(…γιατί εγώ καίγομαι - και οι πόρτες της άνοιξης δε θ’ ανοίξουν
ποτέ…
γράφει σ’ ένα ποίημα που αφιερώνει στον αναγνώστη ο Νίκος
Σφαμένος…)
Ποίηση
ολιγόστιχη, που αποστρέφεται τη φλυαρία, το στόμφο, τις ατσαλάκωτες λέξεις:
καθόλου δεν ακκίζεται.
Τον Νίκο
Σφαμένο δεν τον νοιάζει να αρέσει, δεν τον ενδιαφέρει να φανεί.
Το
αποδεικνύει μέσα από τις λέξεις του –τίποτα σπάνιο, καμιά επιτήδευση - και μέσα
από την αποχή του από τα εκδοτικά πράγματα, επιλογή που με συνέπεια ως τώρα
τηρεί:
όπως λέει
αστειευόμενος, τα ποιήματά του τα βρίσκει κανείς από τις Εκδόσεις Φωτοτυπικόν.
Ο λόγος του συνδυάζει το χαμηλόφωνο των
ροκ τραγουδιών που ντροπιάζει τους εύκολους, πιασάρικους ρυθμούς του εμπορίου
με τη φλογερή αλήθεια των καταραμένων ποιητών, χωρίς να εγκλωβίζεται στον δικό
τους τρόπο…
Στο ποίημά του ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ θυμάται τον Καρυωτάκη, τον Ουράνη, το Λαπαθιώτη, τη Γώγου και το
γλύπτη Χαλεπά στον οποίο και αφιερώνει ένα ποίημα –
σε αυτούς θα μπορούσε κανείς να προσθέσει
κι άλλους με τους οποίους ο Σφαμένος συνομιλεί:
Λειβαδίτης, Καρούζος,
Αναγνωστάκης,
Σαχτούρης,
Καβάφης,
αλλά και Μπουκόφσκι, Κέρουακ,
Μπέκετ
- στα διαλογικά του μέρη.
Είναι λόγος καίριος κι ευθύβολος, σύγχρονος και καθημερινός,
προεξέχει μυτερός,
σαν περιττός αριθμός, έξω απ’ τη στοίχιση.
Πάνω απ’ όλα, είναι λόγος επικίνδυνος,
καθότι κριτικός.
Η ποίηση του Νίκου Σφαμένου δε διαβάζεται
ανώδυνα:
ενοχλεί και αυτή είναι η αρετή της.
Η κριτική του Σφαμένου στρέφεται στα
σημεία των καιρών…
συγκροτεί την κοινωνιολογία και τη
φιλοσοφία του,
η οποία συμπυκνώνεται στο επικούρειο «λάθε βιώσας».
Η ποίηση του, ωστόσο, επ’ ουδενί δεν είναι
απόσυρση.
Ο ίδιος συχνά επιχειρεί να δραπετεύσει από
αυτήν, για να βγει στη ζωή.
Ο κόσμος του Σφαμένου δεν είναι
περίκλειστος στον εαυτό του.
Είναι ένας κόσμος που ζητά να περιπλανήσει
και να περιπλανηθεί,
δεν διαφημίζεται, δεν φωνάζει, δεν παραπλανεί…
Στο ποίημά του ΚΑΤΙ ΟΜΟΡΦΕΣ ΝΥΧΤΕΣ ο
ποιητής παρακολουθεί τον συνωστισμό στην τηλεόραση των νέων συγγραφικών
ταλέντων τα οποία σπρώχνονται για να φανούν και εκείνος, στην κάμαρά του,
μπροστά στα χαρτιά του που δε θα δημοσιεύσει, λάτρης συνειδητοποιημένος και
συνεπής της αφάνειας…
… διαβάζουμε
στο ποίημα ΤΟΤΕ…
όπου στήνει τη δική του άγρια εκδίκηση:
«περπατάς
νύχτα στους έρημους δρόμους
στο
μυαλό σου στριφογυρίζουν κάτι παράξενες
λέξεις
θυμάσαι
τις απορρίψεις και χαμογελάς
χλευάζεις
τη ποίηση της εποχής
τραγουδάς
στη σιωπή
τα
αστέρια γέρνουν στον ώμο σου
απλώνεις
τα χέρια σου για να εκτοξευθείς
τρέμεις
για ουρανό
γελάς
δυνατά
επιστρέφεις
στη κάμαρα σου
σκόρπια τα
βιβλία
στο πάτωμα
ποιήματα που ποτέ
δε διαβάστηκαν
κατεβάζεις μια
γουλιά κόκκινο κρασί ενώ
στην τηλεόραση
τα ταλέντα σχηματίζουν ουρές
χα χα… κάποιες
νύχτες είναι τόσο όμορφες…»
Στο ποίημά του ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ,
μιλά για την αφόρητη δέσμευση του ονόματος
και όσα αυτό συνεπάγεται:
ο γνήσιος ποιητής, κατά τον Σφαμένο,
απέχει
από πομπώδεις παρουσιάσεις και μακρόσυρτα
συμπόσια,
δημόσιες σχέσεις με αυτούς που δεν εκτιμά,
κολακευτικές κριτικές που ζητούν
ανταπόδοση,
αφήνοντάς σε στο τέλος κενό:
«να
βρείτε μια μεγάλη αίθουσα
-με τη
κατάλληλη διακόσμηση ,έτσι;-
να ετοιμάσετε
πολυσέλιδες ομιλίες
και οι
ηχηρές αναγνώσεις να έρθουν μετά
φροντίστε
οι προσκλήσεις να φτάσουν στην ώρα τους
-ονόματα
που προκαλούν ρίγος-
τηλεοπτική
κάλυψη φυσικά
μα ναι
πιείτε αρκετό κρασί
και
αρκετές ώρες μετά να γυρίσετε σπίτια
σας
και να
έχετε έναν ευχάριστο ύπνο
Στο στόχαστρό του οι λογοτεχνικοί κύκλοι,
αλλά και η ματαιοδοξία του σταρ- ποιητή που κυνηγά βραβεία κι εξώφυλλα.
Στην πραγματικότητα, όπως γράφει στο
ποίημά του ΜΥΣΤΗΡΙΟΣ, πίσω από τους άπειρους θαυμαστές στο facebook, ο ποιητής
είναι σπαρακτικά μόνος κι ακατανόητος.
«βάδιζε αργά στη κάμαρα του εκείνη τη μέρα
ουρλιάζοντας
από μέσα του
«ο
βλαμμένος , πάλι θα γράφει εκείνα τα
ποιήματα!»
σκέφτηκε
η νοικοκυρά
την
επόμενη
τον
βρήκανε νεκρό
ελάχιστοι κλάψανε
ακολούθησε η δόξα
τα σίριαλ
και αναρίθμητοι
θαυμαστές στο facebook…»
[συνέχεια στην περιπλάνηση των ποιημάτων ενός «καιόμενου» ποιητή, του Νίκου Σφαμένου με αποσπάσματα από ένα κείμενο της Βάγιας
Κάλφα στο ΒΑΚΧΙΚΟΝ]
Η ΕΚΤΟΞΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΦΥΚΤΙΚΗ ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ
(…επανέρχεται συχνά στα ποίηματα του Νίκου Σφαμένου…),
Ο Νίκος Σφαμένος δέχεται την ποίηση
με την απόλυτη επίγνωση της βαριάς ευθύνης που φέρει επάνω του ως ποιητής, που
πάει να πει: την νιώθει συχνά σαν βάρος. Θα προτιμούσε να είχε απαλλαγεί από
αυτήν, ενώ όπως γράφει και στο ποίημα
ΔΩΣΕ ΜΟΥ, ευχαρίστως θα άφηνε την
ποίηση και τα φανταστικά της ταξίδια, προκειμένου να ταξιδέψει, σαν ένας άλλος
Ρεμπώ, πραγματικά, σε πρωτόγνωρα μέρη, να εκτοξευτεί σε ουράνια, να αποκτήσει
τη λευκότητα του γλάρου και την ελαφρότητα του φτερού, την πρωτόγονη περηφάνια
του βουνού που αγνοεί τα επιτεύγματα του «πολιτισμού», την ορμή των κυμάτων που
δεν εγκλωβίζονται σε γραμματοσειρές και λέξεις. Η ποίηση, όταν τη συγκρίνει με
τη ζωή, αμφισβητείται και αυτό-υπονομεύεται: αποδεικνύεται λίγη.
Στο άτιτλο ποίημα από τη συλλογή ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ο ποιητής ζητά από την αγαπημένη του να τον
συγχωρέσει για το έλλειμμα δύναμης, γαλήνης και χαράς του στην πραγματική ζωή
και σαν αντίδωρο της προσφέρει τα ποιήματά του, τα οποία αν και για τον ίδιο
βαραίνουν, αφού σε αυτά παίρνει την εκδίκησή του, για τους άλλους που
περιμένουν πράγματα ορατά φαίνονται ίσως πενιχρά.
«συγχώρεσέ με που
δεν υπήρξα
αμόνι φωτιά
και λιακάδα
ουράνιο τόξο βροχή
κεραυνός αγέρας
και που μόνο έγραφα ποιήματα!...»
Η άρνηση της ποίησης δεν είναι πόζα
ενός ποιητή που ζητά επαίνους και ενθάρρυνση. Η ποίηση βιώνεται οδυνηρά, με την
ενοχή εκείνου που συνειδητοποιεί τη ματαιότητα και την εξάντληση, παρά τον
προσωρινό εξαγνισμό, των λέξεων: Αγίες, αιματόβρεχτες και άχρηστες λέξεις είναι
ο τίτλος μίας συλλογής του. Στο ποίημά του ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ο Σφαμένος παροτρύνει το φίλο του, ομοίως
ποιητή που όμως είχε όνειρα αυτός να εκδοθεί και να αναγνωριστεί, (επομένως
παροτρύνει και τον εαυτό του,) να αφήσει την ποίηση όσο είναι ακόμη νωρίς.
«ε
παράτα τις λέξεις σου
όσο είναι καιρός
άκουσέ με
άνοιξε τα κλειστά παράθυρα
βρες δροσιά
και ξέχνα τις λέξεις
ξέχνα της όσο είναι καιρός…»
Ο ίδιος νοσταλγεί τα κακά ποιήματα
και τις ακόμη πιο κακές κριτικές: για εκείνον είναι απόδειξη της ανεξαρτησίας
του, σημάδι πως ζει κάτι που τον υπερβαίνει του οποίου η αξία έγκειται ακριβώς
στο ότι δεν μπορεί να κλειστεί σε μέτρα και σχήματα και να πιαστεί με λέξεις. Η
γραφή για τον Σφαμένο σημαίνει τέλος: τέλος της ζωής, τέλος της αθωότητας και
της ανένταχτης παιδικότητας. Απέναντι στα καλογραμμένα ποιήματα και την
αναγνώριση των «ειδημόνων» ο Σφαμένος προκρίνει την ελευθερία, την οποία με
γοητευτική αδιαλλαξία φυλά. Στο ποίημα ΣΗΜΕΡΑ ΕΛΑΒΑ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΚΑΚΗ ΚΡΙΤΙΚ¨Η ο ποιητής μετά από μία ακόμη απόρριψη κοιτάζει
γύρω του την άνοιξη και αποφαίνεται:
«ανοίγω το παράθυρο και
τραγουδώ ελεύθερος
όπως πάντα ήθελα…»
Την ίδια αξία
στην ελευθερία αποδίδει και στο ποίημα ΠΑΙΔΙ
ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ, ο ποιητής, θυμίζοντάς μας την απλότητα και την ησυχία του
Αυγούστου, αποδεικνύοντας πως αναγνωρίζει καλά αυτά που τελικά βαραίνουν. Το
ποίημα θυμίζει πλάνο από ταινία του Αβδελιώδη: μεσημεριανή θερινή γαλήνη σε
νησί, που την ταράζει ένα παιδί στο οποίο αιφνίδια αποκαλύφθηκε ο κόσμος.
«η πόλη θρυμματίζεται φλέγεται
καθώς το κεφάλι σου αδειάζει
καβάλα σ’ ένα παλιό μηχανάκι
μυρίζεις την ήρεμη αυγουστιάτικη θάλασσα
οι όμορφες μέρες περιμένουν
πολύχρωμες γαλήνιες
ολοφώτιστες
παιδί στον ήλιο
του απλώνεις τα χέρια και
χάνεσαι
χάνεσαι χάνεσαι
χάνεσαι…»
Η άρνηση για συμμετοχή στα επίσημα
λογοτεχνικά πράγματα δεν είναι ήττα του δημιουργού, δεν είναι αποτυχία. Για τον
Σφαμένο τα πάντα κρίνονται στη ζωή: αυτό που μένει όταν κλείνουν τα φώτα κι
αποσύρονται χειρονομίες και «μπράβο» μετράει. Αποτυχία του ανθρώπου είναι η
μοναξιά και βαραίνει περισσότερο από την επιτυχία του δημιουργού.
Για το Νίκο Σφαμένο ΕΠΙΤΥΧΙΑ , όπως
τιτλοφορείται και το ομώνυμο ποίημά του, είναι κάτι εντελώς άλλο από την
προβολή και τη δημόσια ανάγνωση, γιατί για τον ποιητή η ποίηση οφείλει να είναι
προσωπική σωτηρία και ως τέτοια δεν έχει ενδιάμεσους. Το ακριβώς αντίθετο,
συντελείται ιδιωτικά. Η ποίηση γίνεται συνάντηση πνιγμένων, χιλιοσκοτωμένων που
αναγνωρίζονται από τα τραύματα και όχι από το «δούναι και λαβείν» επαίνων.
«μη ξεκινήσεις να γράφεις εάν δε βυθιστείς
εάν δεν πεθάνεις χιλιάδες φορές
εάν δεν έχεις τίποτα να πεις για ό,τι βλέπεις
-τότε μη γράφεις –
να αποφεύγεις τις ποιητικές βραδιές
κλείσου σε μια κάμαρα και
δώστου να καταλάβει
να θυμάσαι πως το μεγαλύτερο
μέρος της σύγχρονης ποίησης
δεν είναι για ανάγνωση
ν’ αδιαφορείς για τους επαίνους
κι ένας μοναχικός τύπος να
ξετρυπώνει κάποτε
τα ποιήματά σου
και να βρει το κουράγιο
να κρατηθεί μια κρύα νύχτα
όπως και συ έκανες μ’ αυτά κάποτε
μόνο αυτό σου αρκεί
-θα σημαίνει πως πέτυχες φιλαράκο
–…»
Σαρκαστικός και αιφνιδιαστικός,
καθόλου δε θαμπώνεται από τις περγαμηνές, τις διακηρύξεις ευτυχίας και την
οικονομική ευμάρεια του σύγχρονου ανθρώπου «του πνεύματος»: πίσω από όλα αυτά
βλέπει ανθρώπους ρηχούς που ακολουθούν ό, τι υπαγορεύει το λάιφσταιλ. Στέκεται
απέναντι σε όλους τους βολεμένους και τους θυμίζει τη βεβαιότητα του θανάτου
που ούτε υποψιάζονται (βλ. το ποίημα ΕΣΕΙΣ):
«Δύο μεταπτυχιακά
θέση σε κεντρική εταιρεία
ευτυχισμένος γάμος
ξεχωριστές δημοσιεύσεις
και ακριβό αμάξι
ταξίδια σε ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις
και
ενδιαφέρον για την
τέχνη και
το σύγχρονο λάιφστάιλ
μεγάλες γνωριμίες
δείπνα συνεντεύξεις
και
ξαφνικός θάνατος
ειδικά αυτό το τελευταίο
πρέπει να σου δημιούργησε αίσθηση…»
Το Νίκο Σφαμένο καίει η μοναξιά του
ανθρώπου, μια μοναξιά που δεν καλλωπίζεται, όσες όμορφες λέξεις και να εφεύρει
κανείς.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ:
όμως
τι παράξενο
να εκπέμπεις σινιάλα κάθε βράδυ
και αυτά να εξατμίζονται
να χάνονται μονομιάς μικρέ μου φίλε
θυμάσαι που μου χες πει χαρακτηριστικά
οι λέξεις τελικά αποδεικνύονται
μια κλανιά στο σκοτάδι;
μου πήρε σχεδόν τριάντα χρόνια να το
καταλάβω
Πρόκειται για μία μοναξιά η οποία δεινοπαθεί καθηλωμένη, ενώ έξω γίνεται ο
κακός χαμός…
«έξω είναι οι
πόλεμοι
υποθέτω όλο και
πιο πολλοί
θα σκοτώνονται
όσο περνά ο καιρός
στους
δρόμου στη δουλειά στα σπίτια
στην τηλεόραση
ελάχιστοι
δραπέτευσαν
πολύ λίγο ενδιαφέρον πολύ λίγο κουράγιο
έξω οι βόμβες σκάνε οι μέρες φεύγουν
κι εδώ δε συμβαίνει τίποτα…»
γράφει στο δεύτερο ποίημα της
συλλογής του ΑΓΙΕΣ, ΑΙΜΑΤΟΒΡΕΧΤΕΣ ΚΑΙ ΑΧΡΗΣΤΕΣ ΛΕΞΕΙΣ…
Η ποίηση του Σφαμένου, ειρωνική και
αυτό - υπονομευτική, ισορροπημένη ανάμεσα στη δωρικότητα και τον λυρισμό, με
τις κάποιες εμμονές της, χαμηλόφωνη και επικίνδυνη, θέλει να παρηγορήσει - τον
ίδιο πρωτίστως αλλά και τον αναγνώστη του με τα ίδια βιώματα - αλλά δεν
παρηγορεί. Όχι από αστοχία. Είναι από ειλικρίνεια που δεν δίνει απαντήσεις. Ο
Σφαμένος δεν αναζητά ούτε προσφέρει ψεύτικους εξαγνισμούς. Έχει επίγνωση της φλυαρίας
της εποχής του, στην οποία, όπως γράφει και σε ένα άτιτλο ποίημα του κυριαρχούν
οι νταήδες, οι γνωριμίες και η εικόνα. Και έτσι προχωρά. Σε πείσμα αυτών,
αναζητώντας και κρατώντας δίπλα του μόνο αυτούς που «καίγονται» όπως αυτός.
[Ένας
«καιόμενος», μια Περιπλάνηση στην ποίηση του Νίκου Σφαμένου από την Βάγια Κάλφα
– αναρτήθηκε στο ΒΑΚΧΙΚΟΝ]
ΝΙΚΟΣ ΣΦΑΜΕΝΟΣ γεννήθηκε το 1982 στη
Μυτιλήνη, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία στο
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει εκδώσει τις ακόλουθες ποιητικές
συλλογές: Ακούγοντας βαλς στο σκοτάδι (2007), Οργή και λουλούδια σε μια χώρα νεκρών (2007), Αυτά που γράφτηκαν κάτω από βρώμικο φως (2008), Άγιες, αιματόβρεκτες και άχρηστες λέξεις (2008),Ανθισμένες νύχτες (2010), Περιμένοντας χελιδόνια το Δεκέμβρη (Λογοτεχνικά Σημειώματα, 2011).
Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Ίαμβος, Ένεκεν, Νέα
Αριάδνη, καθώς επίσης και στο διαδίκτυο.
Πέμπτη,
27 Ιουνίου 2024