Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Η ΙΕΡΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

 (… η μαγική λέξη είναι… «αποκαλύφθηκαν»…)


«Οι λέξεις μας ακολουθούν, συντρίβουν τα φρονήματα μ’ εκστατική μανία

ανάγωγες μαινάδες άλλοτε και πιο συχνά αφρόντιστες χτισμένες από όνειρα

τα τρόπαια ευτελίζοντας οδοιπορούν αργά και χάνονται στο σύμπαν.

Είναι φορές που οι λέξεις μας    μάς μοιάζουν

διαμελίζουν την ύλη που επιστρέφει στα εξ ων συνετέθη

κι ο θάνατος σιωπή…»

 

Είναι η εισαγωγική παράγραφος στο βιβλίο του Βαγγέλη Τασιόπουλου Η ΣΥΜΜΙΓΗ, εκδόσεις Ρώμη 2002.

«Υβριδικό βιβλίο», το χαρακτηρίζει η Χλόη Κουτσουμπέλη έχοντας προφανώς υπόψη της τη μορφή:  

μισό πεζό, μισό ποίημα!.. 

Η περιέργεια εξάπτεται από το τίτλο της συλλογής: Η Συμμιγή:

«ω πόνοι δόμων νέοι παλαιοίσι συμμιγείς κακοίς…» (Αισχύλος, Επτά επί Θήβας, β΄ στάσιμο στ. 740

Οι υπο-ΤΙΤΛΟΙ όμως, στις τρείς ενότητες, είναι μια χαραμάδα, απ’ όπου διαφαίνεται  το περιεχόμενο:

Πρώτη ενότητα: ΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ σελ. 9- 29

Δεύτερη ενότητα: ΤΑ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ / ΣΤΙΣ ΠΑΡΥΦΕΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΠΟΥΣ (ποιήματα, ένα σημείωμα και μια επιστολή από τις μεσοδυτικές πολιτείες της Ευρώπης)  σελ. 31- 44 και

Τρίτη ενότητα:  ΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ ΤΑΡΙΧΕΥΟΥΝ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ σελ. 45-69

Στο πρώτο μέρος μαθαίνουμε για τον   ήρωα  του βιβλίου, το  δωδεκάχρονο Λαέρτη, που κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου βρίσκει κάποια ποιήματα στο στρίφωμα του ράσου του ιερομόναχου Ιερεμία.

«Εδώ η μαγική λέξη είναι αποκαλύφθηκαν», σημειώνει η Χλόη Κουτσουμπέλη.

«Είναι η λέξη που εκφράζει την ιερή μυσταγωγία της γραφής, αφού ιερομόναχος είναι άλλωστε ο κάθε ποιητής, όπως σίγουρα θα συμφωνούσε ο Ιερομόναχος ποιητής Διονύσιος Σολωμός.

Στο πρώτο λοιπόν μέρος του βιβλίου ξεχειλίζει το φως και ταυτόχρονα η νοσταλγία αυτού που δεν υπάρχει...»

Αποσπάσματα από την περιγραφή της ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ  σελ. 11-12:

«Λένε πως κάποτε… ο νεαρός δόκιμος μοναχός Ιερεμίας...»

για τον οποίο «… κανείς ποτέ δεν έμαθε από πού ερχόταν και τι γύρευε σ’ εκείνα τα μέρη..»

«…χάθηκε τότε που το ποτάμι κατέβασε νερό πολύ, όμως οι περισσότεροι πίστευαν πως χρόνια μετά τον έβλεπαν, όταν σουρούπωνε να ορμηνεύει τα αγρίμια του και σαν σκιά να εξαϋλώνεται.

Πολλοί ενδιαφέρθηκαν να μάθουν, δοκίμασαν τρόπους κι επιστράτευσαν ακόμη και τους επίσημους εκκλησιαστικούς παράγοντες οι οποίοι φυσικά ποτέ δεν το παραδέχθηκαν, θεωρώντας τα όλα αυτά τερτίπια της φαντασίας των ανθρώπων. 

Ώσπου, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, η φοβερή καταιγίδα οδήγησε τον δωδεκάχρονο Λαέρτη, πηγαίνοντας το κωδικοποιημένο μήνυμα στο «σύνδεσμο», να λουφάξει σε μια κοιλότητα που σχημάτιζαν δυο τεράστιες χωματόπετρες.

Ο αέρας λυσσομανούσε και τα αστραπόβροντα πάλευαν στον μαύρο ουρανό. Χτυπούσε η βροχή και μούσκευε τις πέτρες. Το χώμα μύριζε όσο υγραίνονταν.

 Σκέφτηκε πως είχε χυθεί πολύ αίμα κι ο ουρανός ξέπλενε τις πομπές των ανθρώπων.

Ένιωσε να τον κρατάει ένα σκοτάδι απόκοσμο και να τον προστατεύει συνάμα.

Δεν έπρεπε να φοβηθεί ούτε να δειλιάσει. Ησύχασε και περίμενε. Έκανε το σταυρό του.

Καθώς η παγωνιά είχε εισχωρήσει για τα καλά στο πρόχειρο κατάλυμα, ο Λαέρτης δοκίμασε να ζεσταθεί χουχουλιάζοντας τα χέρια του, μάταια όμως.

Τότε, έκλεισε τα μάτια κι ο γλυκός ύπνος ήρθε πάνω στην ώρα… για να καταλαγιάσει την αγριεμένη φύση και να του φέρει τον ήλιο που φώτιζε τα όνειρά του.

Η περίπολος τον βρήκε το ξημέρωμα της επόμενης μέρας τυλιγμένο μ’ ένα ύφασμα – έτσι το είπαν – που έμοιαζε με ράσο.

Ο Λαέρτης το κράτησε, φυλαχτό ανεκτίμητο, και χρόνια αργότερα, όταν το κακό είχε περάσει, ανακάλυψε, ή του αποκαλύφθηκαν οι γραφές που ήταν επιμελώς ραμμένες στο στρίφωμά του…»  

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από τους ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ (σελ. 16):

…εκεί που προσεύχομαι πλησιάζουνε νύχτες

σβησμένες στις ισχνές φλόγες των κεριών

τρομάζουν τα όνειρα

ενώ πέρα μακριά περνούν οι ιχνηλάτες

κορμιά γυμνά στο χάος   στροβιλίζονται

κρατώντας τις εξάψεις των αστερισμών

ενίοτε αμφιβάλλουν

και η σιωπή πιο διχασμένη αναβάλλεται»

 

Κι άλλα αποσπάσματα από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του ιερομόναχου Ιερεμία  που «αποκαλύφθηκαν» στο Λαέρτη, έτσι όπως  καταγράφονται στις τρεις ενότητες της συλλογής του Βαγγέλη Τασιόπουλου Η ΣΥΜΜΙΓΗ, εκδόσεις Ρώμη 2022 – στη φωτογραφία λεπτομέρεια εξωφύλλου: Ι.Α. Πρόιος, Αίμα των Ατρειδών, μικτή τεχνική

 


ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

(… στις ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου Η ΣΥΜΜΙΓΗ, εκδόσεις Ρώμη 2022)

Θα συννεφιάζει πιο συχνά όταν θα λείπεις

Καμιά φορά μοιράζεσαι στις εκδοχές της αμαρτίας

Σιωπάς

Στους ίσκιους παραδέρνεις

Κι ύστερα επιφυλάσσεσαι.

 

Φόβοι – φόβοι μοιραίνουν το πουθενά διεκδικώντας.

 

Το λίγο φως που απόμεινε στο όνειρο

Ποτήρι φυλαγμένο για της νύχτας την ανάγκη.

 

Περνούν τα πλοία κρίνοντας τους τελευταίους γλάρους

Και λιγωμένοι ναυτικοί αναπολούν

Το ηδονικό λιμάνι

Εκείνο που δανείστηκαν κορμιά και προς στιγμή

Δοκίμασαν το θαύμα

Σαν οριζόντιες προσευχές στην υπεροψία της αυγής

Και του καπνού την πίκρα.

 

Καμιά φορά κρατάς με ξένα χέρια

Ό,τι ορέγεσαι, του ναυτικού λυγμός

Στο εκκρεμές του χρόνου.

 

Πώς ν’ ασφαλίσεις μέσα μου

Των δρόμων τις υπερβολές

 

Πού να εμπιστευθείς τη ραθυμία των αγγέλων

 

Οι ναύκληροι

Σε σκάφος μεσαζόντων

Αθροίζουν απουσίες κι υποκρίνονται

Δείχνουν

Του θανάτου τη διάρκεια

 

Ομονοούν και ταπεινώνονται

 

Σε συμφραζόμενα αναζητούν

Ικέτες, έποικους κι αναχωρητές

 

Όμως  είναι αλλού ο μέσα έρωτας

 

ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΣΤΙΓΜΗΣ

Περνούν οι μέρες δείχνοντας το μέλλον

κυοφορούν τις αναμνήσεις σε προστριβές ερειπίων

έλικες μιας ακατάπαυστης σιωπής οικειοθελώς

βλασταίνουν.

Καθώς οι αποστάσεις βελτιώνονται θηρεύοντας

απρόσμενες σπουδές

το ερυθρό του ήλιου ανακαλύπτουν στη διαύγεια

όμως στο κάλεσμα του εσπερινού υπολείπονται

ασφαλώς

δόκιμοι, εταίρες, φιλικοί και βλοσυροί αφέτες

οι άρχοντες της μιας στιγμής

παγιδευτές του ελάχιστου.

 

-Θα δραπετεύσω κάποτε, θα δεις.

Σαν νοσταλγία θα επιστρέψω.

 

Είναι που η θνητή υπόσταση συγκαταλέγεται

ερήμην μας και προσμετράται

σε κάθε απόπειρα, σε όποιο βήμα.

 

Αντικριστά στο θάνατο

της ηδονής το αήτητο.

[ΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου Η ΣΥΜΜΙΓΗ, Ρώμη 2022]

 

ΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ ΠΟΥ ΑΠΟΚΤΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ, ΑΙΩΝΕΣ ΠΡΙΝ ΕΡΧΟΤΑΝ

(ΤΑ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ / ΣΤΙΣ ΠΑΡΥΦΕΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΠΟΥΣ ποιήματα,  ένα σημείωμα και μια επιστολή από τις μεσοδυτικές πολιτείες της Ευρώπης, στη δεύτερη ενότητα της συλλογής)

«Ο μικρός δωδεκάχρονος Λαέρτης που είχε βρει τα ποιήματα-επιστολές στο ράσο του ιερομόναχου Ιερεμία του πρώτου μέρους του βιβλίου, έχει ενηλικιωθεί πια και έχει αποκτήσει πραγματικές εμπειρίες από έναν ξένο τόπο. Αστός ταπεινής καταγωγής με σκληρή μελέτη και αφού απέκτησε μία σφαιρική γνώση του κόσμου και μυήθηκε στα Μαθηματικά και στη Φιλοσοφία στη Βιέννη και στο Τύμπιγκεν, έχει γίνει ο διαπρεπής καθηγητής Δημήτρης Αναγνωστόπουλος ή Μήτσος Ντουνιάς. Γυρνά πίσω λοιπόν στην Ιθάκη-Μεσσηνία του, ως σύγχρονος Οδυσσέας, και επαναπατρίζεται με το πρόσχημα ότι πρέπει να επιμεληθεί το πατρικό του σπίτι που είχε να το δει από τότε που ξενιτεύτηκε στον Εμφύλιο. Παίρνει ένα λεωφορείο και ξεκινά το ταξίδι του μέσα στο έρεβος ώσπου ο οδηγός του φωνάζει τη λέξη «τέρμα». Τι να σημαίνει άραγε πραγματικά αυτή η λέξη; αναρωτιέται ο καθηγητής. Τι να σημαίνει για τους αποίκους; Τι να σημαίνει για κάθε ανθρώπινο πλάσμα; Τι να σημαίνει αυτή η λέξη για τον ποιητή; Τι τελειώνει και τι αρχίζει για τον Λαέρτη, καθηγητή Δημήτρη Αναγνωστόπουλο ή Μήτσο Ντουνιά;

Ο καθηγητής, ποιητικό υποκείμενο στην ενότητα αυτή,  μας αποκαλύπτει τη ζωή του στη ξενιτειά, τη θλίψη που του προκαλεί η Κυριακή, τον πόνο του τέλους μίας ερωτικής ιστορίας, τις μικρές ατέλειες της αγαπημένης που όμως συγκροτούν την τέλεια αλήθεια, αφού έτσι απομυθοποιείται από είδωλο και γίνεται πραγματικός άνθρωπος.

Ο έρωτας, κάθε έρωτας για τον Τασιόπουλο είναι αυτογνωσία, στροφή στον μέσα εαυτό και παράλληλα μία επικοινωνία με αυτό που είναι πλατύτερο και βαθύτερο από μας, που μας περιέχει αλλά και που το περιέχουμε. Ο ποιητής φορά προσωπεία, αφού ιερομόναχος, παιδάκι, καθηγητής, Gary Williams είναι ο ίδιος, ο ένας, το ποιητικό υποκείμενο.

Και Ντόροθυ, Έμμα, Τζάστιν ή Εύα είναι η anima, η γυναικεία μορφή του χαμένου Παραδείσου μας. Κρατά στα χέρια της το μήλο, το μήλο αυτό που είναι ο εαυτός μας που πάντα διαφεύγει, η μόνιμη απουσία του ανέγγιχτου, η προσμονή της επαφής που όμως είναι ανέφικτη αλλά πάντα κυριαρχεί στα όνειρά μας.

[αποσπάσματα από την κριτική της Χλόης Κουτσουμπέλη για το βιβλίο του Βαγγέλη Τασιόπουλου Η ΣΥΜΜΙΓΗ, Ρώμη 2022]

 

Ο ΜΗΤΣΟΣ Ο ΝΤΟΥΝΙΑΣ

(από ΤΑ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΠΟΥΣ, 2η ενότητα στη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου Η ΣΥΜΜΙΓΗ 2022)

Ο Dr. Δημήτρης Αναγνωστόπουλος, ο Μήτσος ο Ντουνιάς για τους γηγενείς του ορεινού όγκου, εκ πεποιθήσεως αστός πλην ταπεινής καταγωγής, ξενιτεμένος εδώ και χρόνια στις μεσοδυτικές πολιτείες της Ευρώπης, στη Βιέννη και το Τύμπινγκεν, όπου μελέτησε σε χαλεπούς καιρούς Μαθηματικά και Φιλοσοφία, αποφάσισε στα μέσα κάποιου Φθινοπώρου να επιστρέψει, επιστήμων διαπρεπής, καθηγητής πια, στα πάτρια εδάφη για να επιμεληθεί  το βασανισμένο από τον εμφύλιο  πατρικό του. Πήρε λοιπόν το λεωφορείο της γραμμής κι ανέβαινε στα πρανή της Ιθώμης ερμηνεύοντας την υγρή φύση με την αρωγή του Αναξαγόρα και του Ερατοσθένη. Έσκαβε στη μνήμη του ο Λαέρτης, καθώς αγκομαχούσε το θηρίο. Σιγούρευε στις άκρες της στιγμής τα αφρώδη και τις εκδορές της απουσίας… Εδέησε κάποτε ο καιρός να γλυκάνει. Άνοιξε τότε ο Μήτσος τη δερμάτινη τσάντα του έβγαλε κάποια χαρτιά και χάθηκε στο έρεβος, ώσπου ο βρυχηθμός του οχήματος ανακατώθηκε με τη στριγκλιά των φρένων, σπέρνοντας ανακούφιση. Ο συνωστισμός στο διάδρομο δυσερμήνευτος. Φειδωλός στις εκφράσεις του και ψύχραιμος ο επιστήμων σπαργάνωσε ευθύς τα χαρτιά και παράχωσε την ξενόγλωσση φυλλάδα στη δερμάτινη τσάντα. Ύστερα άπλωσε εμφανώς καταβεβλημένος τα τεράστια πόδια του και στάθηκε όρθιος σε στάση κάπως κυρτή σαν να προβιβάστηκε μόλις, αριστεύοντας. Ο οδηγός κοιτούσε στον καθρέφτη παίζοντας στο στόμα του άφιλτρου την πίκρα. Δοκίμαζε την αμηχανία του σοφού κι έσφιγγε με τρόπο το τιμόνι. Αφού επόπτευσε, όσο έπρεπε, χαμήλωσε το βλέμμα κι έπνιξε τον καπνό στα σκουριασμένα του πνευμόνια. «Μάστορα, τέρμα»!.. Τι να σημαίνει για έναν άποικο ετούτη η προσταγή, σκέφτηκε ο Μήτσος. «Κύριος, τέρμα», επανέλαβε με αυθάδεια, ο οδηγός στον άγνωστο. «Ευχαριστώ», ψιθύρισε εκείνος.

Το ίδιο βράδυ ανάμεσα σε μνήμες και σκιές με μια σκουριασμένη γκαζόλαμπα κι ένα κατάμαυρο λυχνάρι να διεκδικούν τη νύχτα, άπλωσε τα χαρτιά του στο τραπέζι για λίγο φως.

 

Η ΘΛΙΨΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Τα απογεύματα της Κυριακής παρελαύνουν συνήθως

οι σωρείτες

σε σχηματισμούς

πρέπει το άγημα να έχει πειθαρχία

όπως στην υποστολή της σημαίας:

Παρουσιάστε, αρμ!..

δίνει το σύνθημα ο λοχίας

κι αστράφτει η σάλπιγγα στο χέρι του φαντάρου.

Έχει μια θλίψη η Κυριακή

ιδιαίτερα όταν σουρουπώνει.

Θυμάμαι παιδί, που άκουγα ποδόσφαιρο

με το μικρό τρανζίστορ στο αυτί

ν’ αφήνω γκολ φανταστικά

να μπαινοβγαίνουν στα σκεπάσματα

στον τοίχο

να υπολήπτομαι τους ποιητές

τους έρωτές τους

να ζηλεύω την οδύνη τους.

Αγαπημένη… να γράφω και ύστερα

να σιωπώ στα ανεπίδοτα.

Λευκά χαρτιά παντού σπαρμένα

σαν Κυριακές μακάριες

μ’ αντίδωρο καφέ και υποκρισία.

Μόνιμη επωδός γύρω απ’ το τραπέζι

η εντολή:

Δεν θα το βγάλεις εσύ το φίδι από την τρύπα.

Κι εγώ να ψάχνω αγαπημένη στα χαρτιά

στις χαραγές π’ άφησαν οι σεισμοί.

 

(Αιώνες τώρα μέσα μου η μορφιά και η θλίψη

ερίζουν για της Κυριακής τον κόκκινο καρπό

όμως εγώ παιδάκι ακόμη καιροφυλακτώ

με κάποια κίνηση επιδέξια το μήλο να χαρίζω)

[ΤΑ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ / ΣΤΙΣ ΠΑΡΥΦΕΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΠΟΥΣ, δεύτερη ενότητα στη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου Η ΣΥΜΜΙΓΗ, Ρώμη 2022]

 

ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΑΠΡΗΓΟΡΗΤΟΙ ΦΕΥΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

(αποσπάσματα από την 3η ενότητα της συλλογής:

ΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ ΤΑΡΙΧΕΥΟΥΝ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ)

Στο δάκρυ του Πολύφημου ματώνουμε και υπάρχουμε

σαν της ισημερίας την ευγένεια  (ούτε από ’δω ούτε από κει)

ζούμε τη διάρκεια του επέκεινα

κρύβοντας τα τεράστια φτερά μας

που δεν συναντιούνται στο γαλάζιο

αλλά θρυμματίζονται στα όνειρα

του άλλου ουρανού.

 

Κάποτε οι μέρες δείχνοντας του φεγγαριού την άλω

θα συγκλίνουν

παρηγοριά στα ερανίσματα το χέρι που απλώνεται

κι η πεταλούδα που αθόρυβα περνά

από του μύθου την ευχέρεια

στη συστολή του ενεστώτα…

 

ΕΤΣΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΣΤΟΝ ΕΝΙΚΟ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Όλως τυχαίως οι νεοσσοί είδαν το πρώτο φως στα τείχη.

Προτίμησαν την εσοχή για ασφάλεια

Αδιαφορώντας για το ίχνος του πολέμου τα κοράκια.

Η συγκυρία φυσικά σχολιάστηκε δεόντως

Και πικραμένοι φεύγαμε

Αφού η εγκατάλειψη

Μας είχε όλους συνεπάρει.

«Δεν είναι της στιγμής», έκανε ο οδηγός.

«Έχει ακόμη δρόμο»

 

Ενώ έκρωζαν στα ερείπια τα πουλιά

Σε ακροκέραμο ένας γρύλος

Απειλούσε

Με γενναιότητα αντιστεκότανε

Στο επιμύθιο του καλοκαιριού

Τα ήθελε όλα.

Υπεύθυνος από παλιά για ό,τι χτίστηκε

Για ό,τι έζησε στους ώμους του

Νόμιζε.

Και να που η διαδρομή του ήταν σύντομη

Σαν την αφέλεια του γκρίζου ουρανού

Που συνωμοτεί κάθε τόσο

Στην ποδιά του πανδαμάτορα.

 

Κι όμως δεν είχε δρόμο πια…

 

Έτσι για να μιλάμε στον ενικό των πραγμάτων.

[ΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ ΤΑΡΙΧΕΥΟΥΝ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ, τρίτη ενότητα στη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου Η ΣΥΜΜΙΓΗ, Ρώμη 2022]

 

ΕΙΜΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΕΙΣΤΕ… Η ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΥΛΙΚΟ  ΣΑΣ

(σχόλιο της Χλόης Κουτσουμπέλη για την 3η ενότητα της συλλογής του Βαγγέλη Τασιόπουλου Η ΣΥΜΜΙΓΗ)

Το μυθιστόρημα-αφήγηση μίας διαδρομής ενηλικίωσης που κρύβεται μέσα στην ποιητική αυτή συλλογή, έφθασε στο τέρμα του, σε μία πικρή συνειδητοποίηση ότι ο ουρανός δεν έχει να προσφέρει τίποτε, ότι ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος, ότι οι άνθρωποι είναι «ανεξόφλητες ιστορίες που απαρηγόρητοι φεύγουν από τον κόσμο». Μόνη διέξοδος ένα σύντομο φιλί από τη Περσεφόνη, ο έρωτας δεν είναι γέφυρα αλλά μόνο στιγμή. Οι γυναικείες μορφές Διοτίμα, Ελεονόρα, Βεατρίκη, Μαρία, Σύλβια, Αιμιλία εκφράζουν μόνο την παροδική δόξα ενός ανυπόστατου έρωτα. Οι υλοτόμοι, σύμφωνα με τον Τασιόπουλο, μετανιώνουν για το κενό και όχι για το δένδρο. Η διαδρομή αποδεικνύεται πολύ σύντομη και οι δρόμοι γίνονται δρόμος, για να μιλάμε σύμφωνα με τον ποιητή, για τον Ενικό των πραγμάτων. Έτσι μεταγράφει ο ποιητής την Οδύσσεια, την αρχετυπική περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης, την τραγική ειρωνεία της ανθρώπινης μοίρας. Το παλαιό λεωφορείο σκούριασε, οι απόντες καταλαμβάνουν τις θέσεις των παρόντων, η θλίψη, η νοσταλγία, η σιωπή και η μοναξιά διαχέονται, «από του μύθου την ευχέρεια, περνάμε στη συστολή του Ενεστώτα» όπως γράφει ο ποιητής και η γλυκιά ανεμώνη σπαράζει: «είμαι ότι δεν θέλετε να είστε εσείς, η μοίρα και το υλικό σας» Αυτό το βαθύ, λυρικό, υπαρξιακό και ασκητικά ερωτικό βιβλίο θα κλείσει με ένα υστερόγραφο παπαρούνα. Ο Μένιππος έχει επιστρέψει από την βραχύχρονη παραμονή του στο ασυνείδητο του κάτω κόσμου και γυρνάει γεμάτος στίχους και αριθμούς. Η παπαρούνα σε φόντο γαλάζιο, το αντίτιμο του πόνου και του σκοταδιού δεν μπορεί, διαχρονική και αιώνια, να είναι παρά μόνον η ποίηση.

Πέμπτη, 5 Ιανουαρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου