Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

ΚΟΡΑΛΙΑ ΑΝΔΡΕΙΑΔΗ-ΘΕΟΤΟΚΑ 1935-1976

 (… η απόλυτη σχέση με τον Γιώργο Θεοτοκά…

κι ένα φτερούγισμα στο κενό…)


«Πολιορκία

Καθώς αμίλητη αντιστέκεσαι  

με το Θεό στα χείλη,   με τις αισθήσεις τεντωμένες,

καθώς αμείλικτη αντιστέκεσαι

κι άσβηστη και ανέλπιδη   μπρος στη μελλοντική πολιορκία,

χρέος σου

πριν σε κυλήσει αδιάφορα η νύχτα   στην τύχη, στη σιωπή,

χρέος σου

να τραγουδήσεις δυνατά έναν ωραίο ύμνο».


Στίχοι  Κοραλίας Ανδρειάδη - Θεοτοκά και  η μνήμη ανατρέχει στον Δεκέμβριο του 1976 όταν η ποιήτρια, μόλις 41 ετών, σύζυγος του Γιώργου Θεοτοκά - ενός από τους κυριότερους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του 1930 - έθεσε τέρμα στη ζωή της πηδώντας στον ακάλυπτο από τον έκτο όροφο πολυκατοικίας στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας στην Αθήνα…

 


ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ και το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ της Ποιήτριας:

«Το ποίημα ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ  γράφτηκε από τις 7 ως τις 10 Σεπτεμβρίου του 1971 και αποτελείται από 469 στίχους. Τώρα που το ξανακοιτάζω, ύστερα από τριάμισι χρόνια, ανακαλύπτω πως είναι ένα ποίημα - παραλήρημα, όπου η εισβολή του απόλυτου και το γεγονός των ορίων σε αλληλοδιάδοχες φάσεις συνυπάρχουν και – ελπίζω – ισορροπούν τελικά με τον γενικό τίτλο «Οι μεγάλες διαδικασίες».

Επιβαρυμένη από το ανεκπλήρωτο και την απουσία τού Γιώργου Θεοτοκά – «ένα είδος επίγειας θεότητας, αταίριαστης με οποιαδήποτε άλλη και ασύγκριτης, που στάθηκε το επίκεντρο της ποίησής της», κατά τον Αντρέα Καραντώνη– η Κοραλία Θεοτοκά θα οδηγηθεί στο τέρμα.

 

 «Τελειώνω τη ζωή μου με τη δική μου θέληση, και κανένας εκτός από εμένα την ίδια δεν ευθύνεται για τον θάνατό μου.

Είμαι απροσάρμοστη στην πραγματικότητα, αισθάνομαι άχρηστη σε έναν κόσμο που εργάζεται κι αγωνίζεται.

Η καταθλιπτική κατάσταση που με βασανίζει δεν με αφήνει να εργαστώ αποδοτικά πουθενά.

Η φαρμακοθεραπεία δεν μπόρεσε να κατανικήση τη μελαγχολία μου.

Κουράζω τους δικούς μου, τη μάνα μου, την αδελφή μου, τους φίλους.

Με τρέλανε ο θόρυβος, τα καυσαέρια, η σκληρή καταπιεστική κοινωνία, και φταίω εγώ που ζω περισσότερο στον κόσμο της φαντασίας, και δεν ωρίμασα παρά τα χρόνια μου.

Θαυμάζω τους νέους για την κατάφασή τους στη ζωή, ήθελα να ’μαι σαν και αυτούς, αλλ’ αλλοίμονο δεν μπορώ ν’ αγωνιστώ όπως θα ’θελα.

Είμαι υπερβολικά συναισθηματική.

Η αρχή ήταν ο θάνατος του άντρα μου πριν δέκα χρόνια.

Έκανα ό,τι μπορούσα για το έργο του Γ. Θεοτοκά, του άντρα μου.

 Ελπίζω να μη βρωμίσετε το όνομα που φέρνω με μάταια ερωτήματα για αιτίες κι αφορμές.

Μη κουράσετε δικούς μου φίλους.

Δεν είμαι η μόνη, αλλά είμαι μόνη.

Γειά!..  Ο κόσμος ελπίζω να καλυτερέψει. Για όλους. Για τους άλλους…» Κοραλία Θ.

 

 «Η Κοραλία Θεοτοκά σε κάποια στιγμή έζησε κάτι μεγάλο –ονομάστε το Γιώργο Θεοτοκά ή όπως αλλιώς θέλετε– κι είχε την τιμιότητα να μην μειώσει μέσα της τη σημασία του για να επιζήσει, να μην δεχτεί τις μεταγενέστερες μέτριες μορφές που της προτείνονταν σε σχέση μ' αυτό που είχε βιώσει, ν' απαντήσει θετικά στο ότι δεν χρειάζεται να ζήσουμε το σχετικό, όταν έχει προηγηθεί το ύψιστο. Κι όλα αυτά τα εγγυήθηκε με τη φυσική της οδύνη, με το σώμα της, με το θάνατό της».

(Θανάσης Θ. Νιάρχος)

 

ΜΕ ΜΙΑ ΚΙΝΗΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

(από τη συλλογή της Κοραλίας Θεοτοκά ΤΟ ΑΛΛΟ ΦΩΣ, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1967 που είναι αφιερωμένη στο Γιώργο Θεοτοκά)

 Γυρεύοντας στη μοναξιά θα βρεις εμένα,

με μια κίνηση θανάτου έξω από το παράθυρο

να γυρίζω στη ρουφήχτρα τού χρόνου

καταπίνοντας την ανάσα μου.

 

Περίμενα ως την ώρα της φωτιάς

χωρίζοντας κόκκαλα, ρίζες και πέτρες

ξεφλουδίζοντας το σκουλήκι από τη λάσπη

και το φίδι από τα λέπια του.

 

Ταξιδεύοντας στο χώμα μοίρασα τη δροσιά

ήπια την ευωδιά από τη φυσική γέννα του λείψανου

γεύτηκα τη σάρκα από τους καρπούς των νεκρών.

Περίμενα ως την ώρα της στάχτης.

 

Μαραμένες ηδονές στην κατοικία της σιωπής.

Ξαναγεννιέμαι μονάχα μέσα στην έκσταση του ύπνου·

χτυπώ το σύννεφο και συμφωνώ με τον αφανισμό μου.

Κι ο κεραυνός, φλέβα Θεού, μαστίγιο

αφαιρεί το κορμί από την παρουσία του Έρωτα.

 

Υπάρχουνε ακόμη στους φλοιούς των δέντρων

οι χαραγμένες πράξεις με τα δάκρυα.

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ και ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ από τις συλλογές της Κοραλίας Ανδρειάδη - Θεοτοκά:

Γεννημένη στο Νέο Φάληρο το 1935, η Κοραλία Ανδρειάδη, όπως ήταν το πατρικό της επώνυμο, μεγαλώνει μέσα στην Κατοχή, τελειώνει το Γυμνάσιο το 1953, μπαίνει στην Πάντειο, ενώ βοηθά συγχρόνως και τον πατέρα της στην οικογενειακή επιχείρηση – την εισαγωγή και προώθηση ινδικών ταινιών στους κινηματογράφους της εποχής.

Το 1959 μάλιστα θα ταξιδέψει η ίδια στην Ινδία – θα ξαναπήγαινε το 1961, προσκαλεσμένη του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Νέου Δελχί –, ενώ τον ίδιο χρόνο θα γνωριστεί, τυχαίως, με τον Γιώργο Θεοτοκά, μεγάλη λογοτεχνική μορφή και από τους ταγούς της «γενιάς του ’30» στο δικηγορικό γραφείο του. Όπως έγραφε και η ίδια, αργότερα, για ’κείνη την γνωριμία…

«Σφίξαμε τα χέρια. Παραμέρισε να περάσω. Έφυγα μ’ έναν κραδασμό μέσα μου. Όχι ερωτικό, διόλου. Αλλά ένοιωσα την αποκαλυπτική αίσθηση και τη γοητεία που δίνει η συνάντηση μ’ έναν γνήσιο πνευματικό άντρα. Στα 23 μου χρόνια έκαμα τη γνωριμία με τον συγγραφέα της Αργώς. Πάντα διψούσα τον διάλογο μ’ ένα δημιουργικό Πνεύμα. Κι’ η ζωή μου ξοδεύονταν στο να μαζεύω χρήματα, διασκεδάζοντας πολύ βέβαια, τη δράση μου, τα γυρίσματα τ’ απρόοπτα, την ένταση, τους κινδύνους και τις ευθύνες μέσα στον κόσμο των συναλλαγών».

Εκείνη τη χρονιά, το 1959, ο Γιώργος Θεοτοκάς, που ήταν τότε 54 ετών, χάνει την πρώτη σύζυγό του Ναυσικά Στεργίου. Η σχέση του με την Κοραλία Ανδρειάδη αρχίζει με τον καιρό να αναπτύσσεται. Το καλοκαίρι του 1963 το ζευγάρι ταξιδεύει στην Πάτμο… Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον περιστατικό, που συνδέεται με το συγκεκριμένο ταξίδι…

«Το καλοκαίρι του ’63, ο Γιώργος Θεοτοκάς, μού πρότεινε να περάσουμε τις διακοπές μας στην Πάτμο. Σ’ αυτό το νησί τ’ ολόφωτο, το μακρινό, το ασύλληφτο από την φαντασία, ζητούσαμε να ζήσουμε, να χαρούμε, να πάρουμε μιαν ανάσα. Το ταξίδι δεν ήταν εύκολο και οι όροι διαμονής μια μικρή περιπέτεια. Παρ’ όλα αυτά ξεκινούσαμε με τη διάθεση που έχει ένα ζευγάρι που το συνδέει ένας τρόπος ζωής και μια κοινή γλώσσα, να βιώσουμε πράματα και θάματα, κάτω από τον ήλιο και μέσα στη νύχτα.(…)

 

Ο ΣΑΜΨΩΝ ΠΟΥ ΣΙΔΕΡΑ ΜΑΣΑΕΙ…

(…μια εμπειρία  στην Πάτμο)

  Ένα βράδυ, μέσα στο χλιαρό καιρό και την απανεμιά, ένα νέο έφτασε στο νησί. Ήρθε, έφτασε ο Σαμψών. Πασίγνωστος στο Μοναστηράκι και την οδό Αθηνάς, στην Αθήνα, θα έδινε παράσταση στην πλατεία για όλους και για όλες, και για τα μικρά παιδιά. Θα ’σκιζε τράπουλες, θα κατάπινε σπαθιά, θα ξάπλωνε κατάχαμα να τον περάσει τζιπ, θα κατάπινε λαμαρίνες (…).

 Πριν αρχίσει τα κατορθώματά του ο Σαμψών αναζήτησε κριτή, σοβαρό και με κύρος, που να τον γλύτωνε από τα γιουχαΐσματα, που ήταν συνηθισμένος καθώς φαίνεται. Το μάτι του έκοψε σωστά μέσα στην ομήγυρη, κι’ ήρθε κατευθείαν πάνω στον Θεοτοκά. Χαμογελούσε ο Γιώργος, καθώς βρέθηκε απροσδόκητα να κρατά χοντρές αλυσίδες, για να βεβαιώσει τη στερεότητά τους. Αναγκάστηκε να σηκωθεί από τη θέση του και να δηλώσει στους πάντες ότι δεν υπήρχε καμιά κατεργαριά στη μέση. Ο Σαμψών ο χειροδύναμος δεν σήκωνε προσβολές κι’ αντιρρήσεις. Κι ήταν ικανός να σπάσει τις αλυσίδες, να τις κάμει κομμάτια, να τις διαλύσει με τη δύναμή του. Πράγμα που έγινε, και πολλά παρόμοια ακολούθησαν. Στο τέλος, σφυρίγματα, ενθουσιασμός απ’ όλους που δεν το βάζει εύκολα νους ανθρώπου, κι’ ο Σαμψών να παίρνει από το χέρι τον Γιώργο Θεοτοκά να υποκλιθεί και να χαιρετήσει τα πλήθη. Ύστερα με πήρε κι’ εμένα από το χέρι και ξαναϋποκλιθήκαμε κι’ οι τρεις εν χορώ. Του Γιώργου δεν του έλειψε ποτέ το χιούμορ και η κατανόηση για τ’ ανθρώπινα. Το διασκέδασε το πράγμα, κι ακόμη θυμούμαι τη φωνή του σαν είπε για τον Σαμψών: «Μια εμπειρία..».

 Ο Γιώργος Θεοτοκάς στενοχωριόταν καμιά φορά «με την αοριστία του νου», όπως χαρακτήριζε ο ίδιος την πνευματική αυτή κατάσταση των ανθρώπων του τόπου μας, που από τα κακοπαθήματα της διγλωσσίας, μας κάνει να εκφραζόμαστε γραπτά και προφορικά μ’ ελάχιστη ακρίβεια και καθαρότητα. Έτσι θυμάμαι το γέλιο του, που κράτησε πολύ όταν ο Σαμψών, ξαναμμένος από την επιτυχία, έβγαλε λόγο περίτρανο, όπου ανακάτωσε ό,τι είχε αρπάξει το θολό μυαλό του από την ένδοξη ιστορία και τον αθλητισμό μας, και μη έχοντας διέξοδο στο παραλήρημά του, πριν αποχωρήσει βροντοφώναξε: “Βουρρρρρρ στις καταχρήσεις και παν μέτρον άριστον».

 

Στις 11 Ιουλίου 1966 η Κοραλία Ανδρειάδη παντρεύεται τον Γιώργο Θεοτοκά, ο οποίος θα πεθάνει, ξαφνικά, τρεισήμισι μήνες αργότερα, στις 30 Οκτωβρίου. Από ένα «Παρασκήνιο» της ΕΤ1 αφιερωμένο στον Γιώργο Θεοτοκά ακούμε…

«Το καλοκαίρι του 1966 ο Γιώργος Θεοτοκάς θα εισέλθει σ’ ένα μονοπάτι πολύ φωτεινό, συνάμα όμως και τραγικά σύντομο. Η κατά πολύ νεότερή του ποιήτρια Κοραλία Ανδρειάδη μπαίνει στη ζωή του. Ερωτεύονται με πάθος ο ένας τον άλλον, παρότι εκείνος πίστευε μέχρι τότε πως, μετά την Ναυσικά, δεν θα ήταν ικανός να βιώσει και πάλι ένα τόσο έντονο αίσθημα. Ήταν 61 ετών και θέλησε με εξονυχιστικές ιατρικές εξετάσεις στο Παρίσι να σιγουρευτεί πως ήταν υγιής. Πως είχε μέλλον μπροστά του. Και τότε αποφάσισε να παντρευτεί την Κοραλία. Το γαμήλιο ταξίδι πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη. Όλα έδειχναν τόσο χαρούμενα και αισιόδοξα, όμως ανατράπηκαν όταν ξαφνικά τον Οκτώβριο που ακολούθησε ο θάνατος χτύπησε την πόρτα του. Μέσα σε μια μέρα χάθηκε από την αρρώστια που οι γιατροί στο Παρίσι είχαν κατηγορηματικά αποκλείσει».

 Ο χαμός του Γιώργου Θεοτοκά επηρεάζει βαθειά την Κοραλία. Ο παράφορος έρωτας, που διακόπηκε απρόσμενα, αποσυντονίζει την ψυχή της. Πρώτη προτεραιότητα έκτοτε αποκτά η προβολή του έργου τού συζύγου της, φροντίζοντας τα ανέκδοτα κείμενά του, τις επανεκδόσεις των παλαιότερων βιβλίων του και γενικώς έχοντας την επίβλεψη κάθε γεγονότος, που θα μπορούσε να αφορά στον Γιώργο Θεοτοκά. Ένας σκοπός στη ζωή της. Ένα χρέος.

 


ΟΞΥΓΟΝΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή της Κοραλίας Ανδρειάδη – Θεοτοκά ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ, εκδόσεις Φέξη 1963)

 Κλεισμένο στα σκληρά επίπεδα μεσ’ στις συναλλαγές

σ’ αρχαίους κύκλους πόνου

παρθένο αγόρι με ουράνιες πληγές

καίει το χλωρό του το κορμί,

καίει την ορμή

την Άνοιξη μεσ’ στις γαλάζιες αστραπές του οξυγόνου.

 

Με τις μουντζούρες των καιρών στα μάγουλα

στους ώμους άσπρα περιστέρια,

άγγελος χτίστης μοιάζεις, πύρινο παιδί,

καθώς λυώνεις την άρνηση

στα διάφανά σου χέρια.

 

Χτύπα βαριά, χτύπα γερά,

τα υψωμένα κάγκελα, τα παγωμένα μέλη.

Χτύπα βαριά, χτύπα γερά,

είναι η κερήθρα κίτρινη κι είν’ άγριο το μέλι.

 

ΟΡΙΟ

 Ίσκιε, πικρό μου όριο,

σπατάλησα τη δύναμή μου πλησιάζοντας

πώς να περάσω από τα μάγια, πώς.

Πέρα από σένα το είδωλό μου μες στο φως

κι εγώ την ύπαρξή μου σέρνω αλλάζοντας.

 

Ορμάς κρυφά και δένεσαι μαζί μου,

με κυνηγάς, ασάλευτα με φράζεις,

με κυριεύεις καθώς μάχομαι για ν’ αποδράσω·

πιστή φρουρά που καταδιώκεις τη φυγή μου

και τ’ όραμά μου αναίσθητα ταράζεις.

 

Ίσκιε, πικρό μου όριο, κι αν δε σε φτάσω

θα κοιμηθώ απλά στη γη και συ σιμά θα μένεις

ώσπου να γίνω μόριο τέφρας, πνοή μιας σκέψης.

Τότε, σκιά μου, μόριο και συ στο φως θα τρέμεις,

τότε θα θες στο σώμα πια να επιστρέψεις.

 

Η ΕΞΙΣΩΣΗ 

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή της Κοραλίας Ανδρειάδη – Θεοτοκά Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1971)

– Πες Βιέτ.

– Ναμ.

– Και τα δυο μαζί.

– Δε χωρούν στο στόμα.

– Πάρε ένα χάπι.

– Θα κάνουμε μαζί εμετό.

– Πες Δεν.

– Μη-δέν.

– Εύγε.

 

ΚΥΚΛΩΜΑ

 Λες ν’ αυτοκτόνησε ο Θεός, μητέρα,

σαν έφτιαξε τον κόσμο

δεν άντεξε την παραδείσια ομορφιά·

ή, δεν του φτάσανε όλα τα νερά

για να πλύνει τα χέρια του· ο δημιουργός τους.

Λες να πορευόμαστε μονάχοι πια, μητέρα,

όταν ο Μέγας Σχιζοφρενής

κατάλυσε τον εαυτό του

φυσώντας την πνοή του στον Αδάμ

μ’ ένα «Χαίρε»;

Πέντε αισθήσεις, λοιπόν.

Κι’ άντε να βυζάξεις το Μυστήριο

με νεκρούς πριν και μετά από σένα

«ων ουκ έστι αριθμός».

 

Ο εργάτης με το compresseur

χαμογελά στο πέρασμά μου, ρίχνει λόγια.

Να, κάποιος που ανοίγει δρόμους.

 

– Μάνα!     

 

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΘΕΟΤΟΚΑ

(από τη συλλογή της Κοραλίας Ανδρειάδη – Θεοτοκά Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1971)

Επειδή δε μπορώ να φυτέψω ένα παιδί, ή μια σφαίρα   μέσα μου, μόνη μου,   αν και αγαπώ των λουλουδιών το τέλος·   επειδή είμαι η Κοραλία των τάφων   και στεγνώνω τα μαλλιά μου μέσα σ’ ένα κρανίο   καπνίζοντας και ξεφυσώντας την ψυχή μου σε οστά γεγυμνωμένα   επειδή βάφω το κοράκι με το αίμα μου κάθε μήνα   και σμίγω το πνεύμα μου με το φως σου…   Επειδή κληρονόμησα μια δορά λεοπάρδαλης για τους έρωτές μου   και διπλώνομαι στον ύπνο μου για να μη σ’ αρνηθώ,   επειδή σβήνουνε οι ήχοι του αυλού και τα λόγια σου   κι άλλος την έρημό μου έζωσε και την ποτίζει,   έλα από τον χλοερό τον τόπο στ’ άδειο μου κρεβάτι,   να σου χαρίσω την οδύνη και τον στεναγμό   το φιλί και τον σπασμό,   τη ζωή που περνά με το κράξιμο της ζωής   και δεν αποχωρίζεται τον εαυτό της.  

Τρίτη, 20 Δεκεμβρίου 2022

Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

ΤΟ ΑΣΩΜΑΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (…ερείπια και ίαμβοι αυτά ταιριάζουν στο κορμί μου…)

 

«Μυστήριο –

Ακουμπισμένος στα γόνατα   Μ' ένα φακό στο βλέμμα

Εμένα σημαδεύει   Το ακίνητο γλυπτό

Παρέμβαση στο πέρασμα του κόσμου

Πανάρχαιας προέλευσης ομοίωμα

Κόσμημα βιτρίνας μελλοντολιθικής εποχής

Αυτός   Σκάβει το σώμα μου

Αιώνες κατοικούνε

Χώματος ληστής   Κάπηλος

Εγώ είμαι η χώρα   Στην κορυφή της πόλης μου

Κάτοικοι   Τους κίονες κρατούνε

Δεν έχει εδώ άλλη ταυτότητα

Ερείπια και ίαμβοι

Αυτά   Ταιριάζουν στο κορμί μου»

(στίχοι από το ποίημα ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ στη συλλογή της Μαρίας Κουλούρη ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΔΕΙΟ, εκδόσεις Μελάνι 2013)

 


Η Αγγελική Λάλου, παρουσιάζοντας  τη συλλογή γράφει:

«Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης, που την κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη, είναι ο ιδιαίτερός της τρόπος να αντιλαμβάνεται και να αφομοιώνει την πραγματικότητα.  Συγκεκριμένα ερεθίσματα προσλαμβάνονται από την προσωπική οπτική του ποιητή και μέσα από τις λέξεις του εξωτερικεύονται και δημιουργούν μια νέα διάσταση.

Η καινούργια θέαση ενός ήδη υπαρκτού κόσμου στηρίζεται αυτή τη φορά σε αντιφάσεις, αντινομίες, μεταφορές και άλλα «οικοδομικά» υλικά, που χρησιμοποιεί ο δημιουργός, προκειμένου να «χτίσει» το δικό του εύθραυστο ποιητικό σύμπαν...»

Στη συνέχεια του κειμένου, δοκιμάζει  η κριτικός να «φωτίσει» τις διάφορες εκδοχές  «ασώματου σώματος»,  που αναδεικνύονται μέσα από συγκεκριμένους στίχους, άλλοτε με νύξεις, άλλοτε αποσπασματικά κι άλλοτε με την παντελή απουσία του...

Για παράδειγμα, στα ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ, το ποίημα, από τον τίτλο του, μας τοποθετεί  σε ένα κλειστό, συγκεκριμένο περιβάλλον, αυτό ενός τάφου, με την υποψία του νεκρού σώματος να επαληθεύεται στους τελευταίους στίχους, οι οποίοι φέρονται να λειτουργούν ως άλλα κτερίσματα:

«Ερείπια και ίαμβοι / Αυτά    Ταιριάζουν στο κορμί μου...»

 

Στο ποίημα ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΝ, ελλοχεύει η απόπειρα το σώμα να ξεχωρίσει, να αποσπαστεί από το χώμα και να ανυψωθεί:

«Άνω θρώσκω

Εις απόγνωσιν εδάφους

Επί ποδός θεού…»     (αλλά και…)

Ελλείψει βάθρου

Στα ακροδάκτυλα στέκω

Φωνές    Τα χέρια τους τεντώνουν…»

Ως προς τον τίτλο, θα μπορούσαμε να πούμε πως το ποίημα προσπαθεί να μιμηθεί το τελετουργικό μιας επίκλησης, μιας προσευχής, ή μιας απόπειρας του ανθρώπινου στοιχείου να απαρνηθεί τη διάστασή του και να ενωθεί με το θείο.

 Ωστόσο, καταλήγει σε κάτι το ακριβώς αντίθετο, σε έναν ύμνο υπέρ της ανθρώπινης φύσης…

 

Στο ποίημα ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ, η οντότητα του σώματος εξαρτάται από τα παιχνίδια του φωτός και τις διαθέσεις των αισθήσεων, της όρασης:

«Και τελικά το φως θα μείνει σβηστό

Θυσία στην ανημπόρια της αίσθησης

Μάστιγα κατάντησε αυτή η όραση

Μονοδιάστατη προβολή…»

 

[ακολουθούν κι άλλα αποσπάσματα από την κριτική της Αγγελικής Λάλου για την εν λόγω  συλλογή της Μαρίας Κουλούρη -  όπως αναρτήθηκε στο περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση BOOKSTAND

με επιμύθιο ένα σχόλιο της Πόλυς Χατζημανωλάκη:  

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΔΕΙΟ: ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: «… η γραφή ως νεκρώσιμος λόγος για την αιωνιότητα… »]

 

ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ  ΦΙΓΟΥΡΕΣ ΓΥΜΝΕΣ

(…χάθηκαν ακόμα και οι όγκοι φωνής μες στο σκοτάδι…)

Το ποίημα ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΠΡΩΤΗ είναι ένα φανταστικό γράμμα -κατά το πρότυπο της Σίλβια Πλαθ- της κόρης προς τον πατέρα της. Μπορεί, ίσως, να προσεγγίσει κανείς το ποίημα από διαφορετικές πλευρές, μια «ψυχαναλυτική» ωστόσο ανάγνωση μας φέρνει πιο κοντά στο…  Ασώματο Σώμα της Ποίησης. Αρχικά το σώμα υποδηλώνεται από τα «συνοδευτικά» του:

Οι μαύρες μπότες

Το σκούρο κοστούμι

Η μυρωδιά σου σαπούνι.

Η μόνη ξεκάθαρη αναφορά γίνεται στο στίχο «Πόσο γρήγορα τρέχουνε τα πόδια σου», χωρίς να είναι τυχαία η χρήση των ποδιών και της ταχύτητας, εμπεριέχοντας τις έννοιες της ορμής και της καταπάτησης που μπορεί να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά ενός πατέρα προς τη ζωή της κόρης του. Οι επόμενες αναφορές στο σώμα μέσα στο ποίημα δεν αφορούν τους άμεσους πρωταγωνιστές, αλλά ενδεχομένως να αποτελούν μια προσπάθεια να προσεγγιστούν τα θέματα του λανθάνοντος ερωτισμού, των συμπλεγμάτων και της προσκόλλησης στην παιδική ηλικία, όπου τα όρια, η σχέση, αλλά και το φύλο πατέρα/κόρης όσο κι αν είναι κοινωνικώς προδιαγεγραμμένα χαρακτηρίζονται ενίοτε ρευστά κι ασαφή («Στα δεμένα μ’ έρωτα όμοια κορμιά / Στου παιδιού το αυτιστικό κεφάλι»). Στην έννοια του φύλου και πώς αυτή εδραιώνεται μέσα από τη σχέση με την πατρική φιγούρα αναφέρονται και οι στίχοι:

Είσαι ο άνεμος

Γιατί να μη σε είχα σκοτώσει

Τις μέρες που γεννιόμουν

Γυναίκα ενωμένη

Τώρα τα μέλη μου πέφτουν

Ακολουθούν τις ωδές της χαράς σου

Μπαμπά

Στοργικέ μου, δυνάστη

Βιαστή αχόρταγε.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να μείνω λίγο στους στίχους «Γυναίκα ενωμένη / Τώρα τα μέλη μου πέφτουν», στον πρώτο το σώμα είναι ένα ενιαίο σύνολο, αδιάσπαστο και ως εκ τούτου κι εν μέρει άφυλο, ενώ στο δεύτερο το σώμα αποκτά μέλη, μέλη όμως τα οποία πέφτουν, σηματοδοτώντας ενδεχομένως και τη διάλυση του σώματος – και την κατάργηση πάλι του φύλου…

 

Στο ποίημα ΣΠΙΤΙΑ  τρεις στίχοι συνθέτουν μια πολύ ξεχωριστή και πρωτότυπη εικόνα, με το σώμα να κατέχει σε αυτούς μια ιδιάζουσα θέση.

Αυτός που κουβάλησε τόνους επιθυμίας

Στις πλάτες μιας όμορφης Κυριακής

Κάποτε μετρήσαμε το χρόνο με χαμόγελα

Τώρα σκυμμένοι ζητάμε λεπτά πάνω στο χώμα.

Στον πρώτο στίχο μια λέξη που αναφέρεται σε μέλος του σώματος - και, μάλιστα για έμφαση στον πληθυντικό (πλάτες) - υιοθετείται από μία χρονική υποδήλωση, την Κυριακή. Στον δεύτερο στίχο, ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει μέλος του σώματος, τα «χαμόγελα», χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης χρόνου, ενώ στον τρίτο, η μετοχή «σκυμμένοι» είναι η μόνη κυριολεκτική αναφορά στο σώμα, τονίζοντας τη στάση του και την τάση της ποιήτριας να θέλει το σώμα κοντά στο χώμα, θυμίζοντάς μας συνειδητά ή ασυναίσθητα την καταγωγή αλλά και τη φθαρτότητά του

 

Πιο αναλυτική και εξειδικευμένη χρήση του σώματος έχουμε στο ποίημα ΕΠΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ, με την καρδιά να εμφανίζεται στον τίτλο αλλά πουθενά αλλού μέσα στο ποίημα. Όμως ακόμα κι εδώ η παρουσία του σώματος είναι ελλιπής και γίνεται μια προσπάθεια αναφοράς των άκρων, συνδυάζοντας ανά ζεύγη περίπου ένα εξωτερικό κι ένα εσωτερικό χαρακτηριστικό:

Τα δάχτυλα που σκάλιζαν τ’ αγάλματα

Κι η σκόνη που δάκρυζε το βλέμμα,  και Σάρκες σκίζονται

Έντερα τραβιούνται  / Φωνές μες στο μυαλό.

 

Άλλο ένα ποίημα όπου το σώμα ανήκει στη φύση ή αποτελεί κατά κάποιον τρόπο προέκτασή της είναι το ΣΙΣΥΦΕΙΟΣ ΛΗΘΗ:  

Γύριζε στους κήπους

Συχνά    Πριν τελειώσει τις δουλειές

Την είδανε ανάμεσα στα πέταλα

Σκυμμένη

Του φύλακα σκύλος…

Βρέθηκε μπροστά του τη μέρα εκείνη

Λουλούδι με άρωμα εισβολέα…

Δεν ένιωσε του άντρα της τη φύση…

Τώρα    Στέκει

Βρεφοκρατούσα για πάντα

Χέρια δεμένα

Το βάρος του μίσχου ρυτίδα στο μέτωπο.

 

Για το τέλος, άφησα το ποίημα ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ, όπου πρωταγωνιστεί ένα μέλος του σώματος, η κορυφή, και το αναφέρω ολόκληρο:

Κεφάλι    Επί σκότους κρεμάμενο

Διωγμένο από κρεβάτι

Ήσσονος σημασίας

Απρόθυμο να ειπωθεί    Σωπαίνει

Τα χρόνια περνούνε

Στα δάχτυλα των γέρων

Ένοικοι τότε    Νύχτες παλιές

Κι αυτό αιωρείται

Χωρίς βάση    Στέκεται

Ένα φύσημα αφορμή να πάει πιο κει

Εκατοστά αέρα η συλλογή του

Εκθέματα πίσω από βιτρίνα

Μουσείο άδειο.

Ένα κεφάλι λοιπόν κρεμάμενο, που αιωρείται, δηλαδή ασώματο, έρχεται στο τέλος να εξισωθεί με ένα «Μουσείο άδειο», καθώς οι κύριες λειτουργίες του, οι αισθήσεις, η μνήμη και η σκέψη, υπολειτουργούν ή φθίνουν με το πέρασμα του χρόνου εντελώς, για να μετουσιώσουν συνοπτικά ό,τι έχει προηγηθεί στη ζωή σε «Εκατοστά αέρα η συλλογή του / Εκθέματα πίσω από βιτρίνα». Ως βιτρίνα θα μπορούσε εκτός από την ίδια τη ζωή να ερμηνευθεί το σώμα, διαφοροποιώντας τα εξωτερικά ερεθίσματα από την εσωτερική πραγματικότητα ενός ανθρώπου. Ενώ το ίδιο το «Μουσείο άδειο» θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια προέκταση του σώματος, απαλλαγμένου πλέον από τα σωματικά του χαρακτηριστικά, από την ανθρώπινη υπόστασή του και -γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο- ελεύθερου.

[ΠΗΓΗ: Αγγελική Λάλο, Το Ασώματο Σώμα της Ποίησης, BOOKSTAND, Περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση]

 

ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

(… «για μια ποιητική των ερειπίων, αντίθετη της ήττας…

ή η γραφή ως νεκρώσιμος λόγος για την αιωνιότητα… »,

η Πόλυ Χατζημανωλάκη σχολιάζει το ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΔΕΙΟ της Μαρίας Κουλούρη)

ΜΟΥΣΕΙΟ, χώρος έκθεσης αντικειμένων «νεκρών», που έχουν απομακρυνθεί από τη βιωμένη εμπειρία… Το ίδιο, ίσως συμβαίνει, τηρουμένων κάποιων αναλογιών, στην ποίηση… Ο  στοχασμός, δηλαδή,  επί των «αντικειμένων», των συμβάντων, του ένδον, προϋποθέτει μια ακινητοποίηση, μια «παρέμβαση στο πέρασμα του κόσμου» μια νέκρωση της ζωής, μια μουσειακή έκθεση, μια στάση παρατήρησης – ανασύνθεσης, όπως αυτή του παρατηρητή, του επισκέπτη ενός Μουσείου μια συμβολική αναμέτρηση με «εκθέματα» που βρίσκονται σε απόσταση – χρονική – βιωματική από αυτόν.  Ο χώρος – διαδικασία της ποίησης, ως χώρος νέκρωσης, διατηρεί μια έντονη αναλογία με την διαδικασία – χώρο της γραφής… Η απόσταση λοιπόν από το άμεσο βίωμα, η μετατροπή – έστω πρόσκαιρα των υποκειμένων σε αντικείμενα με τα οποία συνομιλεί ο Ποιητής, η δημιουργία του ποιητικού χώρου ως ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΔΕΙΟ, που θα κατοικηθεί από τις σκοτεινές, ανεξαργύρωτες εμμονές, τις εικόνες, τις αναμνήσεις, τους στίχους του ποιητή… Με το βλέμμα της ειλικρίνειας, της αγωνίας να εκφράσει ο ποιητής τις προθέσεις του, όλα εκτίθενται στην κατάλληλη απόσταση. Το γράμμα της Συλβί προς τον Πατέρα, η προσευχή του Ιάσωνα – Ισαάκ προ της θυσίας, οι μεταμορφώσεις του Κάφκα σε χώρο για να εκφραστεί ο Ποιητής, πένθιμα – αγγίζοντας χωρίς να μουδιάζει θέματα στα όρια της ζωής και του θανάτου – εις τόπον αναψύξεως – θλιμμένα όπως στο ΕΠΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ, ποίημα  που αποφασίζω να ανθολογήσω ολόκληρο, σαν δείγμα ποίησης ζώσας, στιλπνής σαν άγαλμα, με φωνή αντίθετη της ήττας:   «Τα δάχτυλα που σκάλιζαν τα αγάλματα  /  Κι σκόνη που δάκρυζε το βλέμμα  / Η επιμονή σου να δεις τι έχει από κάτω  / Τίποτα δεν έχει από κάτω  / Όλα είναι στην όχθη αυτή  / Στα λουλούδια που ξαπλώναμε  / Στον ήλιο  / Στο ποτάμι το μικρό και τη δροσιά του  / Κοινά τα λόγια της θλίψης  / Τίποτα πρωτότυπο στο πένθος  / Σάρκες σκίζονται / Έντερα τραβιούνται / Φωνές μες στο μυαλό / Δεν έχω άλλο να πω / Δεν ξέρω πώς είσαι πια / Πού είναι τα σπίτι σου / Εκοψες τα μαλλιά σου / Πώς σε φωνάζουν τώρα / Αγάπη μου/ Αντίθετο της ήττας θα σε λέω / Κι ας είναι της ποίησής μου αμοιβή / Των φωνηέντων μου το πάχος / Και των συμφώνων μου ο συριγμός / Ας είσαι εσύ της κάθε μέρας εκκρεμότητα / Ούτε και σήμερα κατάφερα τη λήθη» [απόσπασμα από κείμενο της Π. Χατζημανωλάκη για τη συλλογή της Μαρίας Κουλούρη ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΔΕΙΟ, εκδόσεις Μελάνι 2013]

Κυριακή, 10 Ιουλίου 2022

Κυριακή 3 Ιουλίου 2022

ΜΟΝΑΞΙΑ; Ποτέ… ΕΙΠΑΝ ΟΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ ΠΡΙΝ ΣΕ ΚΥΚΛΩΣΟΥΝ!..

 (... ένα από τα 168 ΧΑΪΚΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΙΩΝ ΕΠΟΧΩΝ του Ηλία Κεφάλα, εκδόσεις ΛΟΓΕΙΟΝ 2020)


Οι αιώνιες εποχές είναι οι για αιώνες γνωστές τέσσερις, αλλά και εκείνες που πηγάζουν συναισθηματικά από αυτές ή με αφορμή τα χαρακτηριστικά τους:

εφηβείας – νεότητας – ωριμότητας - γήρατος, συννεφιάς – βροχής – αέρα - ήλιου, οργώματος – σποράς – βλάστησης - καρποφορίας, βιώματος – μνήμης – λήθης…

 

Κάποια ακόμα από τα 168 εξαιρετικά  Χάικου:

 

Στάσιμο νερό·
κι ένα νούφαρο βγαίνει
για να το σπρώξει.

 

Μελίχροον φως·
στου δειλινού την άχνη
λύπης μετάξι

 

Θα ξεκουμπιστείς;
στον κισσόν επιμένει
παθιασμένη δρυς

 

Χωρίς να θέλω
στα φωτεινά ζουμπούλια
σε θυμήθηκα


Πήγα στη λεύκα
ούτε κι εγώ μίλησα
ούτε κι εκείνη

 

Πυκνός υετός
επί στιλπνών κεράμων
εξαχνώνεται.

 

Με δυο κοχύλια
το καλοκαίρι όλο
μπήκε στο σπίτι.

 

«Μεγάλο προσόν των χάικου, σημειώνει ο Γιώργος Ρούσκας στο ΔΙΑΣΤΙΧΟ,  είναι η αριστοτεχνική κατασκευή άκρως ενεργής εικόνας, η οποία με αυστηρά καθορισμένη ποσότητα υλικού λέξεων σχηματίζει το συγκεκριμένο έργο τέχνης. Η μαγεία προκύπτει όταν κατά την αναγνωστική ψηλάφιση του ποιήματος των δεκαεπτά συλλαβών χωρίς να το καταλάβεις περνάς από τον νατουραλισμό στον σουρεαλισμό και εκτινάσσεσαι σε έναν τόσο βαθιά βιωμένο συμβολισμό, που καταλήγει νατουραλισμός σε υψηλότερο ενεργειακό επίπεδο…

Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο. Όλα τα άλλα είναι φλυαρίες. Σε τρεις στίχους είναι όλη η θάλασσα, το ιώδιό της, ο ήλιος, τα χρώματα, η ζέστη, η ακρογιαλιά, οι διακοπές, η ραθυμία, οι αναμνήσεις…  

Το χάικου δεν είναι το βαρυφορτωμένο δαχτυλίδι, είναι το μονόπετρο του αρραβώνα. Του λόγου με τη δωρικότητα…

Μία πολύτιμη πέτρα για τη μονάκριβη της καρδιάς μας. Μία δεκαεπτασύλλαβη πέτρα του ποιητή για τη μονάκριβη ποίησή του…»

Κόρη πού τρέχεις;
σ' ακολουθούνε τ' άνθη
μικρής κερασιάς

 

Τρέμω που ψάχνω
με γλώσσα στο δείχτη σου
τ’ αγκάθι να βρω.

 

Τα δάκρυά σου
σαν τις ίριδες φέγγουν
πλυμένης πέτρας

 

Λέξεις ανοίγουν
και λέξεις πάλι κλείνουν
τα μυστικά μας

 

Με τρεις συλλαβές
απλώνεται ο χειμώνας
και μας σκεπάζει


Μη με λησμόνει
το ταπεινό φωνάζει
άνθος του κάμπου

 


Σχολιάζοντας τα χάικου του Ηλία Κεφάλα ο Παναγιώτης Νικολαϊδης, σημειώνει:

«… τα ακαριαία, αφαιρετικά και επιγραμματικά χάικου του Ηλία Κεφάλα αντανακλούν αφενός τον βαθύ σεβασμό και την αγάπη του για τη φύση και τη ζωή, και αφετέρου τη συναισθηματική και καλλιτεχνική ωρίμανση ενός ποιητή που αντλεί μηνύματα και βαθιά συναισθήματα από τον φυσικό κόσμο…    Η μαεστρία του, ωστόσο, και σε αυτή τη συλλογή δεν έγκειται μόνο στην αυστηρή προσήλωση στη φύση, στην τέλεια χρήση της εν λόγω μικρής φόρμας, στην τεχνική της συναισθησίας, στην εστίαση στη λεπτομέρεια και στο εκ πρώτης όψεως ασήμαντο, στοιχεία που οδηγούν πολύ συχνά σε υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα, αλλά παράλληλα στην υπέρβαση αυτών των παραδοσιακών στοιχείων του ιαπωνικού είδους και στην ποιητικά δικαιωμένη ανάδειξη σύγχρονών μας υπαρξιακών, αυτοαναφορικών, φιλοσοφικών προβληματισμών, αλλά και ερωτικών ακόμη εμπειριών και συναισθημάτων…»

 Ιδού, όμως, πώς αντιλαμβάνεται και ο ίδιος ο ποιητής το χάικου: «Προσωπικά το αισθάνομαι σαν την έσχατη πύκνωση της εξατομικευμένης σκέψης. Που παρ' όλο το γεγονός της σμίκρυνσης διαθέτει τον αναγκαίο χώρο για όμορφα σχήματα, πολυσημίες, πρωτοτυπίες. Το χάικου είναι η μεγέθυνση της λεπτομέρειας, ο φωτισμός του ασήμαντου, που όμως ως παρουσία συνιστά πάντα την υποστήριξη του σημαντικού».

[ακολουθούν κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Ηλία Κεφάλα ΤΑ ΧΑΪΚΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΙΩΝ ΕΠΟΧΩΝ , εκδόσεις Λογείον 2020 – Μια καλαίσθητη συλλογή που κοσμείται με σχέδια της Φωτεινής Χαμιδιελή, και δομείται σε τέσσερα ίσα μέρη – με 42 χάικου έκαστο.

Στο τελευταίο  μέρος των επιλογών κάποια χάικου που περιέχονται σε άλλες συλλογές του ποιητή: ΤΟ ΕΡΗΜΟ ΛΥΚΟΦΩΣ, Ευθύνη 1992 και ΣΙΩΠΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ, Γαβριηλίδης 2005]

 

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
«τα χάικου των αιώνιων εποχών»
Εικονογράφηση: Φωτεινή Χαμιδιελή
Εκδόσεις λογείον/2020

Άνοιξη

15

Βουβός ο δρόμος
μετρά τους οδοιπόρους
και τις σκιές τους

27

Παραδεισένια 
σε ξυπνούν κάθε μέρα
πουλιά στα κλουβιά

38

Θαμπή σελήνη
στον καθρέφτη σου βλέπω
σκιές χαμένων



Καλοκαίρι

4

Δεν μπαίνω σπίτι
λέει πισωπατώντας
δειλός ο ίσκιος

14

Μηλιά προς το πεύκο:
ποιός επαναλαμβάνει
το "φσσ" της βροχής;

20

Θαλασσοπούλια:
λικνιζόμενος ύπνος
πάνω στο κύμα

38

Αν θέλεις κλειδιά
να κρύψεις στο ποίημα
λάθος μεγάλο



Φθινόπωρο

3

Από ποιόν παπά
δανείστηκες τα ράσα
μικρή φουντουκιά;

7

Παραδίνομαι
λέει σεμνά η λεύκα
και γυμνώνεται

21

Φύλλο το φύλλο
γδύθηκε ο σφένδαμος
για τον χειμώνα

36

Με την αύρα του 
ξαναπλάθει ο νεκρός
τ' άδειο του σώμα



Χειμώνας

7

Φτυαριές στο χιόνι
όπως φτυαριές στη μνήμη
άστατης νύχτας

20

Γερνάς και πάντα
τις λέξεις μικρότερες
θα πλάθ' η γλώσσα

31

Τριγμοί στη νύχτα
και μετρώντας τα χρόνια
ξάγρυπνος μένεις

42

Νύχτες με χιόνι
κι εγώ γερτός στη θράκα
ν' αποκοιμιέμαι

 

ΚΑΤΩ ΣΤΟ ΚΑΜΠΟ

(από τη συλλογή του Ηλία Κεφάλα ΤΟ ΕΡΗΜΟ ΛΥΚΟΦΩΣ, εκδόσεις Ευθύνη 1992)

Άσπρη βαμβακιά.

Στα μαύρα η γυναίκα

που πίνει νερό.

 

Έφυγαν όλοι.

Τι μαραμένος κάμπος.

Τι μαύρα πουλιά.

 

Δύση του ήλιου.

Στον σκονισμένο αέρα

κέρατα ζώων.

 

Θυμήσου μόνο

τις μακρινές πεδιάδες

χαλαζόπληκτες.

 

Τυφλό τζιτζίκι –

Θυμωμένο μερμήγκι –

Αχνοί του Αυγούστου –

 

Ούτε τη μηλιά

ούτε την πορτοκαλιά.

Την άδεια λεύκα.

 

Ανοιχτός κάμπος.

Πανέρημος πλάτανος.

Πιο μόνος εγώ.

 

Άραχλη πόλη.

Την απλωσιά γυρεύει

του καλυβιού του.

 

Τι να θυμηθώ;

Δέντρα του φθινοπώρου

μες στην καρδιά μου.

 

Γη μουσκεμένη.

Ίχνος του λαγγεμένου

Σύννεφου. Πρωί.

 

Πέντε κουρούνες:

Δυο στον πεσμένο φράχτη

τρεις στο ψοφίμι.

 

Αχός του κάμπου

και της λοφοσειράς. Ποιον

ψέλνουν – ποιον θρηνούν;

 

ΧΑΪΚΟΥ

(από τη συλλογή του Ηλία Κεφάλα ΣΙΩΠΗΤΗΡΙΟ ΧΙΟΝΙΟΥ, εκδόσεις Γαβριηλίδης   2005)

Έρημος κάμπος-

φυγαδευμένος χρόνος-

λυγμός του κενού.

 

Αγριόχηνα

το χρυσό σου μαντήλι

δέσε στο λαιμό.

 

Κουβέρτα χιονιού.

Και όσο σκεπάζομαι

τόσο κρυώνω.

 

Μόνο του σέρνει

τον σπειρωτό σταυρό του

το σαλιγκάρι.

 

Πήγαινα μόνος

και, να, το φθινόπωρο

λαχανιασμένο.

 

Στη στέγη βροχή-

στο μονοπάτι φύλλα-

στον κάμπο θλίψη-

 

Χρυσά σιρίτια-

μαλαματένια χλόη-

παντού Σεπτέμβρης-

 

Αγκάθια ξερά

ζητιανεύουν τ’ ανέμου

τ’ άπιαστο χάδι.

 

Μ’ αχνά φεγγάρια

και λυγμούς κορυδαλλών

φθινοπώριασε.

 

Πότε τα ’ζησα;

Σκόρπια χρόνια σαν φύλλα.

Πότε τα ’χασα;

 

Καλές μου λέξεις

πόσες φορές σας δένω

κι εσείς λυμένες.

 

Ξέρεις τα λόγια

που με σκοτώνουν πάντα

κι όλο τ’ αγγίζεις.

 

Το τρένο φεύγει

κι εγώ μονάχος τρέμω

σαν μια σταγόνα.

 

ΓΡΑΦΩ ΚΑΙ ΠΑΛΙ  ΤΑ ΠΛΗΝ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ  ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ ΤΖΑΜΙ

(… χάικου από τη συλλογή του Ηλία Κεφάλα ΣΙΩΠΗΤΗΡΙΟ ΧΙΟΝΙΟΥ, Γαβριηλίδης 2005)

Για τα χάικου του Ηλία Κεφάλα η Ευσταθία Δήμου έγραψε:    «Ο ποιητής Ηλίας Κεφάλας έχει και άλλοτε δοκιμαστεί με επιτυχία στο ιαπωνικής προελεύσεως ολιγόστιχο χάικου. Η επαναφορά και η επάνοδός του στη συγκεκριμένη φόρμα καταδεικνύει, πέρα από τη δύναμη και τη δυναμική του είδους να προσελκύει συνεχόμενα και εξακολουθητικά το ποιητικό ενδιαφέρον, την ίδια τη βούληση του ποιητή να διατηρήσει ανοιχτούς τους λογαριασμούς του μαζί του και να του δώσει το χαρακτήρα και τη χροιά ενός δημιουργικού καταφυγίου που παραμένει πάντοτε ένα κατάλληλο πεδίο για τη δοκιμή και τη δοκιμασία κάθε ποιητή πάνω στην τέχνη και την τεχνική της αφαίρεσης, της σύλληψης του ακαριαίου και του φευγαλέου και της μνημείωσής του μέσα στην τέχνη και μέσα στον χρόνο. Το νέο του βιβλίο με χάικου, Τα χάικου των αιώνιων εποχών (Λογείον, Τρίκαλα 2020), έχει έναν ξεκάθαρο προσανατολισμό αφού αφορμάται από τη διαδοχή των εποχών του χρόνου, από την αέναη κίνηση και μεταλλαγή, από τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνονται τα χαρακτηριστικά της κάθε εποχής στον κόσμο, την φύση, των άνθρωπο. Ήδη, λοιπόν, από τον τίτλο μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι τα χάικου του Κεφάλα αποτελούν στιγμιότυπα και συλλήψεις της φύσης μέσα στον χρόνο και του χρόνου μέσα στη φύση… Η νέα συλλογή με χάικου του Ηλία Κεφάλα πλουτίζει τη νεοελληνική ποιητική παράδοση του είδους, διευρύνοντας παράλληλα τα όριά του προς μια νέα κατεύθυνση που έχει στο κέντρο της την ένταξη στο επιμέρους στο γενικό και το σύνολο έργο. Έτσι, ενώ τα χάικου του Κεφάλα δεν απομακρύνονται από τις πρωταρχές και τις πηγές του είδους, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τους Ιάπωνες ποιητές, με την αφόρμηση από τη φύση και τη στιγμή, στην πραγματικότητα διαμορφώνουν μία νέα αντίληψη που θέλει την ένταξη του ποιήματος σε μία ευρύτερη θεματική η οποία με τη σειρά της το αναδεικνύει και το υπηρετεί. Διαμορφώνεται λοιπόν μία αμφίδρομη πορεία μέσα από την οποία η σύλληψη τροφοδοτεί το ποίημα και, με τη σειρά της, τροφοδοτείται από αυτό. Το χάικου παύει να μετεωρίζεται ή να στέκει αποκομμένο και μόνο και εντάσσει τη δύναμη και τη δυναμική του σε μια σύνθεση ευρύτερη και αποτελεσματικότερη, τη σύνθεση του είδους του, τη σύνθεση της τέχνης…»

Κυριακή, 3 Ιουλίου 2022