Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

ΠΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΙΝΕΤΑΙ:

 «Ξαφνικά το είδαμε, χωρίς ανάσα, απ’ το λόφο ούρλιαζαν οι άνδρες, κατεβαίνοντας την πλαγιά, τραντάζοντας τους χιτώνες, καθώς μαθεύτηκε το θέαμα της γυναίκας, το δαιμόνιο άγος της χαρισάμενης κόρης, της κυλισμένης στα μύρα των ψαλμών, της αναθρεμμένης από καθάρια ράτσα, που ’γινε μάνα, που ’φερε γιους, έχυσε θαμπό κρασί στις λιτανείες, αγαλμάτινη τώρα, χωρίς βλεφαρίσματα, κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού, στην κυματιστή σκόνη της πλατείας, τεντώνοντας το χέρι αντικριστά στο ναό όπου η γυναίκα βαφτίστηκε, όπου συγχωρέθηκε και ορκίστηκε στον άντρα αυτόν που τώρα κατεβαίνει, σηκώνοντας άμμο με τους διπλανούς, μες το λιοπύρι της τρεχάλας, ένα αγκαθωτό κουβάρι, με φανούς και λιβάνια, με κατάρες και ξόρκια, βαστώντας τις σκαλιστές μασιές και το σκοινί και τα μαδέρια και το κρυφό μαχαίρι. Είχε σταθεί καταμεσής της πλατείας, σηκώνοντας το κομμένο μέλος, ακόμα ζωντανό, παλλόμενο και ματωμένο, με χτύπους που δονούσαν σύγκορμα την πέτσα, φωτίζοντας τις φλέβες, μελανές, όπως τα ψόφια λέπια, ανάγλυφες, όπως η σαύρα στο αχώνευτο λίπος του φιδιού» (Δημήτρης Τανούδης «Χώματα», εισαγωγικές σελ. 7-8)
Δημιουργώ, σύμφωνα με τον Αλμπέρ Καμύ, σημαίνει δίνω μια μορφή στη μοίρα μου. Με αυτή την έννοια κάθε λογοτεχνική ανάπλαση της ανθρώπινης μοίρας μπορεί να είναι σε κάποιο βαθμό και μια πράξη εξέγερσης ενάντια σ’ αυτήν ακριβώς τη μοίρα. Αυτή την αντίληψη είχε υπόψη του ο Δημήτρης Τανούδης και προσπάθησε να την ακολουθήσει «σε όλη τη συγγραφική πορεία επί χωμάτων». Στα «Χώματα», ένα μυθιστόρημα που (όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, εξελίσσεται ως γέννα και ως θάνατος, ένας κόσμος του παρελθόντος, «ανδρόβουλος και θεοκρατούμενος», δέχεται αναπάντεχα το χάρισμα της ελπίδας. Απ’ τον χωμάτινο τάφο μιας γυναίκας εκλύεται ένα μαγικό φως, πλημμυρίζοντας τους κατοίκους κι αλλάζοντας τις θεμελιακές ροές του πολιτισμού. Οι άνθρωποι ζουν για αιώνες μέσα σε γαλήνη. Ωστόσο, μια λέξη, γραμμένη σε κοινή θέα, αρκεί για να εμβολίσει τον φόβο. Ποιοι είναι οι κρυφοί αρωγοί της ελπίδας; Τα βλέμματα των ανθρώπων στρέφονται αντίπερα, εκεί όπου ένας άλλος λαός, οι παρείσακτοι, οι τρελοί και θλιμμένοι, έχουν εξοριστεί. Αποφασίζουν να τους αφανίσουν, εκμηδενίζοντας έτσι την πιθανότητα στέρησης της ελπίδας απ’ τους υποτιθέμενους χορηγούς της. Οι άντρες κινούν για τον πόλεμο, ενώ οι γυναίκες μένουν πίσω, εγκυμονώντας τους νέους γόνους. Εννιά μήνες αργότερα, τα μωρά που θα έρθουν δεν είναι ανθρώπινα, οι πολεμιστές γυρνούν σ’ έναν τόπο κατοικημένο από αρσενικούς χοίρους. Χοίροι και άντρες σαρκώνουν τα κυρίαρχα πλέον ζωικά είδη του κόσμου. Η ελπίδα βρίσκεται πάντα κρυμμένη στα χώματα…
«Πώς διαχειρίζεται κανείς την ελπίδα από τη στιγμή που του παραδίνεται;» είναι το ερώτημα εκκίνησης του βιβλίου. Το διαδέχονται ωστόσο νέα ζητούμενα (η κατακερματισμένη και ασυγχρόνιστη ομιλία ως φύρα της ανθρώπινης ψυχής, η παραδείσια ομόνοια της δυάδας και το συγκρουσιακό πλέγμα της τριάδας είναι κάποια από αυτά) καθώς το μυθιστόρημα εξελίσσεται ως γέννα και ως θάνατος, μιμητικά διαγράφοντας την ανθρώπινη μοίρα, τη γενεσιουργή και αυτοφαγική: το ρίζωμα ή ξερίζωμα του ανθρώπου στα επίγεια χώματα. [επιλεγμένα αποσπάσματα και σκόρπιοι κόκκοι σκέψης για τα ΧΩΜΑΤΑ, το μυθιστόρημα του Δημήρρη Τανούδη, εκδόσεις Νεφέλη 2014 – ART by alicia armstrong paintigs]


ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΓΥΜΝΑ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΣΦΗΝΩΝΟΥΝ  ΟΠΩΣ ΟΙ ΚΟΦΤΗΡΕΣ (αποσπάσματα από τις σελ. 11-21  
Φορά ριχτάρι απ’ τις στάχτες της κυψέλης του άντρα.
Χτένι εραλδικό στους κροτάφους. Ραμμένο πετράδι στον ισημερινό του πρόσωπου.
Μοιάζει με κόρη δαιμόνου και μοιάζει με μπόρα που ξημερώνει αυγές ιδρωμένες απ’ τους πυρετούς των θηρίων.
Υψώνει το λάφυρο όπως τη γλώσσα φονικής λυσσαγμένης καλήλας.
Σφίγγει τα δόντια
για να διώξει κατάρες
απ’ τα ούλα της δράκας που φτάνει.
Νηνεμεί τους φόβους
σε υπόσχεση ουράνιας γέννας
και σφίγγει μονάχα τα δόντια
σαν τον ληστή
που κόβει την ουρά του αλόγου
για να μη του στοιχειώσει εφιάλτες.
Μεσημέρι ολόγιομο κάθομαι στο πέταλο της πλατείας και βλέπω λευκό σκοτάδι αντρών να κυλά στη γυναίκα όπως οι ριξιές των κοράκων που γιορτάζουν τσιμπώντας σορούς αφημένες στο διάβα του κόσμου πριν χαράξει ο θρήνος γλωσσάρια σε πλάτες που ’μειναν πίσω κι αργά τις πληγές τους φωνάζουν.

Αργοπεθαίνει βλέπω
το μέλος του άνδρα
αλλά τρεμίζουν ακόμη
τα πλοκάμια της ρίζας
και χολές αναβλύζει
τ’ ορθάνοιχτο μάτι.

Πλησιάζουν οι άντρες και θηλιά ανεβαίνει στο λαιμό της γυναίκας

Ακρόαμα φτιάχνουν
δικάζοντας τώρα
σε βωμό τυφλωμένο
απ’ το χύμα του άντρα:

κόμπο τον κόμπο να λύσουν το σώμα:

να κόψουν το μίτο του φόνου,
να σφίξουν άλεχτους νόμους,
να δώσουν πρόσφορο μνήμης,
να ακούν τα’ εγγόνια,
να πέφτουν σε ήσυχους ύπνους…

Για ώρα κρατούσε
τον κούφιο από άνδρα
σωλήνα του άνδρα
που ’χυσε σάλια,
φυσαλίδες πνιγμένου
και πρωτόγαλα κάμπιας.

Για ώρα θαμπερή οπτασία πάνω απ’ το έλος που μέστωνε κρούστες ακέφαλης σαύρας.

Κι αργότερα μόνο,
καθώςστριγλίζαν τα όρνια
στο γέμα του ήλιου,
λυγίζει αργά η γυναίκα,
πόντο τον πόντο,
στη λίμνη της φύσης του άντρα.

Κι όλοι πίστεψαν πως σώθηκε τ’ απάνθρωπο έρμα στις φλέβες της μέσα.
Κι όλοι νομίσαν πως κόπηκ’ ο δαιμόνιος λώρος.
Κι όλοι χαμόγελ’ ανάψαν πως φτάνει δίκαιη ώρα.
Όμως σηκώνεται ξάφνου εκείνη:

ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΓΥΝΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΙΚΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΙΑ
Είναι, είπε, τα χώματα της νέας γυναίκας.
Κι ήρθε φωνή σαν χίλιες πυρωμένες ανάσες σαν χτικιό απλωμένη. Κι είδα να τινάζεται με λύσσα στενή ολόρθη γαμψή απ’ το μένος ατέλειωτης νύχτας. Κι είδα τον κλοιό να στενεύει μπήγοντας τελευταίο δοξάρι με λόγια αφρισμένα απ’ το κτήνος που καθένας φέρνει στον ήλιο.
Είδα τον αέρα να σμιλεύει φαλλούς
ιερούς ποδηγέτες
σηκωμένους υγρούς
στην τρομάρα της νόσου. Είδα απ’ τα στόματα
να βγαίνουνε γύπες
στο λαβωμένο μοσχάρι
να ρίχνονται άνδρες
μ’ άρρωστα μάτια
στο κορμί της γυναίκας
εφαψίες θανάτου
ανοίγοντας το φράγμα του λαιμού
την κύστη της χολής
ανοίγοντας
τους κρουνούς
ανοίγοτνας
απ’ το απόκρυφο καζάνι της βλέμμας.
Είδα να πυρροεί
το σχισμένο σώμα
στην ακροπετσιά της ομίλχης
παλουκωμένο μαδέρια
ως τους βολβούς των ματιών
και τ’ άγιο πετράδι
απ’ όπου κοιτούσε η γυναίκα
τους γιους που κοιτάξαν
τη σκυλεμένη κοιλιά της γυναίκας

Κι ύστερα σκορπίζουν οι άντρες σε δρόμους που σβήνουν το βήμα.

Κι ύστερα αυτό που σηκώνουν οι λάσπες καθώς ξεμεριάζει απ’ τον κόσμο εκείνο που δεν μπορεί να χωρέσει στο μυαλό των ανθρώπων.

Ύστερα γάργαρη λέμφος.

Πνιγηρή δυσωδία.

Χαρχάλεμα γης κι αναγεννώμενο αίμα.

Φυραίνει η πάχνη
κι απομένει το άκρο
κρατώντας τον άντρα
το μέλος
το δέρας
μέσα στον κόλπο
του χεριού της γυναίκας

Μεσημέρι απόγευμα καθόμουν στο πέταλο της πλατείας κι είδα τεμαχισμένη ονειρικά γυναίκα όλο πιο ξέθωρη από μέσα της βγαίναν γυναίκες απ’ το χώμα βγαίναν γυναίκες απ’ το ελάχιστο σώμα κοπάδια σμήνη γυναίκες πιο αχνές και πιο άσπρες και λιγότερο γυναίκες λιγότερο γυναίκες βγαίναν και σβήναν στ’ ανάστροφο κύημα της ανάσας
ώσπου χάνεται η αύρα
της τελευταίας γυναίκας
κι απομένει το ψύχος
σαν χοάνη δαιμόνων
γύρω απ’ το χέρι
τ’ απιθωμένο σκιάχτρο
στην αρχαία τρύπα
έμεινε χέρι γυναίκας
βαστώντας ακόμη τη φύση του άντρα
που ’χυνε στάλες
γαλακτώδη ασπόνδυλα μύρα
σαν το βυζί γκαστρωμένου θηρίου
που ταΐζει με πύαρ
τον χωμάτινο κόλπο της στέππας.

Τίποτε άλλο δεν είδα.

Με πήραν στο ράφι
του χαμένου μας τόπου
κι ο κόσμος περνούσε
γράφοντας λόγια
στις κρυφές μου σελίδες.

Τα χώματα ζήτησε για να θάψει το χέρι που κρατούσε τον σφαγμένο φαλλό του πατέρα. θρήνησε ώρες μες στη σιωπή. Πάνω απ’ τη στέππα ανέβαινε το φεγγάρι κι αντηχούσαν τα ουρλιαχτά των θηρίων αλλ’ ακόμα μιλούσε ψαλμούς απ’ τη μελάνη της χούφτας.

Σηκώθηκε ο ήλιος.

Λύγισε μ’ ανοιχτά σκέλια κι οι τερμίτες πηδούσαν στο δέρμα καθώς έραινε με κίτρινο απόγονο δάκρυ. Τον τάφο της γυναίκας. Που δάγκωσε τους θεούς. Όπως τον καρπό του νεκρού της πατέρα.

Δεν χρειάζεται  χρόνος πολύς για να σε αιχμαλωτίσει ένα βιβλίο και να σε πάρει μαζί του - δεν πρέπει να χρειάζεται!..
Με το που θα το πιάσεις στα χέρια σου και θα διαβάσεις τις πρώτες γραμμές, τις πρώτες σελίδες, θα το νοιώσεις να σε πιάνει ίσως τρυφερά από το χέρι και να σε παρασέρνει μαλακά ή, πάλι, να σε γραπώνει από τον αυχένα και να σε ταρακουνάει…  Όχι, χρόνος πολύς δεν χρειάζεται. Ή το νοιώθεις αμέσως ή δεν το νοιώθεις ποτέ!..

Δεν είναι εύκολο βιβλίο τα ΧΩΜΑΤΑ ούτε εύκολη η γραφή του - αλλά είναι συναρπαστική. Είναι συναρπαστική, καθώς ο ποιητής συναρμόζει λέξεις με έναν τρόπο τελείως δικό του, για να φτιάξει εικόνες ή, μάλλον, καταιγιστικές αλληλουχίες εικόνων, που δεν σε αφήνουν να πάρεις ανάσα. Καλπάζουν και λαχανιάζεις, ιδρώνεις μέσα στην αγωνία για να ακολουθήσεις… Κι ακολουθείς ενεργητικά... Δεν σε σπρώχνουν οι εικόνες προς τα νοήματα, δεν σε ωθούν σε στάση θεατή των δράσεων και των ενεργειών. Η αίσθησή μου είναι πως όλο το βιβλίο είναι δομημένο πάνω σε ενεργητικούς χαρακτήρες, που πράττουν και που κινούν καταστάσεις. Σε χαρακτήρες όχι αναγκαστικά ηρωικούς, αλλά, πάντως, ενεργητικούς και τούτο όχι μόνο στις νίκες και στους θριάμβους τους. αλλά και στις ήττες και στις πτώσεις και στις πανωλεθρίες.

Η ιδιαίτερη συναρμογή λέξεων και εννοιών αποτελεί συνήθως πρωταρχικό μέλημα των ποιητών, αρχετυπική ουσία της ποίησης. Μένοντας στα Ελληνικά γράμματα και σε οικεία παραδείγματα, το κάνει τούτο αριστοτεχνικά ο Ελύτης, αλλά το κάνει πιο συχνά με έναν τρόπο τρυφερό, γλυκό, μ' ένα όργανο αμβλύ. Ο Δημήτρης Τανούδης επιλέγει εργαλείο κοφτερό, τρόπους πιο έντονους, καταφανώς βίαιους. Τι εργαλείο; Το λέει: «Γίγνομαι... Το μαινόμενο πυρ... η κτηνώδης ώση... η πρώτη γλώσσα... ο ραψωδικός θρήνος... το καταστροφικό σπέρμα... το μετέωρο πουγγί της ελπίδας…»

Γέννημα δίχως μιαν ορισμένη πρότερη βία δεν υπάρχει, δεν προκύπτει. Με μεθόδους έως και αιματηρές, ο ποιητής των "ΧΩΜΑΤΩΝ" επιχειρεί και στήνει βίαιους γάμους, για να αποσπάσει έμβρυα νοήματα, που κλαίνε αναπόφευκτα, καθώς έρχονται στο φως... Και μας ξεσηκώνουν!..
«...Το δέρας της περιτομής φορούσαν τα κορίτσια. Δόντια έραβαν τ' αγόρια με την κλωστή της παρθενιάς....»
ή πιο λυρικά
«...Η μνήμη... είναι ο δρόμος που δείχνει στο πλάσμα πως πλάσμα θα συνεχίσει να είναι στην κάθε επόμενη ανάσα. Περπατά. Κοντοστέκει. Χαμογελά. Και γελώντας ανθίζει. Του ανθρώπου ο πολύχρωμος κρίνος. Γυναίκα…» 
Είτε λυρικές είτε επικές οι περιγραφές κι οι αφηγήσεις του Δημήτρη Τανούδη, αφορούν, πάντως, σε αρχέτυπα όντα. Όντα δρώντα ανά πάσα στιγμή. Κινούνται, παρατηρούν, εκφράζονται, ενεργούν. Ξέρουν πως έτσι γίνεται, έτσι πρέπει κι όχι αλλιώς - απέναντι στον άλλο κι απέναντι στον κόσμο κι απέναντι στο άγνωστο ακόμα, η μοίρα του ανθρώπου τέτοια είναι, ενεργητική:
«Τώρα όμως μπροστά του ο άλλος και πρέπει να δράσει και πρέπει να είναι»

Σε μια οποιαδήποτε, τυχαία, σελίδα από τις περίπου 250 του βιβλίου, είναι πρωτοφανής η ένταση, οι εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις, το αμάλγαμα των πόθων και των παθών, που κινούν τους ανθρώπους και γυρίζει ο κόσμος ακούραστα, αέναα. Δεν έχει πουθενά ανακούφιση, λοιπόν; Και πού; Πότε; Πώς; Βεβαίως και έχει... Στον άνθρωπο ξανά. Από τον άνθρωπο ξανά. Από τον άντρα κι από την γυναίκα. Κι από την γυναίκα στον άντρα. Και τανάπαλιν.   
«Τότε η γυναίκα μαθαίνει τον κόσμο απ' την γλώσσα του άντρα. Κι ο άντρας σημαίνει τον κόσμο που ξέχασε όσα θυμίζαν ανθρώπους. Όλα γίνονται κοίλο»     
Κοίλο - μια άξαφνη αίσθηση γλυκιά, καλοδεχούμενη όσο τίποτ' άλλο, στο σημείο αυτό του βιβλίου. Μήτρα φιλόξενη.
Κι αλλού ανακούφιση άλλη πάλι, παρηγοριά στην οδύνη:
«Ψυχές βελονιάζουν το μαύρο φτερωμένες κηλίδες ασπρίζουν το μαύρο
Κι είναι αυτό που θα πούνε αγγέλους»…

Ένας παιδεμός ο κόσμος, η ζωή, ο έρωτας, ο πόλεμος μέσα μας, με τον εαυτό μας κι ο πόλεμος έξω μας. Τα αδιέξοδα. Οι νίκες, Οι ήττες. Σαν την ζωή, έτσι κι η γραφή κρατάει ρυθμούς αγωνιώδεις. Με κομμένη την ανάσα, ανεβοκατεβαίνουμε σε αβύσσους και ουρανούς, διατρέχοντας το σύμπαν του Δημήτρη Τανούδη. Οι λέξεις του φτιάχνουν εικόνες δυνατές κι οι εικόνες συγκροτούν νοήματα, νυχιές στο δέρμα, ματώνουν, αφήνουν σημάδια. Κι ύστερα τα νοήματα μας πιάνουν στα δίχτυα τους, μπλεκόμαστε στα νήματα, παγιδευόμαστε, καθώς πασχίζουμε να ανακαλύψουμε ανάμεσά τους αυτό που πιο πολύ ταιριάζει σε μας. Αυτό ή αυτά. Να σταθώ εδώ:

«Αυτό που δεν θέλει να είναι, αυτό  ο άντρας είναι. Η γυναίκα βογγά. Κάτι να είναι που δεν είναι θέλει να είναι. Η γυναίκα βογγά και εκκρίνει. Αυτό θέλει. Το να μην είναι του είναι. Και με δύναμη πέφτει στην πέτρα…»  

ΧΡΟΝΙΑ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΖΟΥΣΑΝ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ (αποσπάσματα από τις σελ. 23-32)
Οράματα τρελών κι ομιλίες θλιμμένων
κυβερνούσαν τις νύχτες,
αλλά έγιναν φοβέρες παιδιών,
σοφιστείες γερόντων,
Εξόριστοι ίσκιοι στ’ αντίπερα χώμα.

Γλυκά οι άνθρωποι δέχτηκαν τον πόνο,
όπως ο σκύλος
που δοκίμασε αίμα
προτού βγει απ’ τη μάνα.

Φορώντας δορές γερασμένων προσώπων,
τη στέππα κοιτούσαν
απ’ το μάτι της στέππας. Που μύριζε στάχτες.
Κι ανέδινε λύθρο. Και σελήνης
αψάδα
είχε πάρει το χώμα.

Κάτω απ’ το χώμα
εργάτες κρυφοί
τον πολτό της ελπίδας ζητούσαν. Ύλες υφαίναν
της άψυχης σάρκας. Την απέθαντη γυρεύαν μάζα
και τσουκάλια αχνίζαν,
μυστικά απ’ τον κόσμο,
στου κόσμου τ’ ανώφερο μάτι.

Χρόνους και χρόνους.

Ώσπου φτάνει η μέρα
που στάζει ζωμός,
ροή γινωμένη
απ’ τον φαλλό του πατέρα. Κι ύστερα
δάκρυ της κόρης
φαιόχρωμο πέφτει
στο τσουκάλι τους μέσα. Τραντάζετ’
ο τόπος διάπλατο φως
τους εργάτες σκοτώνει
απ’ τα χώματα βγαίνει
και ψηλά ανατέλλει
το έμμηνο χρώμα.

Σήμαντρα αρχής τα πουλιά.

Στον αέρα χτυπούν
με φωνές γερακίσιες. Τις κύστεις
ανοίγουν
διάφανο γάλα
τους ανθρώπους ξεπλένει
στο μεδούλι τους μέσα. Αμνιακές στάζουν ουσίες
απ’ το ανάλαφρο στρώμα των φτερών τους. Κι υγρό
το φως καταρρέει
ποτίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη τον τόπο

εξανεμίζοντας

χολές όργητες μίση

γαληνεύοντας το αίμα.

Ξυπνημένοι τότε οι άνθρωποι
από τον μέλανα ύπνο του τυφλού.

Στο ροδόνερο μπαίνουν
της χαριστικής κολυμπήθρας. Τριποδίζοντας κλαίνε,
στην πλατεία χορεύουν,
αγκαλιές ανταλλάζουν.

Κι όλο το σκλάβωμα ενός δεσμού βιασμών,
άλικη τώρα
έπαιρνε φύση
βρεφική λαλιά ευωχίας

Καινοφανείς ελπιδοχτυπημένοι άνθρωποι

Ζαλιστικοί μοιάζαν κλώνοι,
γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι,
ανταλλάσσοντας υποκλίσεις και χειραψίες,
μοιράζοντας αγαθά σ’ όσους άλλοτε φθονούσαν.

Τα τείχη που χώριζαν τον τόπο έγιναν νομίσματα. Κι ο αδελφός επέστρεφε το παιδικό κομπόδεμα του αδελφού. Τον δουλευτή τάιζε στο στόμα αυτός που του χάραξε την πλάτη. Κανάκευε η κόρη το βιαστή της μάνας. Αγκαλιά κρατούσε το φονιά εκείνος που ’χαν φονέψει τα παιδιά.

Κι ήταν το αναδρομικό μοίρασμα της καλοσύνης.

Μα φανούς και με ρόδα
οι άντρες υμνούσαν
τους παλιούς σπαραγμούς της γυναίκας.

Κι ο τύραννος,
καλώντας στην πλατεία,
έκαψε τα υπάρχοντα,
θεσπίζοντας νέο κανόνα:

να καίγονται οι περιουσίες του κυβερνήτη στην αλλαγή κάθε σεληνιακού αιώνα. Άλλος τη θέση του να παίρνει και τα δικά του να καούν όταν σημάνει η ώρα. Ποτέ κανείς να μην ανέβει πάνω από άλλον κανένα.

Παιάνες, εδ΄φια, όρκοι,
λαιμαριές, δόρατα, ξίφη,
στα καζάνια συρθήκαν,

ξεβγάζοντας

άγραφο δέρμα,
πηλούς αχνιστούς,
ροδαλούς ασοδόμιστους ήλιους.

Κι ήταν ο τρύγος της αξόδευτης φαντασίας.

Άλλοι απομονώνονται για να ξαναζήσουν
το πρώτο θάμπος της γέννας,
άλλοι αναζητούν
το ιπτάμενο είδωλο του σφυγμού
που εκπέμπει το σώμα. Εγκαταλείποντας
τη γονιμική σιωπή,
φορούν τις δάφνες των ηρώων

και στο βάθρο υψώνουν

έναν νέο χάρτη των ονείρων
ή μια πρώτη σπουδή
για το όγδοο χρώμα των λουλουδιών…

Από κοινού συμφωνήθηκε ο ακρωτηριασμός της σάρκας που καθένας να θυσιάσει απ’ τα θαλάσσια όστρακα των αυτιών μέχρι το συμβολικό κρέας του γλουτού και η έκθεση των αποκοπών στο γεωμετρικό σημείο κάθε εστίας απ’ όπου οι κάτοικοι ατένιζαν το χώμα όπου κατά προσέγγιση εντοπίστηκε και τελετουργικά θεμελιώθηκε η υπόγεια αρτηρία του φωτός της ελπίδας.

Κι ήταν η νεκρική αποκαθήλωση του θανάτου.

Ξεθαμμένες νεκροκεφαλές έγιναν δοχεία για το γάλα της λεχώνας. Το δέρας της περιτομής φορούσαν τα κορίτσια. Δόντια έραβαν τ’ αγόρια με την κλωστή της παρθενιάς. Κι ο τόπος, μπήγοντας την όψη του θανάτου, τον θάνατο απόδιωξε. Όπως φοράει ο σκορπιός. Κρόταλο του χαμού του…

Σοφοί γενειοφόροι,
κρατώντας προσωπεία μορφάζοντων παιδιών,
τις αλυσίδες σέρνοντας των Εξορισμένων,
μπαίνουν στα χυτήρια και τα σφαγεία,
γούβες περνούν λιθοβολισμών,
τον κόσμο παρασέρνουν στο νεκροταφείο.

Δαυλοί αναμμένοι στα χέρια. Κι ενωμένοι κηρύξαν
πυρπολούμε μέχρι τελευταίας ρανίδας
τα πρωτότοκα μονοπάτια της οδύνης
κατά το παράδειγμα των αστέρων
που θνήσκοντας αλλάζουν
το φυσικό αίμα του ρυθμού. Και εν χορώ επανέλαβαν

στάχτες τα δάκρυα του μοιχού,
οι οδυρμοί του πατροκτόνου,
οι ύβρεις, τα θέσφατα, οι εκδικήσεις,
οι έριδες, ο μισεμός,
καθώς οικείος σε μάτι οικείου
βελόνα εξακοντίζει,
θέμα ακέφαλο και θύτης
νόμων δεμένων από γεννησιμιού του

Κι ήταν ο αποθηλασμός της πρότερης οδύνης.

Τα μοιρολόγια απόμειναν παράφωνοι σκοποί. Κι οι πίκρες γράφτηκαν από παρθενικά μελάνια. Μετά τον τοκετό πρωτόφαντης καμήλας. Χωρίς τους δίδυμους ασκούς. Στο ριζικό της πλάτης.
Μέσα από την ιδρυτική πράξη ενός ζεύγους, που ακίνητο στάθηκε και γελώντας πενθούσε, επί ημέρες επτά, στα νεόβγαλτα σπάργανα της πλατείας, διάνοιξε ο καρπός της ιλιγγιώδους συνύπαρξης των αισθημάτων.

Ένα εύρος συνδυασμών, θαμμένο στο αισθηματικό υπόστρωμα των ανθρώπων *μελαγχολία με φιλαρέσκεια, κολασμός με αθωότητα, αδημονία για την επανάληψη μιας θρηνητικής συμφοράς, μεθυστικός παιδεμός κατά τη συναίσθηση ενός αλλότριου οργασμικού κύματος, ήπιος αναθεματισμός του εσωτερικού γέλιου όταν αυτό εκπορεύεται από την υστερόβουλη προσφορά της κτηνωδίας* ξεκίνησε να εκφράζεται δημοσίως, καταγραφόμενο στο λυτρωτικό πάπυρο της πλατείας, τον διάστικτο απ’ τα νέα λήμματα των ανθρώπων *επιδιώκομαι –πυρετόχαρος*, τα γλωσσικά συμπλέγματα *ανθοφορίατωνειρμών –σκύβαλοσεδιαμάντι*, τις ποιητικές τους εκφορές *υπνώττοντας αμφιλύκες –αποδύομαι το χύμα*, ώσπου την προσωρινή λύτρωση ακολουθούσε η νέα αισθηματική παραζάλη, φέρνοντας τις επόμενες ωδίνες της γλώσσας, τη νέα παραζάλη, τις επόμενες ωδίνες

Κι ήταν η λεκτική άνοιξη των αισθημάτων.

Σκοτεινά ιστορικά παραδείγματα σατιρίζονταν ανηλεώς από τους παιδαγωγούς. Όπως κάθε ανθρώπινο έργο που παραδίδεται μέσα από το δώρο της λήθης, ξένα έμοιαζαν τα αγάλματα, ακατανόητες οι γραφές, νηπιακά τα ήθη των προγόνων.
Καθώς όμως το παρελθόν εξασθενούσε, το μέλλον αποτραβιόταν, όπως το φως των αστέρων, στην ορατότητα του παρόντος.
Κι ήταν το παλιρροϊκό κύμα του αυριανού.

Θεατρικοί ήρωες αφηγούνταν ιστορίες του μελλούμενου κόσμου, ενώ οι άνθρωποι πλημμύριζαν τις αυλές και τα δώματα, χειροκροτώντας παιδιά που κρατούσαν νεόκοπες πάνινες κούκλες. Μια μουρμούρα καινούργιου τρέμιζε ολοένα τον τόπο και, καθώς οι αφηγήσεις χρονούσαν, κανείς δεν αμφέβαλε πως όσα επρόκειτο να συμβούν κατείχαν θέση συντελεσμένων σ’ ένα βαθύτερο στρώμα της μνήμης.

Επικράτησε τότε
το ρεύμα της Μελλοντικής Νοσταλγίας.

Δραματουργοί νοσταλγούσαν απώλειες που έπονταν, μελωδοί τραγουδούσαν τους θανάτους των αγέννητων,
ανάδρομοι εορτασμοί
χαράχθηκαν στους πίνακες
και σύσσωμοι οι άνθρωποι

το μέλλον τους γιορτάζαν.

Λίγο πριν το μεσημεριανό λάλημα του πετεινού, στο ναό στοιβάζονταν γονείς και παιδιά. Γαλήνη τότε περνούσε τη στέπα και χαμογελαστοί οι άνθρωποι τραβούσαν τα ρούχα απ’ τους διπλανούς, αργά-αργά, ολόγυμνα δέρματα, πάνω στον άμβωνα και στο τέμπλο, σκιαγμένα απ’ την τρεμάμενη λάμψη των κεριών.
Φτάνοντας σε κορύφωση τις μαραθώνιες ενώσεις, ραντίζοντας το γεννητικό αγίασμα στα πρόσωπα αλλήλων, κάθυδροι, ψελλίζοντας προσευχές, σεληνιασμένοι, εκλιπαρούσαν για τη σωτηρία του ανώτερου όντος *καλοδεχόμαστε τη λύτρωση –μικραίνει ο λαβύρινθος του αυτιού –ακούμε τους στεναγμούς Σου – τον λυτρωμό επιδίδουμε* ύστερα από το κοινώς αποδεκτό του σφάλμα να απαγορέψει την ηδονή, στρέφοντας τους ανθρώπους ενάντια στους ανθρώπους, κατά τις απαρχές της δημιουργίας.
Αφιερώνοντας δάκρυα στις πλανημένες ψυχές των προγόνων, εξιλέωναν τους χαμένους χρόνους, πατώντας τώρα στον άπλερο θάλαμο της νέας αμαρτίας. Ο ένας ανέβαινε στις πλάτες του άλλου. Κι όλα τα βλέμματα τρυπούσαν τον φεγγίτη, υψώνοντας μαιάνδρους που συμφύρονταν καθώς μεσουρανούσε η σελήνη.
Λίγο μετά τη νυχτερινή προσευχή, έπεφταν όλοι στα γόνοτα κι έκλειναν τα μάτια. Τα σάβανα του περασμένου κόσμου ράβονταν τότε απ’ τις βελόνες του ίδιου εφιάλτη. Όποιος ξυπνούσε με το πρόσωπο σκαμμένο από τον τρόμο, έρωτα έκανε στον διπλανό, χαράζοντας σπασμούς στου ύπνου το υπέργειο μνήμα. Μπολιάστηκε έτσι σπορά. Ονειρικά εξαγνισμένη. από την πρότερη φρίκη των ανθρώπων.


Κι ήταν αυτή της σάρκας η γαμική δοξολογία.

Τα «Χώματα», σημειώνει ο συγγραφέας, υιοθετούν οκτώ φόρμες γραφής, προσαρμοσμένες στις ισάριθμες μεταμορφώσεις της κοσμικής συνθήκης. Σπαράγματα μιας φόρμας αχνοφαίνονται εκεί που κορυφώνεται η προηγούμενη, έτσι ώστε κάθε παλιός τρόπος γραφής να σβήνει βαθμιαία μέσα στην αυγή του επόμενου. Παράλληλα, ένα νήμα αισθητικό (πεζοποιητική αφήγηση) και νοηματικό (ανθρωπογονία) τεντώνεται σε όλη την έκταση, διατηρώντας μια αίσθηση πάγιου κοσμικού χτύπου. Ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Σολωμός, η «Αποκάλυψη του Ιωάννη» με επηρέασαν γλωσσικά, ενώ ιδεακές επιρροές άσκησαν οι Ευριπίδης, Ντοστογιέφσκι, Χειμωνάς και, ένας σκηνοθέτης, ο Λαρς φον Τρίερ…

«Πηγαίναμε σαν να ήταν το μέρος αυτό γυρισμός των ανθρώπων. Μας τραβούσε μια έλξη και τα πόδια βάδιζαν χωρίς να βλέπουν τα μάτια. Κι ήταν ο τόπος όλων των νεκρών ανθρώπων. Μεγάλος, θεόρατος τύμβος. Και πιστέψαμε. Πως είναι το κάλεσμα των υπόγειων νεύρων που οδηγούσαν το πέλμα. Φτάσαμε όλοι την ώρα που είχε ανέβει ψηλά η σελήνη. Οι τόποι και τα δέρματα και τα μάτια. Σαν μια σύγκλιση καταιγίδων. Αλλά γαλήνια. Αλλά υπέροχη. Φύλλα σε δίχτυ που ’κλεινε γύρω κι από μέσα εμείς. Και κάτω από μας ένα απέραντο σπείρωμα μ’ ατέλειωτα νεύρα…

Η κορφή του σαν τραγίσιο κεφάλι. Κι από πάνω το χιλιόχρονο ρόδο. Και στα μέσα του κατέβαινε ένα χωνί, όλο πιο λεπτό, φουσκώνοντας κι αδειάζοντας σαν απ’ τον ίλιγγο μιας ενέργειας που δεν ξαποσταίνει γιατί από αυτήν μηρυκάζει ο κόσμος. Τη φανταζόμασταν κατακλυσμένη. Λευκά παρακλάδια σε κόκκινο χώμα. Και την αισθανόμασταν να παφλάζει. Άνοιγε λίγο το φτέρωμα και τα πτερύγια τρεμόπαιζαν μέχρι την άσπρη ουρά της, Ήταν μια μήτρα στο σχήμα του ζώου. Θαμμένη στους παλιούς σκελετούς των ανθρώπων…» [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]  

Κι όλοι πίστεψαν πως σώθηκε τ’ απάνθρωπο έρμα στις φλέβες της μέσα
Ξεχώρισαν τότε τα όνειρα από τα όνειρα, τα λόγια από τα λόγια, οι σκέψεις απ’ τις άλλες σκέψεις. Αισθανόμασταν τον παλμό απ’ όλα τα όργανα. Δεν μυρίζαμε όμως τη μυρωδιά του πυθμένα. Μύριζε τώρα ο καθένας τον αχνό του δικού του ζώου και το φώναζε στους άλλους σαν από λύπηση για να το διώξει. Μύριζα εγώ το δικό μου ιδρωμένο τομάρι του χοίρου και το φώναζα μες στα ζώα των άλλων κι έκλαιγα που κανείς δεν γινόταν να μυρίσει το ίδιο κι έκλαιγα πάλι που κανείς δεν μπορούσε ν’ ακούσει. Ώσπου έπαψα πια ν’ ακούω τις φωνές και τα ζώα και το κλάμα των άλλων Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Δημήτρη Τανούδη ΧΩΜΑΤΑ, Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου