Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΗΡΙΝΝΑ: «παρά τον έρωτα ή παρά το έαρ»:


Η Ήριννα, όπως γνωρίζουμε σήμερα, έζησε στην Τήλο τον 4ο π.Χ. αιώνα, δεκαεννέα όλα κι όλα χρόνια. Το έργο της ήταν μικρό, όπως και η ζωή της: αποτελούνταν από ένα ποίημα τριακοσίων στίχων, την Ηλακάτη, και κάποια επιγράμματα. Σήμερα δεν σώζονται παρά μια πενηνταριά στίχοι, αρκετοί απ’ τους οποίους είναι μάλιστα θρυμματισμένοι. Και τόσοι όμως είναι αρκετοί για να φανερωθεί στον αναγνώστη μια χαμηλόφωνη και ταπεινή ποίηση, ελεγειακή όχι στη μορφή αλλά στο περιεχόμενό της, θερμή και τρυφερή, που αντιμέτωπη με το οριακό γεγονός του θανάτου στρέφεται στην οικεία καθημερινότητα και ανακαλεί τις μικρές χαρές της ζωής προσφέροντας την παρηγοριά που μόνο η τέχνη μπορεί να χαρίσει στον άνθρωπο.
Οι στίχοι της Ηλακάτης που σώζονται μαζί με τα τρία επιγράμματα της Ήριννας που γνωρίζουμε, αν τους βάλουμε τον ένα κάτω από τον άλλο, δεν φτάνουν για να γεμίσουν δυο σελίδες ενός βιβλίου. Κι όμως με αυτούς τους ελάχιστους στίχους η Ήριννα κατορθώνει να ζωντανέψει έναν ολόκληρο χώρο, πραγματικό και ποιητικό ταυτόχρονα: τη ζωή στη μικρή και απομονωμένη Τήλο κατά την ύστερη αρχαιότητα, την καθημερινότητα των κοριτσιών, τα παιχνίδια τους, την αγάπη που τα συνδέει, το πέρασμα του χρόνου που τα αλλάζει. Κι όλα αυτά μ’ έναν τρόπο που κάποιες στιγμές φέρνει στον νου του αναγνώστη, παραδόξως, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη – πιθανότατα επειδή οι συνθήκες ζωής δεν διέφεραν στην πραγματικότητα πολύ ανάμεσα στην Τήλο του 4ου αιώνα π.Χ. και στη Σκιάθο του 19ου, αλλά επίσης γιατί αυτό που κυριαρχεί και στους δύο συγγραφείς, την αρχαία ποιήτρια και τον σύγχρονο πεζογράφο, είναι η αγάπη και η νοσταλγία με την οποία αντικρίζουν και μεταμορφώνουν ό,τι περιγράφουν, τα μικρά πράγματα κυρίως με την ανεξάλειπτη λάμψη.    
Η Ήριννα πρόλαβε να κερδίσει την υστεροφημία συνθέτοντας στη διάρκεια της μικρής της ζωής –πέθανε στα δεκαεννιά της χρόνια– την Ηλακάτη, ποίημα μόλις τριακοσίων στίχων –σπαρακτικό θρήνο για τη φίλη της Βαυκίδα, που πέθανε νεόνυμφη, κι αυτή στα δεκαεννιά της χρόνια– και τρία όλα κι όλα επιγράμματα που διέσωσε ἡ Παλατινή Ανθολογία –τα δύο από αυτά επίσης θρηνητικά επιτύμβια για τη Βαυκίδα. Η Ήριννα είναι ίσως η πρώτη ποιήτρια που διεκδικεί το δικαίωμα στην ποιητική δημιουργία υπερβαίνοντας τη μητρική απαγόρευση και αρνούμενη τη συμβατικότητα του ρόλου της μικρής υφάντρας. Την πληροφορία, από τις ελάχιστες που έχουμε για τη ζωή της, αντλούμε από ανώνυμο επιγραμματοποιό της Παλατινής Ανθολογίας (Π.Α.,9.190), θερμό θαυμαστή του έργου της:
«Ένα κεράκι λέσβιο της Ήριννας το έργο, μικρό πολύ, μα το ’πλασε το μέλι των Μουσών. Τριακόσιοι μόνο οι στίχοι της, μα σαν του Ομήρου αξίζουν κι ας είναι στίχοι κοριτσιού στα δεκαεννιά του χρόνια· κι αν από φόβο για τη μάνα δούλευε στον αργαλειό ή στ’ αδράχτι, κρυφά η μέσα της ψυχή θεράπευε την τέχνη. Κι αν είναι η Σαπφώ καλύτερη στα μελικά τραγούδια στους εξαμέτρους η Ήριννα την έχει ξεπεράσει».
Αυτή η υπερβολή στον έπαινο σχετίζεται με την σύγχυση που επικρατούσε κατά την ύστερη αρχαιότητα και ήθελε την Ήριννα ομόχρονη και φίλη της Σαπφώς. Μια σύγχυση που διαλύεται με μια βαθύτερη προσέγγιση στο έργο των δύο ποιητριών, που ούτε γλωσσικά συγγενεύουν (στην αιολική διάλεκτο έγραψε η Σαπφώ, στην δωρική η Ήριννα) ούτε ως προς την ποιητική τους ιδιοσυγκρασία. Ένας φλογερός κατά κανόνα ανεκπλήρωτος ερωτικός πόθος πυρπολεί το εξαίσιο σαπφικό έργο, το οποίο έρχεται από το τέλος της αρχαϊκής εποχής. Αντίθετα στο έργο της Ήριννας κυριαρχεί η χαμηλής έντασης αλλά μακράς διάρκειας θαλπωρή της αγάπης. Αυτής που συντηρεί θερμά τα χνάρια στην καρδιά και που ευδοκιμεί σε κλίμα ποιητικό απόλυτα εναρμονισμένο με της τροφή της τέχνης προς την καθημερινότητα την εποχή του 4ου αι.π.Χ.          
Τα παραπάνω σημειώνει η Τασούλα Καραγεωργίου που συνέθεσε και μετέφρασε υποδειγματικά όλο το υλικό που σώζεται. Εξάλλου η Ήριννα είναι παλιά της γνώριμη: οι δρόμοι των δύο ποιητριών είχαν σμίξει πρώτη φορά στην ποιητική συλλογή της Καραγεωργίου «Το μετρό» (2004). Αντιγράφω το ποίημα που είχε τίτλο το όνομά της (Η Ήριννα στο Αεροδρόμιο) και ήταν αφιερωμένο στην Κική Δημουλα:
«Χάθηκε ξαφνικά η ποιήτρια·
κανείς δεν ξέρει / πού ήταν το πρωί και πού το μεσημέρι·
όσο για το ηλιοβασίλεμα, ήλιος δεν ανατέλλει.
Να φταίει που δεν είχε κινητό
ή μήπως που εγκατέλειψε πρώτη φορά την Τήλο;
Να φταίει που βουλιάξαν τα νησιά / κι έχουν χωθεί για πάντα μες στη θάλασσα;
 - κάπου θα τη στριμώξουν, / δεν μπορεί, / θα έχει κάποιον κωδικό, / μια κάρτα για αυτόματη ανάληψη χρημάτων.
Εντόπισαν μονάχα τη βαλίτσα της / όταν ουρλιάξαν οι συναγερμοί / ελέγχου των επιβατών και των αποσκευών τους
και στη οθόνη φάνηκαν / κάτι χορδές σπασμένες
κι ένας φθαρμένος πάπυρος / με μυστικές γραφές
- μιλούσε μάλλον για φωτιές που αφάνισαν τα πεύκα
 (είμαι βαλίτσα ξεχασμένη στον σταθμό / κι ας έχω πορφυρή κορδέλα στο χερούλι)»
Ακολουθούν, με ΚΛΙΚ στην εικόνα της Ήριννας, ένα κείμενο του Χαράλαμπου Γιανακόπουλου που με τον τίτλο «Ανασυνθέτοντας το χαμένο έργο «Ηλακάτη» της αρχαίας ποιήτριας Ήριννας, δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση BOOKSTAND και αποσπάσματα από μια ομιλία της Τασούλας Καραγεωργίου που με τίτλο «Από τη Σαπφώ στην Ήριννα, δυο έξοχα παραδείγματα γυναικείας αντίστασης» εκφωνήθηκε σε μιαν εκδήλωση διαμαρτυρίας για τη φρικτή βία την οποία υφίστανται ανυπεράσπιστες γυναίκες (δυστυχώς από την αρχαιότητα έως σήμερα)




Κλασικοί χρόνοι, εποχή της Ήριννας, της ποιήτριας που οι στίχοι της, από τον 4ο αιώνα και μετά, κρίθηκαν εφάμιλλοι του Ομήρου και της Σαπφούς. Πατρίδα της η Τήλος.  Η ηλιόλουστη γαλήνια φύση του νησιού, η λατρεία της θεάς Αθηνάς, το γλωσσικό ιδίωμα κ.ά. μας δίνουν την εξήγηση της καλλιτεχνικής ανάπτυξης εκείνης της εποχής που έκανε μια γυναίκα και μάλιστα τόσο νέα να εκφράσει τις σκέψεις της με ποιητικό μέτρο. Η Ήριννα είχε μια παιδική φίλη, τη Βαυκίδα, η οποία παντρεύτηκε (και έφυγε ενδεχομένως από την Τήλο), για να πεθάνει λίγο αργότερα νεότατη, όπως και η ίδια η ποιήτρια μετά από λίγο καιρό. Στην Ηλακάτη (πρόκειται για τη ρόκα στην οποία τύλιγαν το νήμα οι γυναίκες πριν ξεκινήσουν το γνέψιμο στον αργαλειό) η Ήριννα αναθυμάται και περιγράφει με πόνο και νοσταλγία, με θλίψη και τρυφερότητα, τα παιδικά παιχνίδια των δύο κοριτσιών, «γιατί μες στην καρδιά τα χνάρια τους ζεστά / βρίσκονται ακόμα», τις δουλειές που οι μητέρες αναθέτανε στις μικρές φίλες να κάνουν, τη Μορμώ, το φόβητρο κάθε παιδιού της εποχής εκείνης. Κι ύστερα τη θλίψη της για την απομάκρυνση της Βαυκίδας από τη φιλενάδα της, τότε που παντρεύτηκε και «σε κλίνη ανδρός βρέθηκε», και τον άφατο πόνο της όταν αναγκάστηκε να παρευρεθεί στην κηδεία της.

ΑΝΑΣΥΝΘΕΤΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΕΡΓΟ «Ηλακάτη» της αρχαίας ποιήτριας Ήριννας (κείμενο του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου στο περιοδικό BOOKSTAND):  
Μπαίνω σ’ ένα βιβλιοπωλείο, διαλέγω ένα βιβλίο –κατά προτίμηση κάποιο ολιγοσέλιδο και που δεν το είχα στις λίστες μου για αγορά– και κάθομαι ύστερα σε μια καφετέρια. Παραγγέλνω καφέ ή μπύρα και διαβάζω το καινούριο μου απόκτημα από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι μία από τις μικρές αναγνωστικές μου απολαύσεις που, όταν έχω μια-δυο ώρες κενό, επιδιώκω να τις χαίρομαι. Μετά συνεχίζω τις δουλειές μου από κει που τις είχα αφήσει. Έτσι και σήμερα, ύστερα από ένα εξαντλητικό πρωινό, κατευθύνθηκα στο πλησιέστερο βιβλιοπωλείο και σχεδόν αμέσως εντόπισα το βιβλίο που θα διάβαζα· ήταν η Ηλακάτη της αρχαίας ποιήτριας Ήριννας (εκδόσεις Γαβριηλίδης)

Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που συγκέντρωνα, σε φωτοτυπίες κυρίως, ό,τι σχετικό με αυτή την ποιήτρια κατάφερνα να εντοπίσω. Και είχα περάσει ένα υπέροχο δίωρο εκείνο το καλοκαίρι, σε κάποια καφετέρια πάλι, προσπαθώντας να βάλω σε τάξη όλο εκείνο το υλικό – «Πέρασα ένα μέρος του πρωινού μου  ανασυνθέτοντας το χαμένο έργο της Ήριννας», σημείωνα αργότερα στο τετραδιάκι μου ικανοποιημένος με τον εαυτό μου. Τη δουλειά αυτή την έκανε τώρα προσεκτικά και συστηματικά, υποδειγματικά, η ποιήτρια Τασούλα Καραγεωργίου, η οποία συγκέντρωσε, ταξινόμησε, μετέφρασε και σχολίασε τα σπαράγματα του ποιητικού έργου της Ήριννας και επιπλέον επτά επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία αφιερωμένα όλα στην αρχαία ποιήτρια. Διαβάζω το εισαγωγικό σημείωμα:

«Οι στίχοι της Ηλακάτης, που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια, προέρχονται από παπυρικό σπάραγμα, που ανακαλύφθηκε το 1929. Στην παρούσα έκδοση χρησιμοποιούμε το κείμενο, όπως παρατίθεται από τον D. L. Page ο οποίος  γράφει σχετικά: «Αυτό το ωραίο απόσπασμα ανήκει στην Ηλακάτη της Ήριννας, ένα ποίημα που γράφτηκε από θλίψη για τον θάνατο της Βαυκίδας, φίλης των παιδικών της χρόνων. Για την ίδια την Ήριννα λέγεται ότι πέθανε στα δεκαεννιά της χρόνια και πως αυτό το ποίημα, που σύμφωνα με το λεξικό Σουίδα απαρτίζεται από 300 εξάμετρους στίχους, ήταν πιθανώς το μόνο έργο που εξέδωσε»…

Ελάχιστοι (54 περίπου), κι αυτοί θρυμματισμένοι, στίχοι διασώζονται στον σπαραγμένο πάπυρο, είναι όμως ικανοί να δικαιώσουν τον θαυμασμό της ύστερης αρχαιότητας για τη μικρή ποιήτρια του 4ου π.Χ. αιώνος.

Στους πρώτους στίχους η αναπόληση της παρελθούσης κοινής ευτυχίας, που βίωσαν οι δύο φίλες κατά τα παιδικά τους χρόνια, ιδωμένη αντιστικτικά προς την παρούσα συμφορά, όπως στα νεοελληνικά θρηνητικά τραγούδια, έξοχη ως προς την ποιητική λειτουργία της, προσφέρει πλείστα στοιχεία για την ανασύνθεση της καθημερινής ζωής μιας νέας που ζει στο μικρό αιγαιοπελαγίτικο νησί περί τα μέσα του 4ου αιώνος π.Χ. [...] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)

[ΠΗΓΗ: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος BOOKSTAND Περιοδικό για το Βιβλίο και την ανάγνωση – ΒΙΒΛΙΟ: Ήριννα Ηλακάτη (σπαράγματα και επιγράμματα), Σειρά: Αρχαία Κλασική Γραμματεία: εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια Τασούλα Καραγεωργίου, εκδόσεις Γαβριηλίδης]

 «Από τη ΣΑΠΦΩ στην ΗΡΙΝΝΑ»: δύο έξοχα παραδείγματα γυναικείας αντίστασης που στηρίχθηκε στη μαγική δύναμη του ποιητικού λόγου:
(αποσπάσματα από μια ομιλία της Τασούλας Καραγεωργίου που εκφωνήθηκε σε μιαν εκδήλωση διαμαρτυρίας για τη φρικτή βία την οποία υφίστανται ανυπεράσπιστες γυναίκες απανταχού της γης από την αρχαιότητα έως σήμερα):
Γνωστότερη από τις δύο η Σαπφώ έρχεται από την αρχαϊκή εποχή (τέλη του 7 ου αι.π.Χ.-αρχές του 6ου αι. π.Χ.) κομίζοντας το πάθος μιας φλογερής γυναικείας ιδιοσυγκρασίας και την αυτοπεποίθηση μιας ποιητικής ιδιοφυίας και αποτολμά μια ανατροπή -τομή τόσο στον χώρο της παγκόσμιας ποίησης όσο και στο αξιακό σύστημα του ηρωικού ιδεώδους της ομηρικής εποχής. Στους πρώτους στίχους του αποσπάσματος 195 η Σαπφώ αναζητώντας τι είναι άριστον και κάλλιστον στη μέλαινα γη, στέκεται σθεναρά με το λυρικό της εγώ απέναντι στον κόσμο και αντιπροτείνει στις καθιερωμένες περί ηρωικού ιδεώδους αξίες τις συνδεδεμένες με την βία του πολέμου τον σεβασμό των επιλογών που κάνει το άτομο με οδηγό την αγάπη: «Άλλοι λένε το ιππικό πως είναι το πιο όμορφο πάνω στη μαύρη γη, άλλοι το πεζικό και άλλοι τα καράβια· εγώ όμως λέω πιο όμορφο εκείνο που αγαπάμε» (μετάφρ. Τασούλα Καραγεωργίου). Η τοποθέτηση του σαπφικού ὄττω τις ἔραται· στον χώρο του υπέρτατου αγαθού όσο και αν φαίνεται σήμερα ίσως αυτονόητη, είναι για την αρχαϊκή εποχή μια αληθινή επανάσταση καθώς εγκαινιάζει την ανοχή απέναντι στις ατομικές επιλογές και παράλληλα θέτει την αγάπη σε βαθμίδα υψηλότερη από την αριστεία στο πεδίο της μάχης. Η Σαπφώ επανέρχεται στους καταληκτικούς στίχους του αποσπάσματος για να επισφραγίσει την επιλογή της με την εξαίσια μνημονική ανάκληση της φίλης της Ανακτορίας που έχει πια ξενιτευθεί και έχει φύγει από τη Μυτιλήνη. Διαβάζω σε δική μου μετάφραση: «έτσι και τώρα φέρνει ξαφνικά στη θύμησή μου την Ανακτορία, που ‘χει φύγει πια· εκείνης θα ‘θελα να δω ξανά το εράσμιο βήμα, του λαμπερού προσώπου της το εξαίσιο φέγγος παρά τα όπλα των Λυδών και τους στρατιώτες πάνοπλους μες στο πεδίο της μάχης»

Η Σαπφώ διαμορφώνει ένα κόσμο ο οποίος καταφάσκει στον έρωτα και αντιπαρατίθεται στη βία εισάγοντας μιαν ηθική του συναισθήματος που οι ποιότητές του καταξιώνουν την ανθρώπινη ζωή. Είναι ένας κόσμος που αποστρέφεται τον επιδεικτικό πλουτισμό, την τρυφή και την αλαζονεία τού φαίνεσθαι: «Τα πλούτη χωρίς αρετή είναι κακοί γειτόνοι» επισημαίνει στο απόσπασμα 148…

Αξίζει να σημειωθεί ότι στον κόσμο αξιών της Σαπφώς υπερτερεί πάντα το κάλλος, σωματικό και ψυχικό, κατά την αναμέτρησή του με τα απαστράπτοντα πλούτη. Αγαπητοί φίλοι, Ίσως ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να αντιληφθεί το πρωτοποριακό βήμα που κάνει η ποίηση αυτή,  όταν περί τα τέλη του 7ου αι. π. Χ. απομακρύνεται από τα πεδία των μαχών για να θέσει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της το ανθρώπινο πρόσωπο και τα περίπλοκα συναισθήματά του,  όταν περιγράφει την ψυχοπαθολογία του έρωτα με όλες τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες (α, πώς σπαράζει τώρα μέσα στα στήθια μου η καρδιά/κοιτάζω προς το μέρος σου κλεφτά/κι ευθύς μου κόβεται η μιλιά//η γλώσσα μου παγώνει. αρχίζει να με καίει μια φωτιά/τα μάτια μου δεν βλέπουν /τ’ αυτιά μου δεν ακούνε πια//το σώμα μου όλο ιδρώνει/ριγώ και τρέμω σύγκορμη/το χρώμα από το πρόσωπό μου χάνω /και νιώθω πως κοντεύω να πεθάνω)   όταν χωρίς συστολή εκθέτει στον αναγνώστη της τα ερωτικά βάσανα του ποιητικού εγώ: «Πάλι ο έρωτας που τα γόνατα λύνει πάλι εμένα τραντάζει γλυκόπικρο ερπετό ακαταμάχητο»  όταν στα εξαίσια επιθαλάμια υμνεί το νεανικό κάλλος παρομοιάζοντας τη νύφη «Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού εσύ ’σαι το ομορφότερο» και τον γαμπρό με λυγερό κλαράκι ενώ παράλληλα δεν παραλείπει να επισημάνει το εφήμερο μιας χωρίς ψυχικό υπόβαθρο ομορφιάς: «ο όμορφος είν' όμορφος όσον καιρό τον βλέπεις μα ο καλός είν᾿ όμορφος και τώρα και για πάντα»…

Δεν παραλείπει δε, όπως εμφαίνεται από τη χαρακτηριστική παρομοίωση ενός σπαραγμένου στίχου, να διαμαρτυρηθεί για την βίαιη ερωτική συμπεριφορά: «... σαν το κρινάκι του βουνού που το ’λιωσαν τα πόδια των βοσκών και κείτεται κατάχαμα το πορφυρό του άνθος...»

Πολύ λιγότερο γνωστή από τη Σαπφώ, τρεις αιώνες αργότερα, τον 4ο αι. π.Χ., ζει στη μικρή Τήλο, η Ήριννα μια μικρή τραγουδίστρα που ωστόσο άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην ποιητική μνήμη της μετακλασικής εποχής και της ύστερης αρχαιότητας και σταδιακά μετατράπηκε σε θρύλο συνώνυμο της ποιητικής αθωότητας. Η Ήριννα πρόλαβε να κερδίσει την υστεροφημία συνθέτοντας στη διάρκεια της μικρής της ζωής –πέθανε στα δεκαεννιά της χρόνια– την Ηλακάτη, ποίημα μόλις τριακοσίων στίχων –σπαρακτικό θρήνο για τη φίλη της Βαυκίδα, που πέθανε νεόνυμφη, κι αυτή στα δεκαεννιά της χρόνια– και τρία όλα κι όλα επιγράμματα που διέσωσε ἡ Παλατινή Ανθολογία –τα δύο από αυτά επίσης θρηνητικά επιτύμβια για τη Βαυκίδα. Η Ήριννα είναι ίσως η πρώτη ποιήτρια που διεκδικεί το δικαίωμα στην ποιητική δημιουργία υπερβαίνοντας τη μητρική απαγόρευση και αρνούμενη τη συμβατικότητα του ρόλου της μικρής υφάντρας. Την πληροφορία, από τις ελάχιστες που έχουμε για τη ζωή της, αντλούμε από ανώνυμο επιγραμματοποιό της Παλατινής Ανθολογίας (Π.Α.,9.190), θερμό θαυμαστή του έργου της: «Ένα κεράκι λέσβιο της Ήριννας το έργο, μικρό πολύ, μα το ᾿πλασε το μέλι των Μουσών. Τριακόσιοι μόνο οι στίχοι της, μα σαν του Ομήρου αξίζουν κι ας είναι στίχοι κοριτσιού στα δεκαεννιά του χρόνια· κι αν από φόβο για τη μάνα δούλευε στον αργαλειό ή στ᾿ αδράχτι, κρυφά η μέσα της ψυχή θεράπευε την τέχνη. Κι αν είναι ἡ Σαπφώ καλύτερη στα μελικά τραγούδια στους εξαμέτρους η Ήριννα την έχει ξεπεράσει»

Αυτή η υπερβολή στον έπαινο σχετίζεται με την σύγχυση που επικρατούσε κατά την ύστερη αρχαιότητα και ήθελε την Ήριννα ομόχρονη και φίλη της Σαπφώς. Μια σύγχυση που διαλύεται με μια βαθύτερη προσέγγιση στο έργο των δύο ποιητριών, που ούτε γλωσσικά συγγενεύουν (στην αιολική διάλεκτο έγραψε η Σαπφώ, στην δωρική η Ήριννα) ούτε ως προς την ποιητική τους ιδιοσυγκρασία. Ένας φλογερός κατά κανόνα ανεκπλήρωτος ερωτικός πόθος πυρπολεί το εξαίσιο σαπφικό έργο, το οποίο έρχεται από το τέλος της αρχαϊκής εποχής. Αντίθετα στο έργο της Ήριννας κυριαρχεί η χαμηλής έντασης αλλά μακράς διάρκειας θαλπωρή της αγάπης. Αυτής που συντηρεί θερμά τα χνάρια στην καρδιά και που ευδοκιμεί σε κλίμα ποιητικό απόλυτα εναρμονισμένο με της τροφή της τέχνης προς την καθημερινότητα την εποχή του 4ου αι.π.Χ.

Στην Ήριννα λοιπόν οφείλουμε την αναβίωση ενός χαρούμενου κοριτσίστικου κόσμου –είναι μοναδική περίπτωση μέσα στην αρχαία γραμματεία– που αποπνέει την ευγένεια και το ήθος του αιγαιακού πολιτισμού, ο οποίος φαίνεται ότι συνολικά και τηρουμένων πάντα των αναλογιών έδινε τη δυνατότητα στις γυναίκες να συμμετάσχουν στη χαρά της ζωής. Διαβάζω σε δική μου μετάφραση τους σωζομένους στίχους της Ηλακάτης, όπου παρακολουθούμε τις ξένοιαστες αυτές μνήμες να διαλύονται σταδιακά μέσα στην βαθιά οδύνη για τον πρόωρο θάνατο της Βαυκίδας:

«Από τ' άσπρα σου τ' άλογα πήδηξες με άλμα τρελό μες στο κύμα της θάλασσας τ' άπειρο», «Σ' έπιασα! », δυνατά σου φωνάζω, Βαυκίδα μου. *ήμουν η μάνα εγώ του παιχνιδιού+ και συ ήσουν η χελώνα που πάνω-κάτω πήγαινες πηδώντας στο χορτάρι της μεγάλης μας αυλής. Για όλα αυτά, καημένη μου Βαυκίδα, βαριά στενάζω και θρηνώ γιατί μες στην καρδιά τα χνάρια τους ζεστά βρίσκονται ακόμα· όμως εκείνα που μας έδιναν χαρά, όλα έχουν γίνει στάχτη. κοριτσάκια μικρά, σαν τις νύφες ντυμένα, στους θαλάμους μας παίζαμε ξένοιαστα τις κερένιες μας κούκλες κρατώντας και νωρίς το πρωί είχεν έρθει η μάνα το μαλλί να μοιράσει στις πιστές υπηρέτριες κι από σένα ζητούσε μαζί της να φτιάξεις το αλίπαστο κρέας. Α, τι φόβο, μικρές όταν ήμαστε, η Μορμώ μάς γεννούσε περπατούσε στα τέσσερα, είχε αυτιά στο κεφάλι μεγάλα και συνέχεια τη μια τρομερή με την άλλη της άλλαζε όψη. Μα σε κλίνη ανδρός μόλις βρέθηκες, τα λησμόνησες όλα που άκουγες τότε, παιδάκι μικρό, κουρνιασμένο στον κόρφο της μάνας του· Αχ, Βαυκίδα, καλή μου, τη λήθη η θεά Αφροδίτη κρυφά στην καρδιά σου είχε βάλει. Μα πικρά τώρα κλαίοντας την κηδεία σου αφήνω· δεν βαστάνε τα πόδια μου νά 'βγω έξω απ' το σπίτι, δεν αντέχω στο φως το δικό σου το σώμα νεκρό ν' αντικρύσω ούτε δύναμαι πια να θρηνώ με λυτά τα μαλλιά μου·  ολοπόρφυρο πένθος μού σκίζει τα μάγουλα…»

Ο τίτλος του έργου Ηλακάτη (ρόκα, δηλαδή) από το οποίο σώζονται οι παραπάνω σπαραγμένοι στίχοι είναι η έμπρακτη απόδειξη ότι η Ήριννα υπερέβη την απαγόρευση καταθέτοντας για την αγαπημένη φίλη ένα είδος βιογραφικού θρήνου της τιμώμενης νεκρής, μελαγχολικά οικείου σε μας τους νεοέλληνες και από τα σπαρακτικά μοιρολόγια της Μάνης. Αποδεικνύει ακόμα ότι γυναίκες, γνωστές και άγνωστες, σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους σκυμμένες πάνω στον αργαλειό ή σε άλλα έργα καθημερινής ενασχόλησης πλαισίωναν και πλαισιώνουν πάντα την τέχνη ή την εργασία τους με τραγούδια που επιχειρούν να αγγίξουν τον ουρανό της ποιητικής δημιουργίας για να αρθούν πάνω από την σκληρή πραγματικότητα και τα βάσανα που αυτή επιφυλάσσει στις ανυπεράσπιστες υπάρξεις…

Κλείνοντας θα ήθελα στις βασανισμένες φτωχές γυναίκες τις οποίες σήμερα τιμάμε και με σεβασμό στεκόμαστε μπροστά στο δράμα τους, να αφιερώσω, μιας και βρίσκομαι μέσα στο κλίμα της αρχαίας ποίησης, τη μετάφραση ενός λαϊκού τραγουδιού της αρχαιότητας, το οποίο με δικαιοσύνη αποδίδει στο γυναικείο φύλο το μερίδιο που δικαιούται στον ουρανό, στη γη και στη θάλασσα:
«Απ’ τα ουράνια ελάτε, θεές, και μαζί μου υμνήσετε των θεών την Μητέρα που μας ήρθε εδώ αφού πρώτα πλανήθηκε στα βουνά και στα δάση. Μόλις είδε ο Ζευς βασιλιάς των θεών την Μητέρα τον κεραυνό του ετόξευε τα τύμπανά του επήρε τις πέτρες εκσφενδόνισε τα τύμπανά του επήρε. –Γύρισε μάνα στους θεούς και μην πλανιέσαι στα όρη έχουν λιοντάρια φοβερά και άγριους λύκους άσπρους –Δεν θα πάω εγώ στους θεούς»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου