β] Η ΣΙΩΠΗ
ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ και ο ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ ΙΛΙΓΓΟΣ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥΣ (που διαρκεί όσο «μια
αστραπή που σκίζει τον καθαρό ορίζοντα»)
Κοινός τόπος η αγωνία
των ποιητών για την έκβαση της δουλειάς τους, για το βάθος της επικοινωνίας με
τον αναγνώστη, για την ουσία του τελικού εγχειρήματος. Τι θα λέει κάποιος (π.χ.
ο αναγνώστης…) που βρίσκεται πάνω κι έξω από αυτή την καταβύθιση στο πέλαγος
των λέξεων και, ίσως διαβάζοντας το ποίημα, να διαβλέπει την αγωνία και να
αναρωτιέται μήπως
«… πνίγεται
κάποιος ή (μήπως) ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς».
Την ειρωνεία αυτή και
τον αυτοσαρκασμό για την έντονη ανησυχία που προκαλεί στους άλλους η όλη
ψυχολογική κατάσταση του δημιουργού, τη συναντάμε στη Σονάτα του Σεληνόφωτος,
όπου ο Γιάννης Ρίτσος βάζει τη γυναίκα - ηρωίδα του να φτάνει στο βάθος της
ψυχής της για να ανακαλύψει την αιτία του «πνιγμού» της:
«Τούτο
το σπίτι με πνίγει / Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας.
Τα
μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρογγυλά,
μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών
τα πιάτα σαλεύουν
αργά σαν τις μέδουσες
φύκια και όστρακα
πιάνονται στα μαλλιά μου –
δεν μπορώ να τα
ξεκολλήσω ύστερα
δεν μπορώ ν’
ανέβω πάλι στην επιφάνεια-
ο δίσκος μου
πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι -
και βλέπω τις
φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να
διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι αναρωτιέμαι τι
θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες
τάχα πως πνίγεται
κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;».
Η
κατάδυση στο βυθό που είναι κατάδυση στη μνήμη, στο παρελθόν βίωμα και, αν
μιλήσουμε με όρους ψυχολογικούς, στο υποσυνείδητο, γίνεται με μεταφορές και
εικόνες από τον υποθαλάσσιο κόσμο, στο Ρίτσο.
Στο Φυσικό Αντίδοτο
έχουμε εξίσου δυνατές εικόνες που ανακυκλώνουν την ίδια αγωνία:
«θα
γράφω τις νύχτες δίχως μελάνι μες στις κραυγές αυτού του κόσμου…
θα
γράφω τις νύχτες σ’ ένα ξέφωτο κοντά σε μια πηγή που θ’ αναβλύζει δροσερό νερό
και θα μαζεύονται κοντά μου όλες οι λέξεις όλα τ’ αγρίμια…
θα
γράφω τις νύχτες… (και) γύρω μου χιλιάδες ουράνια τόξα θα εκλιπαρούν την
αιωνιότητα…».
Και η μεν Φορτούνη με
διάμεσο τη μητέρα της ονειρεύεται ως ποιήτρια να «δίνει
πάντα όσα ποτέ δεν πήρε» και, ακόμη, θα ήθελε όπως η μητέρα της
«να
δίνει πάντα όσα ποτέ δεν ζήτησε».
Για να βρεθεί κάπου
κάποτε
«ένα
ποίημα, ένα στάχυ άγουρο στο στέρφο χώμα, μια γέφυρα από λέξεις και εικόνες
μικρή αλέα να περπατήσουμε μαζί ένα παγκάκι μες στις ανεμώνες».
Κάπως έτσι και η ηρωίδα
του Ρίστου, αφού πρώτα ανακαλύπτει στο βάθος του «πνιγμού της» τους πολύτιμους
θησαυρούς των ναυαγισμένων πλοίων, δηλαδή το υλικό από τα όνειρα που δεν
πραγματοποιήθηκαν αλλά τώρα είναι η πρώτη ύλη για μιαν επαλήθευση σχεδόν
αιωνιότητας που δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την ποίηση, κάνοντας αυτό τον
απολογισμό καταλήγει σ’ έναν τελικό προβληματισμό για την ίδια τη λειτουργία
της ποίησης για τον αντίκτυπό της στους γύρω μας. Μπορεί οι εμπειρίες των
ποιητών να είναι αποτυχημένες, στον απολογισμό της ζωής όμως γίνονται πολύτιμο
υλικό μνήμης. Το πρόβλημα είναι στο αποτέλεσμα, για το ποίο πάντα θα πλανάται
μια γόνιμη αμφιβολία:
«μονάχα
που δεν ξέρω να τα δώσω – τα δώρα της ποίησης –
όχι τα
δίνω, μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν-
πάντως
εγώ τα δίνω»
Κι αφού «κάθε ποίημα είναι ένα ταξίδι» και μάλιστα
χωρίς επιστροφή, δικαιολογημένη η εξωτερίκευση της ανάγκης να προσδιοριστούν τα
μέσα του ταξιδιού για να βρεθεί η ουσία του τελικού εγχειρήματος. Ενδεικτικοί
τίτλοι, στίχοι και ποιήματα που καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος της συλλογής:
από το ‘α’ ως το ‘χ’(σελ.
9), με χαρτί και με μολύβι (σελ. 10),
θα γράφω τις νύχτες (σελ. 14),
όχι δεν γράφω ποιήματα / απλώς αρχίζω μια ιστορία απ’ τη
μέση
γιατί κάθε αρχή έχει το τέλος της («in media res”, σελ. 13),
ζούμε σ’ ένα παράξενο ενυδρείο / γεμάτο λέξεις χρυσόψαρα
που πηγαινοέρχονται / μας μιλούν και μας χαιρετούν («επικινδύνως» σελ. 50).
Ακόμη και ο τίτλος
της συλλογής «Φυσικό αντίδοτο»,
υποδηλώνει το ποιητικό μέσον που χρησιμοποιείται ως αντίδοτο για να καθαρίσει
τη ζωή, να κάνει πιο ανθρώπινη
«την αλήθεια που
θρυμματίζεται σε χιλιάδες ψέματα».
Ο τίτλος όμως της συλλογής, που διευκρινίζεται στις
λεπτομέρειες και στα ρητορικά ερωτήματα της συνταγής που ακολουθεί κατά γράμμα
η ποιήτρια στο ομότιτλο ποίημα και
ειδικά η αποστροφή της
«Πώς το
φαρμάκι γίνεται φάρμακο
Πώς η
ζωή μας καθαρίζει
Πώς το
δηλητήριο / Εξουδετερώνεται
Με ποιο
φυσικό αντίδοτο;»
φαίνεται πως συνδιαλέγονται με τους ομόλογους
προβληματισμούς του Νίκου Καρούζου, ο οποίος, έχοντας σαν ερέθισμα τη «Μελαγχολία
του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομαγηνη 595 μ.Χ», το ποίημα του Καβάφη δηλαδή
για την τέχνη της ποίησης που
«ξέρει
από φάρμακα για πληγές από φρικτό μαχαίρι»,
αναρωτιέται για τη φύση και την ουσία των ποιημάτων:
«είναι
πληγώματα, είναι ομοιώματα, φενάκη, φρεναπάτη; Φρενάρισμα ίσως; ταραχώδη
κύματα;
Τι
είναι (τέλος πάντων) τα ποιήματα;
είναι
εκδορές, απλά γδαρσίματα, είναι σκαψίματα;
Είναι
ιώδιο, είναι φάρμακα; είναι γάζες επίδεσμοι, παρηγόρια ή διαλείμματα;
Πολλοί
τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.
Εγώ τα
λέω ενθύμια φρίκης»
(Νίκος Καρούζος, Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος).
Στον Καβάφη η τέχνη της ποίησης
«ξέρει
από φάρμακα, από δοκιμές νάρκης του άλγους»
και γι’ αυτό «κάμνει να μη
νιώθεται η πληγή» από
το φρικτό μαχαίρι του χρόνου, για τον Καρούζο, όμως,
«ποίηση
είναι να τα οδηγήσεις όλα στη σιωπή.
Ποίηση
είναι να φτάσεις να γίνεις ο σιωπών λέγων, ο λέγων δια της σιωπής, ο σιωπών δια
του λόγου, διότι πρέπει να πείσεις πάντα το τίποτε.
Το
τίποτε το εκφράζει η σιγή, σιγή είναι όλα».
Γι’ αυτό και τελικά ονομάζει τα ποιήματα ΕΝΘΥΜΙΑ ΦΡΙΚΗΣ.
Για τη Τζούλια Φορτούνη είναι Φυσικό Αντίδοτο η ποίηση που κάνει το φαρμάκι
φάρμακο, που εξουδετερώνει το δηλητήριο της ζωής. Εύγλωττο εξάλλου είναι και το έργο εξωφύλλου του
Σωτήρη Σόρογκα: Από ένα τοπίο όπου κυριαρχεί η πέτρα, ξεπροβάλει κι ανοίγει τα
πέταλά της η παπαρούνα της Ποίησης για να μας δελεάσει με την ομορφιά της αλλά
και με το φαρμακευτικό της όπιο. Ωστόσο, στη συνέχεια και αρχίζοντας από τη μέση τώρα μας
εξομολογείται η ποιήτρια:
όχι δεν
γράφω ποιήματα
απλώς
αρχίζω μια ιστορία από τη μέση
γιατί
κάθε αρχή έχει το τέλος της
η μέση
όμως πάντα διαφεύγει
ξεχνιέται
στην πορεία
γίνεται
κύκνος
που
αρνείται να τραγουδήσει
γίνεται
λυγμός
και
κρύβεται στα νούφαρα
πόνος
βουβός
κι
εξατμίζεται απ’ την επιφάνεια
σύννεφο
που βρέχει
ασταμάτητα
εντός μου [in medias res]
Μέσα από
λέξεις-συναισθήματα, εικόνες - φόβους, περιγραφές-ελπίδας, την πρώτη ύλη της
ποίησης δηλαδή, ο χρόνος, οι εποχές και τα όνειρα έρχονται να φωτιστούν
ποιητικά δηλαδή υπαρξιακά/ερωτικά κι ανθρώπινα. Στην πορεία βέβαια προς την (αυτό)πραγμάτωση
του ποιήματος πολλά είναι τα εμπόδια και οι δυσκολίες, οι Λαιστρυγόνες και οι
Κύκλωπες, που όχι μόνο δεν πρέπει να φοβηθεί ο ποιητής, αλλά, βάζοντας το
δάχτυλο στον τύπο των ήλων, με κάθε μέσο να υπερκεράσει:
«ήρθε η ώρα να σπάσω τούτον τον καθρέφτη
να βάλω το χέρι μου ανάμεσα στα θραύσματα
ν’ αγγίξω το αίμα στα ματωμένα παπούτσια
να πατήσω τη σκανδάλη της ανυπαρξίας
τον ιδρώτα στο μέτωπο, τη σκόνη από τα ερείπια
επιτέλους στα χείλη μου να φέρω…
ήρθε η ώρα να σπάσω τούτον τον καθρέφτη
να βάλω το χέρι μου γενναία / ανάμεσα στα είδωλα
το παγιδευμένο φως να ελευθερώσω / και να γράψω («Καθρέφτης, σελ. 15).
Η Τζούλια Φορτούνη
γράφει το ποίημα «Κάποτε» «Επί χάρτου»,
για
«να
δούμε… μαζί μια δύση και μια ανατολή»,
γράφει το ποίημα
«για
κείνο το τροπικό νησί στη μέση των ματιών σου»,
γράφει το ποίημα «Μυστικό Δείπνο» «Φυσική ιστορία» «Στο
δάσος»
«θηράματα
μιας χίμαιρας που έχει παγιδεύσει ο χρόνος και είναι πια αδύναμα να εμποδίσουν
τη σαρκοφαγία του τέλους».
Και οι δυνατές
εικόνες της αφήγησης διαδέχονται η μία την άλλη:
«μια
πασχαλίτσα μόνο περιφέρει αμήχανα την κόκκινη υποψία της επάνω στ λευκό
τραπεζομάντηλο»
με μια μελαγχολία
τόσο ταιριαστή με τη νοσταλγία:
«τα
χέρια σου έχουν το σχήμα των φθινοπωρινών φύλλων/
ένας
μικρός δρυοκολάπτης παίζει με το γέλιο σου…
και μια
αλεπού χτενίζει ανέμελα την κόκκινη ουρά της
και
είναι μια συνηθισμένη μέρα/ φθινοπωρινή…»
αυτή η Θαλασσογραφία:
Το
πλάνο μακρινό
Τραπεζάκι
δίπλα στο κύμα
Εκείνος
συμπαγής
Εκείνη
διάφανη
Απέναντι
έτσι όπως κάθονται
«τόσο
ταιριαστοί σαν τελείως άγνωστοι»
Ορίζουν
τη θαλασσογραφία
Ανάμεσά
τους στρογγυλό
-που με
φεγγάρι μοιάζει-
Το κενό
Που
απαιτεί μια έκρηξη
γ] Ο ΑΙΣΘΗΤΟΣ
ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ «χιλιάδες ουράνια τόξα που εκλιπαρούν την αιωνιότητα» και μας
ταξιδεύουν με «ένα στίχο, ένα φως –ένα
μονόξυλο- πέρα από την άνυδρη σιωπή στα ανθισμένα λιβάδια του μέλλοντος»
Γίνεται ΖΩΗ δίχως ΟΝΕΙΡΑ; Δίχως ΜΕΛΛΟΝ στα ρήματα του κάθε ενεστώτα;
Θα ακολουθήσω κατά
γράμμα τις οδηγίες χρήσεως…
Πώς βαδίζεις με γυμνά
πόδια στα χαμόκλαδα,
πώς γράφεις ποιήματα
αρχίζοντας μια ιστορία απ’ τη μέση…
Φυσικό
αντίδοτο η Ποίηση, η πιο ισχυρή αντιβίωση για δίσεχτα
χρόνια που ξεχάστηκαν εντός μας… και παραπέρα, το μονόξυλο (Ποίημα) θα
περιμένει να μας ταξιδέψει στ’ ανθισμένα λιβάδια του μέλλοντος όπου θα γίνουμε
πάλι «έφηβοι» σ’ εκείνο, το ΠΕΡΑ ΔΩΜΑΤΙΟ
που
«δεν
είχε τοίχους παρά μόνο ένα τυφλό παράθυρο και μια μυστική καταπακτή που ανοίγει
τις νύχτες για να τρυπώνουν τα ΟΝΕΙΡΑ/ κισμέτ σε μυστικά κιτάπια»,
το πιο πολύτιμο ΦΕΤΙΧ,
«αλάτι
που μένει στο κορμί σαν στεγνώνουν τα καλοκαίρια».
«Κι εσύ ήλιος
φωτεινός μπαίνεις αυθαίρετα στο πλάνο της ζωής μου»:
«Έρχεσαι
πάντα μυστικά / μπαίνεις από την πόρτα ή βγαίνεις από τη θάλασσα / με τα μαλλιά
σου ανακατωμένα
γεμάτα
φύκια και υποσχέσεις / ή με τα μαλλιά καλοχτενισμένα
γεμάτα ξαφνικές αναχωρήσεις».
Απαστράπτον δέος τις
Κυριακές το απόγευμα οι έρωτες, το πιο μεγάλο ποίημα οι έρωτες, ουράνιο τόξο
που καταλύει όλα τα βροχερά τοπία,
«κι όταν
από το διπλανό δωμάτιο / με την οργιώδη βλάστηση
ακουγόταν
η κουκουβάγια / άνοιγε το ταβάνι στα δύο
έμπαινε
μέσα η άρκτος / η μοναδική μου φιλενάδα…» :
BIRTH MARK
μια
ρωγμή σχηματίστηκε
και
πέρασα σχεδόν άθικτη
μέσα
από τη φλεγόμενη βάτο
μ’ ένα μικρό
σημάδι στον αριστερό γοφό
και
μελανά τα χείλη
δεν
ξέρω αν ήταν η Λάχεσις ή η Κλωθώ
που μ’
έσωσε από την καταιγίδα
η
Άτροπος όμως σίγουρα
ήταν
αυτή που επέβαλε
οριστικά
και αμετάκλητα
τις
δέκα πληγές του Φαραώ
και
γλίτωσε η ζωή μου
αλλά
εσένα
ποιος σε
όρισε
και
έγινες
η πιο
δικιά μου μοίρα
το
μαγικό ραβδί
ο από
μηχανής θεός
η
ελάχιστη αποζημίωση
της πιο
μεγάλης περιπέτειας
το «μ»
αμετανόητο
στη
μέση του Νοέμβρη
δ] ΚΑΙ ΤΩΡΑ
ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣ «δένδρο ή πουλί, άνεμο ή όστρακο, κισμέτ σε μυστικά κιτάπια
γραμμένο» χωρίς «μια μικρή απόσταση ανάμεσα στα γόνατά μας να ορίζει την
ευτυχία μας»
«Παγιδευμένο
φως το ποίημα στο κεχριμπάρι του χρόνου και οι λέξεις του που σπάζουν σε
στιγμές το φόντο της ανυπαρξίας, μια φύση νεκρή στο σκοτεινό θάλαμο της μνήμης»
σχολιάζει αυτόματα ή
ίδια η ποιήτρια.
Γιατί, αντιγράφοντας
και επικολλώντας στίχους από δω κι από κει, καταλαβαίνουμε ότι
«κάθε
ποίημα είναι μια (αυτόματη) φωτογραφία
σ’ ένα
τοπίο λυπημένο κάπου στην εξοχή ή στη θάλασσα»,
και καμιά φορά είναι
ένα «τρένο που περνά τη νύχτα μέσα από
τα όνειρα», κι οι λέξεις του ποιήματος ως
«κλειδούχος-φάντασμα»
«ανοίγουν
όλες τις ράγες δίνοντας το σήμα «ελεύθερη έλευσις»
ρυθμίζοντας τη
νυχτερινή κυκλοφορία. Κι ο ποιητής, φορώντας το καπέλο του σταθμάρχη γνέφει
«απεγνωσμένα
ΣΤΟΠ, μα αυτό (το τρένο-ποίημα)
συνέχιζε
σφυρίζοντας ένα πρωινό τραγούδι»
Γιατί, τελικά, τα
ποιήματα / καλοκαίρια
«ήταν
τρένα που ποτέ τους δεν σταμάτησαν»
Ο,ΤΙ ΕΜΕΙΝΕ
Είναι
φως
Μια
στιγμιαία φωτογραφία
Στην
κορνίζα της απουσίας
Ό,τι
έμεινε είναι φως
Παγιδευμένο
Στο
κεχριμπάρι του χρόνου
Ήχος
χαρτιού που σκίζεται
Ποίημα
ημιτελές
Ό,τι
έμεινε
Είναι
μόνο το φως
Που
αναθρώσκει
Τα άλλα
συνθέτουν το κενό.
Αυτό που κυριαρχεί στην ποίηση της Τζούλιας Φορτούνη, όπως πολύ εύστοχα
σημειώνει στην κριτική του ο Δημήτρης Παπαστεργίου, είναι ο λυρισμός και η χρήση των εικόνων, τις οποίες ο
αναγνώστης μπορεί να χρησιμοποιήσει σαν πολύχρωμο ταξιδιωτικό οδηγό στην
περιήγησή του στο βιβλίο ή σαν καρτ-ποστάλ όταν κάποτε θα το τοποθετήσει στην
βιβλιοθήκη του. Λυρισμός γεμάτος νοσταλγία και με διάχυτη τη διάθεση για την
ερωτική συνάντηση:
«ίσως συναντηθήκαμε…
τη νύχτα που ξωθιές το ρίγος σκόρπιζαν στο
στοιχειωμένο δάσος,
ίσως συναντηθήκαμε στων αστεριών τα μακρινές
συνομιλίες…
ίσως συναντηθήκαμε στα μυστικά του βυθού, σ’ ένα
ναυάγιο ή θαλασσοσπηλιά,
την ώρα που η ψυχή μας μάθαινε το απέραντο ή το
ελάχιστο…
ίσως συναντηθήκαμε για πάντα».
Η ερωτική αυτή συνάντηση λαμβάνει
χώρα τις Κυριακές το απόγευμα στην Κιβωτό του Ονείρου, όπου ο
αγαπημένος
«λάμνει μοναδικός μες στα πλωτά μου μάτια
μισός άλμπουρο και μισός βουή του ανέμου»
και καθώς αυτός ο
«αιώνιος επιβάτης», «κρυμμένος καλά σε όλα τα
καταγώγια του κορμιού»
εραστής εν αγνοία της, είναι
«μια ρίζα μέσα στην καρδιά που απλώνεται σ’ όλο το
κορμί»,
«μια πυρκαγιά που ανάβει στην ψυχή και λόγια που
πετάγονται στα χείλη σαν διψασμένα ελάφια»,
η τυφλωμένη από έρωτα ποιήτρια
έτσι γι’ αυτόν αλυχτά,
«με το πιο μεγάλο ποίημα, το πιο ερωτικό»,
γονατίζοντας μπροστά του με δέος
στο άπειρο της αγάπης.
Μια παρόμοια, λοιπόν, ερωτική
μυσταγωγία, που πλαισιώνει
«με μεθυσμένους ψιθύρους το σμάρι φιλιών που πέταξαν
απ’ τα κλαδιά του δάσους»,
δεν μπορεί παρά να έχει Φως Εωθινό:
θα έρθω
ένα πρωί
να σε
ξυπνήσω
θα ’ναι
χειμώνας βαρύς
θα
φυσάει δαιμονισμένα
θα σου
φέρω στο κρεβάτι
το πιο
γλυκό κόκκινο μήλο
κι ένα
αγκαθωτό κάστανο
απ’ το
δάσος
Θα έρθω
ένα πρωί
να σε
ξυπνήσω
άνοιξη
θα ’ναι ολόχαρη
και
πασχαλιά
μια
χελιδονοφωλιά
στα
χέρια σου θα κρατάς
κι εγώ
θα ταϊσω
όλα τα
μικρά σου όνειρα
Θα έρθω
ένα πρωί
να σε
ξυπνήσω
θα ’ναι
καλοκαίρι
με
φεγγάρι δύο ημερών
και στο
δωμάτιο σου
θα
μπαίνει η θάλασσα
με όλα
της τα καραβάκια
στης
ανατολής τα χρώματα
θα έρθω
ένα πρωί
να σε
ξυπνήσω
θα ’ναι
φθινόπωρο απόβροχο
και μ’
ένα μικρό κυκλάμινο
τα
μάτια σου θ’ αγγίξω
υγρά
και έκπληκτα
να με κοιτάξουν
θα έρθω
ένα πρωί
να σε
ξυπνήσω με μια λέξη
ή ένα
χάδι
με μιαν
ανάσα
με ένα
χαμόγελο
φως
εωθινό