Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

ΠΛΕΕΙΣ ΠΙΑ ΜΕΣ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΦΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΡΟΥΧΑ ΕΝΩ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΟΥ ΣΦΙΓΓΕΙ ΤΗ ΖΩΝΗ (αλλά όταν ψιχαλίζει εδώ κάτι μου λέει πως είναι δάκρυα νεκρών που έχω ξεχάσει)

«Δοκιμές νάρκης του άλγους εν Φαντασία και Λόγω» είναι για τον Καβάφη οι συφοριασμένες προσπάθειες των ποιητών να πνίξουν τη μελαγχολία τους στα… ποιήματα που γράφουν. 

«Εν φαντασία και λόγω», ήταν και ο τίτλος της πρώτης συλλογής του Γιάννη Βαρβέρη, με τον  οποίο ίσως, από το 1975 προ-οικονομούσε κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του και την ποιητική συγγένεια του με τον Αλεξανδρινό.

 Έτσι πορεύτηκε ο ποιητής στις περίπου τέσσερις δεκαετίες της συγγραφικής του πορείας.

Από το στοίχημα των λέξεων αποζητούσε ό,τι όρισε ο Καβάφης ως κάθαρση στο εμβληματικό πια ποίημά του «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.»:

«Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,

που κάπως ξέρεις από φάρμακα·

 νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω…

Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,

που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή»…

 

«Φάρμακο» εξοικείωσης με την ιδέα του θανάτου αναζητούσε μια ζωή με την ποίηση του  ο Γιάννης Βαρβέρης.

Σταχυολογούμε σκόρπιους στίχους που υπογραμμίζουν αυτή την εμμονή: 

 «Αν έρθετε στην κηδεία μου   θα ‘ρθω κι εγώ στη δική σας»,

«Ζούμε καλά    σ’ αυτό το απόμερο νεκροταφείο»,

«Στην υγειά σας    πεθαμένοι…» και 

«Μου είπε επί λέξει:

 – Άμα πεθάνω    πώς θα ζήσω    χωρίς εσένα;»…

 

«Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΕΝ ΠΙΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ και η  ΓΚΑΦΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ, είναι δυο ποιήματα του Βαρβέρη που αξίζει να αναφερθούν ξεχωριστά, μια και αποτελούν την καλύτερη απόδειξη αυτής της εμμονής στο θέμα του θανάτου:  

 «Ήμασταν λέει καθισμένοι κι οι τρεις όπως παλιά,

σ’ ένα καλό εστιατόριο Κυριακής.

Μεσημέρι κι η μητέρα μου είχε τη σημερινή της ηλικία

 που δεν γνωρίζω ακριβώς,

πάντως άνω των εβδομήντα,

εγώ δε μια αδιάφορη, ας πούμε πάλι τη σημερινή.

Όμως ο πατέρας ήταν κάπως πιο νέος από κείνην,

ενώ μου είναι γνωστό το αντίθετο.

Το εστιατόριο με πολλή κίνηση αλλά χωρίς φασαρία

και μπροστά μας ήδη σερβιρισμένα τρία πιάτα

που όμως δεν είχαμε παραγγείλει.

Πήρα εγώ το συκώτι, ο μπαμπάς το φιλέτο

κι έμεινε για τη μαμά μια μερίδα αρνάκι.

– Το αρνάκι βλάπτει, πάρ’ το εσύ καλύτερα

που είσαι πεθαμένος, είπα στον πατέρα μου.

Με κοίταξε όπως κοιτάζουν οι νεκροί και ξυπνάς» (ΓΚΑΦΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ)

 

 «Χθες είδα πάλι στον ύπνο τον πατέρα.

Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.

Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.

–Είσαι καλά; του λέω.

–Καλά, καλά, και μου ’πιασε το χέρι.

–Άντε στην υγειά σου, είπε.

Σήκωσε το ποτήρι, τσούγγρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.

–Δεν πίνεις, ρώτησα.

–Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω»

 

Κοινός τόπος, λοιπόν, ότι ο Γιάννης Βαρβέρης συνομίλησε στα ποιήματά του πολύ με τον θάνατο…

Είδε, ωστόσο, όπως εύστοχα σημειώνει σ’ ένα κριτικό σημείωμα ο Παντελής Μπουκάλας, και μέτρησε τον θάνατο σαν τμήμα αχώριστο της ύπαρξης,

ανασκευάζοντας έτσι (τουλάχιστον κατά το δεύτερό του ήμισυ) το στίχο του Γ.Θ. Βαφόπουλου:

«Ο θάνατος υπάρχει. Είναι ο μεγάλος πατέρας  

που μας φύτεψε στη μήτρα της ανυπαρξίας»!..

 

Έξω από την επίμονη, ανυποχώρητη, συνεχή και αδιάκοπη ενασχόλησή του με τον θάνατο, εμφανή είναι κι άλλα  λίγο-πολύ «καβαφικά» χαρακτηριστικά στην ποίησή του όπως:

καταλυτική ειρωνεία, αυτοσαρκασμός και χιούμορ, ευαισθησία και υποδόρια τρυφερότητα και η διαρκής κίνηση του στίχου μεταξύ «καθησυχαστικού ρεαλισμού και αιφνιδιάζουσας φαντασίας»

[διπλό ΚΛΙΚ για άλλα σχόλια στα αντιπροσωπευτικά ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη που αναδεικνύουν το θέμα του θανάτου και όχι μόνο]  




Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΧΕΙ ΠΟΛΛΑ ΠΟΔΑΡΙΑ

Ο θάνατος έχει πολλά ποδάρια   ο άνθρωπος μονάχα δύο

Μ’ αυτά τα δυο βάλθηκα να ψάχνω

σαρανταποδαρούσες στους αγρούς.

Τραπέζια και καρέκλες κι έπιπλα μετά

άρχισα να τα ψηλαφώ να τα υποπτεύομαι   να γίνομαι γελοίος.

Κατέληξα στα γήπεδα σε αγώνες δρόμου

νύχτες σε ντισκοτέκ  σε πατσατζίδικα  να ψάχνω ποδαράκια.

Όμως δεν έχω παρά μόνο δύο

που απόκαμαν και γύρισα στο σπίτι.

Δεν πα’ να ’ναι κουτσός ή και χταπόδι

ή να τσουλάει στο αναπηρικό.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου κι εγώ

ενώ τον ύπνο μου νανούρισες γλυκύτητα

μέσα γαζώνοντας   στην πατρογονική μας ραπτομηχανή ποδός

 

ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΑΡΙΟΝΕΤΤΕΣ

Ο Γιάννης Βαρβέρης (1935-2011) ανήκει στη λεγόμενη γενιά του  ’70, με την οποία, όπως εύστοχα σημειώνει η Ευτυχία- Αλεξάνδρα Λουκίδου, «αρχίζει να εμφανίζεται ένα καινούργιο, εντελώς πρωτοποριακό ύφος, που ταράζει τα λιμνάζοντα νερά μιας σχεδόν εξαντλημένης ποιητικής γλώσσας…». Κύρια χαρακτηριστικά αυτού του νέου ύφους είναι μια διάθεση καγχασμού, η τάση για αμφισβήτηση και οι τολμηρές εκφραστικές υπερβάσεις, στοιχεία που συναντούμε σε μεγάλο βαθμό και σε προηγούμενος ποιητές, όπως ο Θωμάς Γκόρπας και ο Ανδρέας Αγγελάκης αλλά και σε επόμενους, όπως ο Αργύρης Χιόνης, η Βερονίκη Δαλακούρα και ο Γιώργος Μαρκόπουλος.  Σ’ ένα τέτοιο κλίμα, πιστεύει η Λουκίδου, ότι βλάστησε η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη, η οποία όμως πίσω από ένα στρώμα ειρωνείας και σαρκασμού κρύβει και μια  σπάνια ευαισθησία που συγκινεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, «το τρομακτικό στη σύλληψή του και συγκλονιστικό στην απόδοσή του ποίημα ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ, όπου ο ποιητής απευθύνεται στη μητέρα του με μια σκληρότητα που δεν είναι παρά μια μεταμφιεσμένη τρυφερότητα… Αλλά ο καλύτερος Βαρβέρης βρίσκεται εκεί όπου ο καταπιεσμένος λυρισμός του κατορθώνει να ξεγλιστρήσει προς τα άνω και να δώσει τη δική του χροιά, με κορυφαίες στιγμές τα ποιήματα τα σχετικά με τον πρόωρα χαμένο πατέρα του…» (Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Γιάννης Βαρβέρης Θέατρο σκιών κι άλλες μαριονέτες):     

 

ΕΛΑ ΓΙ’ ΑΠΟΨΕ

Φρόντισα όσο έπρεπε το ντεκόρ.

Στον καναπέ και στις καρέκλες

εξώφυλλα των δίσκων νεκροζώντανες   οι δόξες του ’50.

Δυο τρεις αφίσες από κέντρα του καιρού

κι ήδη στο στέρεο

μα παπιγιόν δυο πλήκτρα ο Γιάννης Σπάρτακος.

Απέναντί του ο ξύλινος παλιός καλόγερος

με τ’ άσπρο σου λινό κοστούμι

τη μεταξωτή γραβάτα σου δεμένη στο κολάρο

το μαντίλι στο τσεπάκι.

Κι ανοίγω την τζαμόπορτα:

 

Έξω φυσάει κι είναι κρύο κι είναι μπόρα

Πού να ’σαι αλήθεια το βράδυ αυτό

Απόψε μου λείπεις μου λείπεις πολύ

Θα καθόμουνα πλάι σου

Κοντά στο τζάκι με φιλιά να σε κοιμίσω

Ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά.

 

Ακούς, μ’ ακούς    Πατέρα;

Έλα γι’ απόψε μόνο απόψε λίγη ώρα [ από τη συλλογή ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ, 1991]

 

Η ΕΜΜΟΝΗ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Μπορεί εύκολα, λοιπόν, να παρατηρήσει κανείς ότι ο Γιάννης Βαρβέρης με άμεσο ή έμμεσο τρόπο επανέρχεται σε πολλά ποιήματά του (σ’ όλες σχεδόν τις συλλογές) στο θέμα του θανάτου. Είναι σαν να συμμετέχει σ’ ένα παιχνίδι αναμέτρησης μαζί του και, παρόλο που οι όροι είναι άνισοι και εκ των προτέρων προδιαγεγραμμένοι εις βάρος του, διατηρεί μια αξιοπρεπή αταραξία και μια νηφαλιότητα εξιδανικεύοντας τρόπον τινά την βέβαιη ήττα. Έτσι, συμπεραίνει η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου «η αγωνία του φθαρτού να μην αποσπαστεί από τη ζωή, καθώς και η απελπισμένη αντίσταση στη βίαιη αποκόλλησή του απ’ όσους αγαπήθηκε, εκβάλλουν σ’ έναν ιδιότυπο σπαραγμό, όταν η μοίρα αρνείται να του επιτρέψει την όποια σκηνοθετική παρέμβαση»…

«Πρόκειται για μια εντυπωσιακή σύλληψη, όπου ενώ οι ρόλοι αλλάζουν, εντούτοις τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου δεν καταργούνται αλλά μετατίθενται σ’ ένα χρόνο που θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς, χρησιμοποιώντας όρο του Άθου Δημουλά, ως το «παρελθόν του μέλλοντος» (Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου):

 

ΠΑΙΖΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ

Ξαπλώνω απόψε πάλι στη μεριά σου.

 

Και με φωνάζω από το διπλανό δωμάτιο

μ’ αγκαλιάζω με φιλάω

είμαι περήφανος για τους βαθμούς σου

το Σάββατο θα πάμε σινεμά   την Κυριακή θα φάμε έξω

και σε σφίγγω στη σκιά μου

αυτήν που έχω στους πνεύμονες

και θα σε προλάβουν

μονάχα μην υποπτευθείς

(έχει εσοχή εδώ) γι’ αυτό   ανάβω και τσιγάρο:

-Μπαμπά, πάλι τσιγάρο;   μ’ ακούω να λέω

αλλά δεν ξέρω πια   ποιος απ’ τους δυο καπνίζει

και ποιος κλαίει [από τη συλλογή ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ 1996]

 

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ και ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΘΕΜΑΤΑ

Ο Χρίστος Παπαγεωργίου σχολιάζοντας συνολικά την ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη  έχει τη γνώμη ότι μ’ αυτήν έχουμε την εκτέλεση ενός συμβολαίου προς κάποια συγκεκριμένα βιώματα που σφράγισαν τον ποιητή από παιδί μέχρι την ωριμότητά του.  Πιστεύει, δηλαδή, ότι με βαθιά συνέπεια σε ό,τι έγραφε ο Βαρβέρης, «έγινε ένας ποιητής που εφόρμησε στα δύσκολα, που κολύμπησε στα βαθιά με πλήρη συναίσθηση του εγχειρήματος».

Έτσι, για παράδειγμα, στην ποιητική συλλογή ΣΤΑ ΞΕΝΑ (2001), ασχολείται με τον νεκρό, τον ξένο, τον άστεγο, τον ανέστιο, τον μετανάστη, τον εξόριστο, τον άπατρι, με μια τρομερή προοδευτικότητα, που του χαρίζει τον τίτλο, χωρίς πολλή σκέψη, του πνευματικού ανθρώπου, του διανοούμενου. Πολύ πριν κοινωνιολόγοι, πολιτικοί, ερευνητές, επιστήμονες, αναλύσουν το φαινόμενο της μαζικής φυγής ατόμων από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους και της άφιξής τους στην πολιτισμένη Δύση, ο Βαρβέρης γράφει, συνυπολογίζοντας πράξεις και απόψεις, ενέργειες και ιδέες, τέλος, προαπαιτούμενα και συνθήκες.. Λέει, για παράδειγμα, ο ποιητής:

 

ΣΧΟΙΝΑΚΙ

Ήμουν μικράκι   κι όλο έκανα σχοινάκι.

Πηδούσα χαρωπά από τον ένα

στον άλλο και στον άλλο ήχο

ψηλά με το σχοινάκι είχα το νου

αλλά το άφησα

μου έπεσε   στη μέση του ουρανού.


Τώρα ήχο - ήχο
στη στρατόσφαιρα   στα αζήτητα
το σκοινάκι   πήρε μαζί του
και τη βαρύτητα.   (από τη συλλογή ΣΤΑ ΞΕΝΑ 2001)

 

Στη συλλογή ΠΕΤΑΜΕΝΑ ΛΕΦΤΑ  (2005) έχουμε, σύμφωνα με το Χρίστο Παπαγεωργίου, ένα σύνολο ποιημάτων που τροφοδοτεί τη φαντασία σε σχέση με μια πραγματικότητα ανυπεράσπιστη στα μηνύματα των καιρών, με μια καταγραφή, που στόχο έχει την πλήρη, από πλευράς ευαισθησίας, ανθρώπινη υπόθεση. Κυρίαρχη θέση σ’ αυτή την ανθρώπινη υπόθεση έχει βέβαια το σώμα. Αυτή η εντρύφηση του Βαρβέρη στου σώματος τις περιπέτειες αποτελεί, σύμφωνα με την κριτική της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, «ένα ακόμα στάδιο μιας από καιρό αρχινημένης διαδικασίας απογύμνωσης, κατά τη διάρκεια της οποίας συντελείται μια γενναία αντιμετώπιση του θανάτου, ο οποίος αποσπά από τη ζωή μας ό,τι αθόρυβα και τόσο φυσικά ως τώρα την ακολουθούσε…»

 

ΠΥΡΑΣΦΑΛΕΙΑ

Θρονιάζεται καμιά φορά   η βλάστηση στο σώμα.

Χαμογελάει αυτό ξανά, σαν το μωράκι

που του δείχνουν κουδουνίστρα.

Σκεβρωμένα ξύλα   τα διαπερνά μια ζέστη

επιφυλακτική:

το δάσος να ευφρανθεί   όσο του αρμόζει.

 

Μιλώ για βλάστηση έμπειρη.

Ξέρει καλά

πού οι δροσιές    οι σκιές   τα ποτισμένα.

Βαδίζει σαν τον κηπουρό, τον αγροφύλακα.

 

Η οποία   ξεπρασινίζει αθόρυβα

μόλις τα σώματα ανακάθονται σε περισυλλογή

-σχεδόν μετάνοια (από τη συλλογή ΠΕΤΑΜΕΝΑ ΛΕΦΤΑ 2005)

 

«ΕΧΩ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΖΩ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΧΩΡΙΣ ΒΑΚΤΗΡΙΕΣ, ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΘΑΥΜΑ»

Στη συλλογή Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ (2009), το μοναδικό θέμα ποιητικής επεξεργασίας είναι η εμμονή του ποιητή με τη θρησκευτικότητα. Ιερά βιβλία, παραβολές, ευαγγέλια, χριστιανική παρακαταθήκη έρχονται στο προσκήνιο όχι ως πίστη του δημιουργού στην αοριστία των κειμένων, αλλά ως μεγάλη εντύπωση και παρρησία σε ένα σύνολο απόψεων, που εν συντομία αποκαλούμε «θρησκεία».

Ο «αφηγητής/ ήρωας» στην ποίηση του Βαρβέρη, σύμφωνα με τη Χρύσα Σπυροπούλου, είναι μόνος, εξόριστος, ξένος μέσα στην ίδια του την πόλη κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά, μια αίσθηση, η οποία επιτείνεται στις συλλογές Στα ξένα, Πεταμένα λεφτά και  Ο άνθρωπος μόνος. . 
«Έχω ανάγκη να ζω αξιοπρεπώς χωρίς βακτηρίες, χωρίς το θαύμα», είπε χαρακτηριστικά στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του στο Μέγαρο Μουσικής, τον Φεβρουάριου τ
oυ 2009. Τα λόγια αυτά εκφράζουν απολύτως, αλλά και ερμηνεύουν ιδιαιτέρως τη συλλογή του Ο άνθρωπος μόνος. Ακόμη και ο τίτλος προοικονομεί και σηματοδοτεί τη στάση του ποιητή σε θέματα που σχετίζονται με τη θρησκεία και εν προκειμένω τη χριστιανική. Επιλέγει, μάλιστα, κείμενα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και «συνομιλεί» με αυτά, αντιστρέφοντας την παραδεδομένη ερμηνεία τους. Με συγκρατημένη ειρωνεία, με κορυφώσεις ή και ανατροπές, ειδικά στο τέλος κάθε ποιήματος, ο Γιάννης Βαρβέρης ανατρέπει τις βεβαιότητες, που πηγάζουν από την αδυναμία του ανθρώπου να αποδεχτεί το «κενό», τον αφανισμό του μετά τον θάνατο. Αμφισβητούνται οι αλήθειες, οι οποίες διακηρύσσονται μέσω των ιερών βιβλίων, ενώ τονίζεται η αμφιβολία για κάθε τι που ερμηνεύει την ύπαρξη. Με Καβαφική ειρωνεία ενίοτε πλήττεται η πίστη στο θαύμα, απομυθοποιείται το μεταφυσικό δέος, καταρρίπτεται η πεποίθηση ότι μέσω της θρησκείας, και συγκεκριμένα του χριστιανισμού, γνωρίζει κανείς κάθε τι που έχει σχέση με την ύπαρξη, τη βιολογική και συναισθηματική σύνθεσή της, τη γέννηση και τον θάνατο.

Εκείνος που επιλέγει να ζήσει χωρίς στηρίγματα και βακτηρίες είναι «γενναίος»:

 

ΓΟΛΓΟΘΑΣ

Εδώ απ’ το ίσωμα    σας βλέπουμε και σας πονάμε

χρόνια και χρόνια ν’ ανεβαίνετε.

Κι όσο ανεβαίνετε

τόσο από το σταυρό   η απόστασή σας μεγαλώνει

μα κι η χαρά   για την ακόμα πιο σκληρή δοκιμασία.


Εκεί απ' την ανηφόρα
ούτε μας βλέπετε ούτε μας πονάτε
που ανεβαίνουμε   σχεδόν γενναίοι
στο πιο απόκρημνο ίσιωμα
δίχως σταυρό   και δίχως λόφο. (από τη συλλογή Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ 2009)

ΕΝΑΣ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΜΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ

Η συλλογή ΒΑΘΕΟΣ ΓΗΡΑΤΟΣ (2011) είναι ένας ατέλειωτος διάλογος του ποιητή με την αληθινή του μητέρα, που υπέργηρη δέχεται τα ποιητικά βέλη του γιου της χωρίς αντίδραση, μιας που ο ίδιος έχει στρέψει το δόρυ πρώτα στον εαυτό του. Χωρίς συστολή ο ποιητής συνδιαλέγεται ειρωνικά, περιπαικτικά, με θυμό, με αγάπη όμως, με απρόσμενα ποιήματα και λεκτικά σχήματα, με τη μητέρα του, χωρίς απ' ό,τι αντιλαμβανόμαστε να της απευθύνει τον συγκεκριμένο λόγο. Θέσεις όπως η σχέση μάνας-γιου, τα γηρατειά, ο θάνατος που επέρχεται, τα παιδικά χρόνια, οι ευθύνες των γονιών και άλλα πολλά έρχονται στο προσκήνιο με μια απίστευτη ελαφρότητα, που ισοπεδώνει τη ρεαλιστική προσαρμογή. Η συλλογή  Βαθέος γήρατος, σαφέστατα η καλύτερη του Βαρβέρη, πρέπει όχι απλώς να διαβάζεται, αλλά επιπλέον να διδάσκεται, να συζητιέται, να αναλύεται, να γίνεται αντικείμενο ώσμωσης και κριτικής.

 

ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟ Ι και ΙΙ

Όταν μπορώ   χωρίς να σε ρωτήσω

πετάω πράγματα   μικρής αξίας

που κάποτε θα σε θυμίζουν,

 

Έτσι κι αλλιώς   εφόσον ζεις

αν σου ’λεγα το λόγο

θα ’χες συμφωνήσει.

 

Περνάει κάθε μέρα   από το δρόμο μας

ο ίδιος σοφός παλιατζής.

 

Κανένας δεν του έχει πει

κι όμως   διαφημίζει αυτά που θα πάρει!..

 (από τη συλλογή ΒΑΘΕΟΣ ΓΗΡΑΤΟΣ 2011)

 

ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΔΕΝ ΘΑ ’ΧΩ ΠΡΟΛΑΒΕΙ ΝΑ ΔΩ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΑΦΑΛΟ ΤΟ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΠΟΥ ΠΗΡΕΣ:

Ο Γιάννης Βαρβέρης μπορεί να ανήκει στην γενιά του '70 και να έχει κοινά στοιχεία με άλλους ποιητές της, όπως τις υπερρεαλιστικές καταβολές και την «εμμονή» στον θάνατο και το κενό, ωστόσο έχει πολλά χαρακτηριστικά που κάνουν τη φωνή του ξεχωριστή. Κι αυτά δεν είναι άλλα από το πικρό χιούμορ, την ειρωνεία, τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό, την αυτοαναίρεση, καθώς οι θέσεις, οι οποίες εκφράζονται, υποσκάπτονται από το διαφορετικό, το αντίθετο, που προτείνονται ταυτοχρόνως είτε μέσα στο ίδιο ποίημα είτε στην ίδια συλλογή, και έτσι όλα στο ποιητικό  σύμπαν του Βαρβέρη είναι τόσο ρευστά όσο η κινούμενη άμμος ή η ίδια η ζωή. Το πιο σημαντικό όμως στην ποίησή του, σύμφωνα με τη Χρύσα Σπυροπούλου,  είναι η αυθεντικότητα και η άμεση επικοινωνία με τον αναγνώστη, ακόμη και με τον λιγότερο υποψιασμένο. Γιατί ο Βαρβέρης, συνεχίζει η κριτικός,  δεν κατασκευάζει έναν ψεύτικο κόσμο, απομακρυσμένο από αυτόν που σκέφτεται και αισθάνεται ο ίδιος, αλλά ό,τι γράφει αναδύεται από τις πιο πηγαίες πλευρές του.

Με απλά μέσα και εξωτερικές αναφορές στην αρχή,  ο λόγος εισέρχεται σιγά-σιγά σε πιο εσωτερικά ή ατομικά ζητήματα: αυτά της μοναξιάς, της μνήμης, του έρωτα, του σώματος, του κενού, του θανάτου. Θέματα που μολονότι επανέρχονται στις ποιητικές συλλογές του Βαρβέρη, ωστόσο πάντα είναι ιδωμένα κάτω από καινούργια ματιά και σκοπιά, με πρωτοτυπία δοσμένα, έτσι ώστε να αποφεύγεται η μονότονη «φούγκα» και να διαγράφεται η πορεία της ωριμότητας του ποιητή μέσω διαρκώς ανανεούμενων εικόνων και κόσμων που στην ουσία έχουν την ίδια υφή, αυτήν από την οποία είναι φτιαγμένα τα όνειρα.

Ο άνθρωπος είναι μόνος, υποστηρίζει ο ποιητής. Και εννοεί φυσικά την υπαρξιακή μοναξιά, τη σχέση του με το σύμπαν και την καταγωγή του. Και είναι μόνος ο άνθρωπος είτε το γνωρίζει ο ίδιος είτε όχι. Μόνος εντέλει είναι κι εκείνος που έχει ψευδαισθήσεις σχετικά με το νόημα της ζωής, με την προδιαγεγραμμένη ερμηνεία για την προέλευση και τις αρχές της φύσης, τον καρπό της φανταστικής προσέγγισης των πραγμάτων σε συνδυασμό με κανόνες ηθικούς και κοινωνικούς. Όποιος, όμως, δεν απαλύνει τους καθημερινούς φόβους του, το υπαρξιακό του δέος καταφεύγοντας στην ευκολία της έτοιμης και αδιαμφισβήτητης εξήγησης των πάντων, αγωνίζεται μόνος να δώσει νόημα και περιεχόμενο στη ζωή του. Άλλωστε, ο τρόμος για τον επικείμενο θάνατο στρέφει τον άνθρωπο στην πίστη, καθώς η δημιουργία του κόσμου του φαίνεται ανεξήγητο γεγονός, ενώ το ελπιδοφόρο μήνυμα, που μεταφέρει η ανάσταση του Λαζάρου, αλλά και του ίδιου του Χριστού, τον ανακουφίζει από τις αγωνίες και το άγχος για το «επέκεινα»: «Ενώ Εσύ, ιδανικός Εσύ μες στην ανάστασή Σου/ οριστική, γεμάτη δόξα κι ύμνους όπου γης/ ποτέ δε σκέφτηκες τι απέγινε/ ο υπό αίρεση και προθεσμία αναστημένος Σου... Τώρα σε τι Δευτέρα Παρουσία να πιστέψω/ σε τι ανάσταση νεκρών/ ανάμεσα σ' εξαίρεση ζωής/ και στον κανόνα του θανάτου;/ Και τέλος πού να βρω δύναμη προτού πεθάνω να πεισθώ/ ότι στ' αλήθεια και για πάντα θα πεθάνω;» (Ο Λάζαρος μετά το θαύμα)

Σπουδή θανάτου και ανυπαρξίας η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη προσφέρει στον αναγνώστη όχι μόνο εικόνες, αλλά ιδέες που απευθύνονται περισσότερο στον νου παρά στο συναίσθημα.

 

ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Ο ΤΙΜΩΡΟΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΤΟΥ

Το καλοκαίρι η νύχτα πέφτει   απάνω σου
γυναίκα ιδρωμένη κι απρόσεχτη.
Νύχτα όπως νύστα. Νύστα και νικοτίνη.
Νύχτα λοιπόν θα πει
ένα τάλιρο που σου 'πεσε στην Γ' Σεπτεμβρίου
κι ευθύς και μ' εκατόν σαράντα
το κάναν τ' αυτοκίνητα   ένα με την άσφαλτο.
Στη Χέυδεν στη Φερρών
οι νάιλον επιβάτες περιμένουν να επιβιβαστούν
στα σκουπιδιάρικα.
Για μια στιγμή στον αέρα
υπερισχύουν τα πορτοκαλόφλουδα   κι ελπίζεις.
Λες, τώρα θα κάνουμ' έρωτα   σε κήπο εσπεριδοειδών.
Μετά, η άπνοια πάλι.
Ώσπου διέρχεται θεία παιδίσκη
κι είναι γκοφρέ κι είναι σοκολατόχρους
κι όλο το βράδυ εσύ παιδεύεσαι
να σκίσεις το περιτύλιγμα.

Έτσι ξεχνάς το δόλιο τάλιρό σου - και καλύτερα.
Οι κότες που έσκαψαν καταμεσής του δρόμου   με το νυχάκι τους
καμιά δε γλίτωσε.
- Πετάχτηκες Ανδρέα εσύ   Ραλίστα τιμωρέ,
εσύ με τη φρενιτιώδη Τζάγκουαρ
και τις διαμέλισες [από τη συλλογή ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ ]

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ, ΕΝΑΣ ΜΗ ΕΚΔΡΟΜΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ (αποσπάσματα από ένα κριτικό σημείωμα του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου):

Ο θάνατος μπαινοβγαίνει ελεύθερα στα ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη από το πρώτο του κιόλας ποιητικό βιβλίο, το Εν φαντασία και λόγω, του 1975, μέχρι και το τελευταίο του, τα μεταθανάτια Ζώα στα σύννεφα, του 2013. Συντάσσω κάθε πρωί ευάρμοστα το θάνατό μου / τον στοιχειοθετώ τον παρεμβάλλω σ’ όλους τους χώρους / τον εσωκλείω σε φακέλους τον στρίβω τσιγάρο / τον πυροδοτώ, διαβάζουμε στην πρώτη του εκείνη συλλογή και ό,τι ακολούθησε επιβεβαιώνει απολύτως την προγραμματική δήλωση του μόλις εικοσάχρονου τότε ποιητή. Γιατί ο θάνατος μεταμορφώνεται, αλλάζει όψη παίρνοντας ποικίλες μορφές και επισκέπτεται συστηματικά τόσο τον ίδιο όσο και τους πρωταγωνιστές των ποιημάτων του. Αφού ο θάνατος έχει πολλά ποδάρια· / ο άνθρωπος μονάχα δυο.

Συχνά είναι ένας πανταχού παρών ανώνυμος θεός που σημαίνεται με το κεφαλαίο γράμμα της αντωνυμίας που τον δηλώνει: Εσύ, Σου, Εσένα. Επισκέπτεται τους θνητούς, τους χτυπάει ακαριαία ή κάνει παρέα μαζί τους, τους αφήνει να γυρίζουν γύρω του, να παίζουν με αυτόν, να ξεθαρρεύουν· η κατάληξη είναι γνωστή σε όλους: Μια ζαριά εγώ / μια Εσύ / μια εγώ / μια τα συντρίβεις μ’ ένα κρακ – // και με κοιτάς στα μάτια. Άλλοτε,  κυρίως στα ποιήματα της πρώτης περιόδου του ποιητή, εμφανίζεται με τη μορφή της Σαλώμης, του γιγαντιαίου Γκιούλιβερ, του Μπεν Χουρ, κάποτε μοιάζει να είναι ο κόμης Δράκουλας, να είναι ένας χαρτοπαίκτης ή να παίρνει τη λευκή και παγερή μορφή του χιονιού, ακόμα και της απόψυξης!..

H πλέον συνήθης, ωστόσο, περίπτωση στα ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη είναι να μην εμφανίζεται ο θάνατος αυτοπροσώπως ή, έστω, μεταμορφωμένος, στα μάτια των ζώντων, αλλά σκόπιμα και κατ’ επανάληψη να συγχέονται τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου, έτσι που ζωντανοί και πεθαμένοι να συναντιούνται, να κουβεντιάζουν, να συναγελάζονται, να αλλάζουν αναμεταξύ τους συνήθειες, ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Άλλοτε, όπως στην «Γκάφα σε όνειρο» που ήδη είδαμε, οι νεκροί επιστρέφουν, χωρίς κανείς να εκπλήσσεται, στον κόσμο των ζωντανών, στα όνειρα ή στη φαντασία του ποιητή. Άλλοτε πάλι συνεχίζουν να διάγουν έναν σχεδόν φυσιολογικό βίο και μετά τον θάνατό τους, φρέσκοι νεκροί που τίναξαν με δύναμη / τα χώματα από πάνω τους, σαν τίποτε να μην έχει αλλάξει.

Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Βαρβέρης αντιμάχεται τον θάνατο και την απώλεια των αγαπημένων προσώπων: επιχειρεί να τον εξανθρωπίσει, να τον κάνει οικείο στον αναγνώστη και, πρωτίστως βέβαια, στον ίδιο τον εαυτό του. Με ιδιοφυή σαρκασμό και τολμηρό μαύρο χιούμορ φέρνει τον θάνατο στα μέτρα μας, δίπλα μας. Οι νεκροί του δεν είναι πια οι νεκροί της πολιτικής ποίησης που κυριάρχησε στην Ελλάδα μέχρι σχεδόν τη δεκαετία του 1970. Δεν έπεσαν στο πεδίο της μάχης για την πατρίδα, δεν έδωσαν τη ζωή τους για το κόμμα και για την επανάσταση ή ενάντια στην επανάσταση. Είναι πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντος του ποιητή, φίλοι και συγγενείς, συνοδοιπόροι, ηλικιωμένοι και συνομήλικοι, που συνεχίζουν να τον επισκέπτονται, σε μιαν απέλπιδα προσπάθεια να αλλάξει το παρελθόν που σήμανε την έξοδό τους από τον κόσμο των ζώντων. Επείγει ό,τι δε γίνεται, θα πει ο ποιητής, ν’ αλλάξω παρελθόν

Κι είναι αυτός ο τρόπος του να αντιμετωπίσει τον θάνατο – τον θάνατο των άλλων και τον δικό του αναπόφευκτο θάνατο. Η στάση αυτή, ο ηθικός αυτός κώδικας που μοιάζει να υιοθετεί ή να προτείνει ο Γιάννης Βαρβέρης, περιγράφεται με τη μεγαλύτερη ακρίβεια και δύναμη στο ποιητικό του βιβλίο με τον τίτλο Ο κύριος Φογκ, το οποίο κυκλοφόρησε το 1993.

Η θέση και η σημασία του βιβλίου αυτού είναι από πολλές απόψεις καίρια μεταξύ των έργων του Γιάννη Βαρβέρη, όπως έχει και ο ίδιος σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη δηλώσει… Δεν είναι εξάλλου μια συνηθισμένη συλλογή ποιημάτων αλλά μια ποιητική σύνθεση με ενότητα και συνοχή, με αρχή, μέση και τέλος. Κυρίως όμως περιγράφει αυτό που ήδη είπαμε, τον ηθικό κώδικα που μοιάζει να υιοθετεί ο ίδιος ο ποιητής στη ζωή του και να προτείνει στους αναγνώστες του. Πρόκειται για ένα «έπος αναχωρητισμού και αξιοπρέπειας», σύμφωνα πάλι με τη διατύπωση του ίδιου του δημιουργού.

Ο Φιλέας Φογκ, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν Ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα ημέρες, δεν ταξιδεύει πια βιαστικός στον κόσμο, αλλά έχει πιάσει θέση σε μια βαθιά πολυθρόνα μπροστά στη θάλασσα και ασκείται στη σιωπή και στην αναπόληση: Χειμώνα καλοκαίρι / καθότανε στην πολυθρόνα του· / γάντια, καπέλο, μπαστούνι. / Φορούσε δε μια ρομπ ντε σαμπρ / σε χρώμα παρελθόντος. Τα γεγονότα του κόσμου πια δεν τον αναστατώνουν, οι νεκροί του, τα τοπία του πλανήτη, τα βιβλία, οι μουσικές, οι φίλοι και οι εχθροί, ο ίδιος ο θάνατος τον επισκέπτονται χωρίς να ταράζουν τη γαλήνη του. Οι πράξεις και τα λόγια σιγά-σιγά λιγοστεύουν, γίνονται περιττά. Ο κύριος Φογκ έχει προβιβαστεί, επιτέλους, σε σιωπή, φιλοδοξία που ο Γιάννης Βαρβέρης της είχε διατυπώσει ήδη στο πρώτο δημοσιευμένο ποίημα του, το 1975. Και ο χρόνος δεν υπάρχει πια.

 

.ΤΟ ΗΛΙΑΚΟ ΡΟΛΟΪ

.Όταν ο κύριος Φογκ   ήθελε να δει τι ώρα είναι

έσκυβε από την πολυθρόνα

και κοίταζε το πρόσωπό του στο νερό:

όμορφος παρά μελαγχολικός και δέκα δευτερόλεπτα

τρυφερός και αγέρωχος και σαράντα δευτερόλεπτα

λυπημένος και λυπημένος ακριβώς

του απαντούσε το νερό.

Μόνο τη νύχτα

η ώρα ήταν πάντα   νύχτα.

Όταν μια νύχτα ολόκληρη   σου δίνεται

δεν την ρωτάς ποτέ   τι ώρα είναι.

 

ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ…


«Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές» μάς παροτρύνει ο Βαρβέρης, στο τελευταίο ποίημα της συλλογής του «Αναπήρων πολέμου» του 1982: Και συνεχίζει:   «αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη  να τους βλέπουμε πού και πού γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι  βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί -ξεχασμένοι έστω- εκεί έρχεται το μαντάτο τους. Οι καλοί ποιητές μας φεύγουνε μια μέρα, όχι γιατί πεθαίνουνε από έμφραγμα ή από καρκίνο, αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους λουλούδια τρομερά. Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή, πάνε μετά στον οφθαλμίατρο, ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους, η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά,  λόγια φοβισμένα κι αόριστα οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται. Έτσι σιγά-σιγά οι ποιητές μαζεύονται αποτραβιούνται σπίτι τους, ακούγοντας δίσκους παλιούς, γράφοντας λίγο, όλο και πιο λίγο πράγματα μέτρια. Στο μεταξύ μες την κλεισούρα τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται και να κρεμάνε κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο. Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα κι αυτή γαντζώνεται στα ξεραμένα φύλλα πρώτα ύστερα στα ξερά κλαριά σ’ όλο το σώμα και τότε λάμπει το σπίτι, λάμπει ο τόπος για μια μόνο στιγμή κι αποτεφρώνονται». Και οι ποιητές, οι λογοτέχνες εν γένει, επιζούν όσο διαβάζονται, μελετώνται και κρίνονται, όσο τα έργα τους παραμένουν στοιχεία του λογοτεχνικού μας αποθέματος, κι ας μην είναι οι ίδιοι ενσώματοι εδώ. Γι’ αυτό ας επισκεπτόμαστε τους «επιζώντες» ποιητές (με όποια έννοια…)

ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΤΟ ΧΕΡΙ (και πώς κι από πού να ξεφύγω):
Το ποίημα είναι εικόνα χεριού με μολύβι κι από τη σελίδα ψηλά στον αέρα σκιτσάρει ένα χέρι κι εκείνο γραμμή τη γραμμή με σκιτσάρει, σκιά τη σκιά με τελειώνει να γράφω ένα ποίημα με τίτλο Το Χέρι… (με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ποιημάτων από τις συλλογές του Γιάννη Βαρβέρη)


2 σχόλια: