Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΝΟ ΑΦΗΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΝΑ ΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΟΝ ΑΚΙΝΗΤΟ ΟΡΙΖΟΝΤΑ, ΝΑ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΟΥΝ:


Με την παραπάνω ευχετική προστακτική μας υποδέχεται η Τζούλια Φορτούνη στη «Συσκευασία», πρώτο ποίημα στη δεύτερη συλλογή της που φέρει τον υπαινικτικό τίτλο «Δήγμα Γραφής» (εκδόσεις Μανδραγόρας 2015). «Εν αρχή ην ο Λόγος» βέβαια, για να πάρει όμως μορφή κι υπόσταση ποιητική  πρέπει να κοιτάξεις νύχτα εκεί που «συμβαίνουν τα θαύματα», δηλαδή στον ουρανό και να κάνεις την πρέπουσα ευχή για τον καθαγιασμό του. Ο ποιητικός λόγος έχει αυτή τη μαγική δύναμη: εμβαπτίζοντας τη μίζερη καθημερινή ρουτίνα στην κολυμβήθρα των σχημάτων του την κάνει ν’ ακούει πλέον στο όνομα «Αγία Επανάληψη»:
«συννέφιασε / έβρεξε
πέρασε η όμορφη με την ομπρέλα/ την ακολούθησε
ύστερα ξημέρωσε  / βγήκε ο ήλιος /έσταζαν ακόμη οι στιγμές
στην ομπρελοθήκη της εισόδου/ κοίταζες πρώτα τον ουρανό
-σου είχαν πει όταν κάνεις μιαν ευχή /να κοιτάζεις νύχτα τον ουρανό - 
εκεί συμβαίνουν τα θαύματα / εκεί οι άγιες επαναλήψεις (Αγία Επανάληψη από τη σελ. 8).
Αυτό το νέο ένδυμα/ όνομα, «πάντα οι λέξεις / οι λέξεις σου» για τις επαναλαμβανόμενες καθημερινές «στιγμές που στάζουν στην ομπρελοθήκη», για τα καθημερινά θραύσματα «μαλλιά / μυαλά / γυαλιά» που πρέπει να συγκολληθούν από την αρχή, για όλες τις λύπες που «γαβγίζουν» κάθε πρωί τα  είδωλα τους στον καθρέφτη, είναι οι λέξις για όλα αυτά μια κάποια «Σωτηρία» «σαν να γλίτωσα από μιαν ανίατη ασθένεια» ομολογεί η ποιήτρια στο ποίημα μ’ αυτό τον τίτλο:
«βέβαια θα λαμβάνω χρόνια φαρμακευτική αγωγή
κι όταν ακούω θάλασσα θα αντραλίζομαι
όμως ζω / όπως το φεγγάρι το απομεσήμερο
ζω πάραυτα (Σωτηρία από τη σελ. 9).
Είναι η Αλλαγή Εποχής, είναι που παίρνει τέλος ο φόβος του λευκού, είναι «ένας κύκνος / ένα βελούδινο βλέμμα / πεταλούδα», είναι η ενδόμυχη επιθυμία να πιστέψεις κάπου «να ζήσεις σαν κάποιος να σ’ αγαπάει» είναι η Άνοιξη που ακολουθεί κάθε Χειμώνα:
«έρχεται όμως η Άνοιξη
ανάμεσα στα χείλη χάνεται ο καημός
αποδημούν όλα
εκεί που μόνο τα μάτια σου  / σκίζουν το λευκό -
την έσχατη αισχύνη / και επιτέλους ευδοκιμούν (Αλλαγή Εποχής ΙΙ από σελ. 11).
Ποίημα το ποίημα εκτυλίσσεται το «δείγμα» γραφής της Τζούλιας Φορτούνη αποκαλύπτοντας σταδιακά πτυχές μιας ιστορίας εσωτερικού χώρου!.. Τα «δήγματα» από τη βίωση σημαντικών στιγμών συντελούν, αργά ή γρήγορα, στη συνειδητοποίηση εσωτερικών αλλαγών καθ’ οδόν από την Άγνοια στη Γνώση από την «Υπεροψία και Μέθη» στην «κατανόηση της ματαιότητας» (που θα έλεγε κι ο Καβάφης): «θα κατανοήσουμε  / θα είναι αργά
θα έχουν λιώσει οι παγετώνες
και τα χωράφια / τα αμπέλια /φίδια θα τρώνε
δεν θα ’χουν αξία τα χρήματα
μόνο τα μάτια για όσους δεν έχουν χάσει / το λευκό των προθέσεων
οι μέρες πάντα / κάτι σφαγιάζουν
το αίμα του / μας μεθά
εν αγνοία μας (Άγνοια από τη σελ. 12)  
  



Α, ΠΩΣ ΑΓΑΠΙΟΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΠΩΣ ΜΥΡΙΖΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΣΑΡΚΑ!.. ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΥΚΛΕΣ ΒΟΥΝΤΟΥ ΜΕ ΓΥΑΛΙΝΕΣ ΧΑΝΔΡΕΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ (Οι Γιορτές από τη σελ. 20)
Ποιήματα της μνήμης και της φθοράς, παιχνίδια επικίνδυνα, ένας ακαριαίος θάνατος που 'ρχεται να οξειδώσει τη χαμένη μας παιδικότητα, μια γήινη επιστροφή σε σταθερές που εξασφαλίζουν τη ζωή, δηλαδή τη βλάστηση, μια ανάγκη να πατήσουμε ξανά σε εδάφη οικεία, σταθερά και καιρούς γνώριμους, γι' αυτό και γόνιμους: να μυρίζεις πάντα χώμα/ στην υγρασία σου να φύονται βρύα// να μυρίζεις πάντα φθινόπωρο/ πάντα Νοέμβρη/ νύχτα και οδύνη// κι οι ευχές σου να είναι υγρές// μόνο χώμα/ στο μνήμα/ στο κλάμα (Ευχή Γενεθλίων σελ. 49)  

Τα περισσότερα ποιήματα στη συλλογή «Δήγμα Γραφής» της Τζούλιας Φορτούνη είναι ολιγόστιχα. Φαίνεται πως η ποιήτρια επενδύοντας στο γρήγορο ρυθμό και στα συμπυκνωμένα νοήματα, επιδιώκει το ξάφνιασμα του αναγνώστη, ικανό να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις σε μια δύσκολη προσπάθεια αναζήτησης νοήματος και ερμηνειών. Αντιπροσωπευτικό δείγμα  «Οι Γιορτές», που αναπτύσσονται βέβαια σε 6 στίχους αλλά στην ουσία είναι μια αποστροφή/ έκπληξη για τη γιορτινή έκρηξη αγάπης (Α, Πώς αγαπιόμαστε…) που η άσχετη σε πρώτο επίπεδο κατακλείδα μαζί με την έμφαση στο άρωμα σάρκας που εμποτίζει τους πάντες στην πανηγυρική επίδειξή της, αφήνουν πολλά περιθώρια για ελεύθερους συνειρμούς σχετικά με τις αιτίες και τα αποτελέσματα  της μορφής που έχουν πάρει οι ανθρώπινες σχέσεις στις μέρες μας. Οι Γιορτές, λοιπόν, είναι μια συνθήκη στις ανθρώπινες σχέσεις όπου η γενικευμένη διάχυση αγάπης «επιπλέει» σ’ όλες τις εκδηλώσεις, αλλά είναι, τελικά, η ήρεμη επιφάνεια ενός ταραγμένου βυθού. Το εύρημα της ταύτισής τους με τις «κούκλες βουντού» που ακολουθεί αμέσως μετά, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για κάποια αισιόδοξη πτυχή στην ερμηνεία του αποτελέσματος αυτής της αγάπης:
Α, πώς αγαπιόμαστε όλοι
πώς μυρίζουμε όλοι / σάρκα

οι γιορτές / είναι κούκλες βουντού
με γυάλινες χάνδρες στη θέση των ματιών.

Κάποιες σελίδες παρακάτω βρίσκουμε άλλο ένα ολιγόστιχο ποίημα με τον μεταφορικό τίτλο «Πολεμική Τέχνη» (σελ. 27). Είναι μια άλλη απόπειρα εστίασης του ποιητικού στοχασμού στα αποτελέσματα που έχει η φθορά του κορυφαίου αυτού ανθρώπινου συναισθήματος και η αδυναμία αντιμετώπισής τους. Ο άνθρωπος γυμνός κι απροστάτευτος μπροστά στην επέλαση των πολυδαίδαλων μορφών αλλοτρίωσης:
η αγάπη είναι αυτή που δεν αντέχεις
αυτή που αμύνεσαι
συστρέφεσαι γύρω από το οχυρό σου
καμιά φορά επιτίθεσαι κιόλας
η αγάπη είναι αυτή που δεν αντέχεις
γενναίος πελταστής / ενίοτε ρίψασπις
εσύ πάντα / γυμνός

Πολεμική τέχνη η αγάπη με όλα τα σημαινόμενα να παραπέμπουν στα νεκρά τοπία πεδίων αληθινής μάχης:
«τα μάτια σου νεκρά πουλιά…
Κοίταξέ με
το ράμφος σου σκυλεύει το κορμί μου (Ήδη σελ. 26).
Τύπος των ήλων η Ποίηση και τα ποιήματα να κατοικούν στα ερειπωμένα σπίτια. Οι στίχοι αγία επανάληψη πρωινής γυμναστικής:
«αναπνοή / λαχάνιασμα
αγκομαχητό / ρόγχος…
επανάλαβε / μετά από μένα
 ιδίως τις Δευτέρες (Πρωινή Γυμναστική σελ.15).

Βροχή Ι και Βροχή ΙΙ τιτλοφορούνται δύο ακόμα στροφές όπου ολοκληρώνεται η εικόνα της καταστροφής κι ερήμωσης ενός αδυσώπητου «πολέμου»!.. Μια Μεγάλη Παρασκευή χωρίς αρχή και τέλος, μια ασταμάτητη βροχή το τοπίο των ανθρώπινων σχέσεων:
«ρωγμές το πάτωμα  
λόφος υψώνεται / φυτρώνει κερασιά
θα στολίσουμε / και φέτος τον Επιτάφιο      
βρέχει/ στο πατρικό μου σπίτι
μήτε το σύρσιμο
μήτε τα ματωμένα πόδια
ολοένα η βροχή/ ασταμάτητα
ως τον τύπο των ήλων (Βροχή Ι και ΙΙ σελ.16-17)

Σταγόνες βροχής, λέξεις γραφής ξεκαθάρισμα λογαριασμών: «να βρέχει κι εγώ να γράφω / να με λένε / να κατοικώ / στο φωταγωγό / να αφαιρώ τις μονώσεις / να με βρίσκω ανάσκελα / να βρέχει να μη με βλέπω / στην οθόνη μου / να βρέχει / να μην σώζομαι με τίποτα (σελ. 40)
Το εφήμερο και ευκαιριακό στοιχείο συναισθημάτων και ονείρων αποδίδεται έξοχα με το στίχο «συντονιζόμαστε μόνο με τα βεγγαλικά της ανάστασης» στο ποίημα με τίτλο ΟΝΕΙΡΑ (αφιερωμένο στον ποιητή Τόλη Νικηφόρου). Το παραθέτουμε ολόκληρο ως κατακλείδα σ’ αυτή την ενότητα από τη σελ. 43 της συλλογής:
δεν γεννηθήκαμε
φυτρώσαμε
λειχήνες σε στέγη
μας χαϊδεύουν με τα νύχια οι γάτες

ανασαίνουμε εντός μας
δεν μας ακούς ποτέ
συντονιζόμαστε μόνο
με τα βεγγαλικά της ανάστασης

ενίοτε
γινόμαστε σαρκοφάγα

αν θα μεγαλώσουμε ποτέ
θα γίνουμε εφιάλτες

Β. ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΤΩΡΑ Σ’ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΔΙΧΩΣ ΠΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΥΡΑ (σελ. 18) Έφτασα /πρόλαβα / είδα / τις λέξεις / το δηλητήριο / κανείς δεν είναι εκεί (σελ. 41):
Το σπίτι επανέρχεται σε πολλά ποιήματα της συλλογής. Στο πρώτο που είναι δίχως παράθυρα έχουν τη φωλιά τους οι φίλοι κι είναι η μνήμη της ποιήτριας. Στο Κόκκινο Σπίτι πάλι (σελ. 21 - αφιερωμένο στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ) μπορεί να τρίζουν οι σκάλες, να είναι σκουριασμένα τα λουκέτα, να κατοικούν σκιές και σκοτάδι στην ερημιά τους, να πηγαίνουν και να έρχονται οι άλλοι, αλλά τουλάχιστον μπαίνει φως απ’ τα σπασμένα παράθυρα και -το πιο σημαντικό- μόνιμοι κάτοικοι του είναι τα ποιήματα, λίγες φωτογραφίες και όνειρα με μια μουσική πιάνου. Υπάρχει και το Σπίτι Πλάι στη Θάλασσα στη σελ. 22, φανταστικό ή πραγματικό αντικείμενο πόθου «μόνο για τη φθορά του». Και το ξάφνιασμα για τον αναγνώστη θα κλιμακωθεί με την περιγραφή επιθυμιών που εισρέουν στο σπίτι των ονείρων της ποιήτριας και τη σχεδόν αρρωστημένη εμμονή στις λεπτομέρειες εκείνες που αποκαλύπτουν μια προσκόλληση της μνήμης στα σημάδια της φθοράς: «πάντα ήθελα ένα σπίτι στη θάλασσα. / Όχι για τους ορίζοντες, / όχι για τους παφλασμούς των κυμάτων. / Μόνο για τη φθορά. / Να σκεβρώνουν τα παράθυρα. / Να σκουριάζουν οι μεντεσέδες. / Να τρίζει ανελέητα η μνήμη… Να ανασύρω αμφορείς με νομίσματα… Πάντα ήθελα ένα σπίτι στη θάλασσα / Να γράφω με αναφιλητά / Εγώ και όλα τα χαλασμένα μου ρολόγια…».  

Στον «Καθρέφτη», το ποίημα στη διπλανή σελίδα «γαβγίζουν όλες οι λύπες», γιατί όλα αυτά συντίθενται από μια επανάληψη θραυσμάτων που κανείς δεν τολμάει να αγγίξει. Είναι το δείγμα γραφής δάγκωμα, απειλή, πόνος, «αιμορραγεί μέσα / σαν αγκάθι / σαν ξάφνιασμα…» (σελ. 25). Πολεμική Τέχνη ανάμεσα σ’ ένα Εγώ κι ένα Εσύ, σε μια αέναη και τελικά αρχέγονη αντιπαράθεση ανάμεσα στα άκρα των σχέσεων: «Εσύ αμετανόητος, με μια τρίαινα / Εγώ να γράφω με αναφιλητά (σελ. 22)        Εγώ «θα καθίσω δίπλα σου / θα σε ξεφλουδίσω… θα μείνω δίπλα σου ως το συμπαγές (Συνάντηση στη σελ. 24) Εσύ μην αντέχοντας την αγάπη «γενναίος πελταστής / ενίοτε ρίψασπις / πάντα γυμνός (σελ. 27) «Εγώ στους κάκτους της αυλής μια θερινή μέρα που ποτέ δεν θα ζήσουμε…» (σελ. 32) «στην άλλη όχθη εσύ αμέριμνος κοιμάσαι…» (σελ. 33). Κάθε απειλή όμως «θα είναι μια τρυφερότητα / σαν τη σάρκα του ροδάκινου / που ανατριχιάζει… (σελ. 24). Μπορεί μερικές φορές αυτή η ελλειπτικότητα στη γραφή και η ερμητικά κλειστή προσωπική ποίηση να κάνουν δύσκολη την προσπάθεια του αναγνώστη στην αποκωδικοποίηση συμβόλων ή στο συνταίριασμα σημαινομένων με τα σημαίνοντα αλλά έχει το ξεχωριστό δικό του ενδιαφέρον η ροή σκέψεων και συναισθημάτων που παραμένει διαρκώς ανοιχτή.

Η Κρις Λιβανίου σχολιάζει:    «Το ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της ομολογουμένως ανθρωποκεντρικής ποίησης είναι ίσως το ότι το Εγώ και το Εσύ, παρόλο που συμπορεύονται, δεν δείχνουν να συναντιούνται. Σαν να διαγράφουν παράλληλες πορείες στο διηνεκές και τα ποιήματα να αποτελούν τον καμβά αυτής της τελικά αδύνατης συνάντησης. Δεν ξέρω αν η αγωνία που θα προέκυπτε από αυτό έχει δώσει την θέση της στην παραδοχή και σε έναν κάποιο ανομολόγητο συμβιβασμό, είναι όμως γεγονός ότι η Τζούλια Φορτούνη επιχείρησε με επιτυχία να χαρτογραφήσει την περιπέτεια της ανασφάλειας και του αυτο-προσδιορισμού σε συνθήκες τόσο έρωτα όσο και απουσίας αυτού…»
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΠΙΤΙ (στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)
τρίζουν οι σκάλες
στα παλιά σπίτια
σκουριάζουν τα λουκέτα
φυτρώνουν συκιές
σαν ερημώνονται
κατοικούν σκιές και σκοτάδι

μα στο κόκκινο σπίτι
μπαίνει φως απ’ τα σπασμένα παράθυρα
σε κάθε γωνιά παίζει ένα παιδί
-όλοι το βλέπουν
ντρέπονται

στο κόκκινο σπίτι
δεν υπάρχει λουκέτο
σκουριάζει μόνο η μνήμη
η ξύλινη σκάλα
ανεβαίνει

στις φιστικιές
ο άγγελος
τις νύχτες κλέβει  το ποδήλατο
-βλέπουμε τις διαδρομές του στα όνειρά μας-
μα το πρωί ο χρόνος σκάει τα λάστιχα

τίποτα
όλα είναι στη θέση τους

στο κόκκινο σπίτι κατοικούν μόνο ποιήματα
λίγες φωτογραφίες μια μουσική πιάνου
οι άλλοι απλώς πηγαίνουν
οι άλλοι απλώς έρχονται

στο κόκκινο σπίτι
δεν σκεπάζουν τους καθρέφτες
η σκόνη
ακατέργαστο υλικό
κρατάει ακέραιο
για πάντα
το κόκκινο σπίτι    

Γ. ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ: ο μέγας παρακείμενος του κόσμου (Νίκος Καρούζος) και η ΕΣΧΑΤΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ: «να ζήσω σαν κάποιος να μ’ αγαπάει…» (Τζούλια Φορτούνη):
«Η Ζωή εδώ τελειώνει» είναι ο τίτλος του ακροτελεύτιου ποιήματος στη συλλογή «Δήγμα Γραφής». Έχουν προηγηθεί διάφοροι στίχοι στα προηγούμενα ποιήματα, δοκιμές της ποιήτριας να κρύψει πίσω από το δάχτυλο λέξεων (άρα επιδεικνύοντάς την να την ξορκίσει) τη λύπη: «την περιφέρω δεμένη / την επιδεικνύω / την εκπαιδεύω / να δαγκώνει / αυτό που από τη ζωή μου λείπει» (σελ. 55). Σχεδόν πίσω από κάθε στίχο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο,  διαχέεται μια θλίψη για τη φθορά, την απουσία, την απώλεια.  Αυτό όμως είναι, ταυτόχρονα, το κάτοπτρο όπου προβάλλεται, τεθλασμένα, και     η άλλη, η αισιόδοξη προοπτική των πραγμάτων. Τα αλλεπάλληλα «να» στο ποίημα «Επιθυμία» (σελ. 29): «να πιστέψω / να δω τα αόρατα… να φύγω ύστερα / να πάω στα ξένα / να ξηλώσω επιτέλους / να καώ / να σβήσω / να ζήσω σαν κάποιος να μ’ αγαπάει» είναι η μια πλευρά του νομίσματος, το «φαίνεσθαι», το «είναι» όμως της ποιήτριας είναι «το ωμέγα των ξεκούρδιστων ωρολογίων, είναι το απροστάτευτο πιόνι» και ουσία της ζωής ο χρόνος που λιώνει «αφού κάποτε η ζωή εδώ τελειώνει» (σελ. 59). Πολύ χαρακτηριστικό το ποίημα με τον τίτλο Ο Χρόνος στη σελ. 47:
«πήλινα αγγεία
από κάθε ρυτίδα ρέει χρόνος
όλο το εμπορεύσιμο υλικό
χάνεται / χάνεται / δεν επιστρέφει
δεν είναι μνήμη / φθορά είναι
γι’ αυτό μη χαμογελάτε ποτέ
κι εσείς οι γυναίκες
την αιμορραγία σας μόνο
το περίγραμμά σας δηλαδή    

«Εγώ δεν τα βλέπω τα αντικείμενα όπως είναι· τα οραματίζομαι…» έλεγε σ’ ένα στίχο  («Ερυθρογράφος 1988») ο Νίκος Καρούζος. Ήταν ένας εύστοχος αφορισμός υπεράσπισης της ποιητικής αλήθειας. Αν ο κόσμος μας είναι οι λέξεις μας, όπως διατείνονται οι γλωσσολόγοι, για τους ποιητές το σωκρατικό «εν οίδα»  είναι η αλήθεια των λέξεων. «Πάντα οι λέξεις / οι λέξεις σου» (σελ. 25) δηλώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο για τη δική της  αλήθεια η Τζούλια Φορτούνη.

«Κεραυνός εν αιθρία;» Μοιάζει να ρωτάει με τον τίτλο του ποιήματος στη σελ. 35 η Τζούλια. Για ν’ απαντήσει:  «πράγματι / έτσι ξαφνικά / γιατί δεν είδα / η τυφλή / τη νεκρή ψυχή σου; / γιατί δεν άκουσα; // Μόνο η αφή λιτανεύει / μόνο η όσφρηση καμένη σάρκα».
Ή μήπως όλα, τελικά, είναι προκαθορισμένα με κάποιο μεταφυσικό τρόπο; Ένα ευφυολόγημα για την τέχνη λέει πώς πρόκειται για μια επινόηση του ανθρώπου, ένα ψέμα δηλαδή που διαλαλεί την αλήθεια του. Επομένως το παιχνίδι είναι στημένο; Η απάντηση εναπόκειται στις προεκτάσεις που θα δώσει ο αναγνώστης προσεγγίζοντας τις εικόνες και τα σύμβολά τους:   «σε προκαλούν να παίξεις / επικίνδυνα / έτσι και σκοντάψεις / κινδυνεύεις / αν και πάντα αθώος // η παιδικότητα οξειδώνεται από μέσα / απέξω - θάνατος ακαριαίος / εκτός κι αν διαθέτεις ελαφρότητα / έχεις εκτεθεί στο αυτοάνοσο / που σκάει στον αέρα / γνωρίζοντας τη σκουριά / και την αιχμή της ήττας // αυτό το τελευταίο - βέβαιη νίκη (Στημένες Παρτίδες από τη σελ. 48).

Το  δράμα των εικόνων που κρύβουν οι λέξεις ή το δράμα των λέξεων που αποκαλύπτουν οι εικόνες; «είναι ένας σκύλος / στα μάτια του / ο κόσμος όλος / τα μάτια του» (σελ. 52). Ένα παιχνίδι κι αυτό που στήνει ο ίδιος ο δημιουργός για ν’ αφηγηθεί με το δικό του τρόπο το «προπατορικό» παραμύθι: «εν αρχή ην» το πρόσωπο του μαγεμένου Νάρκισσου που καθρεφτίζεται στο αρυτίδωτο νερό. Ακολουθεί η ιστορία του. Από τότε όποιος θέλει να δει το πρόσωπο του άλλου -ή το δικό του- σκύβει πάνω στην απεικόνισή του. «άνθρωποι / ηττημένοι / κυκλοφορούμε ανάμεσά μας» (σελ. 53): Εικόνες, λόγια, ήχοι για τραύματα που όμως μαλακώνουν με τη χρήση των εικόνων, των λόγων ή των ήχων. Κάπως έτσι προέκυψε εξελικτικά ο κύριος συμβολισμός της τέχνης: Πως, δηλαδή, η ίδια μπορεί να μην νικάει το θάνατο αλλά αποτελεί τη μόνη μορφή αθανασίας που εμείς οι άνθρωποι δικαιούμαστε (αλλά και αντέχουμε). Το «φαίνεσθαι» σταθερά υπερφαλαγγίζει το «είναι» γι’ αυτό η αναζήτησή του μόνιμη επωδός σ’ όλες τις εκφάνσεις της. Και ειδικά η Ποίηση είναι, όπως μοναδικά την όρισε ο Γιώργος Σαραντάρης, «εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ» στην αναζήτηση της αλήθειας του.  Για του λόγου το αληθές «Nocturno» από τη σελ. 51:
όλα αυτά
χάρισμά σας
εγώ θέλω νύχτα
στους φράχτες

γι’ αυτό σου λέω
εγώ θέλω νύχτα
να σκύβει κάποιος
να ανοίγω γεμάτη στήμονες



παραπομπές:
α] ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑ ΚΑΤΑ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ: 
 [παρουσίαση ποιητικής συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ Τζούλιας Φορτούνη με εσωτερική εστίαση Τάσου Κάρτα με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο]
β] ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΜΕ ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΑ ΑΚΡΟΠΡΩΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΦΙΣΗΜΗ ΕΝΔΟΧΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ:  
Ανθολογία ποιημάτων και από τις δύο συλλογές της Τζούλιας Φορτούνη: Φυσικό Αντίδοτο 2013 και Δήγμα Γραφής 2015, από τις εκδόσεις Μανδραγόρας αμφότερες με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου