Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΙ ΑΣ ΛΑΜΠΕΙ Η ΣΕΛΗΝΗ ΣΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ. ΑΙΜΑ ΟΡΕΓΕΤΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ…

Μ’ αυτό τον εντυπωσιακό τρόπο αρχίζει ένα ποίημα της Ειρήνης Ιωαννίδου, αδημοσίευτο ακόμα. Μένει άφωνος ο αναγνώστης όντας ξαφνικά μάρτυρας μιας σκηνής  που φωτίζεται από τη λάμψη ενός μαχαιριού με απροσδιόριστες διαθέσεις και την υποφαινόμενη όρεξη του χρόνου για αίμα. Αδημονεί για τη συνέχεια και η ποιήτρια δεν τον αφήνει να πάρει ανάσα: «Με μάτι ανέστιο κοιτάς, με πίστη σπέρνεις τα οπωρικά. «Ξεπλένονται με τη βροχή κι ασπρίζουν τα οστά στον κήπο. Μοιάζει με ακροκέραμο ο φόβος – ριζώνει μες το στόμα όταν για ξόρκι τον προφέρεις. Κεράκια αναμμένα ο ουρανός, ίσα που προλαβαίνεις την ανάσταση. Μια γάτα ουρλιάζει πριν το χάραμα, ξυπνάς με σάρκα ιδρωμένη. Έξω ακούγονται φωνές κόσμος πολύς, χρώματα μυρωδιές. Η Ανδρομάχη, ένα κορίτσι ολοστρόγγυλο, αγκομαχά στο φως και σέρνει ένα καλάθι με ροδάκια. Πιο εκεί μία Ελένη δοκιμάζει τα κεράσια, κόκκινα πολύ στην εποχή τους είναι. Δεν φτάνουν τα μαλλιά να γίνουν σκάλα απ΄ το μπαλκόνι σου σαν σκύβεις. Ο έρωτας στοχαστικός φέγγει στη θύρα σου, «άγνωσται αι βουλαι» του. «Αγαπάτε», λες και όχι «επιθυμείτε» τώρα πια. Στενεύει το λινό φορεματάκι σου το παιδικό, τόσες φορές που έχει πλυθεί. Σχεδόν ανέπαφος ο θώρακας, μια αμυχή μόνο στο βλέμμα. Δεν φτάνουν τα μαλλιά να γίνουν σκάλα απ’ το μπαλκόνι σου σαν σκύβεις»Βαθιά ανάσα Γιατί, πράγματι, «άγνωσται αι βουλαί» της έμπνευσης της Ειρήνης Ιωαννίδου και μη προβλέψιμη η πορεία, η σειρά, η αλληλεπίδραση των εικόνων που εναλλάσσονται με κινηματογραφικό ρυθμό. Γιατί, πράγματι, «ορέγεται αίμα» η ποιητική διάθεσή της!..  Το μείγμα στοιχείων που αξιοποιεί στη  με καταιγιστικό ρυθμό εναλλαγή εικόνων, από τη μια πρόταση στην άλλη, απαιτεί πλέον κεραίες σηκωμένες και προσοχή τεντωμένη για να παραμένεις κοινωνός στην εξέλιξη της ιστορίας. Και τότε γίνονται τα θαύματα και λάμπει ο δικός σου ιδιαίτερος αστερισμός. Πού να σταματήσω πρώτα και τι να πρωτοπώ για την πίστη «που σπέρνεις τα οπωρικά της», για τα χρώματα και τις λυρικές τις μυρωδιές, για το «καλάθι» το γεμάτο «εύγεστους χυμούς». «Μοιάζει με ακροκέραμο ο φόβος, ριζώνει μες το στόμα όταν για ξόρκι τον προφέρεις. Η νύχτα είναι λες και τον ακολουθείς…»!.. Θαυμαστικά κι ουδέν σχόλιο για την παρομοίωση του Φόβου με ακροκέραμο και την ταύτισή του με τη νύχτα. Στο πολύ γνωστό ποίημα της Κικής Δημουλά Ο Πληθυντικός Αριθμός αυτό το ουσιαστικό όνομα, ο Φόβος, έχει πληθυντικό αριθμό «για όλα από δω και πέρα» όπως ακριβώς και οι νύχτες!.. Συμφωνία θηλυκή… «Ένα καρφί πάντα να με μετράει. Μες σε αγρό ολάνθιστο, τώρα σωπαίνω. Έχει μια εντιμότητα μπρος στο γκρεμό τα μάτια να υψώνεις», γράφει σε μια πρόσφατη αποστροφή της η Ειρήνη. Παρακάτω αποδελτιώνονται κι άλλες παρόμοιες αποστροφές και ποιήματα όπως αναρτήθηκαν στο Χρονολόγιο της με κάποια απ’ τα σχόλια μου που τα συνόδευαν στην πρώτη αυτή δημόσια έκθεσή τους. Και πρώτα-πρώτα ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ με τους στίχους εγγεγραμμένους στην εικόνα της ιδέας τους:          




ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΔΕ ΛΕΝΕ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ:
Τα κορίτσια δεν λένε ποτέ την αλήθεια,
κυρίως τα όμορφα.
Φοράνε αιλάινερ,
κάνουν κοψίματα στα ζυγωματικά,
μια ηλιοφάνεια είναι θεμιτή,
ν' αστράφτουν οι κυνόδοντες όταν ορέγονται το δέρμα.
Σαρκώνονται την ηδονή γεννώντας,
και καβαλάνε άτια
σε αγρούς με κρίνα και οπιούχες παπαρούνες. Γίνονται ερωμένες όχι του ποιητή
αλλά της γοητείας τους.
Λογχίζουν το πλευρό του το πρωί
που είναι ευάλωτο το φύλο,
θρηνούν με μάτια γλαφυρά και ευανάγνωστα
και θρέφονται με την ευδαιμονία του τις νύχτες. Μετά από χρόνια, με κομμένα τα μαλλιά,
για να λυθούν τα μάγια,
πηδάνε κάτι φωτιές καλοκαιριού
-που αρπάξανε ξερόκλαδα- και κύματα
που σκάνε σε βράχο ιερό στην γη της Πάτμου.
Με το αλάτι γυμνές μέχρι την μέση,
μέδουσα και γοργόνα μαζί τις λες.
Τα όμορφα κορίτσια δεν έχουν στόμα
όταν μεγαλώσουν, μόνο φωνή και κάτι χέρια που θέλουν να κλαδέψουν αγκαλιές.

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΜΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΙ
«Σκάβει το χώμα, γρυλίζει. Σου γλύφει την πληγή, το έχεις από κουτάβι. Χίλια άλογα στην αυλή με την νεραντζιά, ένα περιστέρι προσκυνητής των στενών οριζόντων. «Φούσκωσαν τα μπουμπούκια της», μου λες και την κοιτάζεις. Η μυγδαλιά του γείτονα.  «Μπήκε η Άνοιξη», σου απαντώ, «με πτέρνα αχίλλειο να μας βαφτίσει».  Ποτάμια είναι οι θεοί, βουνά κι ωκεανοί. Ο ουρανός ανέφελος, γαλάζιος, πριν το ψέμα. Τα μάτια μεγαλώνουν όπως η επιθυμία, τα μαλλιά σε ντύνουν. «Το βασίλειο μου για ένα φιλί, για μια θέση σε δημόσιο πάρκινγκ». Το ακρυλικό σε επιδιορθώνει στον πίνακα του καθιστικού, γίνεσαι σκόνη λεπτή, διάφανη. Όμως εσύ πρέπει να διανύσεις αυτό, ό,τι βλέπεις μέχρι τον απέναντι τοίχο. Ο δρόμος - μια συστάδα από λεύκες δίπλα σε υγρές όχθες. Κάθε ρωγμή μια προοπτική ελευθερίας.
[Η αλήθεια - ευαίσθητη στο φως, στην καμπυλότητα της μνήμης, στους γεωγραφικούς προσδιορισμούς. Τις φαντάστηκες εκείνες τις πεταλούδες.] ΕΙΡΗΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

ΣΧΟΛΙΟ: Ξαφνιάζει ευχάριστα η σκιαγράφηση του… πλημμυρισμένου με εικόνες (ετερόκλητες από πρώτη ματιά) τοπίου στο παραπάνω  αδημοσίευτο ποίημα της Ειρήνης Ιωαννίδου: το αεικίνητο σκυλί (σκάβει, γρυλίζει, γλύφει) στη μια μεριά, δίπλα ίσως η νεραντζιά της αυλής και στο βάθος της χίλια άλογα αντίστιξη στο ένα περιστέρι. Πώς να μην στενεύει ο ορίζοντας που χώρεσε όλα αυτά; Η ανθρώπινη παρουσία υπολανθάνει στην απροσδόκητη απάντηση που υπαγορεύεται από τ’ ανθισμένα μπουμπούκια μιας βιαστικής μυγδαλιάς:  «Μπήκε η Άνοιξη με την αχίλλειο πτέρνα της»!.. Απρόβλεπτη και αινιγματική η εικόνα της άνοιξης με το αδύνατό σημείο της, πρώτη λαβή για συμβολικές προσεγγίσεις: Η Άνοιξη, Θεά χρωμάτων και ήχων, με ανίκητη τη φυσική ομορφιά της, έχει κι αυτή το αδύνατο σημείο που την κάνει ευάλωτη και πεπερασμένη. Εδώ όμως υπερισχύει το στοιχείο του μύθου που της αποδίδει τη μαγική αλλά ύπουλη εκείνη ιδιότητα: βουτάει τους ανθρώπου στα Ύδατα της Στυγός, τους κάνει αθάνατους αλλά αφήνει (άθελα, σκόπιμα;) ένα τρωτό σημείο… Είτε έτσι είτε αλλιώς η επόμενη εικόνα απογειώνει το ποίημα. Ποτάμια βουνά και ωκεανοί: αυτοί είναι προφανώς οι Θεοί-Υπηρέτες της Άνοιξης. Τα μάτια μεγαλώνουν για να χωρέσει η επιθυμία όλο αυτό το μεγαλείο της που το κάνουν δικό τους γι’ αυτό και το προσφέρουν απλόχερα «για ένα φιλί» που θα σφραγίσει την πλούσια αυτή ευωχία και κάνουν σχεδόν άχρηστη τη οποιαδήποτε ρωγμή, γιατί από αδύνατο και τρωτό σημείο, γίνεται «μια προοπτική ελευθερίας». «Κάθε ρωγμή μια προοπτική ελευθερίας»: ιδανική κατακλείδα τόσο δυνατή από μόνη της που αποδυναμώνει τις λεπτομέρειες της περιγραφής που την συμπληρώνουν.  

ΟΤΑΝ Ο ΦΑΟΥΣΤ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟ ΜΟΝΤΙΛΙΑΝΙ
Έσκαβε μήνες με τα χέρια μες στον κήπο. Τραβούσε ρίζες, έκοβε με τα δόντια, γέμιζε αίματα το στόμα απ’ τα αγκάθια. «Κόκκινο σου πρέπει» έλεγε, όταν θα βλέπεις απ’ τον βράχο την σκιά μου να σιμώνει. Την θέλω προσκεφάλι την ψυχή σου, να έχει χέρια σαν κλαδιά να μου συμπαραστέκεται στην μοναξιά και ρίζες βαθιά μέσα στο χώμα. Στο παράθυρο, τις νύχτες, να προσμένει με μια πλεξούδα έτοιμη, με ένα στήθος τρυφερό να βγαίνει καθώς σκύβει, με μια πληγή στα σωθικά ανοιχτή, για να με θρέφει. Με κεριά να στήνει λιτανεία, καθώς θα βγαίνουν οι νεκροί με τα σεντόνια -δίχως μάτια-, να λέει τι όμορφα μυρίζει και το χώμα. Τι ελευθερία, που η σάρκα δεν πονάει. Ποιόν νεκρό εσύ κλαις; Και η τρύπα αυτή στο στέρνο -που μοιάζει με τιμόνι- αδιάκοπα σε σπαταλάει και αέρηδες τραβούν κουπί. Μην το ξεχάσει το ταξίδι λένε, με ρυθμό νοσταλγικό. Υπάρχει μια θάλασσα εκεί στην άκρη του σπιτιού. [ΕΙΡΗΝΗ]

ΣΧΟΛΙΟ:  Το «κόκκινο» σου πρέπει, αν με χρώμα πρέπει να σχολιάσω τον ακατ΄βλητο ρυθμό της έμπνευσής σου… Κάθε φορά εικόνες μ’ άλλες αποχρώσεις, κάθε συνέχεια κι άλλες υποσχέσεις…

ΘΥΜΙΖΕΙ ΛΑΜΙΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Θυμίζει Λάμια το φεγγάρι - ένα σφαγμένο πράγμα χαμηλά που ακόμα ανασαίνει. Σαν σώματα δεμένα οι θυμωνιές με το σιτάρι. Να μην μπορεί να απλωθεί ούτε ένα χέρι, ένας λαιμός λευκός να υψωθεί, να δει την χάση του στον ουρανό. Μια σκιά, μια πεταλούδα πριν γίνει φως.
«Πουλί, πού παγιδεύτηκες και τώρα πια κανείς δεν σε ακούει;'»
«Στο αριστερό πλευρό δεν κάνει να κοιμάσαι, γίνεται ζόρικη υπόθεση η αγάπη».
Πώς φύσαγε το αεράκι στα μαλλιά, πώς σκόρπιζε το σώμα στα αγριόχορτα, πώς γινόταν το κίτρινο γαλάζιο. Αρχίζεις να θυμάσαι. [ΕΙΡΗΝΗ]

ΣΧΟΛΙΟ: Μου θύμισε κάτι από το καλό και το κακό φεγγάρι της Σονάτας η Λάμια το φεγγάρι σου... Γιατί κι εκεί από τη μια στιγμή στην άλλη άλλαζε διαθέσεις. Τη μια στιγμή το μαγικό φως του έκανε τα άσπρα μαλλιά να χρυσίζουν κρύβοντας χρόνια αλλά την άλλη μεγάλωνε τις σκιές μέσα στο σπίτι και αόρατα χέρια τραβούσαν κουρτίνες ή δάχτυλα έγραφαν στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια... Πολύ όμορφα και η δική σου έμπνευση μπλέκει τις εικόνες: από τη μια θημωνιές που χρυσίζουν στο φως του φεγγαριού μοιάζουν με σώματα δεμένα (τι ωραία εικόνα που ξυπνάει μνήμες αλλοτινών καιρών...) αλλά από κοντά απλώνουν "πλοκάμια"... ένα χέρι, ένας λευκός λαιμός, "μια πεταλούδα πριν γίνει φως"! Κορύφωση ο δραματικός διάλογος απογειώνει το ποίημα... Έτσι αρχίζεις να θυμάσαι πώς φύσαγε το αεράκι στα μαλλιά, πώς γινόταν το κίτρινο γαλάζιο, πώς το ποίημα μας μεταφέρει σε μια ονειρική πραγματικότητα!..

ΕΚΕΙ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΠΝΙΓΜΟΥ
Απ’ τα χαράματα είχε σηκωθεί, βγήκε στο μπαλκόνι σήκωσε το κεφάλι, πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε ένα δυο σύννεφα. Στράβωσε ο βασιλικός -καχεκτικός όπως ήταν- λαχτάρισε για φως, νερό είχε αρκετό αυτές τις μέρες, περίλυπες όπως ο ουρανός. Καρφίτσωσε τα σύννεφα σε ένα τελάρο. Με το πινέλο, έβαψε τους τοίχους σε ένα γαλάζιο ανοιχτό, ζωγράφισε και κάτι ψάρια δίχως βράγχια, σαν πουλιά. Ένα τεράστιο ενυδρείο το σπίτι. Την έβλεπαν από τα απέναντι μπαλκόνια μέρες να κολυμπά. Τις νύχτες που είχε φεγγάρι έμοιαζε το σπίτι με βυθό, έβγαζε λάμψεις περίεργες. Μια νύχτα γέμισαν λαβωματιές οι τοίχοι, τα ψάρια σπαρταρούσαν, εκείνη μια πορφυρή παπαρούνα, ζωγράφιζε μια Άνοιξη. [ΕΙΡΗΝΗ]

ΣΧΟΛΙΟ: Τεράστιο ενυδρείο το σπίτι που στο φως του φεγγαριού μοιάζει με βυθό, στους τοίχους κάτι ψάρια δίχως βράγχια σαν πουλιά σπαρταρούν, βγαίνουν περίεργες λάμψεις από παντού, λαβωματιές ανοίγουν, αλλά απ’ το απέναντι μπαλκόνι φαίνεται πως κολυμπά εκείνη, δηλαδή μια κόρη που δεν είναι παρά μια πορφυρή παπαρούνα και ζωγραφίζει στους τοίχους μιαν Άνοιξη. Τι να πει κανείς για μια τέτοια πολυδύναμη και πολύτροπη εικόνα. Εκπληκτική η δημιουργική σου εμμονή στις… «εικόνες βυθού», που απ’ ότι μπορώ να θυμάμαι επανέρχονται  συχνά-πυκνά στα ποιήματα σου και με τις αμφισημίες τους αφήνουν ανοιχτά πολλά επίπεδα αναγνώσεων και ερμηνειών. Εμένα πάντως, που έχω μια αρρωστημένη εμμονή στη Σονάτα του Σεληνόφωτος, μου φέρνουν στο νου την κουζίνα της ηρωίδας του ποιήματος του Ρίτσου που ήταν σαν το βυθό της θάλασσας!.. Κι εκεί «μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών σαν μέδουσες» σάλευαν μαζί με τα μπρίκια και τα πιατικά, «φύκια πιάνονταν απ’ τα μαλλιά» της γυναίκας που δεν μπορούσε ν’ ανεβεί στην επιφάνεια… Κι «εκεί στο βάθος του πνιγμού» ανακαλύπτοντας τελικά τον εαυτό της ως ποιήτρια έβρισκε και  τα πολύτιμα πετράδια της ποίησης που ήταν ο κρυμμένος θησαυρός μιας ζωής: «κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων». Και στο δικό σου ποίημα η… «πνιγμένη ηρωίδα» ζωγραφίζει στους τοίχους του βυθού της μιαν Άνοιξη!.. Δηλαδή, με τα λόγια του Ρίτσου: «μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας, κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε, μιαν ευτυχία, μια μέθη κι ενθουσιασμό ακόμη…». Οπότε κι εγώ, θαυμάζοντας τη δημιουργική πνοή σου Ειρήνη, αναφωνώ μαζί με τη γυναίκα με τα μαύρα της Σονάτας: «Άφησε με να ’ρθω μαζί σου» στα φωτεινά μονοπάτια της Ποίησης!..

ΚΙ ΑΛΛΑ ΑΤΙΤΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (όπως αναρτήθηκαν στο ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ της ποιήτριας εδώ με τίτλο τον πρώτο τους στίχο):

ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΡΑΙΝΟ ΣΤΗΝ ΚΡΑΚΟΒΙΑ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ:
Ένα κορίτσι σταυροπόδι κάθεται και σου μιλάει.
Τις θαυμαστές ιδέες σου χλευάζει το φτέρωμα του φασιανού απ’ το παράθυρο.
Σαθρά ριζώματα ανάμεσα στις ράγες ο χρόνος παρασύρει, σπόρος τρελός να μην ανθίσει στο νερό.
Το άδικο γράφεται σε τρίστιχο χαράς και σε τραγούδι τάβλας, και μια μέρα γλαφυρή σαν τον χαρταετό το φως διχοτομεί και την καρδιά.
Ορθό κι άκαμπτο το σώμα ορίζει και ορίζεται, άτι ατίθασο και απαίδευτο δίχως το χαλινάρι.
Το γάλα μιας συκιάς τις μέρες σου ξεπλένει, υπομονή ανάμεσα στα φρύδια σου φυτρώνει. [ΕΙΡΗΝΗ]

ΣΧΟΛΙΟ: Άτι ατίθασο το σώμα δίχως χαλινάρι!.. Έχεις πολλά δρομολόγια ακόμα στις ράγες των λέξεων, γιατί η εκδρομή αυτή στην εξερεύνηση των βουλήσεων του δεν έχει τέλος. Και είναι, τουλάχιστον, το ταξίδι υπέροχο, όσο θα ξεπετάγονται σαν τα αδούλωτα πουλιά οι νέες εμπνεύσεις.

ΧΘΕΣ ΒΡΑΔΥ… ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ… ΤΑΞΙΔΙ ΜΕΤ’ ΕΜΠΟΔΙΩΝ Η ΒΡΑΔΙΑ:
Το πανί με το βυθό να πάλλεται εκεί σκίρτησε η ψυχή και το κορμί.
Σαν την «Αργώ» ταξίδι αναζητάει, σε πέρασμα κρυφό να βγάζει το κουπί και χέρι δυνατό το λάβαρό του να σηκώσει.
Με την ανάσα βάζει στοίχημα σε ποιο της αχ θα σκαρφαλώσει.
Σε ποιο σκαρί το άλμπουρο του θα καρφώσει.
Και σαν φυσήξει ο Ζέφυρος και το φτερό λαβωματιά μυρίσει, στήνει χορό περήφανο μπρος σε ασπίδα γυαλισμένη.
Σε πιο της αχ, θα βάψει κίτρινο το θέρος το φιλί, για πιο κορμί περήφανο το μάρμαρο ζουμπούλι θα πετάξει… [ΕΙΡΗΝΗ]

ΘΑ ΚΑΤΕΒΑΣΩ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ ΣΗΜΕΡΑ, ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟ ΑΠΑΙΤΟΥΝ
Θα στύψω κι ένα ρόδι, θ’ αλλάξω πούδρα γιατί αλλάζει η εποχή, κάτι μπουκλάκια θα μαζέψω που πληγώνουν τον αυχένα.
Στο φως πάντα γυμνή η σάρκα, στον όλεθρο στεφανωμένη, σε χέρι  παιδικό αθάνατη.
Σε φέιγ βολάν, ταπείνωση δεν βρίσκεις, μόνο η μυρωδιά του γιασεμί στον άνεμο τις Κυριακές, συγχώρεση μυρίζει.
Στην άκρη των χειλιών εκεί μαζεύεται το μέλι [ΕΙΡΗΝΗ]

ΣΧΟΛΙΟ:  Οι περιστάσεις, πράγματι, απαιτούν χειμωνιάτικα, Ειρήνη, η ποιητική σου διάθεση όμως διανύει εποχές δημιουργικής πνοής. Ασυγκράτητη σε βρίσκω κι αστείρευτη. Υποψιάζομαι ότι εγκυμονείς νέο ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ ΣΩΜΑ κι έχω τη βεβαιότητα ότι εξελίσσεσαι με βήματα σταθερά και σίγουρα. Κι αν παραφράσω το δικό σου στίχο, θα μπορούσα να πω ότι «στην άκρη των λέξεων σου μαζεύεται μέλι» κι ανοίγει την όρεξή μας για τις εκπλήξεις του ποιητικού σου λόγου.

ΧΤΥΠΑΣ ΤΟ ΡΟΠΤΡΟ ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ
 Ένας καπνός ψηλά ορθώνεται, μαζεύεις το κυπαρισσόμηλο απ’ το χώμα. Ξερά, καμένα τα κλαδιά. Τρίζει, μόλις φυσήξει, το ξυλόσπιτο, ανοίγουν οι ραφές, με το μπαμπάκι τα σφαγμένα τα χαϊδεύεις. Το βράδυ, στην παράκληση, χύνεται μέταλλο βαρύ ο ουρανός από τον θόλο. Βγαίνει η ψυχή, με τάματα αργυρά στα μάτια καρφωμένα

ΣΕ ΑΛΛΟ ΣΩΜΑ ΕΜΑΘΕΣ ΝΑ ΚΟΛΥΜΠΑΣ
Σε άλλο σώμα έμαθες να κολυμπάς
τα βήματα ίσκιους μετράνε
και μεγέθη στον αφρό
και με ομφάλιο λουρί σε δένουν
Στο φως το πρώτο
το κλάμα δεν αντέχει
με στράτα και στρατούλα
μαθαίνεις να πορεύεσαι
Σαν πυροφάνι στον ορίζοντα
γυμνή τι όμορφα που φέγγεις
με τα μαλλιά σου απλωμένα
τον ουρανό μπαλώνεις
και κάπου κάπου κοκκινίζει
η ανέμη [ΕΙΡΗΝΗ]

«ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΕ»  ακούγεται το σούρουπο, ανοίγεις βήμα, να προλάβεις.
Μια βάρκα χάρτινη μες το νερό αγκομαχά, ακαθαρσίες των πουλιών - των τεθνεώτων η σπορά πάνω στο χώμα.
Στην αυτοψία σε φωνάζουν ύστερα, να πεις για τις πληγές, σου ρίχνουν φώτα, σε τυφλώνουν.
Την μαντική σου τέχνη επικαλούνται, να πεις το πως και το γιατί και όλα τα άλλα. «Τέτοια εποχή στρώνουμε χαλιά» τους λες,
«ανοίγουμε παράθυρα, να μπει αέρας μες το σπίτι».
Τους δείχνεις πήλινο δισάκι για προσκέφαλο, και μια ποδιά στο χέρι κεντημένη.
Στο ύψος των ματιών η φλογοκρύπτη. ΕΙΡΗΝΗ


ΣΧΟΛΙΟ: Η βάρκα σου η χάρτινη που στο νερό αγκομαχά με τους «ακάθαρτους» υπαινιγμούς της  έριξε τα φώτα της σε μια δική μου ΒΑΡΚΑ ΜΟΝΗ  (τη συνημμένη φωτογραφία εννοώ, δική μου από την περίοδο που κλεινόμουν στο Σκοτεινό Θάλαμο κι έκανα τα μαγικά μου παίζοντας με τις αποχρώσεις του γκρι)  και ο μαντικός συνειρμός ελεύθερων στίχων ανοίγει τα λόγια που την στόλισαν στην ανάρτηση μου στο instagram:


ΚΑΙ Η ΒΑΡΚΑ ΕΜΕΙΝΕ ΜΟΝΗ...
(σαν την καλαμιά στον κάμπο μες στη φοβερή ερημία… πλήθους Μυστικών του Βάλτου):
«Στάλαξε λίγη νυχτιά στην παλάμη μου
να 'χω να σε ποθώ τα βράδια
σε υπνώδεις αγναντεύσεις της αφής»
(αφού όπως λένε)
«οι ομορφότερες ιστορίες άθελά μας υφίστανται...»
- στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της ζωής-
εκεί όπου «η ποίηση σε λίγους μόνο στίχους διασώζει
ολάκερη τη θεϊκή ευσπλαχνία» (Αναστασία Γκίτση)
Κάποτε, λοιπόν, θα ’θελα
«να είναι αλήθεια το Ποίημα που μιλώ, μόνο γι’ αυτό να ζω…»
όπως στα όνειρα
«για μια βαρκάδα αφέγγαρη»
στις «καλαμιές» παιδικής νοσταλγίας
απ’ όπου μνήμες… «σαρκοβόρα αγκάθια»
αναπηδούν κάθε στιγμή
«στην παλίρροια της γνώσης και της λησμονιάς…»
Μνήμη,
«αν είσαι λέξη, δώσε ένα ποίημα στον αέρα» (Κατερίνα Κατσίρη),

ποίημα Νόστιμον Ήμαρ!...
(φωτογραφία «Ωραία Κοιμωμένη Βάρκα»,  στις καλαμιές της λίμνης Βεγορίτιδας» ή Οστρόβου, χωριό Άρνισσα στους πρόποδες του όρους Βόρρα - Καϊμάκτσαλαν)

(εορταστική) ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΕΠΟΧΗΣ…  ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΕΝΑ πεύκο φύτρωνε μες το σαλόνι.  Όχι έλατο. Είχε αδυναμία στα ανοιχτά κλαδιά του. Καρφωμένος ο κορμός σε αυτοσχέδια βάση, ξύλινη, μερικές φορές είχε μια κλήση. Σκαρί, που πάλευε να το ευθυγραμμίσει. Κόκκινες μπάλες και χιόνι από βαμβάκι. Ζύμωνε τα μελομακάρονα, τα γέμιζε καρύδι και μέλι άφθονο. Καμάρωνε για τα κορίτσια της, παντρεύτηκαν, άνοιξαν σπίτια, έγιναν νοικοκυρές. Η μεγαλύτερη είχε πάρει την σπίθα της. Παραμονή βουτούσε τα χέρια της στο αλεύρι, όπως έχωνε το πρόσωπο στο στέρνο της. Στο σπίτι της μόνο κουραμπιέδες έφτιαχνε. Αφράτους, στρογγυλούς, μ’ ένα αμύγδαλο στη μέση. «Βράζεις το βούτυρο» της είπε, «το παγώνεις ύστερα και το στραγγίζεις απ’ το γάλα». Χαμογέλασε, «εγώ ό,τι γάλα είχα σας το έδωσα»!.. Τους στόλισε φέτος, άναψε τα λαμπάκια και φύσηξε. Χιόνισε σαλόνι, μύρισε Χριστούγεννα [Ειρήνη Ιωαννίδου]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου