Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

ΗΣΟΥΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΟΝΕΙΡΙΚΗ ΣΕ ΠΑΙΔΙΚΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΟΥΡΑΝΟ…

 (μα εγώ πεισματικά σε λέω Ποίημα

Χρησμό που θάλλει και πορεύεται

Ήλιο που γδύνεται το φως να χτίσουν τα πουλιά τις εκκλησιές τους…)

 

Άχραντη θάλασσα, ταπεινά οδηγώ στο κατώφλι σου κοπάδια τραγούδια

Τύλιξέ τα στο φως   Ελέησέ τα τον ήχο σου

Δίδαξέ τα τον πόνο,  το φόβο,   το θάρρος,    τον έρωτα

Τα μυστικά περάσματα των συμπληγάδων για τις καρδιές των ανθρώπων.

Αύριο σαλπάρουν…

(ΑΠΟΠΛΟΥΣ από τη συλλογή του Αντώνη Λάρδα  ΑΝΑΡΡΑΜΟΙ, Χίος  2017)

 


ΣΧΟΛΙΟ Ελένης Χωρεάνθη:

«Μέσα σε δέκα στίχους που η διάταξή τους, καθόλου τυχαία, σχηματίζει αρχαϊκό αγγείο, κλείνει ολόκληρη τη θαλασσινή και τη νησιώτικη οικουμένη με αφοπλιστική ομορφιά και ποιητική, ποιοτική καθαρότητα...

Με μια αγάπη ατελεύτητη για τη ζωή δημιουργεί το ποιητικό του σύμπαν αφήνοντας παράμερα τα όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν»:

 

Ήσουν τοιχογραφία ονειρική

σε παιδικό γαλάζιο ουρανό

κι απόμεινες εξόριστο φεγγάρι καρφωμένο

σε αποφάσεις κεντρικών επιτροπών.

Μα εγώ πεισματικά σε λέω ποίημα

του πάνω κόσμου περιβόλι   («Β.Ι.Λ.»)

 

Τα όνειρά μου πουλιά επιστρέφουν από ξενύχτια σε ξένα σώματα.

Πέφτουν εξαντλημένα στα φυλλοκάρδια μου αναζητώντας τροφή και νερό.

Εγώ μοναχά με λίγες ψευδαισθήσεις τα ταΐζω.

Είναι που πρέπει κι αυτό το ξημέρωμα ν’ ανοίξω τη μέρα στα δυο

Κι όπως πάντα να φορτωθώ το φως και το σίδερο

Ανάμεσά σας να ταξιδέψω τον άδοξο δρόμο της συγκατάβασης    (ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ)

 

«Οι εικόνες που δημιουργούν οι στίχοι του είναι απαράμιλλες.

Φυσικό και ανθρώπινο τοπίο αποτελούν ένα υπέροχο μωσαϊκό με τον συνδυασμό μορφής και ουσίας:

 

«Εκεί που λύνεται κυριολεκτικά η ψυχή του ποιητή και ρέουν οι στίχοι λαγαροί, δυνατοί και με αποκαθαρμένη τη θλίψη, είναι στο ποίημα ΕΚΛΕΙΨΗ, που αποτελεί την πεμπτουσία τη ποίησής του.

Το ποίημα αυτό, πέραν των νοημάτων που περικλείει, αποτελεί και τρανταχτό δείγμα της τέχνης και της τεχνικής, όσον αφορά τη διάταξη των στίχων και τη μορφή του συγκεκριμένου ποιητικού κειμένου, αλλά και του συνόλου των ποιημάτων που «φιλοξενούν» οι ΑΝΑΡΡΑΜΟΙ»   (Ελένη Χωραάνθη):

 

Ακόμη με ζεσταίνει η μνήμη σας

Ήλιος μέσα στη βαρυχειμωνιά

της μαύρης θλίψης μου.

Ακόμη με χαράζει η μνήμη σας

Αστέρας διάττοντας

Που κάθε βράδυ πέφτει στην καρδιά μου.

Ούτε μπορώ ούτε και θέλω να ξεχάσω

όσα μαζί τολμήσαμε   όσα μαζί αγαπήσαμε

όταν κρατούσαμε στα χέρια

τα αναμμένα κάρβουνα της νιότης

και καίγαμε μικρές φωτιές

τα τρυφερά μας όνειρα

για να βρουν δρόμο οι ξωμάχοι της ζωής

όλοι αυτοί που τώρα τους θυμίζω

τη μουσική που ακόμα στέλνετε

κι ας είστε πια τόσο μακριά

χιλιάδες έτη πένθους σκοτεινού.

(όλα τα παραπάνω ποιήματα είναι από την τέταρτη ποιητική συλλογή του Χιώτη ποιητή Αντώνη Λάρδα ΑΝΑΡΡΑΜΟΙ*, εκδόσεις ΑΙΓΕΑΣ 2017)

Προηγήθηκαν οι συλλογές: 

ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ ΜΑΚΡΙΝΟΙ,  Χίος  1966

Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ,    Χίος 1972  και

ΡΑΒΔΟΣΚΟΠΟΣ, Αθήνα 1983

 

*ΑΝΑΡΡΑΜΟΙ:  

 Σημείωση του ποιητή μας πληροφορεί πως ο όρος συναντάται σε βιβλίο  Θ. Σαρικάκη για τη Χίο που εκδόθηκε στη  Νέα Υόρκη το 1950, και σημαίνει: 

«Αναρραμοί: μικροί λίθοι τιθέμενοι εις υπάρχον κενόν μεταξύ δύο μεγάλων πετρών».

Λέξη λατινική μάλλον που την έφεραν στη Χίο Γενουάτες μαζί με το συγκεκριμένο τρόπο κάλυψης μικρών κενών ανάμεσα σε μεγάλες πέτρες με ανώμαλη επιφάνεια, όπως έκτιζαν τις παλιές λιθόκτιστες οικοδομές…

 

Σχολιάζοντας την  ποίηση του Αντώνη Λάρδα η Ελένη Χωρεάνθη υπογραμμίζει:

«Επιγραμματικός ως επί το πλείστον και μεθοδικός, κάτοχος του ρυθμού και της αρμονίας, του μέτρου και της σχέσης των στίχων με την πραγματικότητα, «οδηγεί το κοπάδι των τραγουδιών» του στην πραγμάτωση ποιητικού έργου, ώστε οι ποιητικοί οραματισμοί να έχουν αντίκρισμα στην πραγματικότητα…»

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ μ’ άλλα σχολιασμένα ποιήματα από την εν λόγω  συλλογή του Αντώνη Λάρδα   - Art by pawel kuczynski)

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΛΕΓΑΝ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ… (αποσπάσματα) 

Δεν ξέραμε ακριβώς τι εννοούσαν

μέχρι που ήρθε η ώρα εμείς κι αυτή

μετωπικά να συγκρουσθούμε

όπως ερχόταν φορτωμένη θάνατο

από τα πέρατα της γης.   […]


Τα πρόσωπα μια τραγωδία ολοζώντανη

σπίτι ερείπιο το ίδιο το κορμί τους.

Σέρναν μαζί ετοιμοθάνατα παιδιά

μια δυο φωτογραφίες ακατοίκητες

από την τόση οδύνη ξεβαμμένες.   […]


Σε μια κοινή του μέλλοντος Διαθήκη

νέος προφήτης θα κομπάζει πάνσοφος:

Πώς γίνεται κρασί το αίμα

για να γλεντοκοπούν οι νυχτερίδες

Εμείς τουλάχιστον να λέμε στα παιδιά

ολόκληρη την ιστορία. Όχι μισόλογα.

Η ιστορία θα ξανάρχεται και θα ‘ναι

πάντα μες στο αίμα βουτηγμένη.
 [αποσπάσματα από το ποίημα ΖΩΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ   από τη συλλογή του Αντώνη Λάρδα, ΑΝΑΡΡΑΜΟΙ  2017)

 

ΣΧΟΛΙΟ ΕΛΕΝΗΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗ:  Πέρα από τους αιχμηρούς προβληματισμούς, ο Αντώνης Λάρδας έχει και ωραίους οραματισμούς και τρυφερές ευαισθησίες που φανερώνονται σε απλά πράγματα και περιστατικά και σε μοναδικές στιγμές του καθημερινού βίου. Και δεν λείπει και ο ερωτισμός που ενυπάρχει στα καθημερινά δρώμενα, η ομορφιά που αναδίνεται από την ποίηση των απλών πραγμάτων. Και ο ποιητής όλα τα έχει βιώσει:

 

Μόνο μισό φεγγάρι κι η σιωπή

Φωτίζαν τη χαρά μας.   […]

 

Απ’ το μαντρότοιχο έκοψες

κόκκινο αγριολούλουδο να μου χαρίσεις

Στην άκρα ησυχία άκουσα

την πονεμένη του φωνούλα

όταν το χώριζες από τη μάνα του.   (ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ)

 

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΠΟΛΟΥΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ:  τον Έρωτα  και  το Θάνατο (και αντίστροφα)

«Υπάρχει παντού και πάντα ένα άλλο πρόσωπο με το οποίο διαλέγεται μέσα στον ποιητικό μονόλογό του και στο οποίο κατά κανόνα απευθύνεται και το καθιστά ενήμερο αυτών που υπήρξαν κοινά μεταξύ τους και αυτών που έχει βιώσει μόνος του μετουσιωμένα σε ποίηση. Και πάντα με το χαμόγελο στα φριγμένα από την αγωνία και το πάθος για έρωτα και για ζωή χείλη. Σε τελευταία, σύντομη ανάλυση, οι Αναρραμοί του Αντώνη Λάρδα είναι μια συνομιλία με το παρελθόν που στοιχειοθετεί συμβόλαιο - υποθήκη του μέλλοντος»  (Ελένη Χωρεάνθη):

 

Τυλιγμένος καπνισμένα συνθήματα

λαμποκοπά νοσταλγία.

Σίδερο ακόμα δεν τον σκέπασε

δεν δέχεται καμιά χρεοκοπία

Χαμογελά σιβυλλικά

άλλων καιρών τους χάρτες ξεδιπλώνει

κι οριοθετεί απειλητικά   νέα πεδία μάχης.   (ΧΑΜΟΓΕΛΑ)

 

«Όσο δυσοίωνο κι αν είναι το Αύριο, ο ποιητής δεν καταθέτει τα αήττητα όπλα, την ευαισθησία και το χαμόγελο. Κοιτάζει πάντα με αισιοδοξία προς το μέλλον, το δικό του και των άλλων…»  (Ελένη Χωρεάνθη)

 

(εκτός σχεδίου) ΣΗΜΑΝΕ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ Ο ΣΑΛΠΙΚΤΗΣ Σ’ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΜΕΣ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ  (Αντώνης Λάρδας)

Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΟΥ ΘΑΜΠΩΣΕ ΤΗΝ ΚΟΥΒΑΛΩ ΤΡΟΜΑΓΜΕΝΗ  περίλυπη σαν παλιό αυτοκόλλητο σύνθημα στο τζάμι της ψυχής μου  (ΑΝΑΠΑΥΣΗ)   Θα σκαρφαλώσω μες τον ποταμό που πάει ανάποδα και ρέει προς τα πάνω!.. Ακόμα μια φορά πονώ μα επιστρέφω ετοιμοπόλεμος. Σ’ άγνωστες κορυφές θα συγκρουστώ όπως σου έχω υποσχεθεί κι άλλη φορά με το κενό του κόσμου!..     (ΕΤΟΙΜΟΠΟΛΕΜΟΣ από τη συλλογή του Αντώνη Λάρδα ΑΝΑΡΡΑΜΟΙ)

Στίχοι Εικονολάτρες Φωτογραφία Λεξιθήρας και τρέχα γύρευε από μηχανής αμφισημίες στο εκκύκλημα της Σιωπής τους – αντιγραφή και επικόλληση σε ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ και τοίχους ηλεκτρονικούς… Τι δίψα για μπουρλότο είναι αυτή Θεέ μου!

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

ΜΟΝΟ Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΕΞΙΣΦΑΙΡΑ

 

(… θέλω να ξέρω πως είμαι ακόμα ζωντανός

γι’ αυτό σου λέω συνέχισε να με τρομάζεις τις νύχτες…)

Τα ποιήματά μας σκουριασμένα κοκτέιλ

και απαστράπτουσες άγιες μολότοφ

εκτοξεύουμε σταθερά τις ιερές νύχτες

στα σαθρά θεμέλια της πόλης

για να ξυπνήσουν ξανά

σε εκατομμύρια μικρές πυρκαγιές

οι ξαναγεννημένες εκρήξεις»,

«Αστικά μεταμεσονύκτια κατάλοιπα».

 

Τα ποιήματα ασφυκτιούν

κλεισμένα ανάμεσα σε λέξεις,

δακρύζουν άβολα

καθώς αντικρίζουν αδάκρυτα σιντριβάνια,

γαντζώνονται στις γιγαντοοθόνες του μέλλοντος,

ακροβατούν στο αβέβαιο ανώνυμο πλήθος,

λειώνουν με την καμένη άσφαλτο του οδοστρώματος…

 

Πλάι σε δυο ζευγάρια χυμένα μυαλά

δίπλα σε κάλυκες άδειους,

ανάκατα υλικά κατεδαφίσεως

που προσφέρονται μισοτιμής

 στα συσσίτια της εκκλησίας…

 

Το φεγγάρι φωτίζει τη νύχτα χιλιάδες μικρές πυγολαμπίδες.

γενέθλια στιγμή ο θάνατος,

αίμα πολύ στ’ οδόστρωμα που ρέει,

 γιατί οι δρόμοι δεν γυαλίζουνε μονάχα στα δάκρυα…

 

Δεν είναι ο τρόμος του επερχόμενου χειμώνα

που θα κρατήσει για πάντα την Περσεφόνη

δέσμια στον Κάτω Κόσμο   (αλλά…)

η ατολμία της επόμενης Άνοιξης…

 

Και το ’λεγε ο πατέρας μου:    μάθε σκοποβολή,

φρόντιζε τον εαυτό σου

μη συνερίζεσαι τους πεθαμένους!..

Μόνο τ’ αστέρια είναι αλεξίσφαιρα 

με τέτοια όνειρα εκεί κάτω 

σίγουρα θα φας το κεφάλι σου…  

 

 «–Έχουμε πόλεμο, σας λέω, πιστέψτε με

 Σκάψτε λαγούμια με νύχια και με δόντια

 ραντίζετε με αίμα ή με βροχή

για να γλιστράνε τα βράδια οι Ελπίδες μας

στην άσφαλτο».

 

[κτερίσματα στίχων από τη συλλογή του Κώστα Κρεμμύδα ΣΑΝΤΙΓΚΑΡ, εκδόσεις Μανδραγόρας 2013:

«Η ανθρώπινη «Σαντιγκάρ» του Κώστα Κρεμμύδα, αντίδοτο στον εξανδραποδισμό της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, έρχεται να επιτελέσει τον καθολικό, τον αρχετυπικό και πανανθρώπινο προορισμό της ίδιας της τέχνης, εξαγνίζοντας ταυτόχρονα και τον δημιουργό της…»  - κι άλλα σχόλια για τη συλλογή στο ΕΠΙΜΥΘΙΟ




ΜΟΝΟ ΝΤΟΥΦΕΚΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΑ

Ο νεκρός δεν φοβάται το θάνατο, ο νηστικός δεν τρέμει την πείνα, στον απελπισμένο δεν προσθέτει η απόγνωση, τον άρρωστο δεν καταβάλλουν ασθένειες, ο βρεγμένος αψηφά τη βροχή, ο ηλίθιος δεν διακρίνει τη βλακεία, οι αντάρες δεν τρομάζουν τους τρομαγμένους, στα γουρούνια δεν χρειάζεται Κίρκη, τον κυνικό δεν θαμπώνει ο κυνισμός, ο ξεπεσμένος δεν υπολογίζει ξεπεσμό, τον ξεγραμμένο δεν λυγίζει ο φόνος, τον ταπεινωμένο δεν σκιάζει η ταπείνωση, τον πνιγμένο δεν πνίγει η θάλασσα, η σιωπή δεν ταράζει τον σιωπηλό, η λησμονιά δεν απελπίζει τον ξεχασμένο, τον μεθυσμένο δεν μεθά το αλκοόλ, στον πωρωμένο περισσεύει αναισθησία, τον παχύδερμο δεν προσβάλλουν τα λόγια, τον χρεωκοπημένο δεν καταστρέφουν τα χρέη, ο θλιμμένος δεν βαραίνει τη θλίψη, τον μοναχικό δεν θλίβει η μοναξιά, ο νάρκισσος αγνοεί τα αμφίβολα, το συμβιβασμένο δεν στενεύουν συμβάσεις, τον εφησυχασμένο δεν σαστίζει ο θόρυβος, το φράξιμο των σιελογόνων δεν εμποδίζει το γλείψιμο, τους ψεκασμένους δεν ξαφνιάζουν τα χημικά, οι θαρραλέοι δεν σκύβουν κεφάλι, οι πάνοπλοι υποχωρούν μπροστά σε άοπλους, η χαραμάδα φέρνει τον ήλιο, ο ήλιος στεγνώνει τη λάσπη, ο άνεμος σηκώνει τα κύματα, οι λέξεις λεχώνες φέρνουν την άνοιξη, η μέρα καταποντίζει τους εφιάλτες, οι πεθαμένοι παραμένουν αθάνατοι, οι νεκροί δεν υπολογίζουν τη ζωή, η ζωή θα πλημμυρίσει τον κόσμο, ο κόσμος…

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στη συλλογή του Κώστα Κρεμμύδα ΣΑΝΤΙΓΚΑΡ, εκδόσεις Μανδραγόρας 2013]

 

ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ

(… κόκκινες λαμπερές φωτοβολίδες στο πηχτό αύριο της νέας εποχής…)

Πέντε οργιές ύφασμα περασμένο στο στημόνι της θλίψης και να γυρίζει το σχοινί πάνω καταπάνω στον ήλιο να καίγονται οι κλωστές να μπλέκονται τα νήματα να ακούγονται οι ψίθυροι κραυγές και οι οδύνες θρήνοι ανάμεσα στο αίμα του δειλινού και στο θαμπό του κρύου απογεύματος

Μοναδικοί στα χρονικά ικέτες αργοπεθαίνουνε κάτω από τα πόδια του Τειρεσία την ώρα που εκστομίζει προφητείες

Χιλιάδες αστέρια πασχίζουν να διαλύσουν το μαύρο περίγραμμα του ήλιου

 

Γι’ αυτό, τον τόπο μου ακόμα και τα χελιδόνια βιάστηκαν να εγκαταλείψουν δραπετεύοντας φοβισμένα – εκτός εποχής - πέρα από τάφους και ανθρώπους

Δεν είναι ο τρόμος του επερχόμενο χειμώνα που θα κρατήσει για πάντα την Περσεφόνη δέσμια στον κάτω Κόσμο όσο η ατολμία της επόμενης άνοιξης

 

ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΕΘΑΙΝΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ

Κι οι Έλληνες μαζί της πεθαίνουν και παραπεθαίνουν. Πηδάνε από μπαλκόνια, αυτοπυρπολούνται, βάζουν το δίκανο στο στόμα και τραβούν τη σκανδάλη, φέρνουν στα χωριά τους το σχοινί της κρεμάλας, ανοίγουν ένα κατακόκκινο κάκτο στη μέση της πλατείας Συντάγματος, λουφάζουν φοβισμένα τα βράδια στις τηλεοράσεις, χτυπιούνται κατάστηθα με λεπίδι στο Κερατσίνι, πέφτουν από μπαλκόνια, καταπίνουν ασπιρίνες, παρακολουθούν τις ειδήσεις, συνομιλούν με εγκλήματα, χάνονται άβουλοι στα βάθη της γης, ξεχνιούνται στα ξένα, αρκούνται στο λήθαργο, υποδέχονται ήρωες, υποδύονται ρόλους, υποκλίνονται στο κενό, χειρονομούν μάταια, χειροκροτούν αδέξια χαροπαλεύουν

 

Γι’ αυτό σου λέω: συνέχιζε να με τρομάζεις τις νύχτες Θέλω να ξέρω πως είμαι ακόμα ζωντανός

 

Κλεισμένη μέσα σε άσηπτες μητροπόλεις να σέπεται η ύπαρξή μας
(σχόλια για την ποιητική συλλογή «Σαντιγκάρ» του Κώστα Κρεμμύδα από το Σπύρο Μπρίκο)

 Πάνω στα ερείπια της πόλης φάντασμα, μιας επί της ουσίας «μη-πόλης», κενής ως προς την ανθρωπογεωγραφία και τη σπλαχνική αιματική ροή της, στέκεται ο ποιητής Κώστας Κρεμμύδας μαζί με τους λιγοστούς που απέμειναν, ή που απέδρασαν, ή που επιχείρησαν να διαφύγουν θέτοντας στην πορεία πολλά ερωτήματα γι’ αυτό το δυστοπικό περιβάλλον της νεόδμητης πόλης, της «πολεοδομικής τάξης» της σύγχρονης εποχής του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Τι κι αν η πόλη - πρότυπο «Σαντιγκάρ» κατέρρευσε από μόνη της, αφού δεν έλαβε σοβαρά υπόψη της - εκείνη όπως και ο κατασκευαστής της - τον διαρκώς μεταβαλλόμενο αστάθμητο παράγοντα άνθρωπο, τον κινητήριο μοχλό και θεμέλιο λίθο της, ο ποιητής με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον παρατηρεί μπροστά του να προβάλλει διαρκώς σαν εφιάλτης σε επανάληψη αυτή η πόλη του μοντερνισμού, και να αναγεννάται ολοένα μέσα από τις στάχτες της και να τυλίγεται σαν μια μεγάλη ζώνη ή σαν θηλιά γύρω από τον αυχένα του παγκοσμιοποιημένου αστικού χώρου.  Πόλεις που διαρκώς καταρρέουν, που αυτοκαταστρέφονται, αλλά που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια σε ένα όξινο, τοξικό κοινωνικό περιβάλλον, όπου το αστικό κράτος ή η όποια εξουσία το υποκαθιστά κάθε φορά, κατασκευάζει δομές πολιτικής και κοινωνικής ζωής ικανές να διαχειριστούν τις εντάσεις και τις αντιθέσεις μέσα στο πάλαι ποτέ ζωντανό ανθρωποκύτταρο-πόλη, φαινομενικά αμβλύνοντας τες…    Ο Κώστας Κρεμμύδας βρίσκεται στα θεμέλια αυτής της πόλης που κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος εν μία νυκτί, της «Σαντιγκάρ», και που κόστισε τη ζωή σε αρκετούς ανθρώπους, όχι με την ιδιότητα του ιατροδικαστή ή ενός εμπειρογνώμονα, αλλά με πνεύμα κριτικό, μάλλον δύσπιστο ως προς το γενικότερο μέλλον των ανθρώπων και των ποιητών, όπου αν υπάρξει αυτό θα είναι κλεισμένο μέσα σε μία δομή σαν τη «Σαντιγκάρ». Με τον ποιητικό του όμως αναστοχασμό πάνω στα ερείπια της πόλης φάντασμα, της «μη-πόλης», φυτεύει μέσα στο άδειο χωμάτινο φατνίο της τους σπόρους των ποιημάτων της δικής του Οκτάνας, μιας νέας ερωτικής, ανθρώπινης οικουμενικής ουτοπίας. Με λόγο σουρεαλιστικό, πυκνό σε εικόνες, αντιθέσεις και συγκρούσεις, υψώνει «μόνο τουφέκια κι όνειρα» και επισημαίνει πως «η ζωή θα πλημμυρίσει τον κόσμο, ο κόσμος …ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ»….


Τρίτη, 8 Οκτωβρίου 2024

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

ΜΑ ΕΓΩ ΕΙΧΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΝΕΙΠΩΤΟΥ ΜΕΣΑ ΜΟΥ…

 

(… για να ξαναβρεθούμε καινούριοι

Ας αφήσουμε τις συστάσεις γι' αργότερα…)

(τάδε έφη ΚΙΒΔΗΛΟΣ ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΠΡΟΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟ, στη συλλογή του Αθανάσιου Κούρτη ΑΚΟΥΑΛΕΡΑ, εκδόσεις Ενδυμίων)

 

Πώς μπορούν στ' αλήθεια να συστηθούν οι ποιητές ή η ίδια η ποίηση;

 

(αν…)

 

Μόνη πατρίδα του ανθρώπου…  (είναι…)

…όσοι αντιλήφθηκαν τον κόσμο με τις ίδιες λέξεις…

 

Όμως ένα ερωτηματικό πρέπει να μπαίνει,

για να αποφεύγει ο διαχρονικός άνθρωπος

την απόγνωση και τη θνητότητά του.

 

Με τους παραπάνω στίχους – λέξεις  / σκεπτικό

αρχίζει η «Ακουα» (νερό) να εμβαπτίζεται στη «λέρα» (καταδίκη, βάσανος) η ποίηση της «Ακουαλέρας»,

της ποιητικής συλλογής δηλαδή μ’ αυτό τον τίτλο  του Αθανασίου Κούρτη

  

Η επίγνωση είναι εξάλλου και η μόνη μας λύτρωση,

μια που η αυτογνωσία δεν αρκεί:

 


ΚΙ ΕΦΑΝΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΟΛΟΓΥΜΝΗ Η ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ (…ωραία γυναίκα… - η Ποίηση ( ; )

 

Τα λόγια τους λαχανια-

σμένα ρουθούνιζαν δυνατά

ταράζοντας τη σκόνη του εδάφους κι άλλοτε ανασηκώνονταν

σούζα στα μπροστινά τους

πόδια επιδεικνύοντας τη δύναμή τους. Κι εκείνοι ολοένα

θριαμβωδώς εσήκωναν προς τα

πάνω τις αναμμένες δάδες ώσπου κάποτε άρπαξε η κουρτίνα

τ' ουρανού – λαμπάδιασμα

σωστό – κι εφάνη μέσα στο δωμάτιο ολόγυμνη η Ματαιότητα.

Ωραία γυναίκα.

(ΚΙΒΔΗΛΟΣ ΟΔΥΣΣΕΥΣ προς δημοσιογράφο από την ίδια συλλογή)

 

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΑ ΝΑ ΚΡΑΤΑΣ ΕΝΑ ΒΟΤΣΑΛΟ, ΣΦΙΧΤΑ, ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ… 

(… τα νερά είναι όπως πάντα ήσυχα, λιμνάζοντα…

έλεγε ο Ποιητής στη ΧΑΣΗ και στη ΛΕΞΗ, την άλλη συλλογή του)


Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΥΡΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ   

(…μια ανεξάρτητη πένα, μια γραφή όπως την ονειρεύεται ο ρομαντικός και ανάξιος εραστής της ποίησης…)

Στην ποίησή του υπάρχουν κι ενυπάρχουν (ύφος, στυλ, εκφραστικά μέσα συνειδητού / υποσυνείδητου), ήθος, χιούμορ, αισθήματα, ψυχή και ο ποιητής γράφει αυτά που πρέπει. Η γραφή του έχει ουκ ολίγες ανατροπές, καθώς οι εικόνες της έχουν την πικρία αλλά και την απόσταση των μποέμ τύπων – όταν ξενυχτούν με ουίσκυ και αποτσίγαρα, που τους καίνε και του παγώνουν χέρι,  ψυχή  ή  έμπνευση.

Η ποίηση της «Ακουαλέρας» και φυσικά του Αθανάσιου Κούρτη, είναι σαφώς πολύ πιο κατασταλαγμένη, αλλά δεν χάνει την θετικά καυστική – διεισδυτική οπτική της λεπτότητα, που είχε στην «Χάση και στη λέξη» - το πρώτο του ποιητικό πόνημα, με το οποίο εμφανίστηκε στα λογοτεχνικά μας πράγματα.

 

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ

(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Αθανασίου Κούρτη ΑΚΟΥΑΛΕΡΑ)

Εκείνη τη χρονιά δεν είδαμε καλοκαίρι.

Έβρεχε ασταμάτητα. Τρεις ολόκληρους μήνες.

«Κοίτα να δεις - μου είπε η Μαρία –

το καλοκαίρι θα γίνει μνήμη

δίχως ν' αφήσει στάλα αίμα πάνω σε κάποιο γεγονός.

Δες τί ωραία που σαπίζουν τα φύλλα μες στον Ιούλη.

Θαρρώ πως σε λίγο θ' αρχίσουν να σαπίζουν οι δρόμοι,

οι κόρνες των αυτοκινήτων, τα βέλη των πινακίδων –

έτσι που τα ταξίδια θ' αποκτήσουν, επί τέλους,

το ασαφές και το αόριστο που τους ταιριάζει'

θα ξεφύγουν από την απλή διεκπεραίωση,

θ' αγαπήσουν την άνω τελεία και το κόμμα,

θα λατρέψουν το ερωτηματικό…»


Έπειτα έστρεψε το βλέμμα έξω απ' το παράθυρο

και ακολουθούσε με τα λευκά της δάχτυλα

τις σταγόνες που κατηφόριζαν πάνω στο τζάμι.


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΙΚΟΝΑ

Ο Fred έφυγε ένα μεσημέρι φθινοπώρου.

 (Η λέξη  ΕΦΥΓΕ  δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω απ' αυτό που λέει).

Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του σακακιού του

και ακολούθησε την κατεύθυνση πού δειχναν οι σκιές των δέντρων.

Οι φθινοπωρινοί περίπατοι ήταν οι αγαπημένοι του,

όπως μου είχε εκμυστηρευθεί.

Με τη σειρά μου κατάλαβα πως η αγαπημένη του λέξη ήταν η λέξη:

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

«Μην ανησυχήσεις - μου είπε φεύγοντας -.

Μια μέρα θα επιστρέψω και θα σου χτυπήσω την πόρτα

«Πότε;»    τον ρώτησα  

- «Όταν δεν θα είσαι μέσα…»   και  γέλασε με όλο του το πρόσωπο σαν νά βλεπε μπροστά του την εικόνα.

(Από τα απομνημονεύματα του Fred)


ΤΟ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟ

Πάνω στη λιθόστρωτη γέφυρα της Πράγας,

άπλωσε την παλάμη του στη γριά τσιγγάνα.

Εκείνη κοίταξε, ξανακοίταξε, την έφερνε πιο κοντά, πιο μακριά στα μάτια της…

λες κι έπασχε από μυωπία, πρεσβυωπία ή κάτι τέτοιο∙

έπειτα έβαλε επάνω της τον δείκτη του χεριού της και ακολουθούσε με αργές κινήσεις τις γραμμές.

Κάποια στιγμή… «Πείνασα, αργούμε πολύ;» της λέει αστειευόμενος.

Κι εκείνη με βλέμμα έκπληκτο: «Αδύνατον! Δεν μπορώ να προβλέψω τίποτα»

Ήταν η πρώτη που εισχωρούσε τόσο βαθιά στην ποίησή του.



ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Πρωινός ιδρώτας.

Η μυρωδιά του καπνού κατά μήκος των απέραντων,

άψυχων διαδρόμων

κάθεται βαριά στα ρουθούνια, στα πνευμόνια.

Οι ίδιες πικρές ανάσες...

Σαν να μην πέρασε μέρα.

Σκέφτομαι πως οι αισθήσεις αγνοούν το χρόνο.

Επιστρέφουν μαζί σου

και σε δευτερόλεπτα σε χώνουν στη διαδικασία

να βάλεις σε τάξη το εσωτερικό, ενστικτώδες ημερολόγιό σου.

Α, τί σκοτάδι αυτοί οι ατέλειωτοι διάδρομοι.

Μόνο στο βάθος, από την μισάνοιχτη σιδερόπορτα της αποθήκης

μπαίνει ένας ολόχρυσος ήλιος σε σκόνη.

Στην άλλη άκρη της αποθήκης είχαν κωλώσει στη ράμπα 3 κοντέινερ

που περίμεναν να φορτωθούν για Δανία.

Τράβηξα προς τα κεί, αφήνοντας κάτι σκόρπιες εικόνες

και κάτι μεταχειρισμένες λέξεις, σε τιμή ευκαιρίας,

να αιωρούνται μες στο μυαλό μου,

με σκοπό να τις δουλέψω αργότερα.

Γιατί πάντα πρέπει νά 'χω ένα όνειρο για τις επόμενες ώρες.

Πώς αλλιώς να κρατηθώ;

Τέχνη και αυτοκαταστροφή


TRANSFORMERS ΔΙΧΩΣ DISERTICONS 

(έκλεινε τα μάτια της  και  προσποιούνταν πως ήταν μια άλλη.  Παλιά της σηνήθεια…)

 

Όταν με κοίταζε, προσπαθούσε να είναι αυτή που εγώ ήθελα  (χωρίς να της το πω)  να είναι για μένα...   αλλά αυτό είναι μια παλιά ιστορία.   Ας επιστρέψουμε στη συνήθειά της. Κάποιες φορές λοιπόν, δεν της έφτανε να είναι μια άλλη...   Καταλαβαίνεις, δεν έβρισκε αψεγάδιαστο εαυτό απέναντι στους άλλους,   απέναντι στον εαυτό της.   Τότε προσποιούνταν πως ήταν διάφορα πράγματα:   ένα παράθυρο,   ένα δέντρο,   μια θάλασσα,   ένα σκισμένο εισιτήριο κάποιας ματαιωμένης διαδρομής,   ο κούκος που έβγαινε απ' το παλιό ρολόι,   ένα σύννεφο βαμμένο ηλιοβασίλεμα,   μια υπόγεια μουσική...   Γάμησέ τα φίλε μπερδεμένη υπόθεση.    Κι είναι που επιθυμούσε διακαώς να βάλει σε μια τάξη τη ζωή της.   Μού 'λεγε πως κάποτε όλοι θα καταλήξουμε σε ένα αντικείμενο    μα όταν τη ρωτούσα,   έκανε πως δεν ήξερε.   Όποτε την θυμάμαι τώρα, τρίζουν συθέμελα εκείνο το μικρό διαμερισματάκι στην Αθηνάς 7 στην Άνω Πόλη   αλλά και όλα τα ξενοδοχεία της Καβάλας, όπου άνθισε και μαράζωσε ο έρωτάς μας.   Όσο για κείνο το αντικείμενο... μη με ρωτάς ούτ' εμένα.    Όταν θ' απογίνουμε, δεν θα μαστε εδώ να δούμε τί τελικά απογίναμε.    Αν και κάπου πάει το μυαλό μου.   Μόλις σήμερα, έπειτα από πολλές μέρες γραπτής σιωπής,   βρήκα τη διάθεση να πιάσω μολύβι και χαρτί.    Δε γράφω, βέβαια και τίποτα σπουδαίο - ποτέ δεν  έγραψα.    Απλά παρατηρώ τα σχήματα των γραμμάτων:   Το Όμικρον, μας κύκλος,    το γιώτα, μια ευθεία γραμμή. Όλα τα υπόλοιπα κάτι μεταξύ των δύο   Μονάχα το τετράγωνο απουσιάζει -   μας κάθε σχήμα λογικής απ’ τη ζωή μας. 

Παρασκευή, 4 Οκτωβρίου 2024