(… περί ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ κι άλλες ΥΓΡΑΣΙΕΣ
από ΠΑΛΙΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ Μίμη
Σουλιώτη κι ακόμα παραπέρα…)
Ορισμένοι παίρνουν την Ποίηση πολύ
στα σοβαρά!.. Επενδύουν και
μιζάρουν μόνο σ’ αυτήν!..
Για παράδειγμα δεν παντρεύονται ή, κι αν παντρεύτηκαν πριν, τραβιούνται μη κάνουν παιδί·
αμολάν προκατειλημμένη γενειάδα ξεχνώντας ότι ο Μπαχ τεκνοποίησε μια
εικοσάδα και δήλωσε μετά:
«Όποιος δουλέψει όσο εγώ, θα γράψει
το ίδιο καλά με μένα»
ξεσκίζοντας ευαισθησίες, ταλέντα και
ύψη.
Αποξεχνιούνται στην πλήξη των καλών
και των κακών τους στίχων και προσπαθούν να σκέφτονται με ποιητικό τρόπο.
Τόση εμπαθής σοβαρότητα
παράγει ποιητές με ποιητικό ύφος,
ποιητικούς στίχους
και μπόσικα ποιήματα!..
[τάδε έφη Μίμης Σουλιώτης «συνομιλώντας» ίσως με ένα
ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟ ΠΟΙΗΜΑ… του Θ.Δ. Φραγκόπουλου]
Έγραφε λοιπόν ο Ποιητής:
Ακόμα και το πιο όμορφο
Ποίημα που υπάρχει
δεν είναι τίποτα σε σύγκριση
με κείνο το Ποίημα που στιγμιαία γεννιέται
μέσα σου τη στιγμή που διαβάζεις
το Ποίημα κάποιου άλλου
Κρίμας που ένα τέτοιο Ποίημα
δεν γίνεται ποτέ του να γραφτεί
-από σένα ή από οποιονδήποτε άλλον!..
Στην κορύφωση του μεσόκοπου βίου του,
ο Μίμης Σουλιώτης, (σχολιάζει ο Πάνος
Θεοδωρίδης)
φιλόλογος κατά το λειτούργημα και
οξύς κατά τους υπόλοιπους συνδικαλισμούς της ζωής,
εκδίδει τις ΠΑΛΙΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ, συλλογή
τριάντα οκτώ ποιημάτων, υπό το motto «ο
νους παλαιούμενος ανηβά»…
Ο Ποιητής Σουλιώτης παράγει αγαθά προϊόντα μιας θεματικής
ποιητικής, μερικές φορές περισσότερο προϊόντα, αλλά αν σκεφτεί κάποιος
ότι οι ποιητικές αστοχίες υλικού,
ακόμη και στην πιο εκτιμημένη ποίηση,
σπανίως δεν έχουν διψήφιο ποσοστό ανά
συλλογή,
αυτό είναι κατανοητό.
Πίσω και πέρα από τη σουλιωτική
(μπρρρ!) ποιητική, υπάρχουν οι οδηγοί του, πρώτιστα ο Καβάφης και βεβαίως η
λογιστική του Γιώργου Σαββίδη…
Ευχερώς μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει
από το σώμα των ποιημάτων δέκα θυμοσοφικά:
(«Οι καλές μέρες», «Παλιές αξίες», «Χειμαδιό»,
«Μετά τα φυσικά», «Όσο
περνούν τα χρόνια»,
«Λιπαρά», «Πιο
γέρος», «Ο Χάρος», «Δωματίλα»,
«Προς την αιωνιότητα»),
επτά ποιήματα για το σινάφι
( παραδείγματος χάριν ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΣΙΠΟΥΡΟ…)
και εννέα γενικής λίμπιντο
(«Να υπάρχεις», «Η στίξη»,
«Οι κάλτσες»,
«Δακρύζεις για δυο πράγματα»,
«Τις μέρες που σ’ ερωτεύομαι»,
«Συζυγικοί διάλογοι», «Μερικές είναι όμορφες» και άλλα).
Ξεχωρίζω το ποίημα Ο ΧΑΡΟΣ:
«Για την ώρα νικάει αυτός
αλλά θα τον ισοφαρίσω
όταν θα έχω πεθάνει
και κηδεμένος με σακάκι φωτεινό
κίτρινο,
με παπουτσίχρωμη γραβάτα και
γραβατιές κάλτσες
και με τη σκελέα της Σκουάντρα
Ατζούρα από μέσα
και τον ψιλό μου κασκορσέ,
η ωνιά του χει περάσει»,
και το δίστιχο ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΕ
ΕΡΩΤΕΥΟΜΑΙ:
«... γίνομαι ο Αυτός που Ποτέ Δεν
Πεθαίνει»…
Στη συνέχεια ανθολογούνται ενδεικτικά
τα Ποιήματα:
ΠΡΕΣΠΕΣ, Μήπως θα ’πρεπε να γράψω για μια Σιωπή…
ΥΓΡΑΣΙΕΣ , Τι είναι η ζωή; Παρά κάποια τυχαία
περιστατικά σε ποικίλες εκδοχές…
Η ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΣΧΕΣΗ, Τις μέρες που σ’ ερωτεύομαι γίνομαι
Αυτός που Ποτέ Δεν
Πεθαίνει
ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ ΟΜΟΡΦΕΣ κι ας
εξανεμίζονται στα Ποιήματα, θα έλεγε ίσως ο Μίμης Σουλιώτης
ΕΠΙΜΥΘΙΟ αποσπάσματα από ένα κριτικό
σημείωμα του Πάνου Θεοδωρίδη για την ποίηση του Μίμη Σουλιώτη
ΜΗΠΩΣ
ΘΑ ’ΠΡΕΠΕ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΙΩΠΗ…
(… σε
Ποιήματα Υγρά για κάτι Παλιές Ηλικίες…)
Είναι ώρες - ώρες θάλασσα κι οι Πρέσπες,
μεγάλη, πρασινο-γάλαζη και γκρίζα,
δεν την περνάς με καντιλλάκ ούτε με
βέσπες∙
εδώ λόγια πολύγλωσσα και τ' άλογο
πειθήνιο
σέρνει το κάρο με γκιούμια από
αλουμίνιο
σύρριζα στων βράχων την ξέξασπρη
μαρκίζα.
Τόπος τερματικός. Παλιές σκιές
από φως πλάγιο και πιωμένο
περιπολούν άοπλες. Βαραίνουν οι
φασολιές,
το νερό αραίωσε, γδέρνεται η βάρκα
στην περιττή ακρογιαλιά∙ τα βράχια
πέτρινες μασέλες,
τα οστά του Σαμουήλ γδυτά χωρίς τη
σάρκα.
Γελάδια βόσκει στ' αναδυμένα μέρη
το παιδόπουλο∙ προσεχής Έλλην από
χέρι,
αξύριστος, λιγνός, λείψανο αχνό στ' αγέρι
τα σαλαγάει σφυρίζοντας με το στόμα
και το χέρι
[ΠΡΕΣΠΕΣ από τη συλλογή του Μίμη Σουλιώτη ΠΑΛΙΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ,
εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 2002]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ;
Παρά κάποια ευτυχισμένα περιστατικά σε ποικίλες εκδοχές… (παραδείγματος χάριν…)
Είχαμε καθίσει για καφέ το
απόγευμα,
Πέμπτη όπως πάντα,
ήλιος λιτός Φεβρουαρίου και γλυκός
σαν Οκτωβρίου
με αρκετά πουλιά στις φυλλωσιές
και ποικιλία τζαζ από τα σαθρά
ηχεία.
Κουβεντιάζαμε διάφορα και είχες
σκαλώσει τα πόδια σου
στην τρίτη καρέκλα,
τα γόνατα και η ανεβασιά τους είχαν
πάρει την κλίση
προς την θηλυκιά λεκάνη σου και
τους μηρούς
και οι καμπύλες του μπλουτζίν μού
φέρναν έξαψη.
Αποήπιαμε,
γύρισα στον ξενώνα και μπήκα στο
μπάνιο
γιατί είχα μουσκευτεί καθισμένος
αντίκρυ σου.
Τι είν’ η ζωή, παρά μερικά ευτυχισμένα
περιστατικά
αυτού του τύπου σε ποικίλες εκδοχές.
Είχε να μου συμβεί από τα μαθητικά
πάρτι
τότε που ανοίγαμε «τρύπες στα
μπούτια» με Ανταμό-
αλλά την distance-ρεύση, χωρίς
αγγίγματα-χουφτώματα,
την άναφη, είχα να την πάθω από το
δημοτικό,
την φευγαλέα γλυκούτσικη γλύκα που
τρεμίζει.
Θέκκιου, εκ των υστέρων
για το άθελά σου σκόπιμο ποζάρισμα
[ΥΓΡΑΣΙΕΣ του
Μίμη Σουλιώτη – ART by ITALIA fisheye]
Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΧΕΣΗ
(… τις μέρες
που σ’ ερωτεύομαι γίνομαι…
Αυτός που Ποτέ
Δεν Πεθαίνει…)
Η γαμιαία σχέση είναι οριστική,
ξεκάθαρη
και με τα χρόνια ανθεκτική, τελειωτική,
ανακουφίζει και αναπαυτική,
έχει ορίζοντα και συμφιλιώνει
εξαντικειμενικεύεται μ’ ένα παιδί.
Ενώ εσύ μπήγεις τις τσιρίδες,
ξεσπάς για όλα…
Μέγγενη της ψυχής, θύελλα!..
ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ ΟΜΟΡΦΕΣ… (λέει ο Ποιητής…)
… μια ομορφιά ψυχής τις
γλυκαίνει
παθαίνουν την εσωτερική
φύτρωση του φωτός
που τις κάνει λιγότερο
γερασμένες
κι όσα χρόνια τις συναντώ στον
δρόμο μου
προσέχω ότι το φως ισοφαρίζει
με την υγράδα τους
και δεν διακρίνεται το χνούδι
ή μόλις…
(Έτσι
είναι…)
Όταν είμαστε καλοπροαίρετοι το φως μαλακώνει και
μαλακώνει κι εμάς… (αλλά…)
Οι μέρες της ευτυχίας πέρασαν και δεν το
ξέραμε,
Στο εξής πρέπει να ευτυχήσουμε στη
δυστυχία,
Να την κάνουμε να μπάζει από ευτυχία,
Να της μοιάζει σαν η
καλύτερή της εφεδρεία.
ΠΟΙΗΤΕΣ:
συλλέκτες ήχων που δονούν τον αέρα
με την τυχαιότητα
ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΟΥ ΣΚΟΝΗΣ…
[αποσπάσματα
από ένα κριτικό σημείωμα του Πάνου Θεοδωρίδη για την ποίηση του Μίμη Σουλιώτη]
Εντύπωση προκαλεί η παραγωγική έκρηξη
του ποιητή την τελευταία πενταετία: ΑΒΓΑ ΜΑΤΑΙΑ
(1998), ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ (1999)
ΥΓΡΑ (2000), Ο ΗΛΙΟΣ στη σκοτία μαζί με τις ΠΑΛΙΕΣ
ΗΛΙΚΙΕΣ (2002) Το 1972 εμφανίστηκε η
ολιγοσέλιδη ΣΒΟΥΡΑ. Τα διεισδυτικά
Ποιήματα ΕΝ ΠΑΡΟΔΩ το 1974. Μια βαριά
και επιβλητική συλλογή, η πλέον αντιπροσωπευτική του, που ονόμασε ΒΑΘΙΑ
ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ, είναι έργο του 1992. Η
αναμέτρηση με τον θάνατο και η τάση για ξεθώριασμα έχουν τη μορφή μιας ανάσας
πριν από την τελική πτώση που προβλέπεται και εκτίθεται λεπτομερειακά. Το
άγγιγμα των γυναικών γίνεται ανάερο, τα τοπωνύμια που τον βασάνισαν αφήνονται
ανερμήνευτα, υπάρχει κάπου - κάπου και μια έπαρση αναγραφής σιβυλλικών για τους
αγεωγράφητους, παραθεμάτων που μπορεί να αρέσκονται στην αστική τοπογραφία,
αλλά νομίζουν ότι πέραν των Αμπελοκήπων κατοικούν βραδύγλωσσοι κομιτατζήδες. Το ζήτημα είναι ότι οι Σουλιώτες δεν είχαν
ποτέ πρόβλημα με την Αθήνα, ενώ χειμάζονται στη Θεσσαλονίκη. Κάποτε πρέπει να ιστορηθεί ο καιάδας μιας
περιφερειακής πρωτεύουσας. Από έναν
Ρόθκο, όχι από έναν Νταβίντ. Δεν είναι
άδικο: την Αυστραλία τη δημιούργησαν κατάδικοι, ενώ την Αγγλία μέτοικοι. Τουλάχιστον τρεις από τους ποιητές του
γνωστού κυκλώματος στο οποίο ανήκω και κατηγορείται ότι σπατάλησε τον ποιητικό
ιχώρα της φτωχομάνας έχουν περάσει από βλέμματα δικαστών. Όχι παράδοξα, για λόγους που έχουν κάποια
ποιητική ανταύγεια μέσα στις δικογραφίες…
Κυριακή, 15 Σεπτεμβρίου
2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου