Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΙΔΕΕΣ ΑΛΛΑ ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ

(μια σημείωση για τον Νίκο Καρούζο και επτά ποιήματα από ισάριθμες συλλογές):

«Το να καταλάβεις την ποίηση του Νίκου Καρούζου σημαίνει περίπου να μοιραστείς μαζί της μια πολυέξοδη ελπίδα σχετικά με το μέλλον της τέχνης που, σύμφωνα με τους εμπνευστές του σουρεαλισμού, δεν μπορεί να είναι άλλο από το χαρούμενο τραγούδι της αναμονής, το τραγούδι που ξεγελάει το χρόνο…»!..

Αυτά συμπεραίνει για το Νίκο Καρούζο ο Ευγένιος Αρανίτσης στο εισαγωγικό σημείωμα με το οποίο προλόγιζε την Ανθολογία Ποιημάτων που επιμελήθηκε στις εκδόσεις Άκμων τη δεκαετία του ’80.     

Η τέχνη του Καρούζου, γράφει στην αρχή,

«είναι μια τέχνη συνειρμών κι όχι μια τέχνη συγκεκριμένων νοηματικών κατασκευών στις οποίες θα είμαστε πιθανόν αναγκασμένοι ν’ αναγνωρίσουμε τις κατηγορίες ενός βάθους, μιας ομορφιάς ή μιας αληθοφάνειας…

Στον Καρούζο η ποίηση δεν είναι μόνο μια παράθεση σημασιών που ξεγελάνε το μάτι, είναι ένα σύμπλεγμα από λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στη φύση της γλώσσας και την επινόηση, ισορροπίες ανάμεσα στην έμπνευση και το Λόγο, στοιχείο που μας οδηγεί ξανά στη βασική προβληματική της λογοτεχνίας, που είναι η αναζήτηση μιας οριακής πυκνότητας, ενός χαμένου παράδεισου του λεκτικού ιδιώματος ή για να το θέσουμε πιο απλά και σύμφωνα με την αλληγορική διατύπωση του Μπόρχες:

η αναζήτηση της Λέξης που περιέχει στο σύμπαν…».

Ανθολογούνται τα ποιήματα:

Ο Φίλος ενάρετος του Ονείρου,

Του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ ανωφέρεια,

Υλοτόμος της Θεότητας ο χρόνος,

Ρομαντικός Επίλογος,

Το Εύκρατο Σκοτάδι του Saint Just,

Γράφοντας εκδικούμαστε τα πράγματα και το

Υπεραστικό Στιχούργημα,

ένα από κάθε συλλογή που είχε εκδώσει ο ποιητής μέχρι το 1980.

Ανάμεσα στα ποιήματα κι άλλες ενδεικτικές σημειώσεις του Ευγένιου Αρανίτση  για τη μαγεία στην ποίηση του Καρούζου έτσι ώστε ο αναγνώστης να γίνει κοινωνός μιας γοητείας  εξαιρετικά τολμηρής και ασφαλώς ενοχλητικής για τους καθωσπρέπει.

 Ο Καρούζος είναι ο τελευταίος ιδιοφυής ρομαντικός:

Κι όσο για τον ίδιο το ρομαντισμό, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, πρόκειται για μια πολύ σκληρή λέξη:

τρέλα,  μανία,  μοναξιά,  μελαγχολία,  χίμαιρα,  χιούμορ, αλλόκοτο,  μυστήριο,  ειρωνεία,  παραλήρημα συνθέτουν τον πιο σκληρό μύθο που φτιάχθηκε ποτέ με θέμα την ανθρώπινη συνείδηση και πολύ περισσότερο την ανθρώπινη επιθυμία– ART by  PANCERO gabriel the-little-mermaid)




Ο ΦΙΛΟΣ ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

(από τη συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

Στην αττική ερημιά ένα βιβλικό αμπέλι

καθώς η νύχτα φέρνει τα τριζόνια

με κρατά σιωπηλόν.

Βασιλείς Ιουδαίοι γυναίκες του Άσματος

κάτι απ’ τον Παράδεισο

στα δώδεκα λιτά της λησμοσύνης

εγώ με στεγνωμένο ιδρώτα-

όλοι περπατούμε στο πλακόστρωτο μόνοι

με μια δύναμη μαγεία στους κύκλους των οφθαλμών.

Οι θεοί μας είναι από πηλό – είπε ο πρώτος

βασιλέας ανοίγοντας τον κίτρινο χιτώνα του.

Ακόμη περιμένετε λοιπόν; - ρώτησε άλλος βασιλέας.

Εμείς ακούγαμε σαν βγαλμένοι απ’ το σώμα

κι άλλοι που μίλησαν

αντίκρισαν τη σιωπή μονάχη-

ενώ παιδικοί άνεμοι έπνεαν απ’ την Ιερουσαλήμ

κι ο Ιησούς επίκειται

τραγουδούσε το τριζόνι στο μεγάλο κλήμα.

Αλήθεια φίλε ήτανε ο αμπελώνας που αφύπνιζε

το πράο φύσημα της αρχαίας Παλαιστίνης

 

ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑ ΜΙΑ ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ (Ρολάν Μπαρτ)

Ολόκληρη η σύγχρονη ποίηση είναι θεμελιωμένη πάνω στο φαινόμενο που ο γάλλος κριτικός παρατηρούσε πολύ εύστοχα: κάθε λέξη δεν είναι παρά μια έκρηξη που η σημασία της προεκτείνεται μυστηριακά στην επόμενη. Οι λέξεις εδώ, όπως και τα ποσά στην υπερμιγαδική άλγεβρα, αλλάζουν αξία ανάλογα με τη θέση τους. Ο Μπρετόν το είχε αντιληφθεί πάρα πολύ σωστά: «Από την κατά κάποιο τρόπο τυχαία προσέγγιση δύο όρων ξεπήδησε ένα ιδιαίτερο φως, φως της ημέρας, στο οποίο δειχνόμαστε απέραντα αισθαντικοί. Η αξία της εικόνας εξαρτάται από την ομορφιά του σπινθήρα που προκύπτει. Πρόκειται συνεπώς για διαφορά δυναμικού ανάμεσα σε δύο αγωγούς. Όταν η διαφορά είναι ελάχιστη, όπως στην παρομοίωση, δεν παράγεται σπινθήρας…». Στη μοντέρνα ποίηση που είναι μια διαρκής αναπαραγωγή τέτοιων σπινθήρων, η «αλήθεια» της λέξης δεν πηγάζει πια απ’ τα λεξικά αλλά μέσα από αυτό το εφήμερο και περιπετειώδες παρόν της γραφής, δηλαδή από την αλλόκοτη σχέση της κάθε λέξης με τις διπλανές: οι λέξεις συγχέονται σ’ ένα δίχτυ υπονοούμενων αληθειών που η καθεμιά τους δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την προηγούμενη ή την επόμενη κι αυτή η επικίνδυνη συνύπαρξη δεν είναι παρά μια αλχημεία σχετικά με την επιτυχία της οποίας καμιά αισθητική δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα. Παράδειγμα Σύντομον από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962: «Τραγουδώ τους πεσμένους προπάτορες / είμαι των άστρων ο σκύλος / με τα μάτια κοιτάζω ψηλά / με τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη» (απόσπασμα από το κείμενο ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ, που προλογίζει την ανθολογία ποιημάτων του από τις εκδόσεις ΑΚΜΩΝ)

 

ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ΜΠΑΧ ΑΝΩΦΕΡΕΙΑ

(από τη συλλογή Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

Άνοιξη φθινόπωρο καλοκαίρι χειμώνας

ο Μπαχ ανεβαίνει πάντα στους αιθέρες

γελαστός άγγελος του δρυμού

μεγάλος ιδιοκτήτης

ο Μπαχ ανεβαίνει την ουράνια σκάλα

ιερέας των ήχων

απ’ τη βροχή νεότερος

αγιόκλημα φυτρωμένο στ’ όργανο της εκκλησίας

η θαλπωρή μες στην ανάγκη του θεού μεγάλη.

Παντρεύει τις φωνές με την καθαρότητα

πέρ’ από κάθε εποχή πετά νομίσματα χρυσά στους λυπημένους

δείχνοντας την ειρήνη ψηλά στα γαλανά τ’ αμπέλια

ψηλά στον ηδυόνειρο χρόνο της λησμονιάς.

 

Άγγελος της πηγής μοιράζει το νερό σε τόσους διψασμένους

κόβει με γαλανή ρομφαία τον καιρό

κι ανοίγει με γαλανή ρομφαία τον καιρό ως την έλπισση.

Βλέπω τους ήλιους είναι σταλαγμένοι σ’ ένα βόρειο κορμί

τη θλίψη κομίζοντας των άστρων.

 

Ποτάμι θαλερό πολύφυλλο της νύχτας το ασήμι

διαβάτες που θέρισαν ένα-ένα

τα χαμηλά έργα τ’ ανθρώπινα στην καθημερινή ζωωδία

και στάθηκαν

ακούοντας τους ουράνιους ήχους –

ποτάμι θαλερό πολύφυλλο της νύχτας το ασήμι.

Ένα ψηλό χαρούμενο στάχυ βλέπω μες στην ουράνια την Αττική

μετρώντας ήσυχα το θάνατο

μικρές ζωές τους κυματισμούς ανθρώπινους

ένα ψηλό χαρούμενο σταφύλι

μεθώντας την καρδιά μου σ’ άγνωστην αλήθεια

στις ερημιές της αγάπης όταν περπατώ μ’ ένα κλωνάρι τόσον ανθισμένο

πέρα που ο άνεμος έχει σταματήσει

εκεί που τ’ όνειρο δε βρίσκει τους λειμώνες του ύπνου

κι η κορασιά κοιμάται μόνη.

Ένα ψηλό χαρούμενο δένδρο δίχως όνομα

ρίχνει τις μεγάλες σκιές ένα δένδρο

πώς καθρεπτίζεται στη στέρνα της γαλήνης!

Κι ο ήλιος με φύλλα και αθώα έντομα

τον ηχηρό Παράδεισο στ’ αμίλητα νερά μοιράζει.

 

Κρασί των αιθερίων

χύθηκε μες στους μίσχους ένθεων ψυχών

έρωτας ο γλυκύτερος του πόνου κάτοικος

ειρήνη και ο θάνατος όμαιμος ως τα πλάτη.

Χαίρε ο χλοερός ήλιος του χειμώνα

χαίρε ο ακατάλυτος κι όταν φύγω απ’ το σώμα

συ θα τραγουδάς υιός εύοσμος

Ιωάννης.

 

Ήχοι την αρμονία χύνετε στους κύλικες της ακοής

και προρυρίζονται τα όνειρα με το αίμα.

Σύγκορμος ο θνητός ανέφελα τα στήθη

κι η ορμή του σώματος περ’ απ’ το σώμα.

 

Στο φαράγγι του τρόμου στη χαρά των λουλουδιών

ας ονομάσουμε την αγάπη αντήχηση του Πατέρα

μόνος ο θάνατος αλλάζει τη φωνή μας.

Ένας βαθύς άγνωστος εορτάζει στα νεύρα

ηχώ της βροχής

όταν ο αέρας μυρίζει καρπούς και χώμα.

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΞΟΡΙΣΑΝ ΒΙΑΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΤΟΥ ΗΛΙΚΙΑ (Σαρτρ)

Ο Καρούζος δείχνει να ενδιαφέρεται για τα μυστικά του χρόνου με τον τρόπο που ένας φυλακισμένος περιεργάζεται το κελί του – ακριβώς γι’ αυτό: επειδή, όπως όλοι οι φυλακισμένοι, φιλοδοξεί να είναι ένας δραπέτης, δηλαδή, στη γλώσσα της ευαισθησίας, ένας νοσταλγός…

Ύστερα, αυτή η χαρά της απόδρασης ανακαλύπτει πως της έχουν φράξει όλες τις πιθανές διεξόδους. Ο Καρούζος, εξαιρετική περίπτωση ποιητικής νοημοσύνης, φαίνεται να έχει αποκλειστεί σ’ ένα παρόν εφιαλτικά στεγανό, κι ο διαρκής λόγος για το χρόνο είναι ακριβώς η ειρωνεία, δηλαδή η απόσταση που κρατάει ενστικτωδώς απ’ την καταδίκη του… Φαίνεται να ζει τα δευτερόλεπτα που συνθέτουν τη φυλακή του. Είναι ωραίο να ξεχνάς, αλλά είναι εξίσου ωραίο να λυτρώνεσαι μέσα στις άπειρες γοητευτικές πιθανότητες της ανάμνησης. Αυτή η εκλογή είναι βέβαια μια αυταπάτη, και σε τούτη τη φανερή αλλοτρίωση κανένας ποιητής δεν μπορεί να αντιπαραθέσει τίποτα περισσότερο από την ίδια τη ποίηση.

(απόσπασμα από το κείμενο ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ, που προλογίζει την ανθολογία ποιημάτων του από τις εκδόσεις ΑΚΜΩΝ)

 

ΥΛΟΤΟΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΑΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ (από τη συλλογή Ο ΥΠΝΟΣΑΚΟΣ 1964)

ΩΣ ΛΥΠΟΥΜΕΝΟΙ ΑΕΙ ΔΕ ΧΑΙΡΟΝΤΕΣ

Βλέπω την έρμη θάλασσα και λείπουν οι μνηστήρες

ασάλευτη καθώς ο διαυγής Διόνυσος ή το μεγάλο διανόημα.

Είναι νύχτα και λείπουν οι αγέρηδες

πώς έφυγαν οι ουράνιοι και χώθηκαν στη γη

σαν τα ζούδια ταπεινωμένοι.

Θα ’λεγα βλέπω το πρωί της εκστάσεως ή μεσημέρι από σελήνη

κι η τρεχαντήρα με πανιά σαν αγιασμός στα μάτια.

……………………………………………

ΕΝΑΤΟ  ΠΟΙΗΜΑ

Μουσική που ορμάς απάνω στο θηρίο της αγάπης

με γαλάζιο κόπο και τον ατίμητο Μάιο

νίκησε πάλι τους κεραυνούς

αντίκρυ στο όνομα της νύχτας

όπου η λάμψη γίνεται σκληρή ελεημοσύνη

τις κουρούνες που φτερουγάνε μαύρα πετάγματα στους τάφους.

Εκεί παγώνει βαθιά σε κάθε λάκκο κι ένα θηκάρι

με την ψυχή ξιφουλκημένη σε τρεις λάμψεις

και τη μεγάλη βυσσινιά σαν αερόστατο.

Δένδρο καλό πώς πέταξες αρρίζωτο στα ύψη

σα δείπνος των πράσινων φύλλων

όμορφο δένδρο που κάρπισες αληθινά παγόνια.

 

ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΑΡΑ ΣΤΗ ΘΛΙΨΗ

Φύλλωμα σαν από διαμάντι χείμαρρος από γυναίκες

να λένε την έρημη δροσιά σε χλοερά λιοντάρια

τι όμορφο που ήτανε το όνειρο στα θρύψαλα του Απριλίου

νύχτα και η μοναξιά μου στην αιθάλη.

Τώρα δεν έχω τη Μαρία με τους αθώους υετούς

στο στήθος της

ούτε θα λάμψει πάλι η πρώτη νεότητα στον ύπνο της φωνής.

Θεέ μου να ’παιρνα το ραβδί και λαμπερός ν’ ανηφορίσω

να θυμηθώ πως είναι το σκοτάδι για να γεννηθεί το φως

με λέαινες ενάντιες των άστρων.

Όχι λοιπόν η χαραυγή που βλέπουμε, όχι το γαλανό μας κράτος

αλλά βαθιά τα σήμαντρα βοερών Παραδείσων

όπου μονάχη τέρπεται η αηδών και τέρπει τους αποθαμένους.

Όχι λοιπόν ο έρωτας που καίει τα σωθικά και φέρνει ομορφιά στις ώρες.

Εδώ περιμένω την αδάμαστη ορμή

που αλλάζει σε φέγγος ένα σώμα.

 

Η ΑΒΥΣΣΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΘΟΥΣ… ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ Ο ΧΩΡΟΣ ΟΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΕΙ Η ΑΓΩΝΙΑ ΠΟΥ ΣΤΟΝ ΚΑΡΟΥΖΟ ΑΠΟΚΤΑΕΙ ΠΑΝΤΑ ΤΙΣ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΕΔΙΟΥ ΜΑΧΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗ «ΔΥΣΠΟΙΑ» ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ…

Όντας ακριβώς αυτό το πράγμα –μια «βαθιά διανοητική εκπνοή», ένα είδος γιόγκα της έκφρασης – η Ποίηση είναι επίσης, στην περίπτωση του Νίκου Καρούζου, ό,τι απαλλάσσει το στήθος απ’ την τρομακτική πίεση του αγχωτικού αδιεξόδου. Ωστόσο, εδώ το σώμα φθείρεται με πολλούς τρόπους: στη μυθολογία αυτού του ποιητή υπάρχει πάντα ο σπόρος μιας λαίμαργης διαλεκτικής που οδηγεί το κορμί, μέσα από κλυδωνισμούς ή ανάλαφρες ωθήσεις, προς το θάνατο… Στην ποίηση του Καρούζου υπάρχει διαρκώς ένα σώμα που πεθαίνει, αλλά αυτό το σώμα δεν είναι του Χριστού-Άδωνη, όπως στο Σικελιανό, ούτε του Οδυσσέα (του ανθρώπου που αναζητάει τις ρίζες του), όπως στο Σεφέρη, ούτε του Οιδίποδα (εκείνου που κατασπαράζεται  απ’ τις ενοχές), όπως τον Έλιοτ. Πρόκειται αντίθετα για το θάνατο ενός πλάσματος καφκικού, ενός ανθρώπου που φτάνει σ’ ένα τέλος σχεδόν μεταφυσικό, δίχως να ξέρει πώς και γιατί υπάρχει εδώ η δύσκολη μετακίνηση μέσα απ’ τους άγονους χώρους μιας απορίας που δεν οδηγεί στην εξέλιξη, ούτε ξεπέφτει στη συγκατάβαση, μιας απορίας όχι εντελώς απαλλαγμένης από μαγεία, χιούμορ κι ένα είδος σαρκαστικής πίκρας που, ωστόσο, επιδιώκει ν’ ακούγεται πάντοτε έμμεσα…

(απόσπασμα από το κείμενο ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ, που προλογίζει την ανθολογία ποιημάτων του από τις εκδόσεις ΑΚΜΩΝ)

 

ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

(από τη συλλογή ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969)

Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε

παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων

ή έστω μνημόσυνα.

Όταν δεν έχετε

μαντέψει τη δύναμη

που κάνει την αγάπη

εφάμιλλη του θανάτου.

Όταν δεν αμολήσατε αητό την Καθαρή Δευτέρα

χωρίς να τον βασανίζετε

τραβώντας ολοένα το σπάγκο.

Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια

ο Νοστράδαμος.

Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά

στην Αποκαθήλωση.

Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.

Αν δεν αγαπάτε τα ζώα

και μάλιστα τις νυφίτσες.

Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα

οπουδήποτε.

Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani

τρεις η ώρα μεθυσμένος

χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του

γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν

κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά

ενοχλώντας το σύμπαν.

Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.

Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.

Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα

είναι μάλλον η εποχή μας.

ΠΡΟΣΟΣΧΗ

ΧΡΩΜΑΤΑ.

Μη με διαβάζετε

όταν έχετε δίκιο.

Μη με διαβάζετε όταν

δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…

 

Ώρα να πηγαίνω

δεν έχω άλλο στήθος.

 

Ο ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗΣ:

Είναι ένα σύνολο ακρωτηριασμένων πόθων, όχι όμως και μια συλλογή από φετίχ. Γι’ αυτό έχει πολλά απ’ την αγνότητα του Σολωμού και του Παπαδιαμάντη, γι’ αυτό μοιράζεται με το θάνατο την εμπειρία μιας αλλόκοτης καταδίκης. Ο έρωτας του Καρούζου είναι ένας έρωτας προς ένα κορίτσι που ενηλικιώθηκε απότομα μέσα στην οδυνηρή λάμψη του ανεξήγητου, δηλαδή ο έρωτας προς τη Μήδεια, προς την επικίνδυνη εξωτική ομορφιά, προς την υπέροχη σκοτεινή ενσάρκωση του θηλυκού προτύπου. Όμως –πράγμα σημαντικό- αυτή η εικόνα καθορίζει ακριβώς  μια ανακουφιστική γενίκευση, γιατί έτσι είναι πάντα η γυναίκα όταν απουσιάζει… Η γυναίκα στην ποίηση του Καρούζου είναι μια φιγούρα, ένα σημείο αναφοράς που κρύβει πίσω του το πραγματικό πλάσμα, δηλαδή το συγκεκριμένο αντικείμενο του πόθου, με τρόπο έντεχνα αφηρημένο, σχεδόν φιλοσοφικό.

(απόσπασμα από το κείμενο ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ, που προλογίζει την ανθολογία ποιημάτων του από τις εκδόσεις ΑΚΜΩΝ)

 

ΤΟ ΕΥΚΡΑΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ του Saint-Just

(από τη συλλογή ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974)

Ένας ακοίμητος επαναστάτης μεταφέρει στο κεφάλι του
το πεπτικό του σύστημα και χωνεύει περίφημα

τα πικρά ιδεώδη και θεωρήματα

φορώντας το πορτοκαλί σακάκι του Μαγιακόφσκι.

Τέτοιος υπήρξε και ο σκοτεινός Άδωνις του παρόντος ποιήματος

μ’ εκείνη την ανοιχτόχρωμη εικασία στην όσφρηση

ρεκάζοντας ή κάλλιο ρεμβάζοντας

ανάμεσα στους αέρηδες του Γιώργη Couthon και του Ροβεσπιέρου

Δεν πρόφτασε κανέναν κίνδυνο για καρδιοπάθεια

ή νεφρίτιδα ή συκώτι λόγου χάρη

στην πηχυαία ζωή του την απέραντη

μερικές πιθαμάδες απ’ την άδηλη κούνια.

Είχε πράξει το μέλλον όταν έβαλε

τον τρυφερό του τράχηλο στην ακόπαστη καρμανιόλα

τη λάμψη του σκότους με τέτοια καθαρότητα λουσμένος…

-Μια τρομερή κλωτσιά τι ξάστερη! Το ίδιο κι ένα χάδι;

Μα, κάτι σκεφτότανε, που φέρνει συνήθως

ημικρανία στα τριαντάφυλλα

κι η συχνότητα της αηδόνας αλλάζει…

Μα όμως ό,τι κρύσταλλο και να σπάσει κανένας

το στήθος είναι το πτηνό στον άνθρωπο

το δώρο του θηλαστικού στην Ιστορία

το πήλινο δοχειάκι που δέχεται την ταραχή των αθώων.

Είχε βραδιάσει στο Παρίσι της Convention και οι κότες ενοχλούσαν τη νύχτα κουρνιάζοντας.

Ένας μεγάλος νερόλακκος είχε κιόλας αρχίσει

να καθρεφτίζει τ’ αστέρια.

 

Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΜΙΑ ΑΠ’ ΤΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΣΑΝ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ

Γιατί εδώ η εικόνα, (που δεν είναι πια ένα «εικαστικό» προϊόν αλλά μια κάπως συγκεχυμένη υποβλητική σχέση ανάμεσα σε λέξεις) μεταμορφώνεται σε μια οθόνη όπου προβάλλονται τα πιο προσωπικά υλικά: το γούστο, το όνειρο, η παιδική ηλικία, οι εμμονές, τα φετίχ, οι ψυχώσεις, η καλλιέργεια, το λόγιο παρελθόν και οι ιδιαίτερες χρήσεις της φαντασίας. Ο ποιητής του Υπνόσακου είναι ποιητής ακριβώς κατά τούτο: προεκτείνει μυστικά το λεξιλόγιο μέσα σε μια χιμαιρική αναζήτηση –αναζήτηση που αντιπροσωπεύει τελικά το ίδιο το φιλοσοφικό πεπρωμένο της γλώσσας κι αυτή η αντίφαση είναι ό,τι ακριβώς κάνει την τέχνη να ηχεί μοντέρνα ακόμη κι απ΄ τη μοναξιά που την παράγει.

(απόσπασμα από το κείμενο ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ, που προλογίζει την ανθολογία ποιημάτων του από τις εκδόσεις ΑΚΜΩΝ)

 

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΕΚΔΙΚΟΥΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

(από τη συλλογή ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)

Μαύρη εκδίκηση… (κορνάρισμα στο γάμο του Καραγκιόζη).

Πενθήμονας αναπνέω πάλι καπνίζοντας.

Θα ’λεγα όμως το σκοτάδι μεγάλο προνόμιο-: τη νύχτα είν’ όλα ανοιχτά τα ερωτήματα.

Στην αλήθεια δεν υπάρχει ωράριο, δεν κατεβάζει τα ρολά της,

δεν κλείνει τις Κυριακές ή τα Χριστούγεννα.

Χθες το θυμήθηκα πως οι λέξεις τα μαύρα μας αγγελούδια

(οι αμέτοχες στον έρωτα ιερόδουλες) λικνίζονται σαν ασέβειες πάντοτε.

Γοερότητα μέσα μου της ανέπαφης σιγής και το στόμα μου αγαλλόμενο βάραθρο που συντρίβομαι

πάνω σε στίχους αρμαθιές (τα νεφρά μου στο απόλυτο).

Θα ’θελα δίχως φωνήεντα τους βραδιάτικους καημούς να ρημάξω

τα χιλιόχρονα βάσανα. Ω βραχύβια

μύρα του έαρος εσείς των λέξεων όλων ακατάδεκτα…

Τι είν’ η τόση λογική; δεν είναι μια πετυχημένη παραφροσύνη;

Στο κάθε πυροτέχνημα η νύχτα, νύχτα ξαναμένει

χαρίζοντας στα χέρια μου σπαρακτικό τσεκούρι της αγάπης

τα όνειρα: ξερόκλαδα στην ερημιά κι η θάλασσα

το άσυλο του τίποτα, σκυλί με μπλάβο αίσθημα κουρελιασμένο.

Έχω καρδούλα νηστικιά βλογιοκομμένη ελπίδα

(πότε το ΄λεγα;)

σήμερα δεν το βρίσκω στην αθώα της μνήμης μου βαρβαρότητα.

Μα όμως νάτην η γυναίκα η κατάφυτη

η λαμπισμένη από σπίθες στα παράκρημνα του έρωτα

όπου της άρεσε να βουλιάζει παντέρημη κι αμάχητη

σε κυματώδη νυχτικά σαν αερόστατα ουρλιάζοντας

«κάνε με δίχως γυρισμό στην κόλαση να φτερουγίσω».

Τ’ ακούω (κλαίει λυπηρά) το χαροπούλι

μα έχει στο θεό σας εντολοδόχους ο θάνατος;

Εμένα είναι το μυαλό μου γιαπωνέζικο.

 

ΕΝΑ ΠΛΗΘΟΣ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ ΣΤΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ:

Τώρα να ιδούμε τι είναι τα ποιήματα. Ο θάνατος τα βόσκει κι αυτά τα μαύρα μηρυκάζουν ένα χόρτο απόρθητο που ειπώθηκε στήθος!.. Μαβιά προς το σούρουπο κι απόμερα κούτσουρα… Ήτανε λέει, δουλειά μας η Ποίηση κι αφήναμε την αλήθεια να τρέχει απ’ το χαλασμένο καζανάκι!.. Την αλήθεια, που προκύπτει στο δρόμο κι είναι ολάξαφνη… Παράξενο μα η ζωή αστράφτει περισσότερο στην εξαθλίωση! Αχ να ο κόσμος στα βρεγμένα πέρατα μετά την έξαλλη καταιγίδα όπου σωριάστηκε ο έρμος μοσκολαβωμένος!.. Διαβάζοντας απ’ το τέλος –ανάποδα- προς την αρχή –κατάντικρυ- την αλήθεια μαστορεύουμε ανέκαθεν το μέγα ψευδός… Μάθε το σύγνεφο: ποτέ του δεν αντιτάχθηκε στην αιθρία κι η καταφρόνια της αιωνιότητας από μόνη της οδηγεί στο πράγματι αιώνιο!.. Στίχοι και στίχοι –λαμπυρίθρες στ’ ουρανού το κάρβουνο… Γράφοντας εκδικούμαστε τα πράγματα! Μαύρη εκδίκηση… (κορνάρισμα στο γάμο του Καραγκιόζη)… Στην αλήθεια δεν υπάρχει ωράριο, δεν κατεβάζει τα ρολά της, δεν κλείνει Κυριακές ή τα Χριστούγεννα... Θα ’θελα δίχως φωνήεντα τους βραδιάτικους καημούς να ρημάξω, τα χιλιόχρονα βάσανα. Ω βραχύβια μύρα του έαρος εσείς των λέξεων όλων ακατάδεκτα… Μα όμως να ’την η γυναίκα η κατάφυτη η λαμπισμένη από σπίθες στα παράκρημνα του έρωτα όπου της άρεσε να βουλιάζει παντέρημη κι αμάχητη σε κυματώδη νυχτικά σαν αερόστατα ουρλιάζοντας «κάνε με δίχως γυρισμό στην κόλαση να φτερουγίσω»!   

[κτερίσματα στίχων  από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ, 1979]

 

ΤΟ ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΧΟΥΡΓΗΜΑ

(από τη συλλογή Ο ΖΗΛΟΣ ΤΟΥ ΜΗ-ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΜΕ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ 1979)

Σκοντάφτοντας ενυπάρχουμε στην άπεφθη κίνηση

και κάπου εκεί για λίγο ευαγγέλιο

θαμποχαράζει ο καταγάλανος Τειρεσίας

γυναικωτός αόμματος ιερομάντης μαστοφόρος

με νότες από ηχολαλία στα μάγουλά του

τυρβάζει σ’ ένα χιλιόγραμμο ανάγλυφα συγκροτημένο

σέρνει τα δάχτυλά του στο χαρτί και ψέλνει

κανένας μουσικός δεν του συμπαραστάθηκε στα μάτια του

τον Οιδίποδα τον αγκάλιασε μια μέρα καιόμενος

εκείνος τα ’χασε τυφλός επίσης κι απροσπέλαστος

τυρβάζει πάντα τυχερός ο Τειρεσίας

εκτιμημένος απ’ τους έντρομους θιάσους ωσάν έρημος ρόλος

απώλεια όντας με σάρκα γιομάτη φλογίτσες ακατόρθωτες

το μίασμα του έρωτα της μάνας

απολαμβάνοντας τόσους αιώνες πιο πριν απ’ τους ψυχιάτρους

τα σπιτικά της ανάσκελης Θήβας τρομοκρατώντας

δολιχοδρόμος που έπαιζε κρυφτούλι με τον Απόλλωνα

πότε-πότε έπαιζε και κουτσό και ντρίλια.

Δεν είχε στην ψυχή του πλάνημα σαλέματα στα φρένα

πλάνης με ράκη από φως υμνούσε το περήφανο σκοτάδι

βροτός που δεν τον χάρηκαν τον κοκκαλιάρη τα σκουλήκια

μ’ ένα παλιόραβδο στα χέρια του φαγκότο

σαρίδια δεν τα συλλογίστηκε (του Δαμοκλή την αιτιοκρατία)

ο ίδιος είχε μελανιάσει από έλλειψη διαιρέτη

τσακώθηκε πολλές φορές με την ευκλείδεια γεωμετρία

-το πιστεύετε;-

 

ω τλάμον ω τλάμον

ιώ των θνητών γενεές

όπου εγώ με τηλεοπτικό nihil

εσάς εξισώνω.

 

«Σαν βγεις στον πηγαιμό για το ρυάκι να μην εύχεσαι τίποτα μονάχα το νεράκι να ξαναδοξάζεις» (Λιχναράκι στο απερινόητο)

«ΕΧΩ ΣΧΕΔΟΝ ΑΠΟΔΗΜΗΣΕΙ ΣΤΑ ΕΝΑΥΣΜΑΤΑ ΜΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ ΣΤ’ ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΑ»: Ο Καρούζος φαίνεται να ακολουθεί ως τα άκρα την πιο τολμηρή απ’ τις ευθύνες που ανέλαβε, την ειλικρίνεια. Έτσι, στα τελευταία βιβλία του, μια λογοτεχνία ερμητική και απρόσιτη, βυθισμένη στις παραξενιές της ίδιας της μοναξιάς: μια φύση άγρια και αναρχική, όπου εναλλάσσονται με αλλόκοτο και φυσικά πολύ ενδιαφέροντα τρόπο ψίθυροι, υπαινιγμοί και πυρετικά ξεσπάσματα. Ο Καρούζος δεν φτάνει σ’ αυτό το όριο χάρη σε κάποια διάθεση να μας σοκάρει ή να μας φανεί εκκεντρικός, αλλά αντίθετα χάρη στη σιγουριά κάποιου που μίλησε για την ανθρώπινη κατάρα με τρυφερό τρόπο, για την ανθρώπινη βλακεία με ιδιοφυή: εδώ η μοναξιά αποδεικνύεται παράδοξα γόνιμη (από Μια Σημείωση για την Ποίηση του Νίκου Καρούζου του Ευγένιου Αρανίτση)


με εικόνες «PANCERO gabriel the-little-mermaid»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου