους στίχους η Ήριννα κατορθώνει να ζωντανέψει έναν ολόκληρο χώρο, πραγματικό και ποιητικό ταυτόχρονα: τη ζωή στη μικρή και απομονωμένη Τήλο κατά την ύστερη αρχαιότητα, την καθημερινότητα των κοριτσιών, τα παιχνίδια τους, την αγάπη που τα συνδέει, το πέρασμα του χρόνου που τα αλλάζει. Κι όλα αυτά μ’ έναν τρόπο που κάποιες στιγμές φέρνει στον νου του αναγνώστη, παραδόξως, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη – πιθανότατα επειδή οι συνθήκες ζωής δεν διέφεραν στην πραγματικότητα πολύ ανάμεσα στην Τήλο του 4ου αιώνα π.Χ. και στη Σκιάθο του 19ου, αλλά επίσης γιατί αυτό που κυριαρχεί και στους δύο συγγραφείς, την αρχαία ποιήτρια και τον σύγχρονο πεζογράφο, είναι η αγάπη και η νοσταλγία με την οποία αντικρίζουν και μεταμορφώνουν ό,τι περιγράφουν, τα μικρά πράγματα κυρίως με την ανεξάλειπτη λάμψη.    
Η Ήριννα πρόλαβε να κερδίσει την υστεροφημία συνθέτοντας στη διάρκεια της μικρής της ζωής –πέθανε στα δεκαεννιά της χρόνια– την Ηλακάτη, ποίημα μόλις τριακοσίων στίχων –σπαρακτικό θρήνο για τη φίλη της Βαυκίδα, που πέθανε νεόνυμφη, κι αυτή στα δεκαεννιά της χρόνια– και τρία όλα κι όλα επιγράμματα που διέσωσε ἡ Παλατινή Ανθολογία –τα δύο από αυτά επίσης θρηνητικά επιτύμβια για τη Βαυκίδα. Η Ήριννα είναι ίσως η πρώτη ποιήτρια που διεκδικεί το δικαίωμα στην ποιητική δημιουργία υπερβαίνοντας τη μητρική απαγόρευση και αρνούμενη τη συμβατικότητα του ρόλου της μικρής υφάντρας. Την πληροφορία, από τις ελάχιστες που έχουμε για τη ζωή της, αντλούμε από ανώνυμο επιγραμματοποιό της Παλατινής Ανθολογίας (Π.Α.,9.190), θερμό θαυμαστή του έργου της:
«Ένα κεράκι λέσβιο της Ήριννας το έργο, μικρό πολύ, μα το ’πλασε το μέλι των Μουσών. Τριακόσιοι μόνο οι στίχοι της, μα σαν του Ομήρου αξίζουν κι ας είναι στίχοι κοριτσιού στα δεκαεννιά του χρόνια· κι αν από φόβο για τη μάνα δούλευε στον αργαλειό ή στ’ αδράχτι, κρυφά η μέσα της ψυχή θεράπευε την τέχνη. Κι αν είναι η Σαπφώ καλύτερη στα μελικά τραγούδια στους εξαμέτρους η Ήριννα την έχει ξεπεράσει».
Αυτή η υπερβολή στον έπαινο σχετίζεται με την σύγχυση που επικρατούσε κατά την ύστερη αρχαιότητα και ήθελε την Ήριννα ομόχρονη και φίλη της Σαπφώς. Μια σύγχυση που διαλύεται με μια βαθύτερη προσέγγιση στο έργο των δύο ποιητριών, που ούτε γλωσσικά συγγενεύουν (στην αιολική διάλεκτο έγραψε η Σαπφώ, στην δωρική η Ήριννα) ούτε ως προς την ποιητική τους ιδιοσυγκρασία. Ένας φλογερός κατά κανόνα ανεκπλήρωτος ερωτικός πόθος πυρπολεί το εξαίσιο σαπφικό έργο, το οποίο έρχεται από το τέλος της αρχαϊκής εποχής. Αντίθετα στο έργο της Ήριννας κυριαρχεί η χαμηλής έντασης αλλά μακράς διάρκειας θαλπωρή της αγάπης. Αυτής που συντηρεί θερμά τα χνάρια στην καρδιά και που ευδοκιμεί σε κλίμα ποιητικό απόλυτα εναρμονισμένο με της τροφή της τέχνης προς την καθημερινότητα την εποχή του 4ου αι.π.Χ.          
Τα παραπάνω σημειώνει η Τασούλα Καραγεωργίου που συνέθεσε και μετέφρασε υποδειγματικά όλο το υλικό που σώζεται. Εξάλλου η Ήριννα είναι παλιά της γνώριμη: οι δρόμοι των δύο ποιητριών είχαν σμίξει πρώτη φορά στην ποιητική συλλογή της Καραγεωργίου «Το μετρό» (2004). Αντιγράφω το ποίημα που είχε τίτλο το όνομά της (Η Ήριννα στο Αεροδρόμιο) και ήταν αφιερωμένο στην Κική Δημουλα:
«Χάθηκε ξαφνικά η ποιήτρια·
κανείς δεν ξέρει / πού ήταν το πρωί και πού το μεσημέρι·
όσο για το ηλιοβασίλεμα, ήλιος δεν ανατέλλει.
Να φταίει που δεν είχε κινητό
ή μήπως που εγκατέλειψε πρώτη φορά την Τήλο;
Να φταίει που βουλιάξαν τα νησιά / κι έχουν χωθεί για πάντα μες στη θάλασσα;
 - κάπου θα τη στριμώξουν, / δεν μπορεί, / θα έχει κάποιον κωδικό, / μια κάρτα για αυτόματη ανάληψη χρημάτων.
Εντόπισαν μονάχα τη βαλίτσα της / όταν ουρλιάξαν οι συναγερμοί / ελέγχου των επιβατών και των αποσκευών τους
και στη οθόνη φάνηκαν / κάτι χορδές σπασμένες
κι ένας φθαρμένος πάπυρος / με μυστικές γραφές
- μιλούσε μάλλον για φωτιές που αφάνισαν τα πεύκα
 (είμαι βαλίτσα ξεχασμένη στον σταθμό / κι ας έχω πορφυρή κορδέλα στο χερούλι)»
Ακολουθούν, με ΚΛΙΚ στην εικόνα της Ήριννας, ένα κείμενο του Χαράλαμπου Γιανακόπουλου που με τον τίτλο «Ανασυνθέτοντας το χαμένο έργο «Ηλακάτη» της αρχαίας ποιήτριας Ήριννας, δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση BOOKSTAND και αποσπάσματα από μια ομιλία της Τασούλας Καραγεωργίου που με τίτλο «Από τη Σαπφώ στην Ήριννα, δυο έξοχα παραδείγματα γυναικείας αντίστασης» εκφωνήθηκε σε μιαν εκδήλωση διαμαρτυρίας για τη φρικτή βία την οποία υφίστανται ανυπεράσπιστες γυναίκες (δυστυχώς από την αρχαιότητα έως σήμερα)




Κλασικοί χρόνοι, εποχή της Ήριννας, της ποιήτριας που οι στίχοι της, από τον 4ο αιώνα και μετά, κρίθηκαν εφάμιλλοι του Ομήρου και της Σαπφούς. Πατρίδα της η Τήλος.  Η ηλιόλουστη γαλήνια φύση του νησιού, η λατρεία της θεάς Αθηνάς, το γλωσσικό ιδίωμα κ.ά. μας δίνουν την εξήγηση της καλλιτεχνικής ανάπτυξης εκείνης της εποχής που έκανε μια γυναίκα και μάλιστα τόσο νέα να εκφράσει τις σκέψεις της με ποιητικό μέτρο. Η Ήριννα είχε μια παιδική φίλη, τη Βαυκίδα, η οποία παντρεύτηκε (και έφυγε ενδεχομένως από την Τήλο), για να πεθάνει λίγο αργότερα νεότατη, όπως και η ίδια η ποιήτρια μετά από λίγο καιρό. Στην Ηλακάτη (πρόκειται για τη ρόκα στην οποία τύλιγαν το νήμα οι γυναίκες πριν ξεκινήσουν το γνέψιμο στον αργαλειό) η Ήριννα αναθυμάται και περιγράφει με πόνο και νοσταλγία, με θλίψη και τρυφερότητα, τα παιδικά παιχνίδια των δύο κοριτσιών, «γιατί μες στην καρδιά τα χνάρια τους ζεστά / βρίσκονται ακόμα», τις δουλειές που οι μητέρες αναθέτανε στις μικρές φίλες να κάνουν, τη Μορμώ, το φόβητρο κάθε παιδιού της εποχής εκείνης. Κι ύστερα τη θλίψη της για την απομάκρυνση της Βαυκίδας από τη φιλενάδα της, τότε που παντρεύτηκε και «σε κλίνη ανδρός βρέθηκε», και τον άφατο πόνο της όταν αναγκάστηκε να παρευρεθεί στην κηδεία της.

ΑΝΑΣΥΝΘΕΤΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΕΡΓΟ «Ηλακάτη» της αρχαίας ποιήτριας Ήριννας (κείμενο του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου στο περιοδικό BOOKSTAND):  
Μπαίνω σ’ ένα βιβλιοπωλείο, διαλέγω ένα βιβλίο –κατά προτίμηση κάποιο ολιγοσέλιδο και που δεν το είχα στις λίστες μου για αγορά– και κάθομαι ύστερα σε μια καφετέρια. Παραγγέλνω καφέ ή μπύρα και διαβάζω το καινούριο μου απόκτημα από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι μία από τις μικρές αναγνωστικές μου απολαύσεις που, όταν έχω μια-δυο ώρες κενό, επιδιώκω να τις χαίρομαι. Μετά συνεχίζω τις δουλειές μου από κει που τις είχα αφήσει. Έτσι και σήμερα, ύστερα από ένα εξαντλητικό πρωινό, κατευθύνθηκα στο πλησιέστερο βιβλιοπωλείο και σχεδόν αμέσως εντόπισα το βιβλίο που θα διάβαζα· ήταν η Ηλακάτη της αρχαίας ποιήτριας Ήριννας (εκδόσεις Γαβριηλίδης)

Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που συγκέντρωνα, σε φωτοτυπίες κυρίως, ό,τι σχετικό με αυτή την ποιήτρια κατάφερνα να εντοπίσω. Και είχα περάσει ένα υπέροχο δίωρο εκείνο το καλοκαίρι, σε κάποια καφετέρια πάλι, προσπαθώντας να βάλω σε τάξη όλο εκείνο το υλικό – «Πέρασα ένα μέρος του πρωινού μου  ανασυνθέτοντας το χαμένο έργο της Ήριννας», σημείωνα αργότερα στο τετραδιάκι μου ικανοποιημένος με τον εαυτό μου. Τη δουλειά αυτή την έκανε τώρα προσεκτικά και συστηματικά, υποδειγματικά, η ποιήτρια Τασούλα Καραγεωργίου, η οποία συγκέντρωσε, ταξινόμησε, μετέφρασε και σχολίασε τα σπαράγματα του ποιητικού έργου της Ήριννας και επιπλέον επτά επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία αφιερωμένα όλα στην αρχαία ποιήτρια. Διαβάζω το εισαγωγικό σημείωμα:

«Οι στίχοι της Ηλακάτης, που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια, προέρχονται από παπυρικό σπάραγμα, που ανακαλύφθηκε το 1929. Στην παρούσα έκδοση χρησιμοποιούμε το κείμενο, όπως παρατίθεται από τον D. L. Page ο οποίος  γράφει σχετικά: «Αυτό το ωραίο απόσπασμα ανήκει στην Ηλακάτη της Ήριννας, ένα ποίημα που γράφτηκε από θλίψη για τον θάνατο της Βαυκίδας, φίλης των παιδικών της χρόνων. Για την ίδια την Ήριννα λέγεται ότι πέθανε στα δεκαεννιά της χρόνια και πως αυτό το ποίημα, που σύμφωνα με το λεξικό Σουίδα απαρτίζεται από 300 εξάμετρους στίχους, ήταν πιθανώς το μόνο έργο που εξέδωσε»…

Ελάχιστοι (54 περίπου), κι αυτοί θρυμματισμένοι, στίχοι διασώζονται στον σπαραγμένο πάπυρο, είναι όμως ικανοί να δικαιώσουν τον θαυμασμό της ύστερης αρχαιότητας για τη μικρή ποιήτρια του 4ου π.Χ. αιώνος.

Στους πρώτους στίχους η αναπόληση της παρελθούσης κοινής ευτυχίας, που βίωσαν οι δύο φίλες κατά τα παιδικά τους χρόνια, ιδωμένη αντιστικτικά προς την παρούσα συμφορά, όπως στα νεοελληνικά θρηνητικά τραγούδια, έξοχη ως προς την ποιητική λειτουργία της, προσφέρει πλείστα στοιχεία για την ανασύνθεση της καθημερινής ζωής μιας νέας που ζει στο μικρό αιγαιοπελαγίτικο νησί περί τα μέσα του 4ου αιώνος π.Χ. [...] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)

[ΠΗΓΗ: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος BOOKSTAND Περιοδικό για το Βιβλίο και την ανάγνωση – ΒΙΒΛΙΟ: Ήριννα Ηλακάτη (σπαράγματα και επιγράμματα), Σειρά: Αρχαία Κλασική Γραμματεία: εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια Τασούλα Καραγεωργίου, εκδόσεις Γαβριηλίδης]

 «Από τη ΣΑΠΦΩ στην ΗΡΙΝΝΑ»: δύο έξοχα παραδείγματα γυναικείας αντίστασης που στηρίχθηκε στη μαγική δύναμη του ποιητικού λόγου:
(αποσπάσματα από μια ομιλία της Τασούλας Καραγεωργίου που εκφωνήθηκε σε μιαν εκδήλωση διαμαρτυρίας για τη φρικτή βία την οποία υφίστανται ανυπεράσπιστες γυναίκες απανταχού της γης από την αρχαιότητα έως σήμερα):
Γνωστότερη από τις δύο η Σαπφώ έρχεται από την αρχαϊκή εποχή (τέλη του 7 ου αι.π.Χ.-αρχές του 6ου αι. π.Χ.) κομίζοντας το πάθος μιας φλογερής γυναικείας ιδιοσυγκρασίας και την αυτοπεποίθηση μιας ποιητικής ιδιοφυίας και αποτολμά μια ανατροπή -τομή τόσο στον χώρο της παγκόσμιας ποίησης όσο και στο αξιακό σύστημα του ηρωικού ιδεώδους της ομηρικής εποχής. Στους πρώτους στίχους του αποσπάσματος 195 η Σαπφώ αναζητώντας τι είναι άριστον και κάλλιστον στη μέλαινα γη, στέκεται σθεναρά με το λυρικό της εγώ απέναντι στον κόσμο και αντιπροτείνει στις καθιερωμένες περί ηρωικού ιδεώδους αξίες τις συνδεδεμένες με την βία του πολέμου τον σεβασμό των επιλογών που κάνει το άτομο με οδηγό την αγάπη: «Άλλοι λένε το ιππικό πως είναι το πιο όμορφο πάνω στη μαύρη γη, άλλοι το πεζικό και άλλοι τα καράβια· εγώ όμως λέω πιο όμορφο εκείνο που αγαπάμε» (μετάφρ. Τασούλα Καραγεωργίου). Η τοποθέτηση του σαπφικού ὄττω τις ἔραται· στον χώρο του υπέρτατου αγαθού όσο και αν φαίνεται σήμερα ίσως αυτονόητη, είναι για την αρχαϊκή εποχή μια αληθινή επανάσταση καθώς εγκαινιάζει την ανοχή απέναντι στις ατομικές επιλογές και παράλληλα θέτει την αγάπη σε βαθμίδα υψηλότερη από την αριστεία στο πεδίο της μάχης. Η Σαπφώ επανέρχεται στους καταληκτικούς στίχους του αποσπάσματος για να επισφραγίσει την επιλογή της με την εξαίσια μνημονική ανάκληση της φίλης της Ανακτορίας που έχει πια ξενιτευθεί και έχει φύγει από τη Μυτιλήνη. Διαβάζω σε δική μου μετάφραση: «έτσι και τώρα φέρνει ξαφνικά στη θύμησή μου την Ανακτορία, που ‘χει φύγει πια· εκείνης θα ‘θελα να δω ξανά το εράσμιο βήμα, του λαμπερού προσώπου της το εξαίσιο φέγγος παρά τα όπλα των Λυδών και τους στρατιώτες πάνοπλους μες στο πεδίο της μάχης»

Η Σαπφώ διαμορφώνει ένα κόσμο ο οποίος καταφάσκει στον έρωτα και αντιπαρατίθεται στη βία εισάγοντας μιαν ηθική του συναισθήματος που οι ποιότητές του καταξιώνουν την ανθρώπινη ζωή. Είναι ένας κόσμος που αποστρέφεται τον επιδεικτικό πλουτισμό, την τρυφή και την αλαζονεία τού φαίνεσθαι: «Τα πλούτη χωρίς αρετή είναι κακοί γειτόνοι» επισημαίνει στο απόσπασμα 148…

Αξίζει να σημειωθεί ότι στον κόσμο αξιών της Σαπφώς υπερτερεί πάντα το κάλλος, σωματικό και ψυχικό, κατά την αναμέτρησή του με τα απαστράπτοντα πλούτη. Αγαπητοί φίλοι, Ίσως ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να αντιληφθεί το πρωτοποριακό βήμα που κάνει η ποίηση αυτή,  όταν περί τα τέλη του 7ου αι. π. Χ. απομακρύνεται από τα πεδία των μαχών για να θέσει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της το ανθρώπινο πρόσωπο και τα περίπλοκα συναισθήματά του,  όταν περιγράφει την ψυχοπαθολογία του έρωτα με όλες τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες (α, πώς σπαράζει τώρα μέσα στα στήθια μου η καρδιά/κοιτάζω προς το μέρος σου κλεφτά/κι ευθύς μου κόβεται η μιλιά//η γλώσσα μου παγώνει. αρχίζει να με καίει μια φωτιά/τα μάτια μου δεν βλέπουν /τ’ αυτιά μου δεν ακούνε πια//το σώμα μου όλο ιδρώνει/ριγώ και τρέμω σύγκορμη/το χρώμα από το πρόσωπό μου χάνω /και νιώθω πως κοντεύω να πεθάνω)   όταν χωρίς συστολή εκθέτει στον αναγνώστη της τα ερωτικά βάσανα του ποιητικού εγώ: «Πάλι ο έρωτας που τα γόνατα λύνει πάλι εμένα τραντάζει γλυκόπικρο ερπετό ακαταμάχητο»  όταν στα εξαίσια επιθαλάμια υμνεί το νεανικό κάλλος παρομοιάζοντας τη νύφη «Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού εσύ ’σαι το ομορφότερο» και τον γαμπρό με λυγερό κλαράκι ενώ παράλληλα δεν παραλείπει να επισημάνει το εφήμερο μιας χωρίς ψυχικό υπόβαθρο ομορφιάς: «ο όμορφος είν' όμορφος όσον καιρό τον βλέπεις μα ο καλός είν᾿ όμορφος και τώρα και για πάντα»…

Δεν παραλείπει δε, όπως εμφαίνεται από τη χαρακτηριστική παρομοίωση ενός σπαραγμένου στίχου, να διαμαρτυρηθεί για την βίαιη ερωτική συμπεριφορά: «... σαν το κρινάκι του βουνού που το ’λιωσαν τα πόδια των βοσκών και κείτεται κατάχαμα το πορφυρό του άνθος...»

Πολύ λιγότερο γνωστή από τη Σαπφώ, τρεις αιώνες αργότερα, τον 4ο αι. π.Χ., ζει στη μικρή Τήλο, η Ήριννα μια μικρή τραγουδίστρα που ωστόσο άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην ποιητική μνήμη της μετακλασικής εποχής και της ύστερης αρχαιότητας και σταδιακά μετατράπηκε σε θρύλο συνώνυμο της ποιητικής αθωότητας. Η Ήριννα πρόλαβε να κερδίσει την υστεροφημία συνθέτοντας στη διάρκεια της μικρής της ζωής –πέθανε στα δεκαεννιά της χρόνια– την Ηλακάτη, ποίημα μόλις τριακοσίων στίχων –σπαρακτικό θρήνο για τη φίλη της Βαυκίδα, που πέθανε νεόνυμφη, κι αυτή στα δεκαεννιά της χρόνια– και τρία όλα κι όλα επιγράμματα που διέσωσε ἡ Παλατινή Ανθολογία –τα δύο από αυτά επίσης θρηνητικά επιτύμβια για τη Βαυκίδα. Η Ήριννα είναι ίσως η πρώτη ποιήτρια που διεκδικεί το δικαίωμα στην ποιητική δημιουργία υπερβαίνοντας τη μητρική απαγόρευση και αρνούμενη τη συμβατικότητα του ρόλου της μικρής υφάντρας. Την πληροφορία, από τις ελάχιστες που έχουμε για τη ζωή της, αντλούμε από ανώνυμο επιγραμματοποιό της Παλατινής Ανθολογίας (Π.Α.,9.190), θερμό θαυμαστή του έργου της: «Ένα κεράκι λέσβιο της Ήριννας το έργο, μικρό πολύ, μα το ᾿πλασε το μέλι των Μουσών. Τριακόσιοι μόνο οι στίχοι της, μα σαν του Ομήρου αξίζουν κι ας είναι στίχοι κοριτσιού στα δεκαεννιά του χρόνια· κι αν από φόβο για τη μάνα δούλευε στον αργαλειό ή στ᾿ αδράχτι, κρυφά η μέσα της ψυχή θεράπευε την τέχνη. Κι αν είναι ἡ Σαπφώ καλύτερη στα μελικά τραγούδια στους εξαμέτρους η Ήριννα την έχει ξεπεράσει»

Αυτή η υπερβολή στον έπαινο σχετίζεται με την σύγχυση που επικρατούσε κατά την ύστερη αρχαιότητα και ήθελε την Ήριννα ομόχρονη και φίλη της Σαπφώς. Μια σύγχυση που διαλύεται με μια βαθύτερη προσέγγιση στο έργο των δύο ποιητριών, που ούτε γλωσσικά συγγενεύουν (στην αιολική διάλεκτο έγραψε η Σαπφώ, στην δωρική η Ήριννα) ούτε ως προς την ποιητική τους ιδιοσυγκρασία. Ένας φλογερός κατά κανόνα ανεκπλήρωτος ερωτικός πόθος πυρπολεί το εξαίσιο σαπφικό έργο, το οποίο έρχεται από το τέλος της αρχαϊκής εποχής. Αντίθετα στο έργο της Ήριννας κυριαρχεί η χαμηλής έντασης αλλά μακράς διάρκειας θαλπωρή της αγάπης. Αυτής που συντηρεί θερμά τα χνάρια στην καρδιά και που ευδοκιμεί σε κλίμα ποιητικό απόλυτα εναρμονισμένο με της τροφή της τέχνης προς την καθημερινότητα την εποχή του 4ου αι.π.Χ.

Στην Ήριννα λοιπόν οφείλουμε την αναβίωση ενός χαρούμενου κοριτσίστικου κόσμου –είναι μοναδική περίπτωση μέσα στην αρχαία γραμματεία– που αποπνέει την ευγένεια και το ήθος του αιγαιακού πολιτισμού, ο οποίος φαίνεται ότι συνολικά και τηρουμένων πάντα των αναλογιών έδινε τη δυνατότητα στις γυναίκες να συμμετάσχουν στη χαρά της ζωής. Διαβάζω σε δική μου μετάφραση τους σωζομένους στίχους της Ηλακάτης, όπου παρακολουθούμε τις ξένοιαστες αυτές μνήμες να διαλύονται σταδιακά μέσα στην βαθιά οδύνη για τον πρόωρο θάνατο της Βαυκίδας:

«Από τ' άσπρα σου τ' άλογα πήδηξες με άλμα τρελό μες στο κύμα της θάλασσας τ' άπειρο», «Σ' έπιασα! », δυνατά σου φωνάζω, Βαυκίδα μου. *ήμουν η μάνα εγώ του παιχνιδιού+ και συ ήσουν η χελώνα που πάνω-κάτω πήγαινες πηδώντας στο χορτάρι της μεγάλης μας αυλής. Για όλα αυτά, καημένη μου Βαυκίδα, βαριά στενάζω και θρηνώ γιατί μες στην καρδιά τα χνάρια τους ζεστά βρίσκονται ακόμα· όμως εκείνα που μας έδιναν χαρά, όλα έχουν γίνει στάχτη. κοριτσάκια μικρά, σαν τις νύφες ντυμένα, στους θαλάμους μας παίζαμε ξένοιαστα τις κερένιες μας κούκλες κρατώντας και νωρίς το πρωί είχεν έρθει η μάνα το μαλλί να μοιράσει στις πιστές υπηρέτριες κι από σένα ζητούσε μαζί της να φτιάξεις το αλίπαστο κρέας. Α, τι φόβο, μικρές όταν ήμαστε, η Μορμώ μάς γεννούσε περπατούσε στα τέσσερα, είχε αυτιά στο κεφάλι μεγάλα και συνέχεια τη μια τρομερή με την άλλη της άλλαζε όψη. Μα σε κλίνη ανδρός μόλις βρέθηκες, τα λησμόνησες όλα που άκουγες τότε, παιδάκι μικρό, κουρνιασμένο στον κόρφο της μάνας του· Αχ, Βαυκίδα, καλή μου, τη λήθη η θεά Αφροδίτη κρυφά στην καρδιά σου είχε βάλει. Μα πικρά τώρα κλαίοντας την κηδεία σου αφήνω· δεν βαστάνε τα πόδια μου νά 'βγω έξω απ' το σπίτι, δεν αντέχω στο φως το δικό σου το σώμα νεκρό ν' αντικρύσω ούτε δύναμαι πια να θρηνώ με λυτά τα μαλλιά μου·  ολοπόρφυρο πένθος μού σκίζει τα μάγουλα…»

Ο τίτλος του έργου Ηλακάτη (ρόκα, δηλαδή) από το οποίο σώζονται οι παραπάνω σπαραγμένοι στίχοι είναι η έμπρακτη απόδειξη ότι η Ήριννα υπερέβη την απαγόρευση καταθέτοντας για την αγαπημένη φίλη ένα είδος βιογραφικού θρήνου της τιμώμενης νεκρής, μελαγχολικά οικείου σε μας τους νεοέλληνες και από τα σπαρακτικά μοιρολόγια της Μάνης. Αποδεικνύει ακόμα ότι γυναίκες, γνωστές και άγνωστες, σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους σκυμμένες πάνω στον αργαλειό ή σε άλλα έργα καθημερινής ενασχόλησης πλαισίωναν και πλαισιώνουν πάντα την τέχνη ή την εργασία τους με τραγούδια που επιχειρούν να αγγίξουν τον ουρανό της ποιητικής δημιουργίας για να αρθούν πάνω από την σκληρή πραγματικότητα και τα βάσανα που αυτή επιφυλάσσει στις ανυπεράσπιστες υπάρξεις…

Κλείνοντας θα ήθελα στις βασανισμένες φτωχές γυναίκες τις οποίες σήμερα τιμάμε και με σεβασμό στεκόμαστε μπροστά στο δράμα τους, να αφιερώσω, μιας και βρίσκομαι μέσα στο κλίμα της αρχαίας ποίησης, τη μετάφραση ενός λαϊκού τραγουδιού της αρχαιότητας, το οποίο με δικαιοσύνη αποδίδει στο γυναικείο φύλο το μερίδιο που δικαιούται στον ουρανό, στη γη και στη θάλασσα:
«Απ’ τα ουράνια ελάτε, θεές, και μαζί μου υμνήσετε των θεών την Μητέρα που μας ήρθε εδώ αφού πρώτα πλανήθηκε στα βουνά και στα δάση. Μόλις είδε ο Ζευς βασιλιάς των θεών την Μητέρα τον κεραυνό του ετόξευε τα τύμπανά του επήρε τις πέτρες εκσφενδόνισε τα τύμπανά του επήρε. –Γύρισε μάνα στους θεούς και μην πλανιέσαι στα όρη έχουν λιοντάρια φοβερά και άγριους λύκους άσπρους –Δεν θα πάω εγώ στους θεούς»

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Η ΕΡΗΜΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ Η ΕΦΗΜΕΡΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ:


«ΕΡΩΤΑΣ: ιερή ακροβασία / δίχως πίστη -
ΠΟΙΗΣΗ: ανεξάντλητη σιωπή στη σκιά της λέξης» (Έφη Καλογεροπούλου)
«Η Ερημιά του Έρωτα» μια εύστοχη έκφραση που, σύμφωνα με το σχόλιο της Κυριακής Λυμπέρη,   «υποβάλλει σε ένα στεγνό και απειλητικό τοπίο» συμβατό ωστόσο με καταστάσεις  ανθρώπινες που από τη φύση τους έχουν δύο ετερόκλητες πλευρές που βρίσκονται διαρκώς σε μια στιγμιαία διαμάχη κυριαρχίας: τη μια στιγμή μπορεί να ανατέλλει Έρωτας, Ελπίδα, Χαρά και την αμέσως επόμενη ζει και βασιλεύει η Ερημία, η Μοναξιά, η Θλίψη. Και αύριο πάλι από την αρχή ίσως με αντίστροφη σειρά!..
«Έρημος το τοπίο που επαναλαμβάνει τον εαυτό του», σχολιάζει η Πόλυ Χατζημανωλάκη  – «που δεν σε αφήνει να βρεις μια αναφορά, ένα σταθερό σημείο μόνο ο ουρανός μόνο τα άστρα – έρημος η δίψα, η μοναξιά και έχω αυτό στο νου μου την ώρα που διαβάζω: «Μέχρι που / Ο δρόμος χάνεται / Δεν υπάρχει δρόμος / Δεν υπάρχει κανείς/ Μόνο αέρας»
«ΕΡΗΜΟΣ ΟΠΩΣ ΕΡΩΤΑΣ», ο τίτλος της τέταρτης- δίγλωσσης- ποιητικής συλλογής της Έφης Καλογεροπούλου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μετρονόμος, σειρά Ποιείν το 2015.   
«Σε μια εισπνοή έπαιξες/ σε μια εκπνοή έχασες», είναι το επιγραμματικό συμπέρασμα της ποιήτριας γι’ αυτό  το παιχνίδι που «μοιάζει από την αρχή χαμένο»!.. Είναι όμως;
Ή, τελικά,  το νόημα και η σημασία είναι, διασχίζοντας την έρημο, και ξεπερνώντας κακοτοπιές και παγίδες, στον πηγαιμό για το στόχο σου,  να φτάσεις στο «τέρμα»…  που κι αν ακόμα αυτό το «τέρμα» είναι  τίτλοι τέλους για το πάθος και τα αισθήματα,  «δεν σε γέλασε». Ποτέ δεν είναι μάταιη η περιπέτεια, το ταξίδι.  Αξίζει κάθε ρίσκο στο ερωτικό παιχνίδι που Ιθάκη του είναι «η συνάντηση με τον εαυτό και με τον άλλο». Αξίζει, γιατί η ψυχή δεν θα πάψει  ποτέ να ονειρεύεται ότι πετάει προς άγνωστα κι αβέβαια μέρη. Προς ένα «παράδεισο» πίσω από το «γκρεμό».
Γιατί, βέβαια,  αν η αναζήτηση της αλήθειας «είναι πιο πολύτιμη από την κατοχή της, τότε αυτό που έχει σημασία είναι το ταξίδι, κι ας είναι ένα ταξίδι σε τόπο άνυδρο…» (Τότα Σακελλαρίου)
«Να διασχίσεις την έρημο-αυτό έχει σημασία… κι αναζητώντας λίγη σκιά, δεν είχε παρά τον ίσκιο του μονάχα»
Η Κυριακή Λυμπέρη σχολιάζει:  «Το κλίμα είναι κλειστοφοβικό. Οι πρωταγωνιστές μοιάζουν να πάσχουν από έλλειψη συνεννόησης… Οι εκφράσεις της υπαρξιακής οδύνης αρκετές, αλλά αυτή ακριβώς δεν είναι η ανθρώπινη μοίρα; Ένας κόσμος όπου θήραμα και θηρευτής είναι θύματα κι οι δύο. Κι όμως αυτοί οι δύο μέσω του έρωτα γίνονται ένα…
Στο νόημα και το περιεχόμενο είναι που η ποιήτρια φαίνεται να θέλει να επιμείνει, εκθέτοντας αρκετούς σημαντικούς και αξιομνημόνευτους στίχους…
Από το περίκλειστο σκηνικό όμως τελικά αναφαίνεται η ελπίδα, όταν ακόμα και ο θάνατος ακολουθείται από μια γέννηση και μια νέα αρχή «κι η μοίρα/ είναι θάνατος και γέννηση μαζί/ και δίνεις το κομμάτι σου το φωτεινό/ατόφιο στον καιρό και ζωντανός ξανά/ αφήνεσαι στα ύψη», έστω κι αν προηγουμένως έχεις υπάρξει «του ύψους ναυαγός…»
«Είναι ένα καρότσι / οι ρόδες του υπόσχονται την αιώνια φυγή  / ο μπροστινός τροχός τρίζει
το σπρώχνω σταθερά  / βαδίζοντας στην άκρη του δρόμου
μέχρι που / ο δρόμος χάνεται
δεν υπάρχει δρόμος / δεν υπάρχει κανείς / μόνο αέρας.
Ξήλωνε / το φαρδύ ρούχο της στέρησης / με τις τεράστιες άδειες τσέπες.
Γυμνώθηκε τελείως.
Νήματα είναι τα σώματα, είπε, / να τα υφάνεις περιμένουν»
ΕΡΗΜΟΣ ΟΠΩΣ ΕΡΩΤΑΣ, λοιπόν, ένα καρότσι, δηλαδή, που σ’ αυτό, σκ΄ρφτεται η Πόλυ Χατζημανωλάκη,   «έγραψε ένα βιβλίο ο Γουίλλιαμ Φώκνερ – όταν διαβάζω καρότσι είναι δρόμος, είναι αράδα, είναι γραφή – που σβήνεται ίσως στην άμμο – είναι αμάξι – είναι η άμαξα η μεγάλη άρκτος – ο μόνος προσανατολισμός στην έρημο…
Αλλά έχω την αίσθηση πως αυτό το συνθετικό ποίημα, αυτή η ποιητική σύνθεση προσπαθεί να σπάσει κάθε σύνδεσμο σταθερότητας. Ο ποιητής θέλει να με αποπροσανατολίσει….»
[ακολουθούν σχόλια κι αποσπάσματα από κριτικές και επιλεγμένα αποσπάσματα από τη συλλογή]



ΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΜΕ ΟΛΕΣ ΜΟΥ ΤΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ (σχόλιο της Πόλυς Χατζημανωλάκη για τη συλλογή της Έφης Καλοηεροπούλου «Έρημος όπως Έρωτας»
«Ξεκλειδώνει τα υπόγεια
Ξηλώνει πατώματα αυτή η νύχτα
Το δάπεδο βουλιάζει
Οι τοίχοι τρέμουν
Οι αρμοί της σκάλας λύνονται
Η στέγη υποχωρεί
Τα γείσα πέφτουν
Θέλει να δημιουργήσει αστάθεια, ίλιγγο
Χιλιάδες μυρμήγκια γλιστράνε σε πάγο
Η ανεξάντλητη σιγουριά του άσπρου
Ή πιο πριν
Στην παγωμένη επιφάνεια του καθρέφτη
Ανύποπτη
Δίχως κουπί
Δίχως σκαρί
Ταξιδεύει»

Μια μυητική διαδρομή λοιπόν, μια λαβυρινθική πορεία, που αντί να γίνεται ένδον, αντί να γίνεται με καταβύθιση σε σπηλιές, στο άντρο του Μινωταύρου γίνεται στο αχανές, στο έξω.
Ποιες οι δικές μου αποσκευές για να βαδίσω στην Έρημο;
– Νυκτερινή Πτήση – Γη των ανθρώπων του Σαιντ Εξυπερύ – εκεί συνάντησα άλλη μια φορά την έρημο
-Τσάι στη Σαχάρα του Μάικλ Οντάντζε – μια διαδρομή που δεν θυμάμαι πια – με μια μαγική όαση στο κέντρο, μια μυθική Ζερζούρα
– Και φυσικά τις φοβερές μεταφορές για την έρημο από τον Άγγλο Ασθενή – νομίζω εκεί είναι που γράφει κάπου η έρημος μοιάζει σαν στόμα σκύλου…

Στις αποσκευές μου και τα οράματα της ερήμου – οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου, τα τέρατα, οι δαίμονες της ερημιάς – συναντήσεις του περίεργου αναγνώστη, που ιερόσυλα διαβάζει τις μαρτυρίες των γραφών…

Ο λαβύρινθος μια διαδρομή ολισθηρή, επικίνδυνη, που στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγεί στην απώλεια – γι΄ αυτό φημίζεται – οι πολλοί που χάνονται. Πολύτιμος όμως για τον ένα, τον κεντρικό ήρωα, τον αφηγητή που θα τον διαβεί. Θα φτάσει στο κέντρο και θα ξαναβγεί. Η ανθρωποποίηση, η εκπλήρωση της κάθε αποστολής, η Οδύσσεια par excellence – όλα έγιναν για να περάσουμε μέσα από αυτά. Για να διασχίσεις την έρημο έγιναν…

Δεν θυμάται
Γιατί δεν θέλει να θυμάται
Βαζίζει διαρκώς
Να διασχίσεις την έρημο, έλεγε, αυτό έχει σημασία
Και συνέχιζε
Ανάμεσα στο πλήθος
Να διασχίσεις την έρημο, έλεγε
Να διασχίσεις την έρημο, αυτό έχει σημασία

 «ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΤΟΥ ΔΕΝΔΡΟΥ ΠΟΥ ΚΑΙΓΕΤΑΙ. ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑΥΛΗ ΣΙΩΠΗΣ ΕΚΕΙ ΠΡΙΝ»: Η Έφη Καλογεροπούλου πλάθει ένα ποιητικό σύμπαν προσφέροντας τη μαγιά στον αναγνώστη και αφήνοντας το προζύμι στο ποιητικό της εργαστήρι» (αποσπάσματα από την κριτική του Σπύρου Αραβανη):
«Σε αυτήν την τέταρτη συλλογή της στην οποία συγκεντρώνονται όλες οι περασμένες της κατακτήσεις γραφής, πάει ένα βήμα παραπέρα και μας προσφέρει ένα βιβλίο το οποίο διαβάζεται με οποιονδήποτε τρόπο: ξεκινώντας από οποιαδήποτε σελίδα, από οποιοδήποτε πλάνο, από οποιαδήποτε σκηνή, ο αναγνώστης καταλήγει μέσω των μικρών ή μεγαλύτερων ποιητικών της θραυσμάτων στη σύνθεση του όλου, στην αποκάλυψη όλης της κινηματογραφικής ταινίας ή του θεατρικού έργου. Σε αυτήν την κινηματογραφική-θεατρική διάσταση του έργου της Καλογεροπούλου θα σταθώ λίγο περισσότερο.

Αυτή επιτυγχάνεται με εναλλασσόμενα γκρο πλαν:
Θήραμα και θηρευτής κοιτάζονται / οι κόρες των ματιών τους διαστέλλονται / ο φόβος του θηράματος κατοικεί το μάτι του θηρευτή / και το τυφλώνει / ξερός κρότος ακούγεται
καθώς τα βλέφαρά του ανοιγοκλείνουν / το θήραμα αιχμαλωτίζει το θηρευτή. / Γίνονται ένα/ με τους διαλόγους:
– Τι βλέπεις;
–Τα μάτια είναι του χρόνου τα παράθυρα, του λέω.
– Τι βλέπεις;
– Τίποτα. Τίποτα για τίποτα, του λέω.
– Οι τυφλοί χαμογελούν, μου λέει.
και με τις σκηνοθετικές της οδηγίες:


Είναι χθες. Κοιτάζει τον εαυτό του, πίσω γωνία αριστερά στο βάθος, να έρχεται προς το μέρος του. Συνεχίζει να περπατά. Χρόνια σκοτάδι ανάμεσα. Στρίβει. Στον καθρέφτη της διπλανής βιτρίνας τον βλέπει πάλι. Κοιτάζονται. Πλησιάζει. Είναι χθες. Προβάρει ένα ζευγάρι αόρατα παπούτσια. Βγαίνει. Τώρα. Χρόνια μετά. Τίποτα ίδιο. Βιάζεται, τρέχει, βγαίνουν στον υπόγειο. Ένας ήχος ακούγεται.

Έχω, δηλαδή, την εντύπωση πως μετά και από αυτή τη συλλογή η Καλογεροπούλου βρίσκεται όλο και πιο κοντά στη συγγραφή ενός ποιητικό-θεατρικού έργου-αν δεν το έχει ήδη στο συρτάρι της- . Ένα θεατρικό έργο με ποιητικό περιεχόμενο, με ψυχογραφικούς χαρακτήρες και με μια δράση που φωτίζει τα ήθη και τα συναισθήματα μέσα από τη χρήση αντικειμένων με συμβολιστικό χαρακτήρα όπως το νερό, το σπασμένο ποτήρι, το δέντρο, η πέτρα, το σώμα. Γνωρίζει, δηλαδή, πιθανόν και εξαιτίας και της θεατρολογικής της παιδείας, το πώς να δημιουργεί εικόνες στις οποίες η δράση να γίνεται ταυτόχρονα αφήγηση, η πλοκή να μετεωρίζεται στη λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία και το υπερρεαλιστικό του λόγου να υπηρετεί τη σκηνική οικονομία…

Στην εποχή του facebook και του twitter όπου τα πάντα αποκτούν μικρές φόρμες λειτουργώντας ως τσιτάτα προς τέρψιν και likes των διαδικτυακών αναγνωστών, η ποίηση της Καλογεροπούλου αντιστέκεται χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα, δηλαδή, το ακαριαίο του λόγου και της συγκίνησης, το ποιητικό απόφθεγμα και τη φιλοσοφούσα ρήση:

«Όταν αγαπάς μέχρι και οι νεκροί χαμογελούν» ,
«Πίσω από τις ράχες των βιβλίων υγρασία, μέχρι να γίνει λέξη»,
«Ο δικός μου άγγελος είναι από σκοτάδι»,
«Αν δεν βγεις από τον εαυτό σου δε θα συναντήσεις ποτέ κανέναν»,
«Τα μάτια είναι του χρόνου τα παράθυρα»

είναι μερικοί από αυτούς τους στίχους που μπορούν να αναπαραχθούν σε πλείστους διαδικτυακούς τοίχους. Αυτή η παρατήρηση δεν υποβιβάζει ασφαλώς την ποιητική της Καλογεροπούλου ούτε υπονοεί σκοπιμότητα εκ μέρους της. Αντιθέτως αυτή η τακτική των διαδικτυακών χρηστών έχει τη σημειολογία της. Μας δείχνει πως οι στίχοι των ποιητών οφείλουν να έχουν δραστικό ρόλο στην καθημερινότητά μας, να συνυπάρχουν με τις ζωγραφιές, τις φωτογραφίες, τα video, τις selfie, να λειτουργούν ενίοτε και ως λεζάντες της καθημερινότητας και ως σχόλια του καιρού. Το αν θα αναζητήσουμε και αν θα προχωρήσουμε στην ανάγνωση βιβλίων, αν θα εντάξουμε και την ποίηση στην ολότητά της μέσα στη ζωή μας και όχι μόνο τις ποιητικές στιγμές εν είδει αναγνωστικής επίδειξης και εν τέλει ημιμάθειας, αυτό ξεφεύγει από την υποχρέωση του εκάστοτε δημιουργού και εναπόκειται στο ποιον του κάθε αναγνώστη και της παιδείας του…

ΕΡΗΜΟΣ ΤΟΠΟΣ, ΑΣΥΧΝΑΣΤΟΣ, ΑΠΑΤΗΤΟΣ, ΑΠΟΜΟΝΩΜΕΝΟΣ, ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟΣ, ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟΣ (μια ανάγνωση από την Τότα Σακελλαρίου):
Στην τελευταία ποιητική της συλλογή, η Εφη Καλογεροπούλου, επιλέγει-κυριολεκτικά- μια σκηνογραφία ξηρασίας, χωρίς βλάστηση, χωρίς νερό, ένα χώρο επικίνδυνο, όπου όλα μπορούν να συμβούν. Κι  ο Τόπος σιωπηλός γεμάτος κινδύνους, συναντήσεις με δαίμονες φόβους, εφιάλτες, μνήμες, παγίδες, τη βάσανο του χρόνου-ρολογιού με το αδίστακτο τικ τακ του, δοκιμασίες θανάτου, οφθαλμαπάτες, σισύφειο άχθος, αλλά και τόπος προσευχών, ονείρων, προσδοκιών, επινοήσεων, θαυμάτων και μιας άγριας ομορφιάς που δεν μπορεί, παρά να προκαλέσει τη λύτρωση..

Η ποίηση της Εφης Καλογεροπούλου, είναι ζωντανή, εντατική, βρίθει καταστάσεων και νοημάτων. Είναι η μεταφυσική, αγωνιώδης της αντίληψη για την μορφή του χρόνου –«ο χρόνος, ο μεγαλύτερος Έρωτας όλων των Ερώτων»-, αυτήν την αντίληψη, την σπάει σε μικρά κομμάτια, δημιουργώντας δυναμικά ταχυδράματα πλούσιας θεατρικότητας με δυνατά νοητικά σχήματα εικόνων.

Μια επίμονη πορεία μελαγχολικής αυτοπαρατήρησης, αυτογνωσίας και αναγέννησης, ένα salto mortale στον εαυτό και στον Άλλο αυτό το ταξίδι στην έρημο, με μια σχεδόν κινηματογραφική δομή, ένα road movie, όπου η αλληλουχία των δραματικών εικόνων/συμβάντων φορτίζει διαρκώς την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, αφήνοντας χώρο ελεύθερο στον συνειρμό και τη μετωνυμία. Θέτει απέναντι ως συνομιλητή τον αναγνώστη κι επειδή ποίηση είναι ό,τι μπορείς να μεταφράσεις με νόημα στη δική σου γλώσσα, σε καλεί να απαντήσεις, με την υπόσχεση μιας συνέχειας…
Θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα από αυτό το ταξίδι, έχοντας στο νου την κουβέντα του Γιώργου Σαραντάρη, που είπε πως η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ και τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη, πως η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα

«Ο ύπνος σαν άλλος εφιάλτης των παρόντων και των απόντων τα σώματα συνημμένα ριγμένα μέσα σε αυτή την μηχανή του χρόνου που διαρκώς περιστρέφεται σαν το νερό στον κρύσταλλο μέσα και χάρτες χαράζει στο βλέμμα στην καρδιά της όρασης στην καρδιά του κόσμου έτσι που ο χρόνος σε φώς ξεσπάει η φωτιά της φύσης ρίχνει λιωμένο μέταλλο ποτίζει τις πληγές και το αίμα περιπλανώμενο ανάμεσα σε μας και στο στρογγυλό του καθρέφτη μάτι που μας ακολουθεί μια μουσική γεννάει εκεί που τα παράθυρα της ψυχής τα χέρια μας ανοίγουν σαν άλλες των φτερών ανταύγειες μια προσευχή μια περιπλάνηση για το Αλλού του κόσμου τούτου.
Οι γραμμές / Οι αριθμοί / Τα πρόσωπα / Το αμνημόνευτο της αγάπης βάθος / Το Νόημα / Το Απόκτημα / Ο Θάνατος / Ο νεκρός αδερφός / Το ανεκπλήρωτο μέλλον / Τα παιδιά που έμειναν νάνοι / Οι νάνοι νεκροί / Οι μέσα μας νεκροί / Η αφετηρία πριν την αρχή / Το χέρι που δε φτάνει να κόψει το χρόνο / Ο σάπιος χρόνος είναι ο ώριμος χρόνος / Ο χρόνος σιωπή / Ο χρόνος εφιάλτης / Ο χρόνος παγίδα / Ο χρόνος δήμιος / Ο χρόνος ο μεγαλύτερος Έρωτας όλων των Ερώτων / Το καρφί και το πύον της συνείδησης / Το αίμα στο φιλί / Το καμένο κάρβουνο της προδοσίας / Το άσπρο πόδι της ματαίωσης / Η λάσπη της αγάπης και η Θεία κοινωνία της / Ο άγριος σκύλος που κοιμάται μέσα μου τις νύχτες
Το άδειο που δεν έχω όταν σε έχω / Το πριν το τώρα το μετά το πάντα από το κλάμα μου / Το φαγωμένο μήλο της ζωής μας και τα φτυσμένα κουκούτσια του / Ο ήχος από σπασμένα ποτήρια που σε ξυπνά τις νύχτες / Το σπασμένο ανάμεσά μας / Ο χρόνος ο αδερφός μου / ο πατέρας μου / η μάνα μου / Τα παιδιά μου / Ο δημιουργός μου και ο δήμιος μου / Ο δήμιος μου
Ο δήμιος μου / Η φωτιά που καίει τα σταφύλια / Τα σπασμένα φρένα της απόγνωσης / Το ζώο στο σφαγείο / Το ζώο στο διάδρομο του σφαγείου / Το σφαγμένο βλέμμα σου / Οι νυχτερίδες της σκέψης / Οι τύψεις / Ο Θάνατος / Οι χειρονομίες του / Το ανεπίστροφο / Το ανεπίδοτο / ο γκρεμισμένος τοίχος της σκιάς σου / οι σκιές μας / τα κομμένα δάχτυλα της τρέλας / οι μέρες μας που ανοιγοκλείνουν στο σκοτάδι / οι πόρτες της συνείδησης / οι πόρτες μας / το ποτάμι της λήθης με το μαύρο νερό / το λιωμένο μέταλλο του χρόνου / το ξυράφι του / Το παγωμένο γάλα της συνείδησης / και το μαχαίρι που το κόβει / κι ήταν η σάρκα του νερού / το σώμα του νερού, που απ τα δάχτυλα γλιστρώντας / τον ρωτούσε / πες μου από ποια αρρώστια θα πεθάνεις ; / Κι έτσι ο χαμένος χρόνος, / ο χρόνος της αναμονής των συμβάντων του / ο κρεμασμένος χρόνος της σιωπής / απ τα νύχια της ανάγκης κρεμασμένος / του έδειχνε σβήνοντας / μιαν άλλη δυνατότητα του να υπάρχει / χωρίς αυτά, /να υπάρχει / σαν ένας σωρός άλλου κουρασμένου χρόνου / παράξενος / που μαζεύει τις βαλίτσες του / και ανεβαίνει πάλι στις στρογγυλές του ρόδες / και κυλάει / / σκορπίζοντας βλέμματα ζώων / κραυγές παιδιών / και ψίχουλα ρόδων στο σκοτάδι / και κυλάει / με όλα τα αδέσποτα των δρόμων / αδέσποτος κι αυτός μαζί / άδετος, αδαής , δεόμενος / κυριευμένος από την απόλυτη σιωπή / του μυστήριου της ζωής
και του φωτός αιχμάλωτος»… (Ερημος όπως Ερωτας-απόσπασμα)

Είναι ένας θρήνος ή το πένθος του?
Όπως και να έχει, η «έρημος όπως έρωτας», κρύβει εντός της μια ορατή ή αόρατη εξίσωση-σχεδόν κρυπτική-το νόμισμα είναι ένα και έχει δυο πλευρές – spot σκοτάδι φως- και η φωτεινή πλευρά, είναι εκείνη η ερωτηματική, που μας καλεί να την αποκωδικοποιήσουμε.

Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ (αποσπάσματα από την κριτική της Διώνης Δημητριάδου):   
  «…αυτός που στο μάτι του ζώου
θάνατο βλέπει και ποτέ την αθωότητα…»

Η ποίηση της Έφης Καλογεροπούλου δημιουργεί ένα ρήγμα σ’ αυτό που πιστεύεις ή που νομίζεις ότι αξίζει να πιστεύεις. Είναι ένα ξάφνιασμα ο λόγος της, που σου ανατρέπει τον κόσμο όπως αυτός σου παρουσιάζεται. Και αυτό ξεκινά από τον τίτλο της ποιητικής της συλλογής, εκεί που συνταιριάζει τις δύο λέξεις έρωτας και έρημος, ηχητικά συγγενείς έτσι κι αλλιώς. Αναρωτιέμαι αν αυτό είναι ένα γνώρισμα εκείνης της αληθινής ποίησης που αγνοεί τα κοινότοπα -και τόσο πεζά σε τελευταία ανάλυση- με τα οποία αρέσκονται ακόμη κάποιοι να ταλανίζουν την πένα τους.
Οι στίχοι εδώ έρχονται και σε βρίσκουν με την υποδειγματική τους λιτότητα, σε μια αποθέωση της ουσίας, η οποία πάντοτε προτιμά τη λακωνικότητα, ποτέ τη φλύαρη επιμονή στο ευτελές και εύκολο του φορτωμένου λόγου…

Στίχοι με την ελάχιστη στίξη, το ελάχιστο αυτό στίγμα του σχολιασμού, καθαροί προσφέρονται σε όποιον μπορεί να δει πίσω από αυτούς μια πλήρη εικόνα, συνολική του κόσμου, μέσα στον οποίο εντάσσεται και ο άνθρωπος και τα πάθη του, εσωτερικά και εξωτερικά παθήματα.
Αιχμάλωτος του φωτός, όπως λέει η ποιήτρια, εγκλωβισμένος στον χώρο των φαινομένων, αντικρίζει τα σημαίνοντα αγνοώντας τα σημαινόμενα. Αδυνατεί να δει ότι το μυστήριο της ζωής ανοίγεται μόνον όταν μπορέσει να δει ενταγμένο τον εαυτό του στο σύμπαν, όσο κι αν αυτό υποκρύπτει την αλήθεια του.

Μέσα σ’ αυτή την περιδίνηση του χρόνου, που ορίζει τη ζωή χωρίς ο ίδιος να ορίζεται ποτέ, που απατηλές και ασαφείς εικόνες μόνο προσφέρει, αφήνεται και ο ατυχής άνθρωπος, ο τάχα σοφότερος των δημιουργημάτων, να αντιμετωπίσει τις αυταπάτες του. Έρωτας όπως έρημος, μια που και ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος Έρωτας όλων των Ερώτων. Ο έρωτας άλλη μια ασταθής βεβαιότητα, όσο κι αν προσπαθεί να τη δει μέσα σε χρονικές διάρκειες. Αυτός πάντα θα ξεφεύγει, περιγελώντας την ψευδαίσθηση μιας αιωνιότητας. Πώς αλλιώς να οριστεί όμως ο έρωτας έτσι ταυτισμένος με μια χαώδη, άπειρη διάσταση του κόσμου, όπου λειτουργούν ερήμην του ανθρώπου άλλοι νόμοι και κυρίως μια άλλη λογική…

Κάτω από αυτή την οπτική, έχουμε μια φιλοσοφική διάσταση στον λόγο, που πολύ απέχει από την απλή αισθητική πρόσληψη της ποίησης. Οι χρόνοι του ρήματος -κυρίως ο Ενεστώτας ενός παρόντος μιας αδυσώπητης διάρκειας, αλλά και ο Αόριστος της συσσώρευσης χρονικών στιγμών- υπογραμμίζουν την αδιάκοπη και βασανιστική πορεία του ανθρώπου σε μια ζωή που ίσως αποδεικνύεται λίγη για τις απατηλές ελπίδες του…
Διαβάζοντας τον ποιητικό λόγο της Έφης Καλογεροπούλου έχω την αίσθηση ότι καλούμαι να συμπληρώσω τα κενά διαστήματα ανάμεσα στους στίχους της με τον λόγο του αναγνώστη. Ιδανικά αυτό παίρνει τη μορφή ερωτημάτων, όπως θα ταίριαζε σε μια φιλοσοφική συζήτηση ιδιαίτερων απαιτήσεων. Μένω σε μια ερώτηση που θέτει η ίδια
«κι αν ο τοίχος είναι κάτι περισσότερο;»

Δηλαδή ένα τοπίο απέραντο, όπως μας προτείνει σε μια ακόμη ανατροπή του σκηνικού; Εκεί που υπάρχουν όρια, μπορείς να δεις το άπειρο που φυσικά σε εμπεριέχει; Αρκεί να καταργήσεις τον τοίχο που σου στερεί τη θέα της συνολικής εικόνας. Και ο φόβος, αυτή η ανθρώπινη αναστολή της επιθυμίας; Πόσο δυνατός μπορεί να είναι; Μα, ακόμη κι αν μείνουν αναπάντητα τα ερωτήματα αυτά, η αξία του ποιητικού λόγου παραμένει αναμφισβήτητη, στον βαθμό που κινητοποίησε τη σκέψη και ενεργοποίησε τον μηχανισμό απελευθέρωσης του δέσμιου ανθρώπου. Λέξεις που επανέρχονται σχεδόν εμμονικά λειτουργούν σαν φωτεινές ενδείξεις της πορείας:
περιστροφή
παράθυρα
καθρέφτης
χρόνος
έρωτας
άπειρο
σιωπή
σύμπαν
Ποίηση απαιτητική; Οπωσδήποτε. Ας σκεφτούμε πως ίσως μόνον έτσι αξίζει η ενασχόληση με τα ποιητικά πράγματα…

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΟ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ (ένα σχόλιο του Γιώργου Λίλλη):
Έχουν γραφτεί τόσο όμορφα ερωτικά ποιήματα στο παρελθόν που είναι σχεδόν αδύνατο να προσφέρεις κάτι καινούργιο. Επίσης η ποίηση που γράφεται σήμερα ,θέλοντας να ξεφύγει από τα στερεότυπα γίνεται όλο και πιο κυνική και πεζολογική. Εδώ όμως μιλάμε για θέματα όπως ο έρωτας που παίζει σημαντικό ρόλο στην ζωή και όχι για στιχάκια του συρμού. Άλλο η ερωτική ποίηση που επικεντρώνεται στο μεγάλο αυτό αίσθημα και άλλο η ποίηση της αγοράς που πλασάρεται ότι είναι ικανή να λυτρώσει τον άνθρωπο από τον πόνο του χαμένου έρωτα. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι ποιητές σήμερα σπάνια καταπιάνονται με τον έρωτα. Όμως η αληθινή ποίηση δεν φοβάται να μιλήσει για τα μεγάλα ανθρώπινα θέματα. Ας μην το ξεχνάμε αυτό όλοι εμείς που γράφουμε. Αυτό που μένει είναι τελικά η προσωπική και ειλικρινής προσέγγιση ,είτε πρόκειται για ερωτικό ποίημα ,είτε για κοινωνικό ή πολιτικό .Είναι το προσωπικό, μοναδικό θα έλεγα βλέμμα του ποιητή εκείνο που σώζει το ποίημα από το να γίνει ένα αδιάφορο ανάγνωσμα. Με τον πρόλογο αυτό θα ήθελα να εκφράσω την ικανοποίησή μου για το βιβλίο της Έφης Καλογεροπούλου, Έρημος όπως Έρωτας, όπου τολμά να ασχοληθεί με την ερωτική ποίηση, προσφέροντας όμως ένα ιδιαίτερο βλέμμα, λοξό, γι αυτό και τόσο όμορφο, με επίκεντρο την ανθρώπινη ύπαρξη. Τα ποιήματα της συλλογής, άτιτλα, είναι ένα ταξίδι ψυχής, αναζητώντας την ταυτότητα δια μέσου των αισθήσεων. Η ποιήτρια δεν πέφτει στην παγίδα να γράψει μελιστάλαχτα στιχάκια, αλλά με την δύναμη ενός ελεύθερου πνεύματος αναρωτιέται για την δύναμη του έρωτα, μέσα από την απώλεια, τον πόνο, αλλά και μέσα από την χαρά, την τρέλα ,την υπέρβαση…

Αποσπάσματα από τη συλλογή ΕΡΗΜΟΣ ΟΠΩΣ ΕΡΩΤΑΣ (2015):
Είναι ένα καρότσι
ρόδες του υπόσχονται την αιώνια φυγή
ο μπροστινός τροχός τρίζει
το σπρώχνω σταθερά
βαδίζοντας στην άκρη του δρόμου
μέχρι που
ο δρόμος χάνεται
δεν υπάρχει δρόμος
δεν υπάρχει κανείς
μόνο αέρας.

Ξήλωνε
το φαρδύ ρούχο της στέρησης
με τις τεράστιες άδειες τσέπες.
Γυμνώθηκε τελείως.
Νήματα είναι τα σώματα, είπε,
να τα υφάνεις περιμένουν.

Δεν θυμάται
γιατί δεν θέλει να θυμάται.
Βαδίζει διαρκώς –
να διασχίσεις την έρημο, έλεγε, αυτό έχει σημασία,
και συνέχιζε
ανάμεσα στο πλήθος,
να διασχίσεις την έρημο, έλεγε.
Με προορισμό το δρόμο
αναζητώντας λίγη σκιά
δεν είχε παρά τον ίσκιο του
μονάχα.

Βάδιζε
λες κι ένα τζάμι κάτω από τα πόδια του
θύμιζε διαρκώς το βάρος.
Άξαφνα
το δίχτυ της βεβαιότητας υποχώρησε
ο πάγος έσπασε
νερό γέμισε η τρύπα
και πνιγμένους.

Θήραμα και θηρευτής κοιτάζονται
οι κόρες των ματιών τους διαστέλλονται
ο φόβος του θηράματος κατοικεί το μάτι του θηρευτή
και το τυφλώνει
ξερός κρότος ακούγεται
καθώς τα βλέφαρά του ανοιγοκλείνουν
το θήραμα αιχμαλωτίζει το θηρευτή.
Γίνονται ένα.

Πιο μέσα απ’ το βλέμμα τι;
Φωνή ατίθαση χτύπησε στ’ αυτιά του
σκάλα στριφογυριστή με κουπαστή
φάνηκε στο μυωπικό του μάτι
όλα μικραίνουν, καθώς πέφτουν
τι μένει;
Πιο μέσα απ’ το βλέμμα τι;
Με ακρίβεια ωρολογοποιού -που σφίγγει το κομμένο
ελατήριο-
με την τελευταία βιδίτσα που απόμεινε
τράβηξε το τι απ’ την ερώτηση.
Πιο μέσα απ’ το βλέμμα ύλη
ύλη σιωπής,
πρόσθεσε.

το ποτάμι της λήθης με το μαύρο νερό
το λιωμένο μέταλλο του χρόνου
το ξυράφι του
το παγωμένο γάλα της συνείδησης
και το μαχαίρι που το κόβει.
Κι ήταν η σάρκα του νερού
ίο σώμα του νερού που απ’ τα δάχτυλα γλιστρώντας
τον ρωτούσε:
Πες μου από ποια αρρώστια θα πεθάνεις;
Κι έτσι ο χαμένος χρόνος
ο χρόνος της αναμονής των συμβάντων του
ο κρεμασμένος χρόνος της σιωπής
απ’ τα νύχια της ανάγκης κρεμασμένος
του έδειχνε σβήνοντας
μιαν άλλη δυνατότητα του να υπάρχει
χωρίς αυτά
να υπάρχει
σαν ένας σωρός άλλου κουρασμένου χρόνου
παράξενος
που μαζεύει τις βαλίτσες του
και ανεβαίνει πάλι στις στρογγυλές του ρόδες
και κυλάει
σκορπίζοντας βλέμματα ζώων
κραυγές παιδιών
και ψίχουλα ρόδων στο σκοτάδι
και κυλάει
με όλα τ’ αδέσποτα των δρόμων
αδέσποτος κι αυτός
άδετος αδαής δεόμενος
κυριευμένος από την απόλυτη σιωπή
του μυστήριου της ζωής
και του φωτός αιχμάλωτος.

Ο ήχος της απώλειας τρύπιος
σφυρίζει μέσα του ο αέρας
φυσάει
μόνο στις εσοχές σωπαίνει
δίπλα
ένα καραβάνι τυφλών ποντικών
διασχίζει την πλατεία
σπασμένο πεζοδρόμιο στο αριστερό μου χέρι
και στο δεξί ένας δρόμος
κι εκεί τελειώνει

το τσιγάρο μου απόψε είναι δρόμος
το τσιγάρο μου απόψε είναι δρόμος
με προορισμό το άπειρο
μα το άπειρο είναι τυφλό
μπορεί να περιμένει
ναι μπορεί να περιμένει
σκοτάδι πηχτό
στο βάθος άγριο
μυρίζει έρωτας
χρόνος αυτός μαύρος
σημαδεμένος
γλιστρά στα πεζοδρόμια
-χέρι με χέρι-
νύχτα αυτή λευκή
τρεκλίζει
ένα τενεκεδάκι θάνατο κλωτσάει
και πάει εκεί που τελειώνει
ο δρόμος
ο κόσμος
πάνω κάτω
εκεί που τελειώνει
σε υψηλό σημείο τήξης
αχνίζει ο ήχος της απώλειας
βυθομετρώντας ουρανό και γη
αλλάζει η επιθυμία δέρμα
και το άπειρο έρημο χέρι
ένα απλωμένο πεινασμένο χέρι
που μπορεί να περιμένει
στο τέρμα της κεντρικής οδού
κάτω απ’ τη λάμπα
σ’ ένα παγκάκι
εξόριστοι ζωής κι οι δυο
με το ξημέρωμα
νεκρή αυτή – tattoo
στο μπράτσο του
θα χαραχτεί
για πάντα.

Στο δρόμο
στην έρημο
στην όχθη μιας φυγής
σ’ ένα ταξίδι
χωρίς προορισμό
στην άμμο
στη θάλασσα
στον έρωτα
στην ελευθερία.
Ό,τι χάθηκε στο χρόνο ταξιδεύει
αινίγματα στάχτη
και κάρβουνο
όλα τα καταπίνει η νύχτα
όσοι έρχονται
κι όσοι ακολουθούν
τον ίδιο δρόμο ανεβαίνουν
κι όλες οι λέξεις
θραύσματα και ύλη
μαγικοί λαβύρινθοι
που κρύβονται στα πλήκτρα
μακρινοί απόγονοι
μιας ανεξάντλητης κραυγής.
Τόσοι ουρανοί
τόσοι γκρεμοί
κι ένα μηχανικό άλογο
που γελάει καλπάζοντας
μέσα στη φωτιά.
Όμως συνεχίζω
γιατί το πένθος μου
ένα ποτάμι δροσερό το σβήνει
κι η μοίρα
είναι θάνατος και γέννηση μαζί
και δίνεις το κομμάτι σου το φωτεινό
ατόφιο στο καιρό και ζωντανός ξανά
ανοίγεσαι στα ύψη.
Και θέλω να πω
και λέω
σήμερα είμαι μόνο
λέξεις και τριαντάφυλλα για σένα.