ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ ΑΝΝΑ Ανθολογία

ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ
Έλα να σου δείξω είπες τον φεγγίτη του σπιτιού: πολύ παλιό αυτό το σπίτι, γυρνούν μέσα του ακόμα ανάσες βογκητά και στεναγμοί. Στο βάθος κάστρα του παλιού καιρού, μη μη είπες μη βγαίνεις αλλά εγώ σκαρφάλωνα κόκκινα τα κεραμίδια, τυλιγμένοι σωλήνες παράξενου υλικού. Είχα βάψει πρώτη φορά τα νύχια μου ταίριαζαν κόκκινα, ασημί και το φεγγάρι ταίριαζε, η στέγη της εκκλησίας πολύ μακριά δεν κινδυνεύαμε, η μέση μου γυμνή γδάρθηκε στην κόψη, πετούσαν σύννεφα πουλιά κι αστέρια, νεράιδες παιδιά και νάνοι, το πιάνο έτριζε γκλανκ, ποτέ δεν έπαιζα είπες καλά μόνο μιλούσα μιλούσα στο ραδιόφωνο, υγρή γλυκιά φωνή, χτυπούσε το κεφάλι μου στο πάτωμα την ώρα που βυθίστηκες στο σώμα μου… Μη μη είπα, οι γάτες πάντα περπατούν στη βροχή αλλά εσύ δεν άκουγες, με τράβηξες μέσα σου και χάθηκα, δεν υπάρχουν δεν υπάρχουν έγραφες κι εγώ πίστευα ό,τι κι αν έλεγες εγώ σε πίστευα κι ας με ανάγκαζες μετά να γλείφω τους λεκέδες απ’ το παλιό σου αίμα [ΑΝΤΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕ ΦΕΓΓΙΤΗ από τις ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ της Άννας Αφεντουλίδου, εκδόσεις Γαβριηλίδη ]

Τον συνάντηση πρώτη φορά σ’ ένα μαγαζί με φωτοτυπικά μηχανήματα. Ζέστη αφόρητη, ένας γελοίος ανεμιστήρας στο ταβάνι κι αυτός φορούσε ράσα. Δέρμα λευκό απαλό –το μάντευες ολοκάθαρα –μάτια καστανά, βαριά τα ματόκλαδα να κλειδώνουν τους πόθους και φορούσε ράσα… Αχ, αναστέναξε. Είναι μάταιο. Δεν μπορώ ν’ αντισταθώ. Θα ’χουμε πάλι τα ίδια. Πάλι θα με καταραστούν. Πάλι θα με αφορίσουν. Κι ούτε μια πέτρα σ’ αυτόν τον κωλότοπο, να ξεθυμάνει για λίγο η οργή τους. Τις μάζεψε όλες ο Δήμος, μαζί με τους τελευταίους τρελούς! [ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ].

ΕΚΣΤΑΣΙΣ: όραμα 1: Κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι (από τις ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ)
Σκοτεινή η θάλασσα. Δυο παιδιά κολυμπούν. Στην παραλία η άμμος καίει το βλέμμα. Αυτή έχει μαύρα μαλλιά και κατάλευκο δέρμα. Με πλησιάζει. Τι θέλει; Γλυκό αχνό χαμόγελο με ανακουφίζει. Περπατά δίπλα μου ακροπατώντας αθόρυβα. Αρχίζει να μου μιλά ψιθυριστά. Έχω μόνο τη γεύση του ανέμου και το χάδι της φωνής της.
Σπασμένες μύτες μολυβιών στη σιωπή.



ΕΚΣΤΑΣΙΣ: όραμα 2: Κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι
Εκείνη με τυλιγμένο το κεφάλι σ’ ένα κίτρινο πανί κοιτάζει τον τοίχο. Σκούρο δέρμα και πράσινα μάτια. Γδαρμένος ο καθρέφτης δεν απαντά, αλλά αυτή συνεχίζει να του μιλά λαχανιάζοντας: «Δυο κάθετες ρίγες μου βαραίνουν τα μάτια»
Κοιτάει δίπλα απ’ το παράθυρο. Σκιές από παλιές κορνίζες.
«Η ερωμένη μου» λέει δείχνοντας τη σκιά μιας παλιάς κορνίζας, μιας ανύπαρκτης πια φωτογραφίας, «τη νύχτα που τη μάγεψε η σειρήνα»

ΕΚΣΤΑΣΙΣ: όραμα 3: Κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι
Ξύλινο τραπέζι με μαγκωμένα συρτάρια. Μπρούτζινα πόμολα σκουριάζουν τα δάχτυλα. Από τη μια μεριά κουτσαίνει. Κριτς κριτς, κομματιάζει τη νύχτα. Περιμένω ιδρωμένη στη σκιά της. Σφιχτά δεμένα τα στήθη με μακριά μαντίλια, αφήνουν τα πόδια γυμνά. Σαν να περπατά σε αγκάθια, γυαλιά ακροδάχτυλα. Μαλλιά ανεμίζουν σε πηχτό υδάτινο κενό. Χείλη υγρά, λιμνάζουσες μνήμες. Κλείνει τ’ αυτιά με ασπρισμένα τα χέρια. Αλλά η φωνή δυνατή διαπερνά το μυαλό σπαράζοντας το σώμα της.
Εγώ αγωνίζομαι απλώς να αντέξω χωρίς τον πόθο του κορμιού σου.

ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ
Το σπίτι καινούργιο, στραβώνουν οι τοίχοι, τσιμεντοκονίαμα σωρός. Οι σωλήνες διαγράφονται μέσα απ’ το σώμα τους. Χάσκουσες τρύπες δέχθηκαν λάθος καλώδια. Ανεμιστήρες και θερμοσυσσωρευτές δεν καταφέρνουν να βελτιώσουν τον αέρα ή τη θερμοκρασία. Πώς να πολεμήσω τον ίλιγγο της πίσω πλευράς; Μονοκόμματος τοίχος ευνουχίζει το βράχο. Κάθετος γκρεμός μέχρι τα σπλάχνα της θάλασσας. Βουίζουν αφροί.
Ο όγκος στο κέντρο του δαπέδου. Έφτυσε φωτιά το τζάκι. Έπιασαν οι κατάρες. Καινούργιο το σπίτι και γέμισε ήδη σκιές. Τι θέλουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Τους ξέρεις; Δε λένε να φύγουν. Σκορπίζουν σκουπίδια χλευάζοντας.
Θα εκδικηθώ. Ω ναι, σίγουρα, μια μέρα θα τους εκδικηθώ.

ΜΟΥΣΑ
Με καλούσε και με καλούσε ξανά και ξανά με τη χαμηλόφωνη, σχεδόν μελωδική φωνή του τόσο επίμονα και τρυφερά, σχεδόν βασανιστικά. Ώσπου τα κατάφερε να με βγάλει από τη χρόνια νάρκη μου, από έναν δια βίου, όπως μου φαινόταν λήθαργο.
Βαθυπράσινα στοχαστικά μάτια, μαύρα σγουρά μαλλιά. Λευκά κατάλευκα δάχτυλα. Είχε τη συνήθεια να τυλίγει αργά μια μπούκλα στο δείχτη του καθώς μιλούσε με το βλέμμα χαμένο κάπου μακριά.
Ένας ποιητής που αναζητούσε μιαν επίμονη έμπνευση. Σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς. Μετά από τόσα χρόνια. Ένα μικρό θαύμα ζωής.
Εκείνο το βράδυ με έπεισε ν’ αγγίξω τα χείλη του – ω πόσα χρόνια είχα να το νιώσω!
Αυτός γεύτηκε τα μικρά μυστικά της τέχνης και της αγάπης κι εγώ απέκτησα κάτι απαγορευμένο και ανέλπιστο.
Δε μου ζήτησε ποτέ ξανά τίποτα, πάρεξ εκείνο το πρώτο φιλί, που είχε ακούσει πως θα του χάριζε το ταλέντο που του χρωστούσε η μοίρα.
Μόνο κάθε δεύτερη μέρα του αλλάζω νερό μη χάσει το χρώμα του. Και πού και πού του ρίχνω μια μύγα μην πέσει σε αχρηστία η πολύτιμη γλώσσα του.

ΟΝΑΡ
Ο ήλιος μεσουρανούσε παραδόξως ολημερίς. Το ξενοδοχείο είχε πολλούς αλλά μικρούς χώρους. Διάδρομοι, σκάλες, φωταγωγοί. Ηλιόλουστο αλλά, κατά κάποιον τρόπο, στενόχωρο. Μόνο τα κρεβάτια μεγάλα. Πού και πού και τα τραπέζια.

Αυτός γεροδεμένος, με γκρίζα μαλλιά, ντυμένος στα μαύρα, με κοιτούσε επίμονα. Τα γυαλιά του κάπως θαμπά και ιδρωμένα φώτιζαν παράξενα το βλέμμα του. Χείλη καλογραμμένα, φιλήδονα. Τα ένιωθα πάνω μου κι ας έτρωγαν, έπιναν ή γελούσαν. Ο πόθος ύπουλος μού πάγωνε τα δάχτυλα. Θα μπορούσα να σκοτώσω για χάρη του.
Η γυναίκα σχεδόν όμορφη, παρόλα τα χρόνια της. Μαλακό δέρμα, απαλές γραμμές σ' ένα αφράτο κορμί. Λευκότητα, χαμόγελα, χάρη. Μαζί τους ένα μελαχρινό κορίτσι με πυρόξανθες τούφες στα μαλλιά. Λεπτό, μικροκαμωμένο σώμα νεράιδας. Αέρινη κίνηση, θλιμμένο βλέμμα, τα χείλη της άγρια. Τα ρουθούνια τρεμόπαιζαν. Ήθελα πολύ να την πλησιάσω και να την διώξω ταυτόχρονα.

Στο λευκό τους κρεβάτι τα σκούρα της μαλλιά ζωγράφιζαν Μέδουσες. Αυτή, μισοσκισμένα εσώρουχα. Εκείνος, γυμνός. Η γυναίκα γαλήνια, καθισμένη σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, τους κοίταζε πίνοντας τσάι.
Όταν μ' αγγίζει, παθαίνει κρίσεις επιληψίας, έλεγε χαϊδεύοντας εκστασιασμένος το κορίτσι. Μάτια κενά, υγρά τα χείλη, συστραμμένα τα μέλη. Ψιθύριζε λέξεις λαγνείας.
Θα έρθω, του είπα. Σε λίγο θα έρθω και θα την σώσω.
Κλείνοντας λαχανιασμένη την πόρτα πίσω μου, το δωμάτιο χάθηκε.
Είχε πολλή ζέστη εκείνο το καλοκαίρι και εγώ δεν είχα ούτε ένα ρούχο ν' αλλάξω.

ΓΥΝΑΚΕΙΟΣ ΠΟΘΟΣ
Έχω στην τσέπη μου τον πόνο σου. Καλά κλεισμένο στο καντράν του κινητού μου. Λίγες λέξεις επιμελώς επιλεγμένες συνιστούν το μυστήριο της αγωνίας σου. Εξετάζεις τις πιθανότητες. Εκλογικεύεις τις εκδοχές. Αναρριχάσαι στο αδιέξοδο. Σταγόνες ιδρώτα. Στεγνά χείλη διατρέχουν τη γλώσσα γδέρνοντας τα σύμφωνα. Θαμπά τα δάχτυλα μετράνε τους κόμπους. Πιες να κοιμηθείς. Κοιμήσου να ονειρευτείς τα ανήσυχα. Ξύπνα να αναμετρηθείς. Σου αρέσει, αγάπη μου;

ΠΕΙΝΑ
Την τελευταία μέρα των διακοπών είδα ξανά ένα αταίριαστο όνειρο. Εσείς θα το κατατάξετε πάλι στα «Προς Διόρθωσιν». Εγώ το βρίσκω ολότελα αρμοσμένο στα γούστα μου.
Οδηγώ αυτοκίνητα σε στενόμυαλους δρόμους. Φορτηγατζής μου κάνει κουμάντο γδέρνοντας το κορμί μου. Εντέλει παρκάρω.
Έπειτα ο χορός. Επί της υποδοχής. Μεγάλο πολυτελείας ξενοδοχείο. Ανακαινισμένο παλιό μεγαλείο. Κόβουμε κουπόνια και μοιράζουμε φαγητό. Ο κόσμος ουρά περιμένει. Όλοι γνωστοί. Εγώ καμώνομαι πως δεν τους ξέρω, για να φύγουν.
Πεινώ.
Τόσα φαγητά. Τόσα υπέροχα φαγητά περνούν απ’ τα χέρια μου κι εγώ δεν μπορώ να φάω. Ούτε ένα χοτ-ντογκ δε θα προλάβω. Παρόλο που είναι γρήγορο. Ένα από τα πιο γρήγορα φαγητά μας. Και το επιθυμώ από μικρή. Γονείς δάσκαλοι και γυμναστές. Ποτέ δεν με άφησαν να φάω κάτι τέτοιο.
Πεινώ, σας λέω.

ΝΥΣΤΑ
Σάλες πορφυρές και κομψοτεχνήματα κλειδιά.
Έχω το κλειδί, αλλά δεν ξέρω ποια πόρτα ανοίγει. Κοπέλες με λευκά εφαρμοστά μισάνοιχτα χαμόγελα. Πουκάμισα διάφανα και σφιχτά κορμιά σε μαύρες φούστες. Ρωτώ. Δεν ξέρουν.
Πόρτες σκαλιστές και κόκκινες. Τα δωμάτια, μικρά, κατάλευκα, υπόσχονται λιγοστό αλλά καλής ποιότητας ύπνο για να ζεις κι όχι για να φεύγεις.
Εγώ κοιμάμαι πολύ και ζω λίγο. Το κλειδί μου είναι άχρηστο. Κανείς δεν μπορεί να βρει την κλειδαριά.
Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς μιλάω πάντα για όνειρα. Ποτέ για τη ζωή.

ΘΑΛΑΣΣΑ
Κοιμόμουν έναν ύπνο χλιαρό και ιδρωμένο. Η ησυχία της ζέστης πνιγηρή κολλούσε τα βλέφαρα.
-Ακόμα κοιμάσαι; μου είπε ο άνδρας. Οι άλλοι είναι ήδη στην παραλία. Πότε θα πας;
Τράβηξα το σεντόνι, το σώμα μου ήταν ήδη γυμνό.
-Συγγνώμη, του είπα βλέποντας πως κοίταζε τα αποτριχωμένα μου μέλη.
Πήγα στην κουζίνα. Ανοίγοντας το ψυγείο, έβραζε το κρέας, στο τοίχωμα καρφωμένα τα χθεσινά λουκάνικα έσαζαν το λίπος τους. Μια πρίζα στεριωμένη σε γυμνό καλώδιο. Να θυμηθώ να του πω να μην βάλει το χέρι του, σκέφτηκα. Το φως διαφορετικό, άσπρο, τρεμούλιαζε. Μου πόνεσαν τα μάτια.
Στο μπάνιο, ροδαλά νερά στα λευκά πλακάκια. Η γυναίκα ξέπλενε το αίμα απ’ τα πόδια της Δε θα έρθω, είπε. Πηγαίνετε εσείς.
Όταν βγήκαμε έξω, μας άρπαξε ο αέρας, ο κίτρινος ήλιος του σπιτιού είχε χαθεί, περπατήσαμε βιαστικά προς τα εκεί.
Πίσω απ’ το λόφο, γκρίζο κι αγριεμένο το νερό απειλούσε.
-Μα πού πήγαν οι άλλοι; ψέλλισα κοιτάζοντας τη σκοτεινή αμμουδιά.
-Άργησες, άκουσα τον ψίθυρό του να σφυρίζει στ’ αυτί μου.
Έστρεψα το κεφάλι. Ο δρόμος είχε χαθεί μαζί του.
Τώρα έπρεπε ολομόναχη να βαδίσω στην ακτή.
-Είναι άδικο, μουρμούρισα μουτρωμένη. Άργησα μόνον είκοσι χρόνια!
Κι άρχισα να αγκομαχώ βουερά,, καθώς τραβιόμουν προς τα πίσω αφρίζοντας και μαζεύοντας βιαστικά φύκια και βότσαλα, για να είναι τραχύς ο πυθμένας μου και να πνίγονται, σκέφτηκα μνησίκακα, αλλά, στην πραγματικότητα, για να μπορώ να βάλω σημάδια, καλού κακού, για το δρόμο της επιστροφής.

ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ
Μια επίπεδη πλατφόρμα νερού. Μόλις ανέβεις αναγνωρίζει πού θέλεις να πας. Και σε οδηγεί. Το πρωινό, πλάκες σοκολάτας και πικρός καφές. Ο διπλανός κολλάει πάνω σου ενοχλητικά. Δήθεν να διακρίνει τι υπάρχει στην οθόνη. Πίνακας ανακοινώσεων για παρόν και μέλλον. Βρομάει η ανάσα του ξενύχτι. Πρέπει να πας στην κουζίνα για να παραγγείλεις. Καθισμένες σερβιτόρες μπρος σε σωρούς λαχανικών χασκογελούν. Δεν ακούν, αλλά λεν ναι. Το σπίτι βολικό, δεν παραπονιέμαι. Εξάλλου υπάρχει και το πατρικό. Λίγο παλιό αλλά ψηλοτάβανο και άνετο.
Το δικό μου, πληθωρικά φορτωμένο με τα ημιτελή συμβάντα της ζωής μου, δεν το αντέχω.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
Πήγα.
Κεραυνός καίει φτερούγες, νεράιδες και ξόρκια.
Η ποιήτρια χωμένη στα μαλλιά σου.
Εσύ ρουφάς όνειρα και λόγια.
Πήρα τον μανδύα και τυλίχθηκα. Δε μ’ έβλεπε κανείς.
Την πλησίασα από πίσω. Μιλούσατε.
Κύλησα τα χέρια μέσα στην μπλούζα της
έτριψα τις θηλές, ζεστές, έσταξα λέξεις στο αυτί της.
Κρεμάστηκε απ’ τα χείλη σου.
Γονάτισα μπροστά σας
γλίστρησα τα δάχτυλα ανάμεσα στα πόδια της.
Η γλώσσα μου βυθίστηκε στο σώμα της.
Τα μάτια σου καίγαν, αυτή στέναζε.
Της έπιασες το χέρι για να φύγετε.
Εγώ γκρέμισα τον δυτικό τοίχο
και πέταξα βιαστικά
γιατί πάντα ξεχνώ
να αφήσω το κλειδί κάτω απ’ το χαλάκι
κι αυτό το βράδυ
εις πείσμα και ερήμην σου
έχω κερδίσει επιτέλους
το δικαίωμα
να κοιμηθώ
μαζί σας.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΩΝ
Έμενες στον 6ο κι εγώ στον 4ο.
Έλεγαν πως ήμουν παράξενο παιδί αλλά εγώ δεν.
Ήμουν όπως.
Το μόνο που έκανα κρατούσα σημειώσεις σε ένα ημερολόγιο που έλεγαν άνθρωποι δύσκολες ιστορίες.
Σε είχα συναντήσει 2-3 φορές μέσα στο ασανσέρ. Μύριζες  καπνό καφέ και ξύρισμα.
Σου έφερα το ημερολόγιο
Κύριε, είπα…
είπες άφησέ το
είπα όχι
είπες καλά. Και μ’ άφησες να σταθώ δίπλα σου στο γραφείο. Η οθόνη ανοιχτή έδειχνε άλλους κόσμους. Δίπλα σου βιβλία, εικόνες μουσικές ίσως και ταινίες με άλλες ζωές.
Το ωραίο ήταν το παράθυρο που έδειχνε ύπουλο φθινόπωρο να λέει θα ανοίξουν τα σχολεία σε λίγο γαμώτο μου.
Κοίταζες με προσοχή τα γραπτά μου αλλά εγώ σου άγγιξα το πόδι με το γόνατο, γιατί έτσι έκανε η Μαντόνα στην ταινία.
Άπλωσες το χέρι σου πίσω μου.
Σκέφτηκα ότι αυτή του έσταζε λιωμένο κερί στην κοιλιά κι εκείνος στέναζε.
Έβαλες τα δάχτυλά σου μέσα, σε εκείνο το σημείο που γράφει I love comics.
Πόνεσα αλλά ήταν ωραίο όπως στο κρυφτό που γδέρνεσαι πάνω στον τοίχο.
Με τράβηξες με δύναμη αλλά εγώ δεν τραβήχτηκα
κάψιμο τσούξιμο ψίθυρος μημηφοβασαι ωραιοθαειναιμη
φωνή καθησυχαστική έβρεχε το λαιμό μου
θροΐσματα φερμουάρ παντζούρια σεντόνια 
όταν ένιωσα ζεστό πολύ υγρό να κυλάει στα πόδια μου
έλεγα τα λευκά μου σανδάλια πως θα καθαρίσω να μη με αλλά.
Ξέρω ότι
κάθε απόγευμα θα είμαι εκεί
έχω καιρό μέχρι να αρχίσουν τα σχολεία

ξέρεις ότι
δε θα προλάβεις ποτέ
να μου τα μάθεις όλα.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ 13ο ΦΕΓΓΑΡΙ
Η μητέρα με είχε κουβαλήσει σε αυτή την αηδία, άδεια παραλία. Χωρίς παιχνίδια.
Έβγαινα και μάζευα ξερά φύκια και ψόφια στρείδια.
Το ωραίο, ένας δράκος κοιμόταν στη θάλασσα και τους έλεγα συνεχώς Σσς.
Αλλά εκείνη δεν μ’ άκουγε.
Της άρεσες που ηλιοκαμένος, μόνο με σορτς, της μιλούσες γλυκά. Ήσουν μορφωμένος και ήξερες να περιμένεις.
Εγώ κρυβόμουν πίσω απ’ τις γρίλιες και σας άκουγα.
Όταν μαγείρευε μια χοντρή γυναίκα και έπλενε τα ρούχα, κοίταζα τις ιδρωμένες της μασχάλες.
Το 13ο φεγγάρι θα ήταν πολύ φωτεινό στα κεφάλι σας, αλλά εκείνη είχε αίμα και δεν μπορούσε να κολυμπήσει. Κοιμήθηκε νωρίς.
Καθόσουν στο βράχο κι έπινες. Μύριζες εκείνος το βράδυ, όπως ο πατέρας μου καφενείο.
Σε πλησίασα, έκαιγαν τα μάγουλα.
Τι θέλεις, μικρή;
Έπεσα στο νερό με τα ρούχα. Φώναζες αλλά όχι δυνατά.
Βγήκα αμέσως και έβγαλα το βρεγμένο μου φόρεμα. Τα μάτια σου γυάλισαν όπως η θάλασσα.
Θα κρυώσεις.
Σε πλησίασα. Έτρεμα.
Έβγαλες τα φύκια απ’ το στήθος.
Πήγαινε.
‘Όχι
Έλα να σου δείξω τα κοχύλια μου, είπα!
Πίσω απ’ το σπίτι σε μια στοίβα καμένα έβγαλα το τενεκεδένιο κουτί.
Είναι όλα σπασμένα, είπες.
Ακριβώς. Αυτά δεν τα θέλει κανείς.
Λαχάνιασες.
Ακούμπησα πάνω σου, όπως εκείνη.
Έβαλα το δάχτυλό σου στο στόμα μου.
Μετά γέμισα άμμο, ήσουν βαρύς.
Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, δάγκωσα τα χείλη, μάτωσα.
Όχι, όχι, έλεγες. Αλλά δεν ξεκολλούσες.
Τόσο μορφωμένος και ακόμα δεν είχες μάθει.

Κανείς δεν ξεφεύγει από τέτοιο φεγγάρι

ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΥΡΩΘΕΝΤΟΣ ΧΡΗΣΜΟΥ
Κάθε απόγευμα 4-6 στο μικρό διαμέρισμα.
Εγώ στο σιδερένιο κρεβάτι κι εσύ στην καρέκλα.
Κάπνιζες.
Άγγιζα παλιές ουλές, ξεχασμένους λεκέδες, τα μικρά μου λακκάκια. Σκοτεινά βαθουλώματα του λαιμού, απαλές κυρτώσεις της πλάτης. Φλογισμένες θηλές, ομφαλός ρουφηγμένος, ρουθούνια ανοιχτά.

Μόνο ανάσα ακουγόταν
λεπτό σύρσιμο του κορμιού
ελαφρύ φύσημα του καπνού
και ένα κλικ.

Στο τραπέζι άφηνες κάθε φορά μισές τις σελίδες
Έπαιρνες τις καινούργιες εικόνες κι έφευγες.

Ερχόσουν με γυαλιά και γκρίζα μαλλιά ή μακριά καστανά ριγμένα στην πλάτη.
Είχες το λεπτό σου τζιν και λυτά τα κορδόνια.
Ή το μαβί παντελόνι το φαρδύ σου πουλόβερ και κούτσαινες.

Απέξω έτρεχαν ρυάκια απ’ τους τοίχους
γυναίκες γυμνές σκούπιζαν σιωπηλά τα νερά
λησμονημένη πηγή που την πίστευαν.

Στην είσοδο στεκόσουν πάντα για λίγο.
Έλεγες πως περίμενες κάποτε αλλά τώρα κουράστηκες.
Πολύχρωμο πλήθος ζητούσε εικόνες
χρησμούς και το βλέμμα σου.

Από τώρα; ψιθύριζαν
Μ’ αγαπούσες, μου φώναζαν
αλλά
σου είχαν λείψει τα φιλιά στο λαιμό που είναι τόσο ωραία.
Ξέρουν που να σταθούν ξέρουν πώς ν’ αρχίσουν.

Κι όλο ξεχνούσες
ήσουν κάποτε Δίας
και ποτέ δεν θυμόσουν
ήμουν κάποτε
εγώ η Πυθία.

ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΙΣΟΜΕΤΡΙΑΣ
Κτίριο αναπαλαιωμένα καινούργιο.
Παράθυρα, ταβάνια και κάγκελα.
Δάπεδα βουβά, σώματα σκαλιστά
σκοτεινοί σταλακτίτες της μνήμης.
Σκουριασμένο ασανσέρ μετρά τις σελίδες σου.
Στο βάθος μια σειρά από πόρτες.
Αν διαλέξεις την κόκκινη, ίσως γλυτώσεις.
Οι τρύπες στους τοίχους έγιναν
ράφια για βιβλία διπλά
η σκόνη ρουφά τις ανάσες που πέρασαν.

Σου χτυπώ.
Ξεγελιέμαι.
Κι ανοίγεις.

Καθρέφτες. σκοινιά κι αποτσίγαρα.
Με δεμένα τα μάτια αφήνεσαι
στα πλαστικά μου μέλη επάνω.
Δεν υπάρχουν κερκόπορτες, οι εφιάλτες θαμμένοι.
Υποτάσσομαι.
Το ξένο γίνεται υγρό και ζεστό
οι λέξεις χύνονται αλύγιστες
το απόρθητο εκλιπαρεί θέλω και πάλι
κι αυτό που νόμιζες

τέλος
γεννάει ξανά
μιαν αρχή επικίνδυνη.

ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΠΛΩΝ ΠΛΥΝΤΗΡΙΩΝ
Άνοιγα έκλεινα πόρτες παράθυρα
τραύλιζα τρέκλιζα έπαιζα
διάδρομοι φίδια οροφές κεραυνοί
τακούνια σε πλακάκια πολύχρωμα.
Κατοικούσα χρόνια σ’ αυτές τις σπηλιές
είχα ξεχάσει πως είναι να βγαίνεις στο φως.

Να περιμένεις στον ήλιο.

Τη βεράντα την είχες αδειάσει
κούνιες, φανοστάτες και πέργκολες.
Πλυντήρια παλιά έπλεναν ρούχα και πιάτα ασταμάτητα
καρότσι μωρού με είχε ξεγελάσει στο μπάνιο.

Υπόστεγα γεμάτα παραλλαγές ιστορίας.

Η φωτιά τώρα καίει διπλά
λεμονιές ελιές ευκάλυπτους
την ώρα που σηκώνεις ψηλά
του κορμιού σου την άκρη

να τρέξω να κλέψω να σου γδυθώ

να προλάβω ν’ αγγίξω πριν κλείσει η πληγή
για να μάθω μαζί σου των υγρών την αλήθεια.

Ευτυχώς υπάρχει και η αλληγορία για να θυμίζει πως άλλα λέμε και άλλα εννοούμε
Παραμύθια σκαρώνω καρφώνοντας μισά σκουλαρίκια στα μάτια… Κι όμως είναι για άλλη μια φορά αληθινά: «Δέχτηκα το χαλινάρι για να απολαύσω τον ιππέα, για να καλπάσω εγώ μαζί του ξεγελώντας ότι αυτός έχει το πρόσταγμα. Μέχρι στιγμής καλά τα πήγα. Αλλά όσο ανόητο να είσαι αφέντης τόσο πληκτικό να είσαι δούλος!..  Η σκέψη άχρηστο αξεσουάρ του έρωτα. Λέξη ταμπού μας προφύλαξε από την αλήθεια, μας χάρισε την αυταπάτη και γιατί όχι, την ανάλαφρη γεύση μιας ιμιτασιον αθανασίας. Πίσω από τη μάσκα της κρύψαμε το φόβο μιας αναίτιας εκσπερμάτωσης...» [κτερίσματα στίχων από τη συλλογή ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ της Άννας Αφεντουλίδου, εκδόσεις Γαβριηλίδη 2013]

ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΛΗΓΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΣΑΝ ΧΑΡΑΚΙΑ ΑΠΟ ΑΝΕΞΙΤΗΛΟ ΜΕΛΑΝΙ. ΤΡΙΒΩ ΜΕ ΜΑΝΙΑ ΜΙΑΝ ΑΛΟΙΦΗ ΠΟΥ ΘΑ ΛΕΥΚΑΝΕΙ ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ:
Κάποτε ήταν πριγκίπισσα. Τώρα της αρέσουν τα παραμύθια και οι συλλογές.
Ακουμπούσε τις πεταλούδες, ενώ πετάριζαν ακόμα, στο τραπέζι και πλησίαζε τη φωτιά στα φτερά τους. Τινάζονταν για μια φορά ακόμα. Μετά. Έβγαζε το καπάκι από το βάζο και το γύριζε ανάποδα. Έπιανε παραζαλισμένες τις πυγολαμπίδες και τις έσερνε με δύναμη πάνω στον τοίχο. Σαν κιμωλίες που αφήνουν πίσω τους φωσφορίζουσες γραμμές.
Τα παραμύθια που της άρεσε να σκαρώνει ήταν από κείνα που δεν λέγονται. Τα σεντούκια τους έκρυβαν βαθιά απαγορευμένα μυστικά. Αν τα έβγαζες έξω σ’ έτρωγαν. π.χ ένας όμορφος άνδρας έσερνε τα πρησμένα του πόδια μουρμουρίζοντας: «Θα κοιμηθώ πρώτα την κόρη της, μετά το γιο της και στο τέλος θα μπήξω τις περόνες στα δικά της μάτια, να θέλει και να μην μπορεί να κρεμαστεί».
Χάρη στα παραμύθια και τις συλλογές της, την πλησίαζαν πολλοί περίεργοι. Αφού τους βασάνιζε με όλους τους άγριους τρόπους που ήξερε από την πριγκιπική της θητεία, τους διαμέλιζε και τους έκρυβε στα σεντούκια. Μόνο κάποια αθώα μέλη τους άφηνε σε κοινή θέα στον τοίχο μαζί με τα έντομα: μια τούφα μαλλιά, ένα βλέφαρο, ένα νύχι. Μετά. Καθόταν ημίγυμνη στον καναπέ και κάπνιζε κοιτάζοντάς τα όλα ήσυχη. Όποιος καταλάβαινε τι σήμαινε μια τούφα μαλλιά, ένα βλέφαρο, ένα νύχι, θα τον παντρευόταν και θα του χάριζε το παλιό της βασίλειο. Το είχε αποφασίσει!

Αρπαζόταν απ’ τα ξένα κορμιά σαν απ’ τα κάγκελα του κελιού πριν την εκτέλεση
Η σκέψη άχρηστο αξεσουάρ του έρωτα. Λέξη ταμπού μας προφύλαξε απ’ την αλήθεια, μας χάρισε την αυταπάτη και γιατί όχι την ανάλαφρη γεύση μιας ιμιτασιόν αθανασίας. Πίσω από τη μάσκα της κρύψαμε το φόβο μιας αναίτιας εκσπερμάτωσης [ΤΗΣ ΣΚΕΨΕΩΣ]

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ήταν ο κολυμβητής χάριν και εξαιτίας του οποίου έγινε η θάλασσα. Μέχρι να το καταλάβει, η γέφυρα είχε ολοκληρωθεί. Δεν κολύμπησε ποτέ (ΥΔΡΟΣΤΑΤΙΚΟΝ)

Αν ζητούσαν πιο πολλά, δεν είχε να δώσει. Αν ζητούσαν πιο λίγα, απλώς δεν μπορούσε (ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗΣ)

Αυτή ήταν η νεράιδα. Ωστόσο φοβόταν κάθε στιγμή πως εκείνος έψαχνε το χαμένο κομμάτι, για να φύγει (ΦΟΒΙΚΟΝ)

Σαν το πιασμένο αγρίμι πάλευε να πάρει ανάσα. Και εκείνο το άγγιγμα ήταν μια ελπίδα ότι μπορούσε επιτέλους κάπως να ελευθερωθεί (ΔΙΑΣΩΣΙΣ)

Αρπαζόταν απ’ τα ξένα κορμιά σαν από τα κάγκελα του κελιού πριν την εκτέλεση. Στροβιλιζόταν στη δίνη τους όπως άλλοι σνιφάρουν βενζίνη (ΠΟΡΝΙΚΟΝ)

Αυτοκίνητο ακίνητο στην άκρη. Τζάμι χαρακωμένο από βροχή. Δάχτυλα τρέχουν στις σκιές της σάρκας χωρίς επιστροφή. Ό,τι τραγούδησε έχει τελειώσει. (ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΚΟΝ)

Το καπάκι το σφράγισαν. Γιατί όλοι θα έβλεπαν τα διαλυμένα μέλη, Όλοι θα καταλάβαιναν και δεν έπρεπε. Ανοίξτε το! Δώστε πίσω τον θάνατό μου (ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΚΟΝ)

Ανακάτεψε χλωρίνη, βιακάλ, ακουαφόρτε και το ήπιε. Ανάστροφα κύλησε το αίμα και διέλυσε τον δυνατό μυ της γλώσσας. Αναστασία! φώναξαν. Δεν ήσουν πια εκεί. (ΜΝΗΣΘΗΤΕ)

Ξόδεψε μισή ζωή αγνοώντας εκείνη την αίσθηση. Θα ξοδέψει άλλη μισή αναζητώντας την σ’ αυτό που άλλοι λένε τυχαίο, ενώ είναι απλώς αναπόφευκτο. (ΛΑΧΕΣΙΣ)

Του άρεσε να την βλέπει με άλλες. Ύστερα έγραφε ως το πρωί. Μετά από καιρό αυτοκτόνησε. Και όμως, τον είχε αγαπήσει. (ΛΟΓΙΟΝ)

Όσο δρόμο έπαιρνε, δρόμο άφηνε, τόσο κάτι την τραβούσε πίσω. Ο καταραμένος τόπος το είχε αποφασίσει. Θα έμενε για πάντα εκεί (ΑΡΑ)

Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο πικρό οργίλο μίσος. Έγλειφε τα δάκρυα που δεν μπόρεσε. Η πιο βαθιά ηδονή. Έκλεισε την τσάντα και πέταξε το μαχαίρι. (ΡΕΒΑΝΣ)

Το είχα ανάγκη κάθε μέρα. Και όχι μία φορά κάθε τόσο. Οι άλλοι δεν το καταλάβαιναν. Έτσι, έμαθε να περιμένει. (ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΕΩΣ)
Έχω το κλειδί αλλά δεν ξέρω ποια πόρτα ανοίγει (έτσι κι αλλιώς μιλάω πάντα για όνειρα)

1] Μικρό εφηβικό στήθος. Σφιχτό ζεστό συμπαγές. Θηλές σε στύση. Σκαρφάλωνε η ενοχή στο άγγιγμα. Δεν πρέπει. Δεν πρέπει. 2] Μού έσπρωχνε το στέρνο με το χέρι. Δεν θέλω, έλεγε. Σήμαινε, έλα. 3] Ρουφηγμένη κοιλιά μέχρι τον θώρακα. Όλο έπαρση το κόκαλο της ήβης. Το άρπαξα. 4] Χείλη δροσερά μισάνοιχτα. Έβαλα την γλώσσα μου μέσα τους. Άγνωστη χώρα. 5] Μηροί λεπτοί υποχώρησαν μαλακά στην ορμή μου. Ανατρίχιασα. 6] Σπηλιά υγρή και στενή με πονούσε. Επέμενα. Βόγκηξε. 7] Βυθισμένος σε παχύρρευστη θάλασσα κολυμπούσα μαζί της.  8] Στην βουερή της παγίδα ξεψύχησα. Αγγίζοντας ξανά την αρχή. 9] Κι εκείνη. 10] Το τέλος [Δέκα πορνικές φωτογραφίες]

Άννα Αφεντουλίδου,  Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Λογοτεχνία, με ειδίκευση στη Γενική Συγκριτική Γραμματολογία, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει ασχοληθεί, σε επίπεδο μεταπτυχιακών σπουδών, με την ποίηση του Α. Εμπειρίκου και με τη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία  Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο Ελλείπον Σημείο, η οποία συμπεριελήφθη στη μικρή λίστα υποψήφιων βιβλίων πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, για τα Λογοτεχνικά Βραβεία 2010 του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ. Το διήγημά της Μύθου Εγκώμιον επιλέχθη για την ανθολογία διηγήματος Θεσσαλονίκη 2012 από τις εκδόσεις Ιανός. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες, περιοδικά και ηλεκτρονικές ιστοσελίδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου