Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024

ΑΝ Η ΚΟΛΧΙΔΑ ΠΟΥ ΛΑΧΤΑΡΗΣΕΣ ΕΚΡΥΒΕ ΑΠΛΑ ΕΝΑ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΤΟΜΑΡΙ…

 

(…μάταια τόσα χρόνια την Αργώ ετοίμαζες στο ναυπηγείο…)

I
Μέσ’ στα μπαΐρια που ξεχέρσωσες
φυτρώνουν οι καημοί που σπέρνεις.
Γιομίζει το περβολάκι της ψυχής μου
μυρωμένα μικρά ποιήματα.

II
Τις νύχτες σ’ ονειρεύομαι
να παίζεις ένα λυπημένο ακορντεόν.
Ξυπνώ και θλίβομαι
που σε κρατάω ακόμα λυπημένη.

III
Στα βουρκωμένα μάτια σου
ένας πορτοκαλένιος ήλιος ανατέλλει.
Στα λυπημένα χείλη σου
μι’ αυγή από δροσερά χαμόγελα ροδίζει.
Μέσ’ απ’ την πικραμένη σου ψυχή
η φλόγα του έρωτα
ζεσταίνει τις ελπίδες των απεγνωσμένων.

IV
Πες μου τι ώρα ανοίγει
το μυροπωλείο του κορμιού σου
να τρέξω ν’ αγοράσω.

V
Μέσα στην ίριδα των ματιών σου
βρέθηκε η παλέτα του Μοντιλιάνι.

VI
Πίσω από την γραμμή των χειλιών σου
ανατέλλουν οι ήλιοι μου.

VII
Αχ! οι ατέλειωτοι στεναγμοί σου!
Ο μετρονόμος της αγωνίας μου.

VIII
Τι κι αν γεννήθηκες την 5η δεκαετία   του 20ου αιώνα.
Ο Ελύτης απ’ το ’40   για σένα έγραψε
το Adagio των «Προσανατολισμών» του.

 (PIANO από τη συλλογή ΠΤΩΧΟΝ ΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑ 1990 του Γιώργου Θεοχάρη που στον ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ λόγο του  στη συλλογή Αμειψισπορά (1996) προστάζει):

 

ΝΑ ΑΓΑΠΑΤΕ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ  

(… προς όφελός σας διαθέτουν την ψυχή τους…) 

… την ειρηνική αυτή επαρχία εκρηξιγενών πετρωμάτων,

αποδιδόμενοι σε διαρκή εκβραχισμό

ώστε να σας προσφέρουν τις πολύτιμές τους λέξεις.

 

Αποτελούν, από μια άποψη,   ένα είδος θαλάμου ακροάσεων   των επιθυμιών και των καημών μας·

μία διώρυγα προσαγωγής της προσδοκίας σας

για κάτι το ωραίον·

ένα ακάτιο που σας διασώζει    από την αγκυλωτικήν αγκίστρωση

στους παγετώνες της ακαλαισθησίας…

 

Ανθλογούνται ακόμα αντιπροσωπευτικά ποιήματα από τις συλλογές: 

ΕΝΘΥΜΙΟΝ  (2004),

ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ  (2010),

και   ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΘΝΗΤΟΤΗΤΑΣ  (2014):

αποσπάσματα από μια προσέγγιση στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιημάτων του Γιώργου Θεοχάρη από τη Διώνη Δημητριάδου

 

Επιμύθιο  με αποσπάσματα για τη συλλογή ΠΛΗΣΜΟΝΗ ΟΣΤΩΝ  εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ: «Πλησμονή οστών, γιατί καθώς Ποίημα το Ποίημα αρμολογείται ο σκελετός της συλλογής από οστά συναισθημάτων,  εμπειριών,  σκέψεων,  πικρής τραυματικής μνήμης,  δονούμενου ερωτικού συγκλονισμού,  αγάπης τρυφερής,   όλο και κάποιο περισσεύει.   Όλο και κάποιο, λες από του Αδάμ της Γραφής το πλευρό, μετασχηματίζεται σε νέο ποίημα,  θεμελιώνει μια καινούργια ΠΛΗΣΜΟΝΗ ΟΣΤΩΝ»

 


Ν’ ΑΚΟΥΣ ΤΙΣ ΣΙΩΠΕΣ .. 

(από τη συλλογή του Γιώργου Θεοχάρη ΑΜΕΙΨΙΣΠΟΡΑ 1996)

Όταν θα λείψω
να μελετάς, το βράδυ που θα γέρνεις,
τα μάτια που σε κοίταζαν και σε πιστεύανε.
Να μελετάς τα μάτια
που ανεβάζανε στο στόμα την αλήθεια σου,
όπως τραβούν στο μπράτσο σου το αίμα
οι πευκοβελόνες.

Όταν θα λείψω
ν’ αφουγκράζεσαι τα βήματα που λάσπωναν,
έναν καιρό απελπισμένo, το κατώφλι σου.
Να αφουγκράζεσαι τα βήματα
που φέρναν τ’ όνειρo νωπό
μέσ’ στην καλή ψυχή σου.

Όταν θα λείψω
ν’ ακούς τις σιωπές των ήχων
μέσα στην οχλοβοή.
Να τις ακούς,
γιατί οι σιωπές είναι τα λόγια μου
που ταξιδεύουνε στο χρόνο ορφανά απ’ το σώμα.

Οι σιωπές είναι τα λόγια εκείνων που δεν μίλησαν,
όχι γιατί δεν το θελήσανε,
αλλά γιατί η γλώσσα τους υπήρξε μια δεντρoστoιχία
μέσ’ στην οποία κελαηδούσαν διαρκώς αηδόνια.

 

ΜΝΗΜΟΦΥΛΑΚΙΟ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΕΩΝ 

(από τη συλλογή του Γιώργου Θεοχάρη ΕΝΘΥΜΙΟΝ 2004)

Όπως ο τυφλός ακούει το ανεπαίσθητο θρόισμα όταν το φως αποσύρεται.

Όπως το τυφλό παιδί ζητάει να φωτογραφηθεί με τον ποδοσφαιριστή που θαυμάζει.

Όπως οι πληγές επουλώνονται αφήνοντας για πάντα ένα σημάδι.

Όπως το τραυματισμένο νύχι ξαναφυτρώνει τραυματισμένο.

Όπως ο τσοπάνος διαλέγει τα ευτελή υλικά του: ένα κομμάτι τσίγκο, δυο τρία καδρόνια, πέντε τάβλες, λίγα πέταβρα, μια μισοσπασμένη πόρτα, ένα κομμάτι κοτετσόσυρμα, ένα κάγκελο από παλιό μπαλκόνι, κάμποσες κλάρες πουρναρίσιες – και φτιάχνει ένα μαντρί με οικολογική ευλάβεια.

Όπως τα νεοκλασσικά κτίρια των πόλεων. Αστικές κατοικίες στο μεσοπόλεμο. Μπουρδέλα μετά τον πόλεμο. Γραφεία κομματικών οργανώσεων στη μεταπολίτευση, Γκρεμίδια σήμερα. Πολυκατοικίες αύριο.

Όπως οι διαπιστώσεις, κοιτάζοντας σαράντα χρόνια αργότερα την ομαδική φωτογραφία της Έκτης Δημοτικού:
Ο δάσκαλος πέθανε.
Ο Σπύρος πέθανε.
Ο Μπάμπης πέθανε.
Η Παναγούλα πέθανε,
και η Ανθούλα, το λιανό κλαράκι με τα κριθαρένια μαλλάκια, αυτό το σπουργιτάκι της τάξης, σκότωσε τον άντρα της με συνεργό τον εραστή της.

Όπως η Ανθούλα, της προηγούμενης διαπίστωσης, που τόσο πολύ την ταλαιπώρησε η τρυφερότητά της.

 

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ 

(από τη συλλογή του Γιώργου Θεοχάρη ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ 2010)

Μία από τις ικανότητες του λόγου
είναι και η παρομοίωση, κάτι που δεν
συναντάται στις πλαστικές τέχνες.  (ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ)

Όπως η Κυριακούλα που τριγυρνάει στα μνήματα το δειλινό και κουβεντιάζει με τις φωτογραφίες των πεθαμένων. Γεια σου κυρ-Λουκά, τι κάνεις κύριε Πολύκαρπε; Κι αν κάποιον δεν ήξερε πώς τον λέγανε, το μαθαίνει τώρα από το όνομα στο μάρμαρο και α!! -του λέει- έτσι σας λένε, έτσι σας λένε… και θυμάται ότι ήταν μικρό κορίτσι, στο γάμο του, ότι ήταν μικρό κοριτσάκι θυμάται.

 

Όπως επιστρέφοντας από μια κηδεία προσπίπτουμε ασθματικά στον έρωτα, με την ψευδαίσθηση πως του θανάτου το κέντρο θα κονιορτοποιήσουμε, του Άδη το νείκος νομίζοντας ότι θα ακυρώσουμε.

 

Όπως σε κάποια χωριά, ακόμα, λίγο πριν βάλουν τον πεθαμένο στο μνήμα, σκύβει το βαφτιστήρι του και του λύνει τα χέρια.

 

Όπως κοντά στους άλλους τάφους με τα μάρμαρα, το περιποιημένο χαλικάκι και τ’ άλλα μπιχλιμπίδια των νοικοκυραίων, υπάρχει κι ένας τάφος μονάχα με το χώμα του και το νεκρό του. Πάνω του συσσωρεύονται ματσάκια σαπισμένων λουλουδιών, στεφάνια πλαστικά, μπουκάλια γυάλινα σπασμένα του λαδιού, τσαλακωμένο αλουμινόχαρτο, δοχεία της χλωρίνης και άλλα από Ajax δίχως ψεκαστήρα, σφουγγάρια της κουζίνας ξεφτισμένα καθώς και σακουλάκια από κόλλυβα και κάπου κάπου ένα κουτάβι περνάει κοντοστέκεται μυρίζοντας το χώμα κι ύστερα φεύγει πέρα σέρνοντας το κουτσό του πόδι.

 

Όπως η νύχτα γίνεται το μυστικό μας σπίτι κι ο ύπνος είναι η μόνη εν ζωή δυνατότητα να ομοιάσουμε στους νεκρούς μας. Η μόνη πιθανότητα να ατενίσουμε, πίσω από τα κλεισμένα βλέφαρα, το ελπιδοφόρο μέλλον της άχρονης προοπτικής μας.

 

Όπως εκείνος που σε συνάντησε μια μέρα στο δρόμο και συστηθήκατε φυσιογνωμικά, κι αφού είπατε το ένα και το άλλο, έκλεισε το δεξί σου χέρι μέσ’ στις παλάμες του αποχαιρετώντας σε, και καθώς χανόταν στο βάθος του δρόμου κατάλαβες πως κάθε μέρα που ξημερώνει έχουμε όλο και λιγότερο μέλλον, κατάλαβες.

 

Όπως ο άλλος που χόρευε με τις κάλτσες, βγάζοντας τα παπούτσια του, το τραγούδι «η μάνα μου μού πήρε κάλτσες χρωματιστές, κι άμα τις βάλω θα τις τρυπήσω».

 

Όπως ο μεθυσμένος βρίσκει απόλυτη ισορροπία χορεύοντας ζεϊμπέκικο όταν τον κυριεύουν μυστικά σεκλέτια.

 

Όπως ο μουγκός τραγουδάει μέσα του χιλιάδες τραγούδια και στίχους που έχει αποστηθίσει.

 

Όπως το χελιδόνι βρίσκει την άνοιξη καταπατημένη απ΄ τα σπουργίτια τη φωλιά του, βρίσκει την άνοιξη καταπατημένη.

 

Όπως κανένας δεν μπόρεσε ν’ αγγίξει το σφυγμό του χρόνου.

 

Κι όπως κανένας δεν μπόρεσε να κρυφτεί μέσα στα ποιήματά του, όσο κι αν το προσπάθησε, κανένας δεν μπόρεσε να κρύψει τίποτα μέσα στα ποιήματα, δεν μπόρεσε.


ΠΟΙΗΣΗ   ΧΕΙΡΟΒΟΜΒΙΔΑ ΣΙΩΠΗΣ  (Γιώργος Θεοχάρης)

(αποσπάσματα από μια κριτική προσέγγιση από τη Διώνη Δημητριάδου για τη συγκεντρωτική έκδοση: 

Γιώργος Θεοχάρης ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΘΝΗΤΟΤΗΤΑΣ  Ποιήματα 1970 – 2010)

Στα «Πιστοποιητικά θνητότητας» παρουσιάζεται όλο το δημοσιευμένο ποιητικό έργο του Γιώργου Θεοχάρη, έτσι σαν μια σύνοψη ζωής (κατά τον ίδιο είναι «σαν να μαζεύτηκε όλη η οικογένεια στο σπίτι, Κυριακή μεσημέρι»).

Μέσα από την προσεγμένη στιχουργική του, αφήνει ανάμεσα στις σελίδες του, πίσω από τις λέξεις να φανεί μια πορεία ζωής. Ναι, ο ποιητής, ο δημιουργός εν γένει, αγαπά να «κρύβεται» στη σκιά του έργου του, να οδηγεί το φως μέσα από χαραμάδες…

Ιδιαίτερα στις δύο πρώτες συλλογές του, ΠΤΩΧΟΝ ΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑ 1990   και «Αμειψισπορά» 1996, δίνει το ξεκάθαρο περίγραμμα του ανθρώπου του βυθισμένου στον έρωτα, που μένει εκστατικός στη θέα του ερώμενου προσώπου, τόσο που δοκιμάζοντας να μιλήσει για την ομορφιά θα πει:

«…Μάλλον σαν κορνιζοποιός   μπροστά σ’ εξαίσιο πίνακα

ομοιάζω» (ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΗ ΣΕΜΝΟΤΗΤΑ)

αλλά και που θα νιώσει αναπόφευκτα τα συντροφευμένα με τον έρωτα άλλα πάθη, της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου, της τυραννίας των πόθων, φέροντας σε κάποια ποιήματα τον απόηχο μιας σονάτας που κάποιος άλλος ποιητής ύμνησε παλαιότερα.

Όσο ο έρωτας γεννά βασανιστική ανάγκη έκφρασης στο ποίημα, άλλο τόσο η μνήμη, βασικός τροφοδότης του ποιητή ανοίγει χώρο και ζητά το αποτύπωμά της μέσα σε στίχους σαν μια ελπίδα αιωνιότητας. Στις συλλογές ΕΝΘΥΜΙΟΝ 2004   και ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ 2010, τις πιο ώριμες δημιουργίες του ποιητή, είναι που επιλέγεται συχνά και ο πεζός λόγος δίπλα στη στιχουργική, ίσως γιατί η αποτύπωση προσώπων που τον σημάδεψαν από την παιδική του ηλικία ως την ώριμη αλλά και η απόδοση καταστάσεων, συνθηκών και γεγονότων απαιτούν αφηγηματικό λόγο για να συναρμολογηθεί καλύτερα η εικόνα…

Ο ποιητής «ανάβει κεράκια μνήμης» σε όλους τους χαμένους της ζωής του. Και είναι αλήθεια πως μέσα στα ποιήματα του Γιώργου Θεοχάρη διαχρονικά σχηματίζεται μια «περί θανάτου μελέτη», με τον θάνατο σε μια φυσική συνέχεια της ζωής, ένας «σιωπηλός βυθός του χρόνου», να βρίσκεται στις φωτογραφίες «…Σιωπές στις κορνίζες τους. Το φως ραγίζει τη μνήμη τεκτονικά. Και η μνήμη μια θάλασσα μαύρη, όπου λάμνει και λάμνει και λάμνει το αναπότρεπτο.» (ΟΙ ΚΩΠΗΛΑΤΕΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ). Ο θάνατος στον αντίποδα, ωστόσο, της ζωής, αέναο ακίνητο συμπλήρωμα της κίνησης:

«…Όχι για των ανθών δεν πρόκειται την ευωδιά

ούτε και για των ψύλλων τη στιλπνότητα.

Πρόκειται για της ρίζας τη συμβίωση

με τα σκουλήκια μεσ’ στα χώματα,

στης γλάστρας τον ανήλιαγο

τον κάτω κάτω κόσμο….» (από το έξοχο ΠΕΡΙ ΤΙΝΟΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ).

Πώς συνοψίζεται, λοιπόν, η ΠΟΙΗΤΙΚΗ του Γιώργου Θεοχάρη. Γιατί γράφει ο ποιητής;

«Γράφουμε ποιήματα,

βότσαλα μνήμης ρίχνουμε   στο σιωπηλό βυθό του χρόνου».

Δεν είναι σαφής; Δεν θυμίζει τον στρατιώτη - ποιητή του Μίλτου Σαχτούρη, που «δεν έχει γράψει ποιήματα, μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνει»; Άλλωστε τιτλοφορεί τη σύνοψη αυτή του έργου του ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΘΝΗΤΟΤΗΤΑ   δίνοντας έτσι την εσωτερική αναπόφευκτη γνώση περί των χρονικών ορίων. Η μόνη που διασώζεται είναι η μνήμη…

Έχει, λοιπόν, ρόλο συγκεκριμένο ο ποιητής, έχει έργο να επιτελέσει, πότε με τον σάρκινο, ρεαλιστικό του λόγο, πότε με έναν βαθύ και υποδόριο λυρισμό. Πότε για να ξυπνήσει μνήμες συλλογικές, να δώσει το πολιτικό του στίγμα, πότε μιλώντας ορμώμενος από προσωπικά του πάθη να μας φέρει στο μυαλό δικά μας συναφή.

Όποια προσέγγιση κι αν επιφυλάξει ο αναγνώστης στον ποιητικό κόσμο του Γιώργου Θεοχάρη, ας έχει στον νου του ότι για να βαδίσει στα μονοπάτια του και να δει τα συντελούμενα εκεί θαύματα, θα πρέπει να έχει ανοιχτά τα μάτια της ψυχής του. Πώς αλλιώς να «ακούσει» τις «χειροβομβίδες σιωπής»;

 

ΤΩΝ ΠΑΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ 

Εδώ παλαίψανε οι φοιτητές με το μεγάλο δράκο.
Τα χρόνια πέρασαν κι οι πρώτοι τη βολέψανε.
Άλλος στο βουλευτήριο,
άλλος στη δημαρχία,
άλλος κλειδούχος στο κοινό ταμείο
κι άλλος παρατρεχάμενος στου αρχηγού τη βίλλα.

Οι δεύτεροι, παρέμειναν ανώνυμοι,
σαν τους λοιπούς οπλίτες.
Της επταετίας αγωνιστές,
κορόιδα της μεταπολίτευσης,
σαν τα σφαχτάρια κρέμονται
απ’ το τσιγκέλι των ιδανικών τους


ΑΣΥΜΠΤΩΤΟ

(κι άλλα ποιήματα του Γιώργου Θεοχάρη όπως αναρτήθηκαν στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΠΟΙΕΙΝ)

Εκείνη πορεύεται μέσʼ στη μαγεία του ρυθμού:
(α+β)2 = α2+2αβ+β2.
Αυτός περιπλανιέται σε σοκάκια απροσδιοριστίας.

Όσες φορές προσπάθησαν να προσεγγίσουν την ταυτότητα, κάνοντας την παραδοχή:
όπου α = αγαπώ και όπου β = βαρβατεύω,
το αποτέλεσμα πάντα προέκυπτε:

επειδή όπου α = αγαπώ,
γι αυτό όπου β = βασανίζομαι.

 

ΘΕΩΡΗΜΑ

Επειδή κάτω από τόξα γεφυριών παλιών
οι στεναγμοί γλυκαίνουν,
γι
ʼ αυτό σπουδάζω ποταμούς
κι εσύ σαν άστρο λάμπεις.

 

ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Ω! Το υπέροχο Ω-μέγα των γοφών σου!

πόσα μάτια αναλφάβητα
πάνω του έχουνε σπουδάσει!

 

ΑΚΤΟΠΛΟΪΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

Περί ώραν 3ην μεταμεσημβρινήν της σήμερον
απέπλευσεν η πεντάκωπος της δεξιάς παλάμης μου,
δι
ʼ απαλής κωπηλασίας, βραδέως κατευθυνομένη
προς την τριπόθητον διώρυγα
των ροδαλών μαστών σου.

 

POLAROID

Ν΄ ακουμπάς ξαπλωμένη στο στήθος μου.
Να χαϊδεύω το λαιμό σου.
Να μη μιλώ.
Να κοιτάζω μονάχα βαθιά
τα μεγάλα όμορφα μάτια σου
και να σώζομαι μέσα τους.

 

ΦΩΤΟΒΟΛΙΔΕΣ ΗΔΥΠΑΘΕΙΑΣ

…έμαθες πια λοιπόν ότι η έκσταση μπορεί να μας χαρίζεται κάθε φορά που αποτρέπουμε της τρέλας τη διήθηση. Κάθε φορά που οι κραυγές του πόθου μας ενορχηστρώνονται επάνω στη σταρένια παρτιτούρα των κορμιών μας, ως τη στιγμή της έκρηξης. Ως τη στιγμή που διαλυόμαστε σπάζοντας σε χιλιάδες κομματάκια, σαν κέρματα που πέφτουν κουδουνίζοντας από τις τσέπες πανταλονιού που φεύγει βιαστικά απʼ το σώμα. Ως τη στιγμή που σαν βεγγαλικά εκτινασσόμαστε λαμπρύνοντας το σκοτεινό δωμάτιο με χίλιες αστραπές. Κι ύστερα πέφτουμε μεσʼ στο γλυκό κενό. Μέσα βουτάμε στο βαθύ πηγάδι αγκαλιασμένοι με το ρυθμό που η ανάσα μας ισορροπεί. Ώσπου προσγειωνόμαστε απαλά στο στρώμα, αργά, όπως το κύμα το μεγάλο ξεψυχά, στον έσχατο σπασμό, σʼ του σώματος την πιο ειλικρινή εκμυστήρευση. Τότε που οι ψυχές αλλάζουν σώματα. Τότε που τα μοιράζονται και τα φωταγωγούν. Την ώρα εκείνη που σε κατοικώ, χωρίς χαρτιά, χωρίς συμβόλαια, χωρίς κανονισμούς και ενοικιοστάσια και συ με δέχεσαι όπως τα ρημαγμένα νεοκλασικά τον άστεγο. Τότε που στρέφω παίρνοντας ένα μικρό λουλούδι αλήθειας απʼ τα μάτια σου και τʼ ακουμπώ στο μέτωπό σου,

έτσι για να ʽρθει η άνοιξη πιο γρήγορα

και να σε στεφανώσει.

 

ΠΛΗΣΜΟΝΗ ΟΣΤΩΝ, Η ΑΚΗΡΑΤΟΣ ΑΛΥΠΙΑ (αποσπάσματα από την κριτική ματιά του Θωμά Ψύρρα για την ποίηση του Γιώργου Θεοχάρη)

Εκκινώ με δύο κοινότοπες διαπιστώσεις για την ποίηση του Γιώργου Θεοχάρη: είναι ποίηση αυτοβιογραφική  και ποίηση της ύπαρξης που στοχάζεται πάνω στην αγωνία της θνητότητας.   Η «Πλησμονή οστών», πέμπτη συλλογή  του εν λόγω ποιητή,  έρχεται να επιβεβαιώσει εξαρχής αυτές τις δύο κοινότοπες διαπιστώσεις. Αποτελείται από 77 ποιήματα δομημένα σε δύο ενότητες   «Ρέει Έρως Αγεφύρωτος» στην πρώτη ενότητα  με μότο το στίχο του Απόστολου Μελαχρινού «Γλυκιά μου σκιά φευγατική, μορφή του πόθου λάβε»   «Πάσσαλοι οδοδείκτες» με μότο και πάλι το στίχο του Απόστολου Μελαχρινού  «Της μάγας λέξης το ίχνευμα, λαχαίνει αργά και σπάνια»  στη δεύτερη ενότητα… Η λέξη «ίχνευμα» (από το ρήμα «ιχνεύω») παραπέμπει σε μια επίμονη αναζήτηση, ανίχνευση και ιχνηλασία λεκτικών ποιητικών τόπων. Έτσι η ποιητική πράξη μετατρέπεται συνειδητά σε ένα κυνηγέσιο. Ο Γιώργος Θεοχάρης είναι  ποιητής «χνεύων»· μεταγράφει, θνητός και εφήμερος, ακαριαία το συναίσθημα σε ποίημα καθώς τριγυρίζει τους τόπους της ποίησης κυνηγώντας τη σύλληψη της σταθερής ποιητικής μορφής…  Εκκινεί από εμπειρίες, από ίχνη που αποτυπώνονται βαθιά μέσα μας, ίχνη από επιθυμίες, έρωτες, αγάπες, φόβους, συναισθήματα. Όμως οι λέξεις που έχουμε στο στόμα αδυνατούν να τις διατυπώσουν και να μεταδώσουν το «ένδον πάθος». Τα λόγια βγαίνουν κούφια κι αδυνατούν να μεταφέρουν το βαρύ φορτίο που θέλει να μεταφέρει η μοναδικότητα της εμπειρίας. Δεν επαρκούν. Η δήλωση απομένει μετέωρη και ελλιπής. Έτσι ο ποιητής παιδεύεται με το ανείπωτο. Χάνεται στις λέξεις που αντιστέκονται.   Πώς θα τις δαμάσει;   πώς θα τις αλλάξει;   πως θα τις χειριστεί ώστε να μεταφέρουν στο στόμα και στο χαρτί αυτό που νοιώθει η ψυχή;   Η ποιητική αγωνία έγκειται ακριβώς στην αγωνία της διατύπωσης.   Κι όπου δεν αρκεί η λέξη, ο ποιητής μπαίνει στην αναζήτηση μιας δομής όπου πολλές λέξεις που δεν έχουν μπει ξανά δίπλα - δίπλα μπορούν να μας βάλουν στα ίχνη των ανείπωτων συναισθημάτων ώστε να ψυχανεμιστούμε ως αναγνώστες το θαμμένο πλην ζωντανό συναίσθημα, την πίσω μοναδική πραγματικότητα. Αλλά πού θα βρει αυτές τις λέξεις; σε ποιο τόπο να ακουμπήσει η γλώσσα και να γίνει λόγος ποιητικός; παναπεί λόγος που να λέει το ανείπωτο;   Αυτή την αγωνία αντιμετωπίζει κάθε πραγματικός ποιητής. Στην περίπτωση όμως του Γιώργου Θεοχάρη υπάρχει και κάτι ιδιαίτερο. Το ποιητικό κυνηγέσιο στο οποίο επιδίδεται δεν αφορά μόνο την παραγωγή του ποιήματος· δεν αφορά μόνο την τελική προσπάθεια της δημιουργίας. Εξυπηρετεί ένα βαθύτερο σκοπό. Είναι ποίηση «στρατευμένη» δηλαδή στοχευμένη, χρηστική για τον καθ’ ημέραν βίο μας, θα έλεγα· ποίηση που δεν μεταφέρει την έκπληξη μιας εντύπωσης, που δεν είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος ή η θήρευση της σπάνιας, της στιλπνής και της λάμπουσας λέξης ή έκφρασης. Είναι ποίηση που στοχεύει να μας μάθει πώς να ξεπερνάμε τον πόνο, πώς να αντιπαλεύουμε τις λογής «κήρες» που ορμούν ακάθεκτες να μας λιανίσουν… Ο Γιώργος Θεοχάρης δημιουργεί έναν τόπο /κήπο / λειμώνα με φυτά και πουλιά. Μέσα σ’ αυτόν κινείται κι εντοπίζει λογής ίχνη / στοιχεία  (η συκιά, η αγρελιά, το αρμυρίκι, η χλόη, η παπαρούνα, η μέντα, το σπουργίτι, ο συκοφάγος, τα κοτσύφι, οι οχιές, το χαμομήλι, το κυκλάμινο, ο ιβίσκος,  η γαζία, ο ευκάλυπτος, το δεντρολίβανο, η αμυγδαλιά…) τα οποία γίνονται αφορμές και αιτίες για να εκκινήσει μια αφηγηματική ποιητική δόμηση της σωτήριας ερωτικής εμπειρίας…  Συνοψίζοντας:   Η Ποίηση λοιπόν για το Γιώργο Θεοχάρη είναι τέχνη χρηστική του βίου, τέχνη να αντιμετωπίζουμε τις Κήρες που επιτίθενται. Η ποίηση γίνεται τελικά τέχνη αλυπίας, και οι στίχοι του Γιώργου Θεοχάρη γίνονται καταφυγή στις δυσκολίες της ύπαρξης, υπόσχονται στοχασμό, καταλλαγή κι απόλαυση γιατί μας μαθαίνουν πώς οι άνθρωποι πρέπει να «…χαίρονται το κορμί τ΄ Απρίλη ολοκληρωτικά, / κάνοντας τα γλυκά τα μάτια και στον Μάη». ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ Λάρισα 17.2.2019

Πέμπτη, 22 Αυγούστου 2024