(…τα δένδρα στο παραθύρι συλλογισμένα
τα βουνά γερμένα στον
ώμο τ’ ουρανού…)
Νερά ορμητικά τα τα ποιήματα του Τάσου Πορφύρη
κι απλός «κουνεντιαστός ο λόγος
του.
Σε παρασέρνει σε λαγκάδια, αναμνήσεις,
δροσιές και λάβαρα.
Φωνές παλιές, αντηχήσεις,
απόηχους και χώματα.
Ριζώματα της μνήμης, του αγώνα,
της λήθης,
της αξιοπρέπειας, τους ήθους που γέννησαν τα βουνά!..
Που σε τραβάνε προς τα αγνά ιδεώδη
του ανθρώπου…
Κι ως τα γάργαρα νερά πλάι σε γκρεμνά
της αλησμονιάς
και της ΙΣΟΒΙΑΣ ΘΛΙΨΗΣ!..
Πιο πέρα οι γιδόστρατες και
τα φωτεινά μονοπάτια.
Ακόμα πιο ψηλά η
Ποίηση, η αγωνία αυτή,
τα βάθη της συνείδησης, η πτώση…
«Τις καταδύσεις σε άγνωστους βυθούς
με ναυάγια
Και κυρίως τις κατακόρυφες πτώσεις
Στα άδυτα μιας παραπαίουσας
συνείδησης… (σελ. 32)
Η εμμονή
της μνήμης στη γενέθλια γη,
ο νόστος
για τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας,
η επιστροφή
στην πρώτη αθωότητα…
Εκεί στη
λευκή σελίδα του έσω κόσμου που καταγράφονται σαν μικρά θαύματα
οι εικόνες
του καθημερινού βίου, ο αγώνας της επιβίωσης,
οι απορίες
και οι ενθουσιασμοί της τρυφερής νιότης…
Για να
ανασυρθούν αργότερα ως ιαματική ανάμνηση
σε
αντιστάθμισμα των τραυματικών εμπειριών
Η ανασύσταση του ήθους που γεννά η
συνύπαρξη
με την απεραντοσύνη του φυσικού
κόσμου.
Τα ποτάμια, τα νερά,
οι πέτρες, το δωρικό ηπειρωτικό
ύφος,
το λιγοστό φαγητό και τα
λιτά ρούχα, ακόμη και η στέρηση
φορές συντείνουν προς
έναν άλλο ηρωισμό και πάθος…
«Τα μάτια κι οι φωνές μας καρφωμένα
στο σώμα της μνήμης
Για να μην τα πάρει ο αγέρας της
λησμονιάς όπως τα
Λάβαρα τις πρώτες δεκαετίες του
αιώνα ήταν πολύ όμορφα
Για να κρατήσει συννέφιασε χάθηκε ο
ήλιος
κόπηκε η ζητωκραυγή στη μέση
και σφαδάζει ακόμη σε επετειακές
διαδηλώσεις…» (σελ. 20)
Μεγάλη ανάσα, ρωμαλέα, εφηβική θα
έλεγα.
Στίχοι άμεσοι χωρίς στίξη…
Μνήμη διαυγής, λόγος κρυστάλλινος…
Παρόλο που ακουμπάει στον
δεκαπεντασύλλαβο, ο στίχος είναι
«ελέυθερος»
Υπάρχει μία συμφιλίωση του
παραδοσιακού με το σύγχρονο, ρέουν
κυριολεκτικά το ένα μέσα στο άλλο…
«Κλαδέψτε τα ποιήματα μην τα αφήσετε
Να πνίξουν τον κήπο τα σπίτια τα
Χθεσινά όνειρα με τις προεκτάσεις σε
Λαβωμένα πρωινά και τα νυσταγμένα
Μεσημέρια αφαιρέστε άρθρα προθέσεις
Συνδέσμους στην ανάγκη και συλλογισμένα
Φρούτα για να πετούν οι στίχοι ανάμεσα
Σε μισοκρυμμένες φωλιές με νεοσσούς
Και τον άναμο να παίρνει μίαν ανάσα
Καθώς ξαπλώνει στα στιβαρά κλωνάρια
Των δεκαπεντασύλλαβων… (σελ. 33)
Λαλιά κοφτερή μα πάντα τρυφερή και ανθρώπινη στο βάθος…
Ο πόνος της ύπαρξης, βιωμένος ως τα βαθύτερα μύχια
εκφράζεται λιτά με αφοπλιστική
ειλικρίνεια…
Η άμεση έκφραση του συναισθήματος
σπαραχτική…
Μια ποίηση αυθεντική, προσωπική και ταυτόχρονα
κοινοτική, κοινωνική με νύξεις
σύγχρονες, με αξίες διαχρονικές…
(σχολίαζε ο Θάνος Κανδύλας στο ΠΟΙΕΙΝ
για τη συλλογή του Τάσου Πορφύρη ΙΣΟΒΙΑ ΘΛΙΨΗ, ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλιά 2019)
ΜΥΡΤΩ
- Έλα μέσα θα βραχείς
Ψιλόβροχο στον ανθισμένο
Κήπο στην κοιμισμένη
λίμνη
Των ματιών σου στο
δάσος
Της ανυπότακτης
κόμης σου
Στην κουρασμένη
καρδιά μου
- Όχι θα περιμένω τη
Μυρτώ
Συνήθως κρύβεται στα
σύννεφα.
[κι άλλα
ποιήματα από τη συγκεντρωτική έκδοση:
Τάσος Πορφύρης ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ
Ποιήματα 1961 – 2011, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ:
Πέντε ποιήματα από
τη συλλογή ΟΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΕΣ 2015
Τέσσερα ΕΡΩΤΙΚΑ
ποιήματα από την ίδια συλλογή και
Νεμέρτσκα… Σχόλιο για τα ποιητικά
άπαντα του Τάσου Πορφύρη από το Μιχάλη
Μακρόπουλο)
photography: dragan todorovic
ΣΩΣΙΒΙΟ
(και άλλα ποιήματα από τη συλλογή
του Τάσου Πορφύρη ΟΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΕΣ 2015)
Όταν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε
το υπόγειο όπου
Αναπαύονταν σε ράφια τα παλιά
σκονισμένα βιβλία
Έπρεπε να το απαλλάξουμε από τα
χιλιάδες ανείπωτα
Λόγια που κάλυπταν σ’ ένα σεβαστό
ύψος το πάτωμα
Αυτά που στήριζαν τα γραμμένα στα
βιβλία και τα
Καμάρωναν γιατί κατόρθωσαν να
γίνουν κάτι έστω
Συντροφιά για κάποιον που δεν έχει
από κάπου να
Κρατηθεί και γραπώνεται απ’ τα
φωνήεντα των
Λέξεων καθώς τον ταξιδεύουν στους
αντίλαλους των
Κορυφογραμμών και στα ξυπνήματα των
εύφορων κοιλάδων.
ΙΙ. ΕΔΠΙΣΤΡΟΦΗ
Όταν ξαναφάνηκε το άγαλμα που ’χε
εξαφανίσει η ομίχλη
Δεν ήταν το ίδιο το αγέρωχο ύφος
μια ανάμνηση πες
Το τεντωμένο σε ευθεία χέρι γερμένο
σ’ αποχαιρετισμό
Από τη ρευματική αρθρίτιδα που τον
ταλαιπωρούσε με την
Υγρασία γέρασε και τ’ άλογό του δεν
φουρμάζει δεν αδημονεί
Χτυπώντας τις οπλές του κανένας
κίνδυνος να τον ρίξει κάτω
Οπότε η θέση των χελιδονιών στο
πηλήκιο εξασφαλισμένη
Όταν γυρίζουν από τα θερμά κλίματα
και ψάχνουν για
Τις περσινές φωλιές κάτω από τις
σκεπές των ολίγων
Εναπομεινάντων ετοιμόρροπων
προκλασσικών ποιημάτων.
ΙΙΙ. ΣΥΡΡΑΞΗ
Κανονιοβολισμοί στο στερέωμα από
αντιμαχόμενες στρατιές
Μαύρων σύννεφων αστραπές στα μήκη
και τα πλάτη του
Κι αργότερα οι εφεδρείες για την
οριστική διεκδίκηση
Του χώρου: το άγριο ποδοβολητό του
ιππικού στους τσίγκους
Της σκεπής των σπιτιών κι ανάμεσα
οξείς ήχοι από τα
Διασταυρούμενα ξίφη των αντιπάλων
κι όσο κρατούσε
Η σύρραξη άφωνη άγρια χαρά στα
στήθια κι όλα να
Χάνονται στη στέρνα κι όλα να μεταλλάσσονται
σε δροσερό
Πόσιμο νερό για τους κοπιώντες και
πεφορτισμένους.
IV. ΚΙΒΩΤΟΣ
Το δάσος πλησιάζει το σπίτι χρόνο
με το χρόνο
Δειλά-δειλά κάλυψε τον κήπο με τα
οπωροφόρα
Αγρίεψαν κι αυτά οι καρποί τους
σκληροί
Κατάλληλοι για τα δόντια του βοριά
και το ράμφος
Της κίσσας η περγουλιά αγκάλιασε
την καμινάδα
Απ’ όπου τα σταφύλια γνέφουν
απελπισμένα για να
Σωθούν από τα κύματα της πράσινης
θάλασσας
Για όσο παίρνει το μάτι το δάσος
κατοικημένο
Από τους υπηκόους του κρυμμένους σε
μυστικές σπηλιές
Στις εμπατές φρουροί πυκνές
συστάδες δέντρων
Ελέγχουν τα πάντα μην ξαναρχίσει το
παλιό
Παιχνίδι είναι της φαντασίας μου τα
χτυπήματα στους
Ταρσανάδες ή βρίσκεται στα σκαριά η
νέα κιβωτός;
V. «ΣΧΕΔΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ»
Βαδίζει σκεφτικός ψιλοβαριέται
-το πεζοδρόμιο από βήματα υποφέρει
–
Ψάχνει μια φράση “motto” να
φοριέται
Στο ποίημα που τη λύτρωση θα φέρει
Βράδυ και βρέχει στη μικρή πλατεία
Σταγόνες – φωτοστέφανα - στα γύρω
φώτα
Ένας περαστικός μια φιγούρα αστεία
-κι η μουσική καημός του Nino
Rotta-
Τρέχει κρατώντας μια μικρή ομπρέλα
Το στήθος του σπαράζει από λυγμούς
Θα μπορούσε να κάνει κάποια τρέλα
Όμως τον κρατάει όμηρο μια εποχή
-σε δυσανάγνωστες ανάκατες σελίδες-
Και βρέχει «βρέχει μια παλιά
κίτρινη βροχή»
[Από τη
συλλογή του Τάσου Πορφύρη ΟΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΕΣ , Ύψιλον, Αθήνα 2015.]
ΕΡΩΤΙΚΑ
(από τη συλλογή του Τάσου Πορφύρη ΟΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΕΣ, ύψιλον
βιβλία 2015)
Ι
Γράμμα σε χαρτί ανοιχτό γαλάζιο
-εκείνο που λέγαμε ουρανί-
Με μελάνι μπλε και πενάκι
ιριντινόιντ γραμμένο καυτές
Σταγόνες δακρύων ν’ απλώνονται
απειλητικά με την επέμβαση
Του στυπόχαρτου να μην προλάβουν κι
εξαφανιστούν τα
Φωνήεντα των εξομολογήσεων χαθούν
οι μαρτυρίες
Και μείνει ξεκρέμαστος κι άδειος ο
ουρανός.
ΙΙ
Οι άκρες των δακτύλων αυτές οι
υφέρπουσες φλογίτσες
Που πλησιάζουν αθόρυβα και παίζουν
δήθεν με τα κουμπιά
Του αμπέχωνου ή της φούστας ενώ
διαλέγουν ό,τι παίρνει
Εύκολα φωτιά από τα χθεσινά
συμβάντα ως τις μελλο-
-ντικές μεταμορφώσεις έχοντας κατά
νου να μην αφήσουν
Τίποτα ανέπαφο καμιά φόδρα
ανεξερεύνητη εκεί
Που κρύβονται συνήθως ξεχασμένες
ημερομηνίες
Κρυφών συναντήσεων · στον συνήθη
τόπο εκτελέσεων.
ΙΙΙ
Πέρασαν κιόλας τόσα χρόνια από τη
μέρα
Που σ’ αποχαιρέτησα κι ήταν σαν
χθες
Έκλαιγα γιατί θα σ’ έβλεπα το άλλο
Καλοκαίρι ήταν πολύς ο καιρός άναβε
ζάκια άνοιγε πληγές ωρίμαζε φρούτα
Αισθήματα άνοιγε βάραθρα ανάμεσά
μας γι’ αυτό
Τα δάκρυα πικρά και το μαντήλι
μαύρο.
ΙV
Μέρες του ’39
Κόκκινα καλαμπόκια κρεμασμένα στις γρέντες
Του μαγειρειού ένα ταβάνι πολυέλαιος να φέγγει
Αχνά τις νύχτες κυνόροδα κράνια βατόμουρα
Σε σινιά απλωμένα ευωδιάζοντας τα όνειρά μας
Απλωμένος τραχανάς και πέτρα από γιδίσιο γάλα έργα
Των χειρών ευλογημένα απλωμένα στην επικράτεια
Του σπιτιού και από κοντά η λαχτάρα για το αύριο
Για τη συμμαθήτρια που μετακόμισε απ’ τα
Γιάννενα να μείνει μόνιμα στο χωριό με τους
Γονείς της και λέν’ - όσοι την είδαν - πως λάμπει
Σαν άστρο της αυγής χαμογελά σα νιο φεγγάρι.
[Από τη
συλλογή του Τάσου Πορφύρη ΟΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΕΣ, Ύψιλον, Αθήνα 2015. Η πέτρα του
τελευταίου ποιήματος είναι τα φύλλα για χυλοπίτες.
Νεμέρτσκα…
(Τα ποιητικά άπαντα του
Τάσου Πορφύρη 1961-2011 από τις Εκδόσεις
των Φίλων)
Ανάμεσα στην
ελευθερία του μοντέρνου και στον έμμετρο λυρισμό του παλαιότερου, ανάμεσα στον
ελεύθερο στίχο και την κλασική φόρμα, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος, και σε
τούτον τον κόσμο ζει κι αναπνέει η ποίηση του Τάσου Πορφύρη. Ίσως γιατί, αν και
«ελεύθερη» στη φόρμα της, εμπνέεται απ’ το Πωγώνι στην Ήπειρο, έναν τόπο που
κοιτά πίσω, γερά δεμένος ακόμα με το παρελθόν, κι ίσως γιατί σε τούτον τον τόπο
ερημιά κι ομορφιά πάνε χέρι - χέρι, έτσι εδώ δίνεται ο πλατύς χώρος κι ο βαθύς
χρόνος που ’ναι αναγκαίοι στον άνθρωπο για να σταθεί και να αναθυμηθεί, ν’
αφουγκραστεί ό,τι έχει υπάρξει, να ψηλαφήσει πολύτιμες μνήμες και ψίθυρους απ’
τα πωγωνήσια δημοτικά τραγούδια που όλα, ως και του γάμου, σαν να ’ναι
μοιρολόγια, και ν’ αγναντέψει τη ζωή του από μια ψηλή βουνοκορφή. Όχι
οποιουδήποτε βουνού, μα της Νεμέρτσικας, που χαρίζει στα ποιητικά άπαντα του
Πορφύρη το όνομά της. Γυμνή κι επιβλητική, δεσπόζει με τα πέτρινα κύματά της
πάνω απ’ το Πωγώνι, χαράζοντας ανεξίτηλη την παρουσία της στην ψυχή του ποιητή,
ακόμα κι όταν ο ίδιος, σώματι, δε βρίσκεται πλέον εκεί, μα στην Αθήνα. Το ποιητικό ξάφνιασμα παρόν παντού σε τούτα
τα άπαντα, χάρις σ’ ένα αναπάντεχο συνταίριασμα λέξεων που σηκώνει τη φλοίδα
του κόσμου και φανερώνει: Υπάρχει στην τσέπη των αισθημάτων ένας μικρός
πετεινός / που φωνάζει τρεις φορές / την ώρα που παζαρεύουν οι φίλοι στο
φέρετρο / την τιμή της διατήρησης της μνήμης• κι αλλού: Έτσι μπορώ να φανταστώ
το κοροϊδευτικό γέλιο του ποτηριού / πάνω στο δίσκο• κι αλλού πάλι: είναι ένα
άδειο πηγάδι ακούγεται / ο γδούπος του ήλιου στον πυθμένα / σαν κάλπικο
νόμισμα• και: Πώς να χωρέσουν / Το δάσος στον ακάλυπτο ο βοϊδομάτης στην πισίνα
/ Η σαρκοβόρα Άνοιξη στο γιασεμί της γλάστρας. Και, σαν κατακλείδα τούτης της σύντομης
παρουσίασης, ένα απόσπασμα από το «Εδώ θα ζήσουμε» και δυο παραινέσεις,
αντίστοιχα από τα ποιήματα «Τρίπτυχο» και «Υποθήκη»: Ζήσε σαν χθεσινός μελλοθάνατος Που την τελευταία στιγμή ο αποσπαματάρχης Αντί του «επί σκοπόν» κραύγασε: «τους
ζυγούς λύσατε» Ξεμπερδεύοντας με
την εποχή των μαρτύρων Ανοίγοντας
την πόρτα σε μια καινούργια έκταση Με
τους ανεμοδείχτες να γυρίζουν τρελά
Με τα όνειρα θερισμένα κι έναν κατακόρυφο ήλιο Να τους βάζει φωτιά Ώσπου μια βιβλική βροχή να τα εξαφανίσει
όλα Χωρίς καινούργια κιβωτό
χωρίς ελπίδα πια Τίποτα δεν
είναι για πέταμα Ακόμα κι ένα
σταματημένο ρολόι Δείχνει τη
σωστή ώρα δυο
Φορές το μερόνυχτο. Αφήστε όλα
τα φώτα αναμμένα Κάποτε θα
χορτάσετε σκοτάδι. (Μιχάλης Μακρόπουλος)
Τετάρτη, 5
Μαρτίου 2025