Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

ΝΑ ΜΕ ΠΟΘΗΣΕΙΣ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΑ ΕΣΤΩ

 (… η σχέση μας,  όντως,  ιδιαζόντως ισχυρή… και τέλος πάντων,

πόσο ν’ αντέξει στη σπηλιά…)


Φορές που γδύθηκαν πολύ σε πολύ λίγο φως,

πλάι στο περίπτερο με τα τουριστικά και τον σπασμένο γλόμπο

και το σπασμένο παγκάκι και  τα παρανόμως σταθμευμένα αυτοκίνητα

(κάποιος να ειδοποιήσει, επιτέλους, τον δήμο)

Ήταν,  δεν λέω,  ηδονικές!..

 

Αβρές αφές,  πλυμένα απόκρυφα,   λεξούλες,

-φιλήθηκαν κιόλας εν πολλοίς και εν μέρει.

 

Τώρα οι ουρανοί τους προβάλλουν κλωστές

(προσφιλέστατο θέμα της ποίησης)

Και  ράγες του τραμ!..

 

Νόμιζες πως θα σε άφηνα να αφανιστείς στο χιόνι;

είπε και άρχισε να γδύνεται σχεδόν απρόσεκτα,  σχεδόν προκλητικά,

σχεδόν με τον τρόπο του Ιούλη στο ακρογιάλι,

ξεκινώντας, σε κάθε περίπτωση από το κασκόλ,

τα όστρακα και τις λειχήνες

και τότε,  ω τότε,  θυμήθηκα το σώμα σου

και πώς εξοστρακίζονται οι λέξεις στο λαιμό σου

και σε ντύνουν ελαφρώς  -   καις!..

 

Μήνες τώρα ο Ιούλης επιστρέφει καιόμενος… 

 

Κρίμα να μέναμε με τέτοιες απορίες,  άλλοτε πριν, ή  και  εν μέσω,

κι άλλοτε μετά τις τρυφερές μας περιπτύξεις!..

 

[Ένας ίσκιος προστακτικής incognito στον τίτλο

κατακλείδα  το δίστιχο από το ποίημα ΣΤΗΝ ΕΠΤΑΧΑΛΚΟΥ σελ. 43

λεπτομέρειες ανάπτυξης:

ΦΟΡΕΣ ΠΟΥ ΓΔΥΘΗΚΑΝ ΠΟΛΥ σ. 42   ΜΗ ΚΑΙ ΣΕ ΝΤΥΣΟΥΝ ΕΛΑΦΡΩΣ σ.40  

δύο ιστορίες ΠΕΡΙΠΑΘΩΣ  που είναι ο τρόπος της δεύτερης ενότητας

στη συλλογή της Μαρίας Καντ – Καντωνίδου STANZA*, Guteberg 2021 - Art by banksy]

 


*Stanza / ΣΤΡΟΦΗ: διακειμενική αναφορά στην ομότιτλη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη και επτά ενότητες με τίτλους που ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ επιρρηματικά κι εμπρόθετα τα  ΘΕΜΑΤΑ  και τον ΤΡΟΠΟ: 

Για τον ΤΡΟΠΟ η Κατερίνα Παπαδημητρίου υπογραμμίζει:

«…στηλιτεύει το σήμερα, Ευθαρσώς,  Περιπαθώς,  Και εμπύρετα,  (Υπ)ακούει το σώμα,  Εν αγνοία και γνώσει,  Και άλλα οξύαιχμα,  Ιστορίες του Δ.Χ…» 

«Υπερρεαλιστικές περιγραφές,  συνειρμική γραφή - στενά συνδεδεμένη με την εικόνα και το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που εμπεριέχεται - λόγος υπαινικτικός, αισθητική συμπύκνωση και ουσιαστική λειτουργία των επιθέτων, είναι στοιχεία που υπογράφουν καίρια την ποιητική της…»  (Κατερίνα Παπαδημητρίου)

Για τα ΘΕΜΑΤΑ  η Ελένη Γούλα γράφει:

«… η ποίηση της Μαρίας Καντ περιστρέφεται γύρω από την ανατροπή και την αντίφαση. Αυτές φωτίζει και αναδεικνύει συστηματικά. Χωρίς βάρος, χωρίς μιζέρια, χωρίς διδακτισμό ή ευκολίες.   Όλα συνομιλούν.   Λέξεις,    φωτογραφία,     κείμενα που συμπληρώνουν, φωτίζουν, επεκτείνουν, αναιρούν…»

Και ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος συμπληρώνει:

«… πρόκειται για εξαιρετικής πύκνωσης και συναισθηματικής φόρτισης επιδραστικά κείμενα με υψηλή ποιητική αξία… Λες και πυροβολείται ο αναγνώστης με στακάτες φράσεις,   λέξεις,    συλλαβές,    εικόνες κι όλες αυτές οι σφαίρες, στην πορεία τους προς την καρδιά, μετατρέπονται σε μια  οντολογία από πρόθεση…»

 

Ακολουθούν και άλλα αποσπάσματα από κριτικές που αναρτήθηκαν σε ηλεκτρονικά περιοδικά,

παραπομπές σε επιλεγμένες μυθιστορίες από όλες τις ενότητες της συλλογής…

 

ΤΙ ΘΑ ΦΙΛΟΥΝ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥΣ ΤΩΡΑ;

«φιλιά και περιπαθή ερωτήματα…

ο τύπος,  ο ήλος  και  το ποίημα… ένα ωραιότατο κενό –

κενό αέρος,  κενό μνήμης,   κενό δωμάτιο,    κενό κρεβάτι,

κενό απόγευμα,  κενό γράμμα,   κενό επιχείρημα,    κενό ανάμεσα στα δόντια

κενό ανάμεσα στα πόδια,   κενό μεταξύ συρμού  και  αποβάθρας,

κενό σύνολο,  κενό ανάμεσα σε πόρτες στις δημοσιές

(φήμες θέλουν ζευγάρια  και  άλλους αυτόχειρες να περνά από κει

για θωπείες  και  άλλα ηδύποτα),

ένα ωραιότατο,  επαναλαμβάνω,  κενό   που γέμισε

Κάποιοι ανίδεοι   (ιστορικοί, ποιητές  και  άλλοι δεξιοτέχνες)  

θα βλαστημήσουν την ώρα και τη στιγμή!..

Τι θα φιλούν με το σώμα τους τώρα;    

(από την ενότητα ΥΠ)ΑΚΟΥΕΙ ΤΟΣΩΜΑ σελ. 99 τέταρτης ενότητας)

 

Τι διαφάνεια, είπες,   και  τι  φαίνεσθαι

Είναι  και  οι λέξεις ντροπαλές  και κοκκινίζουν!..  (ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ σ. 75)

 

ΧΡΟΝΕ  ΑΝΙΚΑΤΕ ΜΑΧΑΝ,  ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΛΕΟΝ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΕΙΠΕ ΕΥΘΑΡΣΩΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΙΣΑ 

(αποσπάσματα από την κριτική της Κατερίνας Παπαδημητρίου με τις αντίστοιχες παραπομπές στη συλλογή)

Ο αριθμός εφτά, μοτίβο που επαναλαμβάνεται και διατρέχει όλο το σώμα της συλλογής, καθορίζει και καθορίζεται, καθώς η ποίηση της Καντωνίδου συνομιλεί μαζί του και στις εφτά ενότητες που απαρτίζουν την υπαινικτική της κατάθεση… Εφτά ενότητες οι οποίες στοιχίζονται, επικοινωνούν, συνομιλούν, συνεπάγονται, οικοδομούν τη ραχοκοκαλιά της ανθρώπινης ύπαρξης…

 

ΕΦΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΧΩ,  ΦΩΝΑΖΕΙ… 

 (…στην πρώτη ενότητα  που φέρει τον τίτλο  ΕΥΘΑΡΣΩΣ  σελ. 21…)

«Στο μουσείο ένας κούρος μασουλά ένα slogan. Δυο άλλοι πιο κει και τα λένε σκεπτόμενοι.  Έξω στριγκλίζει ένα αυτοκίνητο  και  μια πόρτα που πέφτει.  Καθώς οι ώρες περνούν, τα κορμιά τους γεμίζουν στεφάνια και πόρτες.  Σε μια από αυτές σφαδάζει μια κόρη.  Σαστισμένος ο φύλακας μαζεύει τα στεφάνια και μοιράζει λουλούδια στον κόσμο. Εφτά παιδιά έχω, φωνάζει,  εφτά!..  Ένας επισκέπτης με κοντή καπαρντίνα τον κοιτά με συμπάθεια και καταγράφει τις τρύπες. Στο μεταξύ ο κούρος σε ασκήσεις εσωστρέφειας,  εφτά παιδιά έχω, φωνάζει,  εφτά!..  Την ίδια στιγμή ο ίσκιος του επιδίδεται σε ασκήσεις βιοπορισμού.  Ένας ρεπόρτερ καταγράφει τον μεταξύ τους διάλογο σε ιστορικό ενεστώτα:

-Σε περιγράφω, λέει στον ίσκιο του   - Σε αντιγράφω λέει αυτούς

-Ακόμα κι όταν είμαι ακίνητος;   -  Ακόμα περισσότερο τότε»


Συχνά, οι τίτλοι της ποιήτριας αποτελούν την εισαγωγή του κειμένου της κι αυτό αποτελεί μια ιδιαίτερη σύλληψη, όπως στο ποίημα με τίτλο:

 

ΤΟ ΤΙΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΕ   (σελ. 72 στην  ενότητα ΚΑΙ ΕΜΠΥΡΕΤΑ):

 […]

-Νιώθω μέσα μου σαν να μη νιώθω τίποτε μέσα μου,   λέω.

-Τα έντερά σου ακούω να σκούζουν,   λέει.

-Ένα κοράκι πετάει στο δένδρο,   λέω.

-Στο νου μου είχα μια χωριάτικη κότα,   λέει.

-Nevermore,   παραπέμπω.

-Νηστικόν  ουδεπώποτε,   παραπέμπει.

Nevermore,  Nevermore,   επιμένω.

-Σακί που κάποτε είχε τσιμέντο,  επιμένει.

-Που απόγινε τι;   ερωτώ.

-Το σακί  ή το τσιμέντο;   ερωτά.

-Και τα δυο χωρίς πρέκια,  απαντώ.

-Καθόλου χρόνος για μεταφορές,   απαντά.

-Κάλτσα στο πάτωμα,  επανέρχομαι.

-Άδεια γαστέρα,   επανέρχεται.

-Ούτε ένα τόσο δα ουρλιαχτό,  λέω.

-Το τασάκι θέλει τις γόπες του,   λέει.

-Και τις στάχτες του,   λέω.

-Το κενό να γεμίσει,   λέει.

 

-Το τίποτε δεν είναι κενό. Το τίποτε είναι τίποτε, λέω.


Το ονειρικό και οι ψυχαναλυτικές ψηφίδες παραπέμπουν σε σαφείς υπερρεαλιστικές επιρροές, όπως εκείνη του Α. Εμπειρίκου, καθώς επιχειρείται συνειρμικά, σχεδόν χειρουργικά, η βαθιά τομή στη γλώσσα και στο ασυνείδητο. μα και ο Μ. Μητσάκης τι χαρά θα ένιωθε για το  («Παράπονο του μαρμάρου») του...

 

ΤΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΕΙΣ ΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ (σελ. 20)

δεν σιωπούν, δεν κλαιν, δεν ξεκαρδίζονται,

δεν χαιρετιούνται μεταξύ τους,   δεν αποχαιρετούν

Αργότερα θα μάθουν ότι καιρός δεν ήταν πια.

Α, τι λύπη, όταν το μάθουν.


Οι θεματικές της Καντωνίδου σπονδυλωτά αναπτυγμένες διαπραγματεύονται τις ωδίνες του βίου, το απαράλλαχτο γαϊτάνι του, έρωτας, η μοναξιά, η μάχη με την ωριμότητα, τα κοινωνικά στερεότυπα, οι ανθρώπινες σχέσεις, η κοινωνική δικαιοσύνη, και ο θάνατος. Κείμενα με πλούσιες αρετές, οι οποίες αντλούν, αρκετά συχνά, την έμπνευσή τους τόσο συμβολικά όσο και γλωσσικά και από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Ο Ονήσιλος,   ο ΙΚΑΡΟΣ σελ. 25: 

«Στις Σκουριές του λαυρίου αριθ. 7

βότσαλα πετροβολούν έναν Ίκαρο

(κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις τους να παίξουν)

- ανώδυνα πέσε, τον ορμηνεύουν.

Έχει προηγηθεί ο ήλιος.»


 Το δίπολο άντρας - γυναίκα αποτελεί κεντρικό θέμα διαπραγμάτευσης για την ποιήτρια. Η Μαρία Καντ είναι μια σύγχρονη «ανατόμος» των ποιητικών πεπραγμένων, ωστόσο από τους στίχους της, τις καλογραμμένες πρόζες, μα και τα κείμενα μικρής φόρμας που εμπεριέχονται στα δύο τελευταία κεφάλαια, αναδύεται αριστοτεχνικά η ένωση της αστικής αντίληψης με το διακείμενο.

 

ΜΕ ΛΕΝΕ ΜΗΔΕΙΑ ΤΑΔΕ ΚΑΙ 

(από την ενότητα ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΟΞΥΑΙΧΜΑ σελ. 136)

… αύριο δεν θα φάω πρωινό μαζί σας καλές μου. Όχι το ξέρετε καλά. Να καταπιώ δεν θα μπορώ και θα έχει ο λαιμός μου κλείσει, θα έχουν κρεμάσει τα άκρα μου  απ’ τον πολύ χορό.   Ένα τριπάτ ποντιακό θα ’χω στο μυαλό μου – όποια κλωτσήσει το σκαμνί να το γνωρίζει, μη και σκιαχτεί όταν το τρέμουλο αρχινίσει, μη και τα χέρια μου νεκρά σαν πέσουν την χτυπήσουν, μη και ρυθμό δεν καταφέρω να κρατήσω, γόνατα κι αστράγαλοι έχουν μαζέψει λίπη, μη και καμιά σας να σκεφτεί τι δευτεράντζα είν’ αυτή, μη τι ντεκλασέ η παιδοκτόνος.  Ένα χορό μοναδικό θα ’χω στο νου μου. Ούτε Θεό ούτε Χριστό ούτε το γκομενιάρη χάρο. Παρόλο  που για πάρτη του βρακί απόψε δν θα βγάλω.  Μόνο ένα φουστάνι γλιστερό, φαρδύ, μεσάτο, κλειστό μπροστά μέχρι τη ρίζα του λαιμού, κουμπιά μεταξωτά  στην πλάτη, αυτό φορούσα όταν βολεύτηκα στο μαξιλάρι επάνω, το άσπρο, το ολοκέντητο που σου ’στρωσα προσεκτικά στο σωματάκι ολούθε, τόσο αφημένη, τόσο δοσμένη, τόσο πολύ στους τραγωδούς μελετημένη, μόλις που οι πατούσες σου ξοδεύανε στην άκρη,  κι αυτές τριπάτ χορεύανε πριν το νανούρισμα τελειώσει -  ΣΥΝΕΧΕΙΑ από τη σελ. 136



Μα πόσο άδικη θα ήταν η ζωή, και η Μαρία Καντωνίδου το γνωρίζει, αν δεν υπολόγιζε και την πλευρά του «Άλλου». του καλλιτέχνη, του συνθέτη, του ψαρά, του «ελάσσωνος», με το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, […] «Το πρώτο βράδυ της νέας δεκαετίας χωρίς τη μητέρα του, ο Δ.Χ. πέφτει στο ημίδιπλο κρεβάτι του και την ονειρεύεται. Είναι ανάσκελα και τον έχει γεννήσει. Γύρω του πηχτά νερά – γιατί με γέννησες, θυμάται να της λέει, ήμουν καλά εκεί μέσα», τη μάχη με τα στερεότυπα που του δίδαξε το ίδιο το αντίθετό του, την πορεία του προς την ενηλικίωση και την ωριμότητα, […]

Στο κάτω – κάτω είκοσι χρόνια είναι πολλά, είπε ο Δ.Χ. και άρχισε να καταβαίνει τη κυλιόμενη σκάλα που ανέβαινε….[…]

«Πρέπει πάση θυσία να επιστρέψω προτού επιστρέψω», της είπε. Πιο αμυχή αλλιώς η επιστροφή μου», τη μάχη του με τις στερεοτυπικά κοινωνικά επιβεβλημένες σιωπές. […]

«Η σιωπή είναι πολλά πράγματα, κατέληξε ο Δ.Χ.

Κυρίως είναι ένα πράγμα – χαμαιλέων»

 

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΝΤ  ΞΕΞΚΙΝΗΣΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΣΤΟ FB 

(…απρόσμενες, ιδιαίτερες και πολύ δημοφιλείς!..  Συνοδεύονταν από κείμενα ελλειπτικά, πυκνά και ολιγόστιχα…  γράφει η Ελένη Γούλα) 

Η ποίηση της Μαρίας Καντ, το διαπιστώνει εύκολα ο αναγνώστης, είναι πυκνή και απαιτητική. Δεν επιτρέπει βιαστική ή επιπόλαιη προσέγγιση. Περιστρέφεται γύρω από την ανατροπή και την αντίφαση. Αυτές φωτίζει και αναδεικνύει συστηματικά. Χωρίς βάρος, χωρίς μιζέρια, χωρίς διδακτισμό ή ευκολίες.

Ο απροσδόκητος συνδυασμός λέξεων και λεκτικών συνόλων δεν είναι κάτι καινούριο στην ποίηση. Ο υπερρεαλισμός τον εισήγαγε και τον καλλιέργησε συστηματικά.  Εδώ όμως δεν πρόκειται μόνο γι αυτό. Το ποίημα εκμεταλλεύεται όλα τα σύγχρονα εργαλεία για να υπάρξει. Το προφανές ανατρέπεται από συνδυασμούς λέξεων, στίχων και εικόνων, τα οποία όλα εμπεριέχονται στο ίδιο ποίημα. Θα προσπαθήσω να το κάνω πιο σαφές αυτό, που εννοώ, παίρνοντας για παράδειγμα το ποίημα στη σελ 27:

 

ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΠΟΥ ΖΗΛΕΥΕ ΤΑ ΠΛΟΙΑ

(… κάτι σαν το τραγούδι του Μίλτου Πασχαλίδη  «κάποτε γνώρισα μια λίμνη που ’θελε να ’ναι θάλασσα…)

 «Ούτε κατάλαβα ποτέ πώς βρέθηκα να τρέχω (εγώ, το σκαρί μου, η τροχήλατη σκέψη μου, ο μισθός μου και αυτός ο ορθός λογισμός μου) σε δρόμους με κλίσεις και κόμβους και μικρές λακουβίτσες – τι θα γίνετε όταν μεγαλώσετε, μας ρωτά η δασκάλα της πρώτης, τι θα θέλατε, διορθώνει – και στηθαία στοπ και λωρίδες εκτάκτου ανάγκης για τυχόν ατυχήματα ή κι ευτυχήματα, έκτακτα, πάντως, κι ετούτα,

εφόσον υπάρχει το κύμα. 

Όπως αντιλαμβάνεστε, πρόκειται για την συνήθη περίπτωση ενός αυτοκινήτου μικρού κυβισμού που ζηλεύει τα πλοία αφόρητα, σχολίασε ο ειδικός.

-Συνήθη, είπε;   -Συνήθη.»

 

Εδώ δεν μπορώ να αποδώσω όλο τον πλούτο της σύνθεσης αυτής. Ο τίτλος, οι λέξεις, τα κενά ανάμεσα, η φωτογραφία, η τοποθέτησή της μέσα στη σελίδα, η σημείωση, η λεζάντα, η γραμματοσειρά, όλα επιλέγονται για να συντείνουν στον ίδιο στόχο. Και επίσης ο αναγνώστης μένει με την αίσθηση ότι και όσα δεν αντιλαμβάνεται κι αυτά είναι μελετημένα ώστε να προκαλούν το άρρητο.

Όλα συνομιλούν. Λέξεις, φωτογραφία, κείμενα που συμπληρώνουν, φωτίζουν, επεκτείνουν, αναιρούν…

Το βιβλίο, όπως ανέφερα δεν είναι εύκολο. Όσο κι αν έχει καλαίσθητα οργανωθεί σε πέντε ενότητες κ σε προκαλεί να το φυλλομετρήσεις, όμως αντιστέκεται. Προσωπικά πέρασαν μήνες, για να μου ανοιχτεί. Και έφτασα στη σελ 95 για να βουρκώσω:

 

ΕΞΩ  ΑΠΟ  ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ …

… Τρελαίνει τους τουρίστες

«Έκλειψη. Έκλειψη»    φωνάζουν.

Κλικ.   Γύρω το τοπίο ειδυλλιακό.

Ωστόσο στον παρυδάτιο δρόμο της λίμνης Leman, Louise ή και των Κύκνων μια φοιτήτρια της δραματικής κρατάει ένα άδειο ποτήρι νερού και προβάρει ένα κείμενο που τελειώνει με τη φράση «Απέβαλα πάλι»». 

 

Το εγχείρημα της Μαρίας Καντ είναι εξαιρετικό και αποτελεί νομίζω, σπουδή για την ποίηση στην εποχή της εικόνας. Η αποκωδικοποίηση απαιτεί σίγουρα δεξιότητες οπτικού γραμματισμού, τον οποίο και καλλιεργεί, ενώ τα πολυτροπικά κείμενά της, προσφέρονται για τη μελέτη του είδους.

 

ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΚΟ ΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΜΟ

[αναγνωστικά σχόλια από τον Κωνσταντίνο Λουκόπουλο  επί της μεικτής συλλογής ποίησης και φωτογραφίας της Μαρίας Καντ (Καντωνίδου)  STANZA, εκδόσεις  Gutenberg 2021]

Η ποιήτρια χειρίζεται τη γλώσσα με σεβασμό και γνώση, πραγματοποιεί ασυνήθιστους συνδυασμούς και μεταφορές που επανορίζουν τις σημασίες των λέξεων, εκτείνει τη δράση τους, κι ακροβατεί υποσκάπτοντας το νόημά τους. Αυτές οι λεκτικές ανατροπές που προκαλεί είναι – φυσικά - ένα από τα πιο σημαντικά ποιητικά ζητούμενα.

Σε αντίθεση με την υποψία της δυσαρμονίας που προκαλεί η συνθετότητα του λεκτικού εγχειρήματος, η ποίησή της προκύπτει ουσιαστικά γεμάτη όμορφα μέτρα τα οποία ενίοτε γλιστρούν προς τον ιάμβους, κι αποκαλύπτουν την ευρύτητα του πνεύματος, την εξοικείωση με την παράδοση και την απέραντη ικανότητα ενσωμάτωσης όσων έχουν προηγηθεί. Παραθέτω για παράδειγμα το κείμενο από τη σελ. 16:

 

ΩΣΤΟΣΟ ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ ΣΕ ΟΙΣΤΡΟ

(… ολίγον αυτάρκης, ολίγον αυτόχειρ, ολίγον γυάλινος…)

Ωστόσο εκείνο το απόγευμα το χειραφετημένο, εις την Ερμού γυρόφερνε, κατ’ άλλους περιεπάτει (κυκλικώς πάντως και επί τα αυτά) ένας ΜΥΘΟΣ σε οίστρο, ολίγον αυτάρκης, ολίγον αυτόχειρ, ολίγον γυάλινος, σκόνταφτε στους κυβόλιθους, έσπαγε το σανδάλι, γυαλιά παντού στη μήτρα του και στο αρχαίο φωνήεν, ίσως και να του έφταιγε εκείνο το ημίσκληρο ξανθέλασμα στο μάτι, ίσως και το πεσμένο βλέφαρο – το είδε στο περίπτερο και το έφερε στα ίσα, ίσως και το απείθαρχο χνουδάκι στο στηθαίο που φύτρωνε αμέριμνο και τόνε γαργαλούσε, το είχε δει η μάνα του στη σκάφη τις προάλλες, γιε μου, του είπε η ένθρονη, ώρα κι εγώ να κλείνω, όλο το σόι έπλυνα, βαρύ πολύ το ανέκαθεν και το αεί πολύ, ώρα κι εσύ να κουνηθείς και να με ξεγεννήσεις, κι ύστερα μη ξεχαστείς, δώσε στους δρόμους βάφτιση, δώσε μυθιστορίες, μη και το σόι χαλαστεί, μη και το σόι λείψει, τέτοια πολλά του ορμήνεψε πριν θρονιαστεί και κλείσει και τώρα αυτός ο μόνος του, ο χειραφετημένος, πού είναι οι σκάλες;  Ερωτά, πού η αχερουσία, μήπως να ρίξω ένα ζεϊμπέκικο εδώ και άλλοθι πού;

[από την ενότητα ΕΥΘΑΡΣΩΣ, πρώτη στη συλλογή της Μαρίας Καντ – Καντωνίδου STANZA, Gutenberg 2021]

 

Διαμορφώνεται μια κοφτή, επικοινωνιακή, ποιητική γλώσσα, όπου παρατίθενται απειράριθμες εικόνες ή εντυπώσεις καλειδοσκοπικής υπόστασης που συγκολλούνται ακριβώς επί της απότομης εκφοράς του λόγου ενισχύοντας αυτήν τη θεατράλε ατμόσφαιρα η οποία ουσιαστικά ελευθερώνει ένα ποτάμι αιχμηρού διαλόγου με τη συνείδηση του αναγνώστη, το ποτάμι όμως αυτό πηγάζει από τη συνείδηση της ποιήτριας αποκλειστικά και θυμίζει ή και παραπέμπει –  ως ευθεία αναφορά – τον εξπρεσιονισμό. Ένας υπερβατικός – βέβαια – εξπρεσιονισμός, και της φόρμας μα και της εικόνας, καμωμένος με θραύσματα που φαινομενικά δεν αρμόζουν μεταξύ τους. Έτσι προκύπτουν και οι κατασκευές της που φέρουν την τραγικότητα μιας θρυμματισμένης τελειότητας, την τέχνη της στιγμής, ζωντανά μνημεία του εφήμερου της έμπνευσης, που θα τα οδηγήσει στο μουσείο πριν ακόμη καταναλωθούν ως αντικείμενα τέχνης κι είναι ένα επίτευγμα και μια νίκη του προσωπικού της ύφους το πως προκαλεί και εγκαθιστά μια διαχρονικότητα από τόσο ανομοιογενή υλικά.

 Η ποίηση της Μαρίας Καντ δεν είναι παρόλα αυτά μια ποίηση της έκθεσης παρά μια ποίηση της απόκρυψης. Και η διαχρονικότητά της είναι που καθοδηγεί τον αναγνώστη να την ανακαλύψει. Αν το δούμε εικαστικά για παράδειγμα, ενώ μας δίνει την εντύπωση ότι είναι φτιαγμένη σαν μια απαστράπτουσα πορσελάνινη προτομή του Άγγελου Παπαδημητρίου, στην πράξη οδηγούμαστε προς μια κατάκρυψη του Δημήτρη Αληθεινού που επιθυμεί να ανακαλυφθεί (διακαώς και εν τω άμα)…

Οι κινηματογραφικές αναφορές βρίθουν σχεδόν παντού καθώς οι εραστές συναντιούνται σε ενσταντανέ που μοιάζουν με σκηνές από θεματικές ταινίες, φορώντας παλτό όταν παραπέμπουν στη νουβέλ βαγκ, φορώντας λευκά Τ-σερτ ή πιπιλίζοντας ένα γλειφιτζούρι όταν πλησιάζουν τον νεορεαλισμό του Καζάν, γεμάτοι βαμπιρικές προθέσεις και φωτοσκιάσεις σαν ταινία του Μουρνάου.

Τέλος η τραγικότητα της Φούγκας, που είναι κείμενο μετρημένης και αποτελεσματικής αφηγηματικής ροής και της οποίας ο τίτλος παραπέμπει στη Φούγκα του θανάτου του Τσέλαν (μα και στην αυτοχειρία του), μάς επιβεβαιώνει την κινηματογραφική αίσθηση, τη ροή των εικόνων, το σασπένς,  την εκπλήρωση και υπογραμμίζει την ωμή δυναμική της ποιήτριας. Και αισθητικά αλλά και ως προς το συγκλονιστικό περιεχόμενο.

 

ΦΟΥΓΚΑ (από τις ΙΣΤΟΡΙΕΣ του Δ.Χ  στη σελ. 158)

Στις 7:15 της 7ης Οκτωβρίου του 2019, ο συνθέτης Δ.Χ. ξύπνησε στο κρεβάτι του στον πέμπτο, πατίκωσε τα φρύδια του  και  φόρεσε τα ακουστικά του. Το πρώτο πράγμα που άκουσε, όπως και όλα τα ενενήντα πέντε πρωινά που είχαν προηγηθεί της συγκεκριμένης ημέρας, ήταν οι σταγόνες στον φωταγωγό.  

«Βρέχει  ή είναι η αγάπη μου που λούζεται και καταβρέχει;»   ρώτησε τη γυναίκα του στην πόρτα.

Έβαζε τη φουρκέτα στα μαλλιά της  και  ετοιμαζόταν να φύγει. Στο σβέρκο και στη φούστα της υπήρχαν αγγίγματα. Δεν συγκράτησε την απάντησή της, όπως ούτε και των ενενήντα πέντε γυναικών που κοντοστάθηκαν στο ίδιο ακριβώς σημείο, λίγο πριν βάλουν τη φουρκέτα στα μαλλιά τους, εκείνα τα ενενήντα πέντε πρωινά που μεσολάβησαν από το καινούργιο τετράδιο σπιράλ.  Το άνοιξε, σημείωσε κάτι  (ίσως και να διέγραψε),  έβγαλε τα ακουστικά  και  μπήκε στο μπάνιο.  Πλύθηκε και σκουπίστηκε επιμελώς παντού – άλλη χνουδάτη πετσέτα για το πρόσωπο  και  άλλη για τα γεννητικά.

Το πρώτο πράγμα που ο φρεσκοπλυθείς, πλέον, συνθέτης Δ.Χ. άκουσε όταν ξαναφόρεσε τα ακουστικά του,  όπως και όλα τα ενενήντα πέντε πρωινά που είχαν προηγηθεί,  ήταν και πάλι οι σταγόνες στον φωταγωγό!..

Ακολούθησαν εμβοές και ένα πλατάγισμα.

Οι μεταφορείς που τον μάζεψαν λίγο αργότερα, βρήκαν στην τσέπη του γιλέκου του ένα χειρόγραφο σημείωμα με μια υπόθεση,  μια παραπομπή  και  μια πληροφορία:

«Ούτε έβρεχε ούτε λουζόταν η αγάπη μου στο Γουαδαλκιβίρ!..  Αν οι σταγόνες στο φωταγωγό δεν ήταν ασυντόνιστες, ίσως και να άλλαζε κάτι στη νομοτέλεια της φυγής μου»!..

 

Οι εικόνες που μου ανακαλεί η ανάγνωση της ποίησης της Μαρίας  Καντωνίδου προσωπικά, παραπέμπουν πολύ περισσότερο σε σκίτσα του Έγκον Σύλε και του Όσκαρ Κοκόσκα, (σε παραμορφωμένες φιγούρες με λαμπερά αλίζαριν γεννητικά όργανα που φλεγμαίνουν) και πολύ λιγότερο στο αγαπημένο της θέμα των πρώτων ενοτήτων δηλαδή τα αγάλματα και το αρχαιοελληνικό κάλλος. Σχέδια και πίνακες τα οποία εκτός από το μουσείο Λέοπολντ της Βιέννης, είχα δει και στην πτέρυγα με έργα Ερωτικής Τέχνης της Πινακοθήκης του Βατικανού. Έτσι ακριβώς (με το θεϊκό στοιχείο να επικρέμεται) παρουσιάζεται κι εδώ η κάψα ενός ενοχικού ερωτισμού που δεν ξορκίζεται. Αυτός ο ερωτισμός, έμπλεος της απόλαυσης, της ηδονής μα και της ενοχής της, ξεχειλίζει από την ποίηση της. Είναι ένας ερωτισμός χειραγώγησης, ένας ερωτισμός πολύ κοντύτερα στο ένστικτο και στη ζωώδη απόλαυση, ένας ερωτισμός που καταλήγει άλλοτε γονιδιακός (σαν αυτοάνοσος) κι άλλοτε, ίσως άθελά του, αιμομικτικός. Έτσι λοιπόν, εικαστικά, η αρμονία και το κάλλος του 5ου αιώνα παρακάμπτονται και τη θέση τους λαμβάνει μία στρεβλή σύλληψη της Αναγέννησης που διαδέχεται έναν μεσαίωνα γεμάτο με πίνακες του Ιερώνυμου Μπος και οδηγεί σε ένα ιδιότυπο Διαφωτισμό…

 

PASO  DOBLE 

(…γιατί μου έρχεται στο νου η εικόνα με έξω τα μέσα της;  αναρωτήθηκε ο άνδρας… 

…γιατί μου έρχεται στο νου η εικόνα με έξω τα μέσα του;  αναρωτήθηκε η γυναίκα…)

Εκείνο το βράδυ τη βρήκε να σιδερώνει ένα κόκκινο φουστάνι από ταφτά. Άνοιγε μία - μία τις ζάρες του και έχωνε το σίδερο μέσα. Η εικόνα τον αναστάτωσε.   Πλησίασε το φουστάνι και έχωσε τα χέρια του στο βαθύ ντεκολτέ του - εδώ θα στεκόταν το στήθος της.   Η γυναίκα σήκωσε το σίδερο σε όρθια θέση και βημάτισε επί τόπου. «Μη μου το τσαλακώνεις»,  την άκουσε να λέει.   Τα χείλη της ήταν κλειστά.   Ο άνδρας τράβηξε το φουστάνι από τη σιδερώστρα και το κόλλησε πάνω του.  «Μόνο έτσι το τέλος του τέλους»,  τον άκουσε να λέει.   Τα χείλη του ήταν κλειστά.   Η σιδερώστρα ταλαντεύτηκε με χάρη - επιτέλους, κάτι να κινηθεί εδώ μέσα, είπαν και οι δύο ταυτόχρονα.   Ο άνδρας πήρε το φουστάνι από τους ώμους και το ταχτάρισε στα μάτια της.   Η γυναίκα πήρε το σίδερο από τη λαβή και το ταχτάρισε στα δικά του.   Ο άνδρας κράτησε το φουστάνι από τη μέση και άρχισε να βηματίζει,  αριστερό – δεξί –αριστερό - δεξί, επί τόπου.   Η γυναίκα τον ακολούθησε, αριστερό – δεξί –αριστερό - δεξί, επί τόπου.   Ο άνδρας έχωσε το χέρι του στον ποδόγυρο και τον πασπάτεψε - εδώ θα ήταν τα λαγόνια της.   Η γυναίκα έφτυσε στο σίδερο και το σίδερο έκανε τζισσς.   Γιατί μου έρχεται στο νου τούτη η εικόνα με έξω τα μέσα της;   αναρωτήθηκε ο άνδρας.   Πέταξε χάμω το φουστάνι της και το πάτησε.   Γιατί μου έρχεται στο νου τούτη η εικόνα με έξω τα μέσα του;   αναρωτήθηκε η γυναίκα.   Τράβηξε το σίδερο από την πρίζα και του το πέταξε στο μέτωπο.   Ακούστηκε ένα τζάμι να σπάει.   Το βράδυ κοιμήθηκε με το φουστάνι της.  [ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΟΞΥΑΙΧΜΑ, 6η ενότητα κειμένων στη συλλογή της Μαρίας Καντ – Καντωνίδου – STANZA, εκδόσεις Gutenberg 2021]

Κυριακή, 14 Ιανουαρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου