Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΕΝΟΣ ΣΤΙΧΟΥ ΚΛΑΙΕΙ ΣΙΩΠΗΛΑ ΤΟ ΑΝΕΙΠΩΤΟ


«Αύριο, λες, και μέσα σ’ αυτή τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ!.. Ασήμαντες λέξεις ειπωμένες αδιάφορα που σε συντρίβουν για πάντα»! Με αυτά τα λόγια ολοκληρώνει τον πρώτο μονόλογό του ο Ποιητής, ένα από τα πρόσωπα στην Καντάτα, το συνθετικό ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη με τις πολύμορφες θεατρικές διαστάσεις. (ο τίτλος ΚΑΝΤΑΤΑ από το ιταλικό canto= τραγουδώ προδίδει προφανώς τις προθέσεις του ποιητή για τη μορφή και το περιεχόμενο της έμπνευσής του). Σκηνικό: ένας  συνοικιακός δρόμος σύγχρονης πόλης την ώρα που αρχίζει να βραδιάζει. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή/ παρουσίαση των προσώπων στην εισαγωγή του έργου:
ΠΟΙΗΤΗΣ: σκυμμένος στο τραπέζι μιας κάμαρας γράφει. Φαίνεται όμως πως η έμπνευση είναι δύστροπη απόψε. Πετάει το στυλό και βγαίνει στο μπαλκόνι ν’ ανασάνει λίγο.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ: ψηλός, βλογιοκομμένος άνδρας. Περνάει συχνά από αυτό το δρόμο, πάντα κατά το ηλιοβασίλεμα – και κανείς δεν ξέρει από πού έρχεται, ούτε πού πάει. Μόνο τα παιδιά που παίζουν, μόλις τον δουν, σταματάνε το παιχνίδι και τον τριγυρίζουν. Εκείνος χαμογελάει. Κάθεται ύστερα σ’ ένα σκαλοπάτι κι αρχίζει κάθε φορά κι από ένα παραμύθι. Και τα μάτια των παιδιών, μεγάλα και ερωτηματικά μέσα στο βράδυ, τον κοιτάζουν. Σήμερα θα τους πει μια ιστορία παλιά όσο κι ο κόσμος. Ά, ναι – συχνά του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό.
ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ: Αυτός που σφύριζε την Παλόμα, Ο άλλος που νόμιζε πως ήτανε σοφός, Ένας με μάτια πυρετικά, Αυτός που βγήκε από το καπηλειό. Ο πιο τρομερός απ’ όλους, Ο γέρος με την κρεατοελιά, Ένας αγνωστικιστής, Αυτός με την κουρασμένη μνήμη, Κάποιος που μας έμοιαζε πολύ – Άπειροι τύποι σαν την άμμο της θάλασσας και σαν τ’ άστρα του ουρανού. Και σαν τα σκιρτήματα της ψυχής άπειροι.
ΧΟΡΟΣ: Γυναίκες, δεξιά, μαζεμένες σε μια ξώπορτα κουβεντιάζουν τα δικά τους. Αριστερά άνδρες, πλάι στην σκαλωσιά μιας οικοδομής, λένε ένα τραχύ δυνατό τραγούδι. Αλήθεια πού το ’μαθαν;

Ακολουθούν εκτεταμένα αποσπάσματα με τον αντίστοιχο σχολιασμό τους




ΠΟΙΗΤΗΣ: Αύριο, λες, και μέσα σ’ αυτή τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ.
Ω αρετή της συγγνώμης, αρετή της υπομονής, αρετή της αυταπάρνησης,
μα πάνω απ’ όλα, υπέρτατη αρετή, σαν τους απλούς ανθρώπους,
να δέχεσαι υπάκουα, κατανυχτικά το πέρασμα του χρόνου,
κατανοώντας αόριστα το βαθύ μυστήριο της αιώνιας κίνησης και αλλαγής
και σχεδόν συγκατανεύοντας – σα να ’σαι λίγο κι εσύ ο δημιουργός του.

Κι α, ποια άλλη, αλήθεια, πιο απροσμέτρητη λεηλασία υπάρχει της απρόσιτης αιωνιότητας απ’ το τραγούδι.
[Κοιτάζει στο βάθος την πολιτεία]
Τι βράδυ έπεσε αθόρυβα και ανέκκλητα
σαν τη σκιά του αιώνιου χωρισμού πάνω από έναν μεγάλο έρωτα.
Ανάβουν τα φώτα, οι απίθανες ρεκλάμες στους κινηματογράφους,
οι βιτρίνες με τους απαγορευμένους παραδείσους
μεταξωτά μισόγυμνα φορέματα με πόδια και κεφάλι
παριστάνοντας απεγνωσμένα τις γυναίκες, λαχεία νοσταλγίες,
τα μπαρ με τα ξένα ονόματα κι οι τράπεζες που κλείνουν,
τα σκοτεινά χρηματοκιβώτια σα μεγάλα υδρωπικά φέρετρα
κι οι υπάλληλοι που πηγαινοέρχονται πάνω στις άσπρες και μαύρες πλάκες, σαν τα θλιβερά πιόνια
σ’ ένα πελώριο φανταστικό σκάκι – αόρατα χέρια παίζουν ένα παιχνίδι τρομερό.

«Είναι αργά αύριο», λέει ο θυρωρός της πολυκατοικίας,
η γυναίκα κρατάει αγκαλιασμένο ένα παλιό, ξεθωριασμένο εικόνισμα μιας αγίας,
«μα είναι θαυματουργό», κλαίει εκείνη, σ’ έναν κόσμο που κανείς δεν πιστεύει
κι ο θυρωρός κλείνει τη βαριά τζαμωτή πόρτα
κατάμουτρα στις δυο άγιες θλιμμένες γυναίκες. Και πέφτει το βράδυ.

Τυχαίες συναντήσεις, χειρονομίες ανεπαίσθητες, βλέμματα αφηρημένα
δίχως πρόθεση –μικρές, αόριστες λεπτομέρειες ορθώνοντας σιγά-σιγά
ένα βαρύ πεπρωμένο. «Αύριο», λες,
και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο
το πελώριο ποτέ.

Ασήμαντες λέξεις ειπωμένες αδιάφορα
που σε συντρίβουν για πάντα.

ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ:
Η Καντάτα (1960) είναι μια εκτενής ποιητική σύνθεση του Τάσου Λειβαδίτη, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η διήγηση του ανθρώπου με το κασκέτο, σχετικά με τη σύλληψη και την εκτέλεση ενός φτωχού επιγραφοποιού, που μας μεταφέρει στα χρόνια του εμφυλίου (ή τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια). 
Ο φτωχός επιγραφοποιός, σύμφωνα με τη διήγηση του ανθρώπου με το κασκέτο, είχε αφιερώσει τη ζωή του στο να διακηρύττει στους άλλους ανθρώπους τις ιδέες της αριστεράς. Μάζευε κοντά του τους φτωχούς και αδικημένους συνανθρώπους του και τους μιλούσε για την ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος. Αυτό ήταν και το μοναδικό του αδίκημα, το οποίο άρκεσε, εντούτοις, για να εκδοθεί διαταγή για τη σύλληψή του. Οι ανακριτές τον αντιμετωπίζουν με εξαιρετική σκληρότητα, όχι τόσο για τις ιδέες που πρέσβευε, αλλά για τα υποτιθέμενα όπλα που είχε κάπου κρυμμένα, και τα οποία θα του χρησίμευαν, ίσως, για κάποιο μελλοντικό χτύπημα ενάντια στην «εξουσία». Τον ανακρίνουν συνεχώς με ολοένα αυξανόμενη σκληρότητα, τον χτυπούν και τον αφήνουν απομονωμένο στο κελί του: «36. Και τον αφίναν ύστερα μονάχο, με τη σιωπή και το αίμα του που έτρεχε».
Μόνος μέσα στο κελί του ο φτωχός επιγραφοποιός λυγίζει ψυχικά, μέχρι που τη 13η νύχτα ακούει από το διπλανό κελί κάποιον να βογκάει, και τότε συνειδητοποιεί πως δεν είναι εντελώς μόνος σ’ αυτό του το μαρτύριο: «44. Κι όταν έφτασε, τέλος, σήκωσε το ανήμπορο χέρι του κι άρχισε να χτυπάει τον τοίχο. 45. Όπως, αιώνες τώρα, συνηθούν μέσα στην ερημιά τους οι τρελλοί κι οι φυλακισμένοι. 46. Και μονομιάς το βογγητό έπαψε. Κι ένα σπασμένο χτύπημα ακούστηκε στον τοίχο του άλλου κελιού. 47. Προς δόξαν του ανθρώπου.»
Στη συνέχεια, ο άνθρωπος με το κασκέτο διηγείται τα σχετικά με τη δίκη του επιγραφοποιού: «49. Ήταν δε η φρουρά αμούστακα, φτωχά παιδιά που αισχρολογούσαν και βρίζανε. 50. Για να ξεχάσουν πως κάποτε τα φώναζαν: της πλύστρας ο γιος.», για να περάσει αμέσως μετά στα συναισθήματά του, όταν έφτασε το τελευταίο απόγευμα της ζωής του: «Κι ένιωσε μέσα του τον ίδιο γλυκό λυγμό, όπως όταν ήταν παιδί, και κάποιος του άπλωνε εγκάρδια το χέρι του, ή τούλεγε μια παρήγορη λέξη. 70. Και ψιθύρισε σιγανά: σύντροφοι.»
Η διήγηση έπειτα περνά στο πρωινό της εκτέλεσης, όπου ο αφηγητής εντάσσει  με εύστοχο σαρκασμό και την τελευταία επιθυμία ενός από τους τρεις προς εκτέλεση να του φέρουν μια μεγάλη πέτρα: «80. Τότε αυτός πήρε την πέτρα που ζήτησε και την ακούμπησε κάτου, στο χώμα, ανάμεσα στους δύο άλλους συντρόφους του. Κι ανέβηκε πάνω. 81. Γιατί ήταν κοντός.» Ενώ, εμφανής είναι κι η πικρή ειρωνεία της ίδιας της εκτέλεσης: «91. Πυρ!. 92. Κι ήταν η ώρα που κάθε μέρα βγαίνει ο ολόλαμπρος ήλιος. 93. Κι αρχίζει η ζωή.»
Ο άνθρωπος με το κασκέτο συνεχίζει και ολοκληρώνει την ιστορία του με την αμέσως επόμενη σύλληψη των διωκτικών αρχών. Αυτή τη φορά στα χέρια τους πέφτει ένας μαρμαράς, ο οποίος έχει -κατά σύμπτωση!- το ίδιο όνομα με τον επιγραφοποιό: «104. Κι αναρωτιόντουσαν μεταξύ τους: τι συμβαίνει λοιπόν; μην τάχα αναστήθηκε; 105. Κι ύστερα γέλασαν, πως τάχα δεν γίνονται στον αιώνα μας θαύματα – ένα γέλιο αβέβαιο.»    

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ: Και το όνομά του ήταν μεγάλο, σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα
1.     Και τις ημέρες εκείνες οι άντρες με τις καπαρντίνες και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες πήραν το έγγραφο της διαταγής
2.     Και πήγαν να τον συλλάβουν.
3.     Ήταν δε αυτός ο άνθρωπος φτωχός, επιγραφοποιός το επάγγελμα.
4.     Κι είχεν απαρνηθεί τη μητέρα του και τα εργαλεία του,
5.     κι ό,τι πιο άγιο και βαθύ έχει ο άνθρωπος σε τούτον τον κόσμο.
6.     Και μάζευε, έλεγε η διαταγή, κρυφά τους μεροκαματιάρηδες και τους χερομάχους,
7.     και τους μιλούσε για την ελπίδα και το μέλλον – κι άλλες τέτοιες βλασφημίες.
8.     κι οι ταπεινοί χαμογέλαγαν κι οι τυφλοί σκιρτούσαν κι οι φτωχοί πλούτιζαν από φιλία.
9.     Οι διψασμένοι βρίσκαν ένα αυλάκι νερό. Κι οι κυνηγημένοι μια πόρτα.
10. Κι οι απελπισμένοι γύριζαν τώρα τραγουδώντας σιγά μέσα στη νύχτα
11. έναν παράξενο σκοπό.
12. Που ενώ μιλούσε για βάσανα, ξαλάφρωνε όλο της ψυχής σου το βάρος.
13. Και την άλλη μέρα, ώρα λύχνου, οι άνδρες με τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες (για να μη φαίνονται τα τυφλά τους τα μάτια), χτύπησαν τη μικρή ξύλινη πόρτα, δυτικά της πόλης, κοντά στα παλιά βυρσοδεψεία.
14. Κι αυτός άνοιξε. Και τον ερώτησαν: Πώς λέγεσαι;
Κι εκείνος απάντησε
(Μικρή παύση)
15. Και τ’ όνομά του ήταν μεγάλο σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα

ΠΟΙΗΤΗΣ: Μια ζωή, αλήθεια, μπορεί να τελειώσει στη μέση, μια άλλη να μην αρχίσει ποτέ
ένας άνθρωπος μπορεί να πεθάνει ξαφνικά
χωρίς ποτέ να βρει τον εαυτό του πίσω από τόσα γεγονότα
και τόσα όνειρα. Μια χειρονομία που κατέληξε να σκοτώσει
μπορεί να ξεκίνησε να χαϊδέψει –παρεμβάλλονται τόσα πράγματα
ανάμεσα σε δυο στιγμές. Τόσα αδιάφορα πρόσωπα γεμίζουν τους δρόμους – πόσα χρόνια πάνε χαμένα!

Στις παρόδους άρχισε κίνηση. Οι μισάνοιχτες πόρτες με τη μικρή ταμπέλα καρφωμένη απ’ έξω – αυτοί οι δημόσιοι αποχετευτικοί αγωγοί
της θλιβερής αρσενικής κυριαρχίας – τα «κορίτσια» φοράνε φτηνές, μπαμπακερές ρόμπες
ή σορτς, ανάλογα με την εποχή. Και μερικές
δεν έχουν παρά πάνω απ’ τα χρόνια της κόρης σας, αξιότιμε κύριε,
εχτές ακόμα βαφτίζανε τις κούκλες τους, με τα ίδια χέρια που ψαχουλεύουν τώρα τα γεννητικά όργανα των ανδρών, αδιάφορα,
όπως ένας γιατρός. Λογιώ-λογιώ τύποι κάθονται γύρω στις καρέκλες ή περιμένουν όρθιοι,
έφηβοι ναύτες, μπακαλόγατοι, ύποπτοι κύριοι με μαύρα παλτά, και κάποιοι
ξεθωριασμένοι από το χρόνο ή από ένα πάθος
που τους αφάνισε. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά από φτηνή κολόνια, καπνούς
και σεξουαλική αφθονία.

Κάθε που ανοίγει η μεσαία πόρτα, στο βάθος της άλλης κάμαρης φαίνεται το κρεβάτι,
σχεδόν απείραχτο – η δουλειά γίνεται σύντομα,
όλα τελειώνουν γρήγορα στον αιώνα μας, κι ο έρωτας και η δόξα,
και μόνο ο πόνος κρατάει εκείνη την παλιά πατριαρχική βραδύτητα.

Α, ναι, με τούτο το μικρό κλειδί κει πάνω στο κομοδίνο τα κορίτσια κλειδώνουν κάθε βράδυ τις εισπράξεις και τη μνήμη τους
για να μπορούν να ζουν. Κι οι καιροί είναι τόσο δύσκολοι, έτσι ν’ αρχίσει λίγο να χαλάει το σώμα σου, δε σηκώνει πια η πρωτεύουσα
παίρνεις φύσημα για την επαρχία – το σώμα σου βλέπεις,
είναι το εργαλείο της δουλειάς σου, κι αν πάθει κάτι, με τι θα δουλέψεις, όχι, βέβαια,
με την ψυχή σου – ποιος τη γυρεύει αυτήν, και μάλιστα να στην πληρώσει κιόλας.
Α, η ψυχή σου, όχι κανένα κέρδος δε σου πρόσφερε ποτέ, μα ίσα-ίσα,
συχνά σε ζήμιωσε, συχνά η ψυχή σου σε ζήμιωσε πολύ.
Και το επάγγελμα σε γερνάει γρήγορα, ιδιαίτερα αυτό το πάχος =
η καθιστική ζωή, οι ανωμαλίες στις έσω εκκρίσεις, όπως λένε το αλκοόλ,
η αδιαφορία – όλα συντελούν. Και σε λίγο, ξεχειλισμένη απ’ τα λίπη, μοιάζεις
σαν ένας πελώριος οικογενειακός τάφος – κοίταξε, μου ’μεινε ακόμα κέφι γι’ αστεία, θε μου.

ΑΥΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΟΜΑ: Πες μου, α πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη,
Πες μου, α, πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη,
τα χωρατά των σπουργιτιών, σγουρά γέλια των θάμνων,
οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, ρυάκια μου ασυλλόγιστα, πού πάτε;
Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα το ξύλινο μαγγανοπήγαδο μακριά,
πλάι στο πηγάδι ο παππούς παίζοντας την κιθάρα του,
«μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά»,
ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του
να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του απ’ τις στερνές ομορφιές της γης,
πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, σα  να πηγαίνανε χαρούμενα μηνύματα
από κόσμο σε κόσμο. Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά και μεγάλα, μακρόσυρτα σούρουπα
με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα βλέφαρα,
έκθαμβες ώρες, βαριές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο
που έφτανε ως το πόνο. Αίσθηση αβέβαιη όλων των μυστικών της ζωής
που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα κει κάτου, κει κάτου μακριά
τους βραδινούς ορίζοντες.

ΠΟΙΗΤΗΣ: Ένα επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες -
ένας άνδρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια», πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο, αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράματα», οι άλλοι απ’ έξω
δοσ’ του χτυπήματα στην πόρτα. Με τα πολλά
άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές – ακούς εκεί διαστροφή
να θέλει, λέει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνιά και χάθηκε καταντροπιασμένος. Κανείς δεν τον ξανάδε πια.

Και μόνο εκείνη η γυναίκα, θα ’ρθει η αναπότρεπτη ώρα,
μια νύχτα που θα νοιώσει με πόνο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά, την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άνδρα να κλάψει στα πόδια της.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ (που κανείς δεν ξέρει από πού έρχεται και πού πάει, κάθεται σ’ ένα σκαλοπάτι κι αρχίζει κάθε φορά κι απ’ ένα παραμύθι… Σήμερα θα διηγηθεί στα παιδιά μια ιστορία παλιά όσο κι ο κόσμος):   
16. Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που ’χε χάσει το πρόσωπό του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
17. Κι ο ίσκιος του μεγάλωνε πάνω στον τοίχο.
18. Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19. Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση ή ίσως για ν’ απαντήσει,
20. έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21. Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που είχε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22. Κι οι άνθρωποι που ’χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί.
23. Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24. Ημέρες σαράντα.
25. Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
26. Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27. Και κάθε μέρα της τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
28. Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και ξανάρχιζε ξανά.
29. Εις τους αιώνας των αιώνων.

ΠΟΙΗΤΗΣ: (σκυμμένος στο τραπέζι μιας κάμαρας γράφει. Φαίνεται όμως πως η έμπνευση είναι δύστροπη απόψε…)
«Ναι, ναι», ακούγεται μια φωνή στο δρόμο.
ποιον βεβαίωνε αυτή τη φωνή; Για τι πράγμα τον βεβαίωνε;
Ή μήπως βεβαίωνε μονάχα τον εαυτό της για τη μεγάλη αβεβαιότητα της ζωής.
Φωνές ξαφνικές μέσα στη νύχτα, σαν ακουσμένες στ’ όνειρο ή σαν αργοπορημένες
από μιαν άλλη, μακρινή ηλικία. Φωνές απρόοπτες, πέρα απ’ όλες τις πιθανότητες
που φτωχαίνουν τον απέραντο κόσμο.

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ:
Η βίαιη ανάκριση του επιγραφοποιού -ενός ανθρώπου που το μόνο του αδίκημα ήταν πως οραματιζόταν μια δικαιότερη κοινωνία- έχει τη δική της σημασία, αφού οι συλλήψεις αντιφρονούντων δεν μπορούσαν να σταθούν μόνο στο γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί πρέσβευαν διαφορετικές ιδέες. Διατηρούνταν έτσι, -έστω και χωρίς καμία βάσιμη στήριξη-, το πρόσχημα πως η σύλληψη έγινε για την προστασία της πολιτείας από κάποια ενδεχόμενη εγκληματική ενέργεια (Αναγκαστικός νόμος 375/1936). Κι ενώ ο επιγραφοποιός διώκεται ακριβώς γιατί υπερασπίζεται απόψεις που έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των κρατούντων, ανακρίνεται με βιαιότητα για τα υποτιθέμενα όπλα που έχει κάπου κρυμμένα.
Οι ανακριτές αναφέρονται ως άνθρωποι που έχουν χάσει το πρόσωπό τους, για να δηλωθεί η αίσθηση της πλήρους αποκτήνωσής τους, αφού καθημερινοί άνθρωποι του λαού κι οι ίδιοι δέχονται να λειτουργήσουν ως όργανα μιας ισχυρής εξουσίας, που εκμεταλλεύεται την αφοσίωσή τους. Άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, λοιπόν, καθώς έχουν χάσει την ανθρωπιά, την ευαισθησία και το σεβασμό για τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες των φτωχών συνανθρώπων τους· άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, διότι δρουν ως άβουλα πιόνια μιας σκληρής και απρόσωπης εξουσίας, που επιδιώκει να συντρίψει οποιαδήποτε σκέψη για την προάσπιση των δικαιωμάτων του απλού πολίτη και την αναμόρφωση της κοινωνίας κατά τρόπο που να υπηρετεί, όχι πια τους πλούσιους και ισχυρούς, μα τους φτωχούς και αδύναμους πολίτες.
Ο ίσκιος του ανακριτή που μεγαλώνει στον τοίχο αποδίδει έξοχα τον τρόμο που προκαλεί η παρουσία ενός τέτοιου ανθρώπου που δεν διστάζει να κακοποιήσει έναν συνάνθρωπό του μόνο και μόνο επειδή εκείνος θέλησε να αλλάξει την κοινωνία, κάνοντάς τη πιο δίκαιη και πιο ανθρώπινη. Ο φτωχός επιγραφοποιός αφήνεται κυριολεκτικά στο «έλεος» ανθρώπων δίχως πρόσωπο και δίχως σεβασμό για την αξία της ανθρώπινης ζωής.
Ο συμβολισμός της κίνησης του επιγραφοποιού, που ακουμπά το χέρι στην καρδιά, όταν ρωτάται για τα κρυμμένα όπλα, είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς αποκαλύπτει ακριβώς την πηγή της δύναμης, αλλά και το μόνο όπλο, του φτωχού αυτού ανθρώπου. Ο επιγραφοποιός δεν έχει όπλα ή τουλάχιστον δεν έχει υλικά όπλα, όπως αυτά για τα οποία τον κατηγορούν· έχει, όμως, ιδέες που μπορούν να επιφέρουν πολύ πιο σημαντικά χτυπήματα στους κρατούντες, αφού είναι ιδέες που μιλούν για δικαιοσύνη, για κοινωνική ισότητα, για εξάλειψη των αδικιών, μα και για ένα μοίρασμα του πλούτου, που τόσο διψαλέα αποζητούν και κατακρατούν οι άνθρωποι της εξουσίας.
Παρά το γεγονός πως οι ιδέες που πρεσβεύει ο επιγραφοποιός έρχονται να υπερασπιστούν τα δίκαια κάθε απλού εργαζόμενου, εντούτοις οι άνθρωποι εκείνοι που έχουν χάσει το πρόσωπό τους, οι άνθρωποι εκείνοι που έρχονται να τον χτυπήσουν και να τον βασανίσουν, είναι πολλοί. Πρόκειται, βέβαια, για εκείνους τους ανθρώπους που, φροντίζοντας μόνο για το προσωπικό τους συμφέρον, θεωρούν πως έχουν να κερδίσουν πολύ περισσότερα αν εξυπηρετούν την εξουσία, αδιαφορώντας τελείως για τα δεινά όλων των άλλων συνανθρώπων τους που εξαθλιώνονται απ’ την απληστία των κρατούντων.
Σαράντα ημέρες κρατά η απάνθρωπη ανάκριση του επιγραφοποιού κι είναι τέτοια η απόγνωσή του, ώστε φτάνει στο σημείο να φοβάται πως θα χάσει το λογικό του. Καταφέρνει, όμως, να αντέξει τα βασανιστήρια που του γίνονται, χάρη σε μια υπομονετική αράχνη, η οποία κάθε μέρα φτιάχνει από την αρχή τον ιστό της που τον χαλάνε οι ανακριτές με τις μπότες τους. Η επιμονή της μικρής αράχνης υπενθυμίζει στον επιγραφοποιό πως οτιδήποτε αξίζει και έχει ιδιαίτερη σημασία χρειάζεται υπομονή και αντοχή, διότι ακόμη κι αν υπάρξουν -και σίγουρα θα υπάρξουν- πάμπολλες αντιξοότητες, μόνο η επίμονη προσπάθεια είναι αυτή που εγγυάται την τελική επιτυχία. Συνειδητοποιεί με αυτό τον τρόπο ο επιγραφοποιός πως η προσπάθεια αναμόρφωσης της κοινωνίας δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε αμέσως, μα ούτε και εύκολα. Μπορεί, όμως, να επιτευχθεί, αν οι άνθρωποι που την επιδιώκουν συνεχίσουν το έργο τους, χωρίς να κάμπτονται από την λυσσαλέα αντίδραση των κρατούντων.
Έτσι, το επίμονο έργο της μικρής αράχνης -αναγκαίο για την επιβίωσή της- λειτουργεί ως ακούσιο μήνυμα για τον επιγραφοποιό, ο οποίος αντιλαμβάνεται και αποδέχεται το ακούραστο και το άκαμπτο που απαιτείται για την εκπλήρωση της σπουδαίας αποστολής που έχει αναλάβει. Άλλωστε, όταν μετά τη δική του εκτέλεση, οι ανακριτές συλλαμβάνουν έναν μαρμαρά, που έχει το ίδιο όνομα με τον επιγραφοποιό, η πρόθεση του ποιητή καθίσταται σαφής. Όσους κι αν σκοτώσουν, όσους κι αν εξορίσουν οι άνθρωποι της εξουσίας, πάντοτε θα υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι με την ίδια άσβεστη επιθυμία στην καρδιά. Με την επιθυμία να δουν την κοινωνία να αποκτά ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο, που θα υπηρετεί επιτέλους τους απλούς πολίτες, και όχι τους ισχυρούς και συνεχώς ευνοημένους.  

ΧΟΡΟΣ: Γυναίκες, δεξιά, μαζεμένες σε μια ξώπορτα κουβεντιάζουν τα δικά τους και αριστερά, άνδρες, πλάι στη σκαλωσιά μιας οικοδομής, λένε ένα τραχύ, δυνατό τραγούδι. Αλήθεια πού το ’μαθαν;
ΑΝΔΡΕΣ Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:
Καθώς, λοιπόν, ξεφύγαμε τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, και βγήκαμε στ’ ανοιχτά
γνωρίσαμε άλλους πιο τρομερούς κινδύνους: των συντρόφων τη ξαφνική λιποψυχιά,
του κουπολάτη την τυφλή υπακοή ή την κρυφή φιλοδοξία του άλλου,
την εύκολη αναγνώριση, τον έπαινο του ταπεινού και την αδιαφορία του μεγάλου,
τη ζήλεια, την αμφιβολία, τη χίμαιρα, την πανουργία που χαμογελά και την υστεροβουλία που δίνει,
κι απ’ όλα πιο χειρότερο, όταν όχι η ελπίδα πια, μα κι αυτός ο ίδιος ο πόνος που σ’ αφίνει.
ΑΝΔΡΕΣ Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:
Α, οι ηλίθιοι, που πήγαμε και χαθήκαμε στην ξενιτιά, κάτω απ’ τα τείχη της Ιερουσαλήμ ή στην παλιά πολυτραγουδισμένη Τροία
χωρίς κανένας Όμηρος να πει κάτι για μας. Μα να, που όπως ύστερα από καιρό μπαίνει κανείς στο σπίτι που του λήστεψαν, ανοίγουμε δακρύζοντας και μπαίνουμε
στην Ιστορία.
ΑΝΔΡΕΣ Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:
Ταξιδέψαμε χιλιάδες χρόνια, αλλάζοντας τα πανιά με τον ατμό,
γυρίσαμε Νοτιά και Νότο, πότε με δαίμονα άνεμο και πότε μ’ άγγελο καιρό,
περιμέναμε αιώνες το Μεσσία κι ύστερα βάλαμε τον χιτώνα του στα ζάρια,
λεηλατήσαμε, ήπιαμε, βιάσαμε γυναίκες, ψάλαμε βυζαντινά τροπάρια
και σε στεριές και πέλαα πολλά βρήκαμε πάθια. Μα πουθενά λίγη ευτυχία.
Παντού να τυραγνιώνται οι άνθρωποι και να μη νιώθει ο ένας τ’ αλλουνού τη δυστυχία.
ΑΝΔΡΕΣ Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:
Και τότε είδαμε τη γη που χρόνια ψάχναμε, πως δεν την έγραφε κανένας χάρτης κι ουδέ καμιά Γραφή την τραγουδούσε εκείνη
ΚΑΙ ΧΤΙΣΑΜΕ ΤΗΝ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΗΠΕΙΡΟ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΛΕΣΑΜΕ ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗ:
ΓΥΝΑΙΚΕΣ Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:
Γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού, φτωχές γυναίκες,
διαβάζοντας τις αγγελίες στις εφημερίδες,
περιμένοντας ώρες στους προθαλάμους – οι άνδρες μας κοίταζαν σα να ’μαστε γυμνές,
πώς νοιώθαμε να κρυώνουμε, θε μου.
Σε λίγο, βέβαια, αρχίζεις ν’ αδιαφορείς, μετά συνηθίζεις
ώσπου τελικά βρίσκεις και κάποια αλλόκοτη ηδονή
σ’ αυτήν την αθέλητη, εκβιασμένη γύμνια σου.
Δεν θα ’χαν περάσει ούτε τρεις μέρες
κι ο προϊστάμενος μας ζήτησε να πάμε στον κινηματογράφο,
θα τρώγαμε ύστερα, είπε, σ’ ένα κέντρο εξοχικό,
εμείς τον χαστουκίσαμε και φύγαμε τρέχοντας –
ΓΥΝΑΙΚΕΣ Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:        
Αχ, τι λέω, αλήθεια,
έτσι σκεφτήκαμε να κάνουμε για μια στιγμή,
μα όταν συλλογιστήκαμε τους δρόμους πάλι, τα ετοιμοθάνατα παπούτσια μας,
να μην έχεις ν’ αγοράσεις ένα καινούριο εσώρουχο –
σκέψου να σου συμβεί κάνα δυστύχημα στο δρόμο
και να σε βρουν με τούτο δω το παλιωμένο μισοφόρι –
ΓΥΝΑΙΚΕΣ Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:
Τα σκεφτήκαμε όλα, κι είπαμε: τι σημασία έχει σήμερα ή αύριο, αυτό κάποτε θα γίνει,
κάναμε μόνο λίγο πως αρνιόμαστε από έναν παλιό, προαιώνιο φόβο, που έγινε πια
υπολογισμός – κι ύστερα,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
δεχθήκαμε τα βαριά του χάδια,
ενώ την ίδια ώρα μέσα μας έκλαιγε μουγγά
ο αειπάρθενος φόβος μας.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:
Ύστερα πέρασε κι αυτό. Και μοναχά
μέσα στη νύχτα, κάποτε, και το σκοτάδι
ξανάρχονται στο νου κείνες οι ώρες
άξαφνα. Κι ανατριχιάζουμε.
Μα όχι πια από φόβο.
Και τότε νοιώθεις την ταπείνωση
όχι να υπομένεις το κακό,
μα την πιο πικρή ταπείνωση
να το θέλεις.

Και πάντοτε γυρεύαμε το καλύτερο

ΑΝΔΡΕΣ Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:
Τα βράδια χανόμαστε στα ομιχλιασμένα μέσα καπηλιά
με την πανάρχαιη λησμονιά της μέθης, τις πόρτες που ανοιγοκλείνοντας κλαίνε τα παλιά
και τα κουτσά τραπέζια τους που πάει για λίγο ν’ ακουμπήσει ο ανθρώπινος πόνος –
ώρες αλλόκοτος που καθισμένοι δίπλα-δίπλα πίνουνε η ξαφνική φιλία κι ο απρόοπτος φόνος,
Πίνουμε, βλαστημάμε ή λέμε κάτι βαριά χοντροκόκκαλα τραγούδια
ή άλλοτε χορταίνουμε την πείνα μας με την εξομολόγηση και τ’ αφημένα, ξένα αποφαγούδια,
Κι άλλοτε αμίλητοι σκυμμένοι πάνω απ’ την ψυχή μας βλέπουμε να περνάν όλες του κόσμου οι ιστορίες:
καημοί και θάλασσες, θρύλοι και πεθυμιές, τα χθεσινά και τα μελλούμενα – όλοι οι παράδεισοι κι όλες οι αμαρτίες.
Μες στη βαθιά ψυχή μας βλέπουμε να παλεύουν χρόνια τώρα περιστατικά κι οράματα και ταπεινές αμείλικτες συνήθειες.
Κι όπως αργά, μεσάνυχτα, γυρίζαμε στα σπίτια μας τρεκλίζοντας, δεν ήμασταν μεθυσμένοι. Γυρίζαμε βαρειοί απ’ αλήθειες
ΑΝΔΡΕΣ Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:
Κι όταν πεθαίναμε, αφήναμε κληρονομιά το φόβο και την πείνα μας, και για έναν άλλο κόσμο την τρανή μας νοσταλγία.
Κι όπως από το σάπιο μήλο πέφτει ο σπόρος για τ’ άλλο μήλο, κοίτονταν ριγμένα τα εργαλεία μες τη γωνιά. Είχε πια γεννηθεί
η αθανασία.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:
Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δαχτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες,
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
νοιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά πίσω απ’ την αγνότητα,
την κούραση πίσω απ’ την καλωσύνη ή την αδιαφορία πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στην τρέλα τους, τους ρίξαμε βιτριόλι,
ήταν μάλιστα και μερικές που τους σκοτώσαν, λέει, (τι φρίκη, με τσεκούρι
πάνω στον ύπνο τους. Άλλες πάλι αυτοκτόνησαν – κάθε μέρα ακούς τέτοια ένα σωρό.
Οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον
γιατί τα χρόνια περνάνε.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:
Γυναίκες φτωχές,
ζηλέψαμε τους καλύτερούς μας
αυτούς που είχαν την ανάγκη μας τους παιδέψαμε
περηφανευτήκαμε πως έχουμε υψηλές γνωριμίες
ή διηγηθήκαμε έρωτες φανταστικούς.
Κατηγορήσαμε ανθρώπους που δε φταίγανε
είπαμε ψέματα από φόβο
κι ύστερα είπαμε ψέματα, έτσι, από συνήθεια.
Ή κάποτε είπαμε και την αλήθεια, μα δε μας πίστεψαν.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άνδρες για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.
Αχ, γυναίκες έρημες,
κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’ τη λαγνεία ή την υστεροβουλία μας.

Και πάντοτε γυρεύαμε το καλύτερο.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ (που κανείς δεν ξέρει από πού έρχεται και πού πάει, κάθεται σ’ ένα σκαλοπάτι κι αρχίζει κάθε φορά κι απ’ ένα παραμύθι… Σήμερα θα διηγηθεί στα παιδιά μια ιστορία παλιά όσο κι ο κόσμος):   
30. Και κάθε μέρα διάφορα πρόσωπα άνοιγαν το μικρό παράθυρο του κελιού και κοίταζαν μέσα.
31. Και τα μάτια τους ήταν πέτρινα.
32. Μα ήρθαν στιγμές που και αυτά τα πέτρινα μάτια τους παρηγόρησαν τη μεγάλη ανθρώπινη μοναξιά του.
33. Και κάθε νύχτα έμπαιναν κι ακουμπούσαν το φανάρι κάτω στο πάτωμα.
34. Και τον χτυπούσαν.
35. Κι ο ίσκιος τους πάλευε πάνω στο ταβάνι, σαν ένας νικημένος που χτυπιέται και κλαίει.
36. Και τον άφηναν ύστερα μονάχο, με τη σιωπή και το αίμα του που έτρεχε.
37. Και μακριά ακουγόντουσαν να σφυρίζουν τα τρένα, μ’ αυτόν τον απέραντο ήχο που προσκαλεί στη ζωή.
38. Ίσως και να ’χασε το θάρρος του τότε. Ίσως και να ’κλαψε. Ίσως και να ’πεσε σε ακόμα πιο μεγάλο αμάρτημα
39. Και να υπερηφανεύτηκε
40.  Και τη δέκατη τρίτη νύχτα άκουσε κάποιον να βογκάει στο γειτονικό κελί.
41. Κι ένιωσε θλίψη ανείπωτη, ότι δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.
42. Άρχισε λοιπόν, να σέρνεται σιγά- σιγά προς το μέρος του τοίχου.
43. Και πολλές φορές, στο μεγάλο αυτό δρόμο της γης, λιποθύμησε.
44. Κι όταν έφτασε, τέλος, σήκωσε το ανήμπορο χέρι κι άρχισε να χτυπάει τον τοίχο.
45. Όπως, αιώνες, τώρα, συνηθούν μέσα στην ερημιά τους οι τρελοί κι οι φυλακισμένοι.
46. Και μονομιάς το βογκητό έπαψε. Κι ένα σπασμένο χτύπημα ακούστηκε στον τοίχο του άλλου κελιού.
47. Προς δόξαν του ανθρώπου.

ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΣΟΦΟΣ
Όταν ,λοιπόν, σε κάθε αρχή, εσύ ακούς αόρατο το τέλος ν’ ανεβαίνει κιόλας τα σκαλοπάτια,
όταν την ώρα που λένε «σ’ αγαπώ», βλέπεις να πέφτουν πάνω τους αθόρυβα
τα δειλινά όλων των αποχωρισμών. Όταν μέσα σε κάθε πράξη, εσύ μαντεύεις,
τυλιγμένο στο αιώνιο σάβανό του, εκείνο το άλλο,
το καίριο, που δεν έγινε, κι ούτε θα γίνει ποτέ· και που πέθανε
τη στιγμή ακριβώς που θέλησε να υπάρξει –

Ο ΑΛΛΟΣ ΜΕ ΤΑ ΠΥΡΕΤΙΚΑ ΜΑΤΙΑ
Πού είσαι, λοιπόν, πες μου, πού είσαι – σ’ αναζητάω
σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ’ ένα σπίτι που έπιασε φωτιά.
Α, τα μαλλιά σου είναι ένα σκοτεινό δάσος, γεμάτο σιωπηλές μαγείες,
όπου μέσα του, σαν παιδί, έχασα για πάντα το δρόμο μου.
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι,
και σε περιμένω. Δεν θα χτυπούσες καν την πόρτα,
θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα,
η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα ’λυνες ξαφνικά
εκείνα τ’ ασύγκριτα, τυραννικά μαλλιά σου, η παλιά ντουλάπα
θα ’τρεχε και σα μια ταπεινή υπηρέτρια
θα σου ’βγαζε τα παπούτσια – θα γελούσαν οι καθρέφτες,
θα ξυπνούσαν τους γείτονες. «Αλήθεια, πες μου, φύλαξες τη χτένα που σου χάρισα;»
θα σου ’λεγα. Η άσπρη μεγάλη χτένα σου σαν ένα έρημος χιονισμένος δρόμος
που τον περνάω κάθε νύχτα.
Α, θα ’θελα να πέθαινες.
Όλοι που αγάπησες θα σε ξεχάσουν μια μέρα.
Και τότε θα ’σαι δική μου
κατάδική μου…

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΒΓΗΚΕ ΑΠ’ ΤΟ ΚΑΠΗΛΙΟ
Κι εσείς που με ποδοπατήσατε, που με φτύσατε, όλοι εσείς που αφανίσατε τη ζωή μου,
αφήστε με να πέσω και να φιλήσω τα πόδια σας, και να κλάψω μπροστά σας,
που σας έκανε να κατέβετε τόσο χαμηλά
και να ταπεινώσετε και να συντρίψετε για πάντα
έναν άνθρωπο. Συγχωρέστε με.

ΠΟΙΗΤΗΣ: (σκυμμένος στο τραπέζι μιας κάμαρας γράφει. Φαίνεται όμως πως η έμπνευση είναι δύστροπη απόψε…)
Και τα παράθυρα σ’ όλο το μάκρος των δρόμων
σα μικρά, ξεθωριασμένα αποσπάσματα της θλιβερής καθημερινότητας –
γυναίκες που κοιτάζουν αφηρημένες το κενό· τι κοιτάζουν;
παιδιά αποκοιμισμένα στο κατώφλι των αυριανών τρόμων,
δυο γέροι κάθονται σιωπηλοί με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι,
στην άκρη ο ηλικιωμένος γιος χαμογελάει ηλίθια
παρακολουθώντας μια μύγα πάνω στην κουρτίνα – είκοσι χρόνια τώρα με το μυαλό του συντριμμένο
κάτω απ’ τα ερείπια ενός παλιού βομβαρδισμού.
Κι ο άνεργος που γυρίζει αργά, για να ’χουν όλοι κοιμηθεί στο σπίτι,
γδύνεται σιγανά, χωρίς ν’ ανάψει φως. «Δε θα φας;»
ρωτάει η γυναίκα πλαγιασμένη, «σου ’χω λίγη σούπα εκεί».
«Όχι, Άννα, δεν πεινάω», λέει αυτός. Και ξαναβγαίνει αθόρυβα και πηγαίνει στο αποχωρητήριο
να κλάψει μονάχος.

Τα παράθυρα, σαν τις σελίδες ενός παλιού, λησμονημένου βιβλίου
που το πέταξαν στο δρόμο, και  το ξεφυλλίζει ο άνεμος, και το μουσκεύει η βροχή
κι αποτελειώνουν τώρα τις παράφορες ιστορίες του
τ’ άπληστα μυρμήγκια.


Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ: Και το όνομά του ήταν μεγάλο, σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα
48.  Και με συνοδεία μεγάλης φρουράς τον οδήγησαν στο δικαστήριο.
49.  Ήταν δε η φρουρά αμούστακα, φτωχά παιδιά που αισχρολογούσαν και βρίζανε
50. Για να ξεχάσουν πως κάποτε τα φώναζαν: της πλύστρας ο γιος.
51.  Κι εκείνα κρυβόντουσαν πίσω απ’ τα ξεζεμένα κάρα, ή μες στις γκρεμισμένες αποθήκες και κλαίγαν ώρα πολλή.
52.  Κι ήταν στιγμές που μισούσαν τη μάνα τους.
53.  Κι ήταν πάλι στιγμές που πέφταν με δάκρυα στα χέρια της μάνας τους που μύριζαν σαπούνι και ξέο ψωμί
54.  Τα μεγάλα φθαρμένα τους χέρια σα μικρές εκκλησίες που ερειπώθηκαν.
55.  Κι ούτε παπάς πια τώρα τις λειτουργεί, κι ούτε πιστός με βάγια πηγαίνει.
56.  Και κατεβαίνει ο ίδιος ο Θεός και κλαίει
57.  Μέσα στα χέρια τους
                                           (Παύση)
58.  Κι οι δικαστές, μόλις εκείνος μπήκε, σκύψαν και κάτι μίλησαν μεταξύ τους
59.  Και τον ερώτησαν: είσαστε πολλοί;
60.  Κι αυτός, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει, έδειξε έξω από το παράθυρο,
61.  το πλήθος.
62.  Κι οι δικαστές φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;
63.  Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ξανά ειπωθεί.
64.  Και τους πήρε φόβος μεγάλος.

Ο ΠΙΟ ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΑΠ’ ΟΛΟΥΣ
Ούτε μια μέρα ούτε μια στιγμή,
δεν έζησα κι εγώ αυτή τη μικρή χαρά
που και το πιο ταπεινό μυρμήγκι νιώθει –
η δίψα για όσα ήθελα, η τύψη για ότι έκανα,
καίγοντας απ’ τον πανικό της στιγμής και την τρέλα της αιωνιότητας –
θα μπορούσ’ ακόμα και να φτύσω πάνω στο πρόσωπο της πεθαμένης μητέρας μου
για λίγη αναγνώριση,
α, δόξα, πιο απέραντη κι απ’ τον έρωτα, πιο ακριβή απ’ την ομορφιά, πιο γλυκιά κι απ’ τα παιδικά χρόνια –
σκοτεινή σαν τον τάφο

ΠΟΙΗΤΗΣ: (σκυμμένος στο τραπέζι μιας κάμαρας γράφει. Φαίνεται όμως πως η έμπνευση είναι δύστροπη απόψε…)
Κι ω, εσείς, αρίθμητες νύχτες της γης, ω αιώνιες νύχτες,
νύχτες σα σκοτεινές πελώριες αγκαλιές που τις διαπερνούν ρίγη και δάκρυα,
νύχτες υψωμένες ως το άπειρο, κι ακόμα ψηλότερα, ως τον εαυτό μας,
ωριμάζοντας το απίθανο και το οριστικό. Εσείς, 
παιδικές νύχτες, που ένας άγγελος μας υπαγόρευε τα έκθαμβα παραμιλητά μας
και νύχτες των αγοριών που τρέματε, σα μια μικρή αρραβωνιαστικιά που γδύνεται μπροστά μας.
Ω νύχτες, νύχτες ταπείνωσης, που η περιφρόνηση του κόσμου
σου ανοίγει την ίδια την αγκαλιά του Θεού.
Νύχτες προορισμένες, που τα μαντεύετε όλα ξαφνικά, σαν το βαθύ κοφτερό, βλέμμα των άρρωστων παιδιών
που σε λίγο θα πεθάνουν. Απλές, καρτερικές νύχτες σα μυθικά, μεγάλα κατορθώματα,
αβάσταχτες, σαν ευτυχία, νύχτες· νύχτες
που η μεγάλη χειρονομία της ζωής σου ανεβαίνει, σαν κύμα, μέσα σου,
την τελευταία στιγμή όμως δείλιασες ή ανέβαλες,
και ζεις για πάντα πια μ’ αυτήν την ακατόρθωτη χειρονομία κρεμασμένη δίπλα σου
σαν ένα παράλυτο χέρι – ω αφήστε με να κλάψω γερτός στον ώμο σας, μεγάλες μου αδελφές,
νύχτες. Νύχτες θριάμβου που μέσα στα τραγούδια και το πολυθόρυβο κρασί
η αξεδίψαστη ψυχή σου πίνει τη ματαιότητα σε κάθε κούπα,
όπως ανάμεσα στις λέξεις ενός στίχου κλαίει σιωπηλά το ανείπωτο,
Κι εσείς, οι άλλες εκείνες νύχτες, που ο θάνατος σε κλείνει στο αιώνιο μυστικό του
σα μια καινούρια, μεγάλη παρθενιά – ω νύχτες,
αρίθμητες νύχτες της γης, κι ω Ποίηση εσύ, ελάχιστε, θνητέ σπόρε
του αιώνιου χρόνου.

[ένας γέρος, με μια μεγάλη κρεατοελιά στη μύτη, βγαίνει
και    κάθεται σ’ ένα κατώφλι. Η νύχτα βαθαίνει]

Ο ΓΕΡΟΣ
Και να ’μαι τώρα εδώ, καθισμένος σε τούτο το κατώφλι,
αντίκρυ στην αιωνιότητα. Ο χρόνος μ’ έπλυνε κι απ’ τις αμαρτίες κι απ’ τις αρετές
και κάθομαι ανήμπορος, νυστάζοντας ανάμεσα στις μύγες και το φόβο
και τις αναμνήσεις. Ήρεμος και απόμακρος, σα μια πράξη που έγινε
και την ακολουθεί ση σιωπή. Και τίποτα, κανείς, δεν θα μπορούσε να την κάνει να μην είχε γίνει.
Κι η γερασμένη, ναρκωμένη μου ψυχή μόλις μαντεύει αόριστα,
εκείνο το τρομαχτικό που με περιμένει.

[σε λίγο έχει αποκοιμηθεί. Παύση. Οι γυναίκες μια-μια γονατίζουν]

ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Η γη είναι το προσκεφάλι που ακουμπήσαμε κι ονειρευτήκαμε,
ενώ το κορμί μας ξεχείλιζε απ’ τα όνειρα και της παρθενιάς το γάλα.
Η γη είναι το κρεβάτι που μας αγκάλιασαν οι άνδρες μας
και μπήκαν μέσα μας βαθιά, ώσπου ξαναγεννήθηκαν σε μικρά άφταιγα παιδιά.
Η γη ήταν η μεγάλη ευτυχία που ζήσαμε, κι ο πικρός τάφος που μας περιμένει.
Η γη είναι που κάθε νύχτα πίνει τα δάκρυα μας
και γίνηκαν αυτά τα δυνατά ποτάμια και τούτα δω τα πολυστέναχτα βιολιά.
Η γη είναι η γη μας.

ΑΝΔΡΕΣ
Κι ω, ας είσαστε ευλογημένες μέρες της δοκιμασίας.
Εσείς που μας δείξατε την απεραντοσύνη των δρόμων, όταν όλοι μας έκλειναν τις πόρτες τους.
Εσείς που όταν όλοι μας είχανε ξεχάσει, μας μάθατε να θυμόμαστε.
Εσείς που μας διδάξατε πως αν η καλοσύνη είναι το χέρι του θεού πάνω στον κόσμο,
η δικαιοσύνη είναι το πρόσωπο του μεγάλου ανθρώπινου πλήθους
μέσα μας. Ω εσείς, που αδειάσατε τα χέρια μας απ’ τα όνειρα, για ν’ ακουμπήσετε, άγιον άρτο,
την πράξη. Σαν τις γυναίκες που παίρνουνε την πρόσκαιρη ηδονή σου και σου ξαναδίνουν
την αιώνια σου συνέχεια. Ας είσαστε ευλογημένες.
[οι γυναίκες έχουν στο μεταξύ σηκωθεί]

ΠΟΙΗΤΗΣ: (σκυμμένος στο τραπέζι μιας κάμαρας γράφει. Φαίνεται όμως πως η έμπνευση είναι δύστροπη απόψε…)
Γιατί ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος, σ’ ανασηκώνει πάνω απ’ τον εαυτό σου,
ως την παραίσθηση και την τρέλα και την προφητεία και τη μοίρα – κι ακόμα ψηλότερα,
ως τη δικαιοσύνη. Και μυρμηδίζεις όλος από μνήμες και πράξεις και οράματα
και βλέπεις κύματα-κύματα τις γενιές να ’ρχονται απ’ το βάθος του χρόνου
κι αιώνια να πλένουν τον κόσμο. Κι οι ρόγες των δαχτύλων σου φουσκώνουν και πονάνε
σαν τις ετοιμόγεννες κοιλιές. Και τότε καταλαβαίνεις τους πόνους του απείρου
όταν κοιλοπονούσε τον κόσμο. Και τους πόνους της γης
για να γεννήσει ένα στάχυ. Ή τους πόνους ολόκληρης της αιωνιότητας, για να γεννηθεί κάποτε
ένα τραγούδι

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ: Και το όνομά του ήταν μεγάλο, σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα
65.  Κι οι μέρες πέρασαν γρήγορα Κι ήρθε το τελευταίο απόγεμα που ο φτωχός επιγραφοποιός θα ζούσε πάνω στη γη.
66.  Κι ακούμπησε στο μικρό, καγκελόφραχτο παράθυρο του κελιού και κοίταξε κάτω την πολιτεία.
67.  Κι ύστερα κοίταξε ψηλά, που άρχιζαν ν’ ανάβουν τ’ άστρα ένα-ένα.
68.  Και τότε μια απέραντη γαλήνη τον έλουσε, σα να ’σβησαν όλες μεμιάς οι αγωνίες, που χρόνια τώρα τον βασάνιζαν.
69.  Κι ένιωσε μέσα του τον ίδιο γλυκό λυγμό, όπως όταν ήταν παιδί, και κάποιος του άπλωνε εγκάρδια το χέρι του ή του ’λεγε μια παρήγορη λέξη.
70.  Και ψιθύρισε σιγανά: σύντροφοι

ΠΟΙΗΤΗΣ: (σκυμμένος στο τραπέζι μιας κάμαρας γράφει. Φαίνεται όμως πως η έμπνευση είναι δύστροπη απόψε…)
Τίποτα. Κανείς. Η πόλη κουλουριασμένη σαν ένα μυστηριακό ζώο
με το σκοτεινό του τρίχωμα διάστικτο απ’ τα φανάρια των δρόμων.
Ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο από κάποιο κέντρο,
τα φώτα των αυτοκινήτων τους δίνουν μια στιγμή
το σπασμένο, ωχρό προσωπείο της Ηλέκτρας και του Ορέστη, λίγο πριν απ’ την αναπότρεπτη πράξη,
ενώ πελώριες κι αόρατες σαν Ερινύες, τους παραμονεύουν στο βάθος του δρόμου
η κούραση, η μοιχεία – κι η συνήθεια.

Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός που μένεις στο ίδιο σπίτι με σένα,
που τρώει στο ίδιο τραπέζι με σένα, που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με σένα; Δεν τον γνώρισες ποτέ.
Κι αυτός εκεί, το πρόσωπο τυλιγμένο με σκοτάδι, που ορθώνεται αντιμέτωπος
σ’ ό,τι πας να λησμονήσεις – ποιος είναι; Κανείς.
Μόνο τα χέρια του τυφλού Οιδίποδα ανοιγμένα να του δείχνουν το δρόμο, σ’ αγγίζουν καμιά φορά
μες στο συνωστισμό. Στο γειτονικό κακόφημο ξενοδοχείο «Βυζάντιον»
μπαινοβγαίνουν οι μαστροποί κι οι αρσενοκοίτες,
στην πόρτα ο μονόφθαλμος θυρωρός, κατευθείαν απόγονος των Παλαιολόγων,
γεμάτος σπυριά, αλκοολικά όνειρα και βαριές κληρονομιές –
με συγχωρείτε, αυτός ο δρόμος πού βγάζει; Όχι, όχι αυτόν, ούτ’ εκείνον,
μη, μη… έτσι να στρίψεις τη γωνιά
γκρεμίζεσαι στο χάος…

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ: «ΣΤΕΡΗΜΕΝΟΣ Σ’ ΕΝΑΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΑΠΟ ΛΕΞΕΙΣ»:
Ο Όμηρος επικαλείται τη συνδρομή των θεών και της Μούσας στους πρώτους στίχους των επών ομολογώντας ταυτόχρονα και την αδυναμία του. Μια αδυναμία που σχετίζεται όχι με την άγνοια των μύθων και τη διαπλοκή τους αλλά τη συνείδηση των δυσκολιών μετουσίωσή τους σε λόγο. Οι μύθοι, όπως και οι λέξεις αποτελούν αντικειμενικές υπάρξεις. Ο ποιητής αισθάνεται δέος και αμηχανία στην εξεύρεση του τρόπου με τον οποίο αυτά θα συνταιριαστούν αποτελεσματικότερα και θα εκφράσουν πληρέστερα το ζητούμενο.
Κοινή η αγωνία όλων των δημιουργών για την επίτευξη της τέλειας έκφρασης. Πρωταρχικό μέλλημα, η πλέον πιστή απεικόνιση εκείνου που ο δημιουργός βλέπει με τα «πάvτ’ ανοιχτά πάvτ’ άγρυπνα μάτια της ψυχής του». Δυναστική τυραννία κάποτε η αναζήτηση της τέλειας λέξης, που απειλεί ακόμα και την υπόσταση του ποιητή. «Ποιητής από μια λέξη κρέμεται η ζωή του» γράφει Γ. Πατίλης.
Οι κατ’ εξοχήν λεξίθρησκοι ποιητές μας (Ελύτης, Καρούζος, Παπαδίτσας κ.ά) εντοπίζουν στην έκφραση ένα μεγάλο, ίσως το μεγαλύτερο, μέρος της ποιητικής ουσίας. Γι αυτούς πραγματικά μια λέξη αξίζει χίλιες εικόνες. Αλλά και σε όσους –όπως ο Λειβαδίτης– ο μύθος φαίνεται να συνιστά κύριο στοιχείο η λέξη δεν περιορίζεται στο ρόλο απλής δομικής μονάδας, είναι δραματικά υπεύθυνη για την ευρωστία και την πλέον επιτυχή απόδοση του μύθου. Έτσι σχεδόν στο σύνολο των ποιητών η αναζήτηση της λέξης περνά και ως ζήτημα ποιητικής.
Η σύγχρονη γλωσσολογία διαχωρίζει την αναφορική λειτουργία της γλώσσας που σχετίζεται με το λογικό από την ποιητική που αφορά τη συγκίνηση, το θυμοειδές. Σκοπός του Λειβαδίτη είναι να συγχωνεύσει τις δύο αυτές λειτουργίες ή να μπορέσει να επιτύχει τη διάχυση της μιας μέσα στην άλλη, Παράλληλα πασχίζει να συμφύρει μέσα στην ίδια λέξη τη δήλωση, την άμεση καθημερινή και πιο απλή σημασία της με την συνυποδήλωση, τις συνειρμικές σημασίες, που ποικίλλουν ανάλογα με τις εμπειρίες του αναγνώστη.
Έργο δύσκολο, ώστε ο ίδιος να μιλά για «την Οδύσσεια που ζει ο ποιητής γράφοvτας το πιο μικρό ποίημα» (Χειρ. 56). Η καθυπόταξη των εκφραστικών μέσων δεν’είναι εύκολη υπόθεση. Διαπιστώνει καθημερινά ότι η ποίηση είναι ένας άλλος τρόπος να πεθαίνει κανείς. (Γυφλ. 101) ή «ένας τρόπος για να, πεθαίνεις όλο και πιο δύσκολα κάθε μέρα» (Γελευτ. 24). Προϋποθέτει ατελείωτη προσπάθεια, καθημερινή συντριβή «θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ – αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα» (Χειρ. 14) ωστόσο το τίμημα τον αποζημιώνει «η ποίηση είναι ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι» (Χειρ. 143) ή «είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φαvταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό» (Μικρ. Β. 14).
Η πάλη για τον ποιητή είναι διμέτωπη, αφ’ ενός με την έμπνευση (296) αφού ο ίδιος αποποιείται την ευκολογραφία (223) και αφ’ ετέρου με τη λέξη. Εξομολογείται «κινδύνεψα μπρος σε μια λέξη» (Ανακ. 40) υποφέρει, αγρυπνά όπως και όλοι οι ποιητές «κοιμούνται σαν τους κλέφτες με το αυτί τεντωμένο στην άγνωστη λέξη» (Γυφλ. 106) ερωτευμένος με τη γλώσσα νιώθει να σώζεται ή να χάνεται για μια λέξη «Ο ποιητής χάνεται για μια λέξη, οι εραστές για μιαν απάντηση» (Βιολ. 55) κάποτε απογοητευμένος «σκίζει τα χειρόγραφά του και φεύγει για τον Ωκεανό» (Εγχειρ. 28). Με αφετηρία κάποιες έμμεσες νύξεις του θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε τους λόγους της αγωνιώδους αυτής προσπάθειας.
— Στις καλύτερες των περιπτώσεων το ποίημα δεν είναι παρά αναιμική έκφραση της σύλληψης του ποιητή. Τα όρια του κόσμου του δεν είναι τα όρια της γλώσσας του, δεν μπορεί να είναι, αφού α κάθε ποιητής δεν είναι μόνο εκφραστής – φορέας μιας ιδιαίτερης κοσμοαντίληψης αλλά οραματιστής πολλών και πολλαπλών κόσμων ασύλληπτων όχι μόνο από τους πολλούς αλλά συχνά και από τον ίδιο. «Λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δύο δισεκατομμύρια εκδοχές για έναν μοναδικό κόσμο» (Βιολ. 27) γράφει ο Λειβαδίτης και διατυπώνει την ένστασή του «Κύριε αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο» (χειρ. 13.). Ωστόσο η αισιοδοξία δεν τον εγκαταλείπει. «Κάποτε οι ποιητές το βάθος της αβύσσου θα μετρήσουν» (Χειρ. 58). Ανάλογα ο Βρεττάκος σημειώνει «Δε βρίσκω τις λέξεις γιατ’ είναι απ’ του κόσμου τον πλούτο πιο λίγες».
— Πέραν των ενδογενών δυσχερειών που συνεπάγεται η ιδιότυπη ψυχοσύνθεση του ποιητή προστίθενται και εκείνες που απορρέουν από αυτή ταύτη την ανεπάρκεια των λέξεων, που δεν μπορούν να σηκώσουν πλείονα σημασιολογικά φορτία. Αφθονούν, είναι ανήμπορες όμως να εκφράσουν την εσωτερική γλώσσα. Ο ποιητής ζει σε κατάσταση μόνιμης στέρησης. «Πεθαίνουμε στερημένοι σ’ έναν παράδεισο από λέξεις» (Μικρ. Β. 23) και συνειδητοποιεί την τραγικότητα του εγχειρήματός του αφού κρίνει τα υλικά του μηδαμινά έως ανύπαρκτα, ενώ η διάσταση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο μεταστρέφεται σε χάσμα βαθύ, σε πλήρες κενό. «Κι έπρεπε εγώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα να φτιάξω μια ποίηση για πάντα» (Μικρ. Β.27).
— Για τον κάθε ποιητή είναι εξαιρετικά επώδυνο να αποκαθάρει Τις λέξεις που έχουν φθαρεί από την πολυχρησία. Να τις φορτίσει επαναπροσδίδοντάς τους την αρχική στιλπνότητα και παρθενικότητα «η σελήνη έγερνε πάνω στο λόφο αιμόφυρτη – σαν τον ποιητή πάνω σ’ αυτό το πεπαλαιωμένο αλφάβητο» (Ανακ. 15), χωρίς να θέτει υπό διαπραγμάτευση ούτε κατ’ ελάχιστο το φορτίο τους, αφού όπως δήλωνε σ’ ένα από τα πρώιμα ποιήματά του «Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν» (161), θέση στην οποία έμεινε αμετακίνητος σημειώνοντας αργότερα «μίλησα πάντοτε με λόγια απλά για να επιδέχονται όλες τις ερμηνείες» (Μικρ. Β. 18),
Εξίσου επίμοχθο για τον ποιητή είναι να καινοτομήσει με υλικό τις περισσότερες φορές κοινόχρηστο και κοινότυπο, όταν δεν διακρίνεται μάλιστα για λογοπλαστικές τάσεις. «Η ποίηση είναι σαν ένα αίνιγμα από συνηθισμένα λόγια» (Ανακ. 24). Δύσκολη η επίλυση του αινίγματος, δυσκολότερη η αλχημιστική σύνθεσή του. Καιροφυλακτεί λοιπόν για τη μαγική λέξη που θα αγγίξει τις πιο λεπτές αισθήσεις «μέχρι που να μου ρίξετε μια καινούργια λέξη μόλις κομμένη από τους αμπελώνες της αυριανής μας τρυφερότητας» (359) . Οι λέξεις για τον ποιητή είναι ό,τι τα χέρια για τους άλλους, μ’ αυτές δουλεύει. Αισθάνεται όμως ότι ανήκουν στην κοινοκτημοσύνη όλων, ο ίδιος είναι ένα σκεύος εκλογής της έμπνευσης. «Χέρια μου δε σας είχα ποτέ δικά μου, όπως τα λόγια του ο ποιητής» (Ανακ. 131) γράφει, στίχοι που εν μέρει μπορούν να αντιπαρατεθούν με τους «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» του Σεφέρη ή «Αν σου μιλήσει μια λέξη μου σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι» του Πατρίκιου. Υπεύθυνος λοιπόν να μιλήσει εξ ονόματος πολλών και συγχρόνως αδυνατώντας να εξουσιάσει τη λέξη ο Λειβαδίτης αναζητά το θαύμα, αφού μόνο μ’ ένα θαύμα μπορούν οι λέξεις να γίνουν πουλιά «Ποιητές ύποπτοι θαυματοποιοί που πυροβολούν τις λέξεις και γίνονται πουλιά» (Βιολ. 100) .
— Πέρα από τα ρητά, τον ποιητή καταδιώκουν τα άρρητα, όσα επικαλύπτονται, ναυαγούν και δεν έρχονται ποτέ στην επιφάνεια μένοντας στο υποσυνείδητο ως ασαφής, άδηλος, αδιαμόρφωτος λόγος. «Κάποτε Θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια» (χειρ. 53). Όμως κι αυτά βρίσκουν το φυσικό χώρο αναπνοής τους «Ανάμεσα στις λέξεις ενός στίχου κλαίει σιωπηλά το ανείπωτο» (Π.β.λ. Μ. Αναγνωστάκη «Θε μου, πόσος λυρισμός μέσα στ’ ανέκφραστο»). Δεν αρνείται πάντως ως ανομολόγητο σκοπό της ποίησης και αυτόν αφού «Κι η ποίηση είναι η λέξη που αποσιωπήθηκε για να μας οδηγεί σε ουράνιες παρανοήσεις» (Χειρ. 42).
Η σχέση του Λειβαδίτη με την ποίηση είναι βαθιά υπαρξιακή και οντολογική. Αποτελεί την ίδια την πεμπτουσία της υπόστασή του. Συνακόλουθα η κατάκτηση της λέξης είναι ένα ασίγαστο πάθος στο οποίο παραδίδεται με αφοσίωση. Ένα πάθος που αυτοειρωνευόμενος έρχεται να αποδώσει στα έργα του διαβόλου με τον οποίο –ένας βαθιά θρησκευόμενος όπως αυτός– πρέπει να παλέψει σώμα με σώμα για να αποσπάσει το επτασφράγιστο μυστικού αφού «όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο τα παιδιά πήρανε τις γωνιές των δρόμων κι ο διάβολος τις πιο ωραίες λέξεις (Βιολ. 13). Ενώ άλλοτε οργισμένος θα γράψει «κάποτε θα καταστρέψω όλ’ αυτά τα χειρόγραφα που άφησε πάνω στο τραπέζι μου ο διάβολος και τα οικειοποιήθηκα» (Βιολ. 59). Στα «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου» τη συλλογή που μας κληροδότησε μετά το θάνατό του ο ποιητής πρόταξε την εκ βαθέων τελευταία του εξομολόγηση:
Δεν φοβάμαι παρά μόνο το Θεό – εκτός
κι αν τον υπηρετώ. Και την Ποίηση
ακόμα κι όταν την υπηρετώ
Μετριοφροσύνη, συναίσθηση του ανέφικτου, αναπότρεπτη πραγματικότητα, υπερβολή; Αυτό είναι το απόσταγμα της ποιητικής του διαδρομής. Το ποίημα ακόμα και το πιο ολοκληρωμένο δεν είναι παρά ένα ατελές προϊόν της ποιητικής σύλληψης. Ο ποιητής δικαιούται να φοβάται, να μην ικανοποιείται ποτέ από το αποτέλεσμα, να αισθάνεται ανασφαλής. Βέβαιος ότι «τα πιο ωραία ποιήματα δεν Θα γραφτούν ποτέ» (Βιολ. 47).
Εμείς όμως ξέρουμε πως αυτό δεν αληθεύει. Ο Λειβαδίτης, ταμένος της ποίησης, μας χάρισε μερικές από τις ωραιότερες σελίδες της και την ίδια του την ψυχή. Τώρα τις νύχτες μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Οι μεγάλες φτερούγες του θα χωράνε σίγουρα μέσα στο δίκαιο ύπνο του [Αλεξάνδρα Μπουφέα]

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κι όπως είμαι πάντα άτυχος, κάθε φορά που αποφάσιζα ν’ αλλάξω ζωή κάποια καθυστέρηση, μια αναβολή, ένα όνειρο ‒πέρασαν τα χρόνια, Ύστερα δε θυμάμαι τίποτα. Κι η λάμπα είχε σβήσει μια αιωνιότητα πριν [Τάσος Λειβαδίτης, Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου 1990]

Στο συνοικιακό δρόμο σύγχρονης πόλης την ώρα που αρχίζει να βραδιάζει συνομιλούν ο Ποιητής, ο Άνθρωπος με το Κασκέτο και διάφοροι περίεργοι περαστικοί όπως:   ΕΚΕΙΝΟΣ ΜΕ ΤΗ ΜΝΗΜΗ: σχέδια που εγκαταλείπουμε, αποφάσεις που φοβηθήκαμε να πάρουμε, προσδοκίες των άλλων από μας που τις τροφοδοτούσαμε κι ας ξέραμε τι επικίνδυνο ήταν… Άνθρωποι που συναντήσαμε μια νύχτα, μα που το βλέμμα τους όρισε πια για πάντα τη ζωή μας… ΕΝΑΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΜΟΙΑΖΕ: Γιατί στο βάθος, μας βασανίζει ανελέητα η απόγνωση να ’χουμε κάτι ολότελα διό μας – με τη δύναμή μας αρπαγμένο από τους άλλους ή έστω, πεταμένο σαν κόκαλο, απ’ τον οίχτο τους. Κι η αυτοταπείνωση, το ίδιο, όπως κι ο εγωισμός, είναι κι αυτός ένας απελπισμένος τρόπος να υπάρξεις!.. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ: Και το βρ΄δυ γυρίζουν στο σπίτι τους κι αγγίζουν τις γυναίκες τους στο κρεβάτι με χέρια βαριά – που συνεχίζουν να ψάχνουν. Κι εκείνος, μαρμαράς το επάγγεμα, σηκώθηκε κι άνοιξε. Και τον ερώτησαν: πώς λέγεσαι; Κι αυτός τους απάντησε κι οι άνδρες με τις ρεπούμπλικες ταράχθηκαν μόλις άκουσαν το όνομά του. Κι αναρωτιόντουσαν μεταξύ τους: τι συμβαίνει λοιπόν; μην τάχα αναστήθηκε; Κι ύστερα γέλασαν, πως τάχα δε γίνονται στον αιώνα μας θαύματα – ένα γέλιο αβέβαιο… Και τ’ όνομά του ήταν μεγάλο σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα Κι ΠΟΙΗΤΗΣ (κατακλείδα): Γιατί αλήθεια φίλοι μου, πέστε μου, τι άλλο είναι, λοιπόν, η παντοδυναμία απ’ την απέραντη τούτη δίψα. Να ’σαι τόσο πρόσκαιρος, και να κάνεις όνειρα τόσο αιώνια!..  
 [Τάσος Λειβαδίτης, Καντάτα, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1960]

1 σχόλιο:

  1. άριστη εργασία
    Θα προτιμούσα και δεύτερη εκδοχή
    ξεχωριστά τα αυτούσια τμήματα του ποιήματος κατά σειράν
    και στο τέλος η ανάλυση
    Οπως και να έχει συγχαρητήρια
    poetagreco.blogspot.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή