(…φωναχτά και άρρυθμα…)
Να σηκωθώ
ενώπιον όλων σας,
Κύριοι Ποιητές, Κύριοι Ένορκοι,
Μαμά
μπροστά σου να σταθώ, απ’ τον μπαμπά να μην κρυφτώ,
Φίλες μου, φίλοι καρδιάς, και άντρες μου
αγαπημένοι
και ν’
απαγγείλω τα λόγια από στήθους, σαν σε ποίημα.
Θα πω:
Κύριε, πολύ
μ’ αγάπησες
Κι όταν
είπες το Γενηθήτω μου
Μου
’σπειρες τη μελαγχολία τη νηφάλια μεσόστηθα,
Και μ’
άφησες αμάντρωτη,
όπως βέβαια
συνηθίζεις
μ’ όλους».
Διαβάζοντας τους παραπάνω στίχους της
Μαίρης Κλιγκάτση από το ποίημα Η ΜΑΜΑ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ στη συλλογή
ΠΛΕΥΡΙΚΑ, Γαβριηλίδης 2015,
αισθάνεσαι
(αν συμφωνήσουμε με το σχόλιο του Γιώργου
Λίλλη)
εκείνο το ρίγος που μόνο η αληθινή
ποίηση μπορεί να σου μεταδώσει.
Και εξηγεί ο εν λόγω κριτικός:
«Με μια αμεσότητα που σε καθηλώνει η
Κλιγκάτση
με αυτό το πρώτο της ποιητικό βιβλίο
αποδεικνύει
πως σήμερα μπορεί να γραφτεί σπουδαία
ποίηση ερήμην των συνθηκών,
αρκεί κάποιος να μπει στην ποίηση
καθαρός, όπως στα παγωμένα νερά ενός ποταμού.
Τα Πλευρικά, δεν είναι μια συλλογή
ποιημάτων, αλλά μια ολοκληρωμένη σύνθεση.
Πρωταγωνιστές η Εύα, (η γυναίκα) και
ο Αδάμ, (ο άντρας), σε ένα γλωσσικό ταξίδι που ξεκινά από το κεφάλαιο ΑΥΤΗ ΚΑΙ Η ΦΩΝΗ (η Γυναίκα ζωή και Άνδρας ο λόγος και η Γλώσσα
πρωτόπλαστη και άκοπη),
για να καταλήξει στο Γενηθήτω και την
ρίζα του Ιεσσαί
όπου η ποιήτρια συνομιλεί κατά την
γνώμη μου με το Γλωσσικό πλέγμα του Πάουλ Τσελάν…
Η Κλιγκάτση σε αυτό το πρώτο της
βιβλίο αναζητά την ουσία της επικοινωνίας, επιθυμώντας να της δοθεί το θάρρος
να μιλήσει αληθινά...
Χρησιμοποιεί τα πρόσωπα των
πρωτόπλαστων χωρίς να θέλει να εντάξει στην ποιητική της μια θρησκευτική χροιά,
αλλά επιδιώκοντας να πιάσει το νήμα από την αρχή,
στις απαρχές του ανθρώπινου λόγου και
έκφρασης,
στην εποχή ενός συμβολικού
παράδεισου,
πριν εκδιωχθούμε και χάσουμε την
αθωότητα και την αμεσότητα…
Η ποιήτρια δεν φοβάται να αναμετρηθεί
με τις λέξεις
όταν αυτές είναι έτοιμες να σε
ξεγυμνώσουν, να σε εκθέσουν.
Και γι΄ αυτό η ποίηση της δεν είναι
απλά λέξεις,
αλλά δυνατές στιγμές αλήθειας:
«Έχει καρφωμένη μια λέξη στα πόδια.
Ορίζει το νευρικό της σύστημα,
διατρέχει στήλη σπονδυλική, στήλη
άλατος μένει
Αυτή μετά, άρρητο σχήμα.
Σαν περνά η ώρα και δεν κάνει βήμα,
φωνάζει στο Θεό της...»
ΤΑ ΠΛΕΥΡΙΚΑ, λοιπόν,
συμπεραίνει ο Γιώργος Λίλλης,
είναι ένα βιβλίο αναζήτησης, ένα
βιβλίο προσκόλλησης στην βαθύτερη ουσία του ποιητικού λόγου είναι
Η προσευχή της ποιήτριας που μπορεί
να γίνει είναι και δική μας:
«Ρωτάς να μάθεις γιατί γράφω.
Άκου, λοιπόν, αφού
τόσο το θες:
Γράφω για να θυμάμαι όσα
δεν άρθρωσα
από συστολή μπροστά στ΄ ανομήματά
σου.
Κατάλαβες, Κτήνος του
Ουμανισμού με τα Επτά
Κεφάλια;
Από μια κλωστή κρατιέται
η Ζωή σου κι ακόμα
αυνανίζεσαι.
Η Κλιγκάτση αναζητά τα ουσιώδη
ερωτήματα της ύπαρξης. Προσκολλάται στον άνθρωπο, όχι όμως στην αμαρτωλή του
φύση, δεν δογματίζει, αφήνετε ελεύθερη να πλανηθεί στην ψυχική ένωση με το
υπερπέραν, όντας σαρκική, αναγνωρίζοντας τους περιορισμούς της...
Στη συνέχεια
ΤΟ ΜΗΛΟ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΜΗΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΑ
ΠΕΦΤΕΙ
κι άλλες επιλογές από τα ΠΛΕΥΡΙΚΑ της
Μαίρης Κλιγκάτση
με ενδιάμεσα αποσπάσματα απ’ άλλες
κριτικές για τη συλλογή - Art by Wyman
ΤΟ ΜΗΛΟ
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΜΗΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΑ ΠΕΦΤΕΙ
(κι
άλλες επιλογές από τη συλλογή της Μαίρης Κλιγκάτση ΠΛΕΥΡΙΚΑ, Γαβριηλίδης 2015)
Σε κάθε γιο που γένναγε χάριζε κι από ‘να
ασημένιο μήλο.
Του το κρεμούσε με λεπτή κλωστή απ’ το
λαιμό.
Κι έπειτα εξηγούσε:
Να η φωνή σου, και να η διαφορά
μας
και να η απόσταση που
μας χωρίζει,
αλλά γιά στάσου λίγο
εκεί,
λίγο στο δέντρο αυτό
ακούμπησε
να σας τραβήξω μια
φωτογραφία.
Νόμιζε η Γυναίκα πως αυτό εκεί το φίδι,
αυτό που πάντρεψε Άντρα και πειρασμό,
αυτό θα γιάνει και το σπλάχνο της.
Κι έπειτα χτύπαε
την κοιλιά,
άλλον γιο να μη γεννήσει.
Άλλη αμαρτία να μη δει,
αφού οι παλιοί ξέρουν καλά και λένε πως
το μήλο κάτω απ' τη μηλιά του πάντα
πέφτει.
[ΤΟ
ΜΗΛΟ του ΑΔΑΜ από τη συλλογή της Μαίρης
Κλιγκάτση ΠΛΕΥΡΙΚΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2015]
ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΤΤΙΚΗ
Υπάρχουν
μέρες που δεν αντέχω τίποτα· κανέναν.
Διαδρομές με το μετρό και τον ηλεκτρικό:
στάση Αττική, στάση Ομόνοια,
άνθρωποι που τα χέρια τους δεν ξέρουν τι να κάνουν,
εγώ που ανάξια διαχειρίζομαι όσα μου δόθηκαν,
ο καφετζής και η λατέρνα με τ' άδειο πανέρι,
η τσιγγάνα που με κυνηγά στην Κοραή να μου πει κάτι που
ξέρω ήδη
(: πως είμαι απάντρευτη και με ζηλεύουν),
μια χροιά εκφωνητή που κάποτε αγάπαγα,
τα καλημέρα σας, τα καλησπέρα,
τα ζώα πριν τη σφαγή,
τα σταυρωμένα πρόβατα κι οι φόλες,
οι ψεύτες ζητιάνοι,
τα δακρυγόνα στις απεργίες, οι πορείες.
Χάνω την ασταθή μου ισορροπία.
Πέφτω στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας.
Mind the gap.
Παρακαλώ, υπολόγισε καλά το κενό.
Υπολόγισε με.
Αρπάζομαι από κλίμακα άχτιστη, μετέωρη.
Πρέπει να βγω στο φως.
Αιτούμαι φως.
Ανεβαίνω ένα - ένα τα σκαλιά της με μανία.
Μπλέκονται τα κορδόνια των παπουτσιών μου
μεταξύ έκτου και έβδομου.
Οι ίδιες και οι ίδιες εξετάσεις κάθε μέρα:
μνήμη θανάτου/ πένθος χαροποιό -πένθος χαροποιό/ μνήμη
θανάτου.
Φωνή στο λαρύγγι: αξίωσέ με έ ν α σκαλί ακόμα.
Επίτρεψέ μου να τολμήσω πάλι κι ας σωριαστώ.
Πεθαίνω κάθε μέρα απ' το πάθημά μου.
από τη
συλλογή της Μαίρης Κλιγκάτση ΠΛΕΥΡΙΚΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2015]
ΠΛΕΥΡΙΚΑ
(από την ομότιτλη συλλογή της Μαίρης
Κλιγκάτση, Γαβριηλίδης 2015)
Η Εύα είχε κάποτε μια μάνα.
Ποτέ δεν τη γνώρισε μα ούτε και ποτέ ζήτησε να τη δει.
Λογαριασμός δικός της.
Παρ' όλα αυτά και για να συνεχίσω,
έχω μιαν απορία:
τι όνομα συζύγου δηλώνει στην ταυτότητα
και ποιος ειν' ο πατέρας;
Λέει μάνα μόνο μάνα λέει και δείχνει πλευρό.
Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΚΛΙΓΚΑΤΣΗ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΛΕΓΕΤΑΙ
«ΕΥΑ»
(… η επιλογή να μετονομαστεί σε
ΠΛΕΥΡΙΚΑ επηρεάζει την ανάγνωσή
του καίρια, αυξάνοντας τις αναγνωστικές προσδοκίες, αποφαίνεται η Ευτυχία Παναγιώτου…)
Στα ΠΛΕΥΡΙΚΑ
τίθεται εξαρχής το ερώτημα: Πώς μπορεί να γράψει μια σύγχρονη
«απόγονος» της Εύας όταν η γλώσσα της εκπορεύεται, όπως υποτίθεται και η ίδια,
από τα πλευρά του ανδρός της; (Εξαιτίας του κληροδοτημένου οντολογικού και
κοινωνικού χωρισμού μας σε άντρες και γυναίκες και σε έμφυλους ρόλους,
αισθάνεται κανείς την ανάγκη να διασαφηνίζει, προτού καν αναπτύξει τη σκέψη
του, αν τα βιβλία που γράφουν γυναίκες είναι όντως «γυναικεία».) Η ενασχόληση
της ποιήτριας με το φύλο σχετίζεται με
τη διαπίστωση της Τζ. Μπάτλερ στην ΑΝΑΤΑΡΑΧΗ ΦΥΛΟΥ ότι προτού
γίνουμε πρόσωπα είμαστε έμφυλα προσδιορισμένοι. Το έμφυλο υποκείμενο που πρωταγωνιστεί
στα ΠΛΕΥΡΙΚΑ γνωρίζει ότι, προτού γίνει οτιδήποτε άλλο, στο
συλλογικό ασυνείδητο θα είναι πάντα κάποια αμαρτωλή «Εύα». Με την αφήγησή του
αποπειράται ωστόσο να αποδράσει από τον λογοθετικό ετεροκαθορισμό του για να
γίνει, όπως επιθυμεί, ο «εαυτός» του. Ποιες
οι προϋποθέσεις να συγκροτηθεί αυτός ο «εαυτός»; Η Μαίρη Κλιγκάτση θέτει τις δομές για την απόδραση της
πρωταγωνίστριάς της από την παραπάνω αντίφαση με δύο τρόπους: ο ένας είναι η
συνάρθρωση του θεολογικού μύθου με τα (βιβλικά) κείμενα, έμμεσος ισχυρισμός ότι
ο θεολογικός μύθος διαχωρίζεται από την πίστη στον Θεό, εφόσον αποτελεί γραπτή
και έμφυλη κατασκευή. Έτσι, στο πρώτο κεφάλαιο τοποθετεί το υποκείμενό της στη
θέση της αναγνώστριας της ΓΕΝΕΣΗΣ που μας ξαναλέει το μύθο
όπως τον καταλαβαίνει, συγχρόνως υπονομεύοντάς τον. Η «Εύα», μαθαίνουμε,
αποτελεί κληρονομιά «μύθου» και «μήτρας», δηλαδή μια συμβολική αφήγηση περί
βιολογίας. Στο πρώτο κεφάλαιο μαθαίνουμε επίσης ότι η γυναίκα ονομάστηκε «Εύα»
από τον Αδάμ, ότι ο λόγος ανήκει μόνο σ’ εκείνον και ότι η μόνη κληρονομιά της
Εύας είναι το πλευρικό «σύνδρομο»:
«Η Εύα είχε κάποτε μια μάνα. Ποτέ δεν τη γνώρισε μα ούτε και ποτέ ζήτησε
να τη δει. […] Λέει μάνα μόνο μάνα λέει
και δείχνει πλευρό…» Ό,τι
διαβάζουμε στη συνέχεια της συλλογής είναι η ζωή του κειμένου
συναρθρωμένη με το μύθο της Εύας και την αρνητική διαμεσολάβησή της στο σήμερα,
κάτι που υπαινίσσεται η ποιήτρια στο «εργόχειρο»
της αφηγήτριας: |Μπέρδεψα τις κλωστές
σου στο εργόχειρο, Κύριε…» Ο
δυσεπίλυτος κόμπος, το εννοιολογικό μπέρδεμα, δεν προέχεται κατ’ ανάγκην ή μόνο
από τις πράξεις του υποκειμένου, αλλά από το γεγονός ότι η ταυτότητά του έχει
προσδιοριστεί πριν από τη γέννησή του και δεν υπάρχουν λέξεις-κλωστές δικές
του. «Ποια είναι εκείνη η συνθήκη που προφυλάσσει και γεννά τον εαυτό;» ( ρωτά
η αφηγήτρια, δίχως να παίρνει απάντηση.
Η υπονόμευση της αξιολογικής τάξης επιτυγχάνεται με τη διασάλευση της
χρονικής τάξης, στο κείμενο που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «ΓΥΝΑΙΚΑ»: «Γυναίκα ή Εύα, Τρίτη, Πέμπτη ή Κυριακή: κάτι
ψελλίζουν για το χρόνο…» Αυτή που
κάποτε ήταν Εύα, όταν κοιτάζει τον καθρέφτη αισθάνεται πως είναι καθρέφτης του
καθρέφτη της. Η αφηγήτρια επιθυμεί να
τροποποιήσει τους συμβολικούς συσχετισμούς που την ταυτίζουν με την Εύα
γράφοντας ένα νέο ποίημα (νέα δημιουργία) αλλά αυτό έχει επιπτώσεις, όπως
καθετί που επιδιώκει την αυτονόμησή του από το παλιό: στο βιβλίο αναπαρίστανται
και κειμενοποιούνται οι επιπτώσεις μιας κακής κληρονομιάς: ο βιασμός της
γυναίκας, η υποταγμένη προσευχή, η κτήση, το έμφυλο σώμα, και αναζητούνται
συγγραφείς - σύμμαχοι – νέοι συγγενείς– στην προσπάθεια συγκρότησης λόγου
(ενδεικτικά: Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, Τζένη
Μαστοράκη, Σιμόν Βέιλ). Η Μαίρη Κλιγκάτση συνθέτει και επιτελεί τη
ζωή της σε μια γλώσσα - χώρα χαροποιού πένθους που αρνείται να δεχτεί ότι
ενδέχεται και να μη γίνουμε ποτέ πρόσωπα… Η Εύα, παρότι στην πραγματικότητα
σύμβολο, παραμένει στην ψυχική συνείδηση της αφηγήτριας πρόσωπο, μητέρα, στην
οποία συχνά απευθύνεται: «Τι νομίζεις
ότι κάνεις, έτσι ανδρόγυνη που στέκεσαι και μας παρατηρείς στο αιώνιο μπαλκόνι; Πώς να μας εννοήσεις, αφού ούτε εσύ η ίδια
ακόμα δεν εννόησες αν είν’ η γλώσσα σου πρωτόπλαστη ή αν εσύ;»!.. Κι εφόσον μιλάμε για συμβολικό λόγο και όχι
για ιστορική πραγματικότητα, η αφηγήτρια των ΠΛΕΥΡΙΚΩΝ μας ζητά να σκεφτούμε
την αφήγηση εν κινήσει, όταν λέει: «Μην μου τις λέξεις ελέγξεις. Μην μου…» (αποσπάσματα από την κριτική της
Ευτυχίας Παναγιώτου)
Κυριακή, 22 Σεπτεμβρίου 2024