Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

ΜΑ ΕΓΩ ΕΙΧΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΝΕΙΠΩΤΟΥ ΜΕΣΑ ΜΟΥ…

 

(… για να ξαναβρεθούμε καινούριοι

Ας αφήσουμε τις συστάσεις γι' αργότερα…)

(τάδε έφη ΚΙΒΔΗΛΟΣ ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΠΡΟΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟ, στη συλλογή του Αθανάσιου Κούρτη ΑΚΟΥΑΛΕΡΑ, εκδόσεις Ενδυμίων)

 

Πώς μπορούν στ' αλήθεια να συστηθούν οι ποιητές ή η ίδια η ποίηση;

 

(αν…)

 

Μόνη πατρίδα του ανθρώπου…  (είναι…)

…όσοι αντιλήφθηκαν τον κόσμο με τις ίδιες λέξεις…

 

Όμως ένα ερωτηματικό πρέπει να μπαίνει,

για να αποφεύγει ο διαχρονικός άνθρωπος

την απόγνωση και τη θνητότητά του.

 

Με τους παραπάνω στίχους – λέξεις  / σκεπτικό

αρχίζει η «Ακουα» (νερό) να εμβαπτίζεται στη «λέρα» (καταδίκη, βάσανος) η ποίηση της «Ακουαλέρας»,

της ποιητικής συλλογής δηλαδή μ’ αυτό τον τίτλο  του Αθανασίου Κούρτη

  

Η επίγνωση είναι εξάλλου και η μόνη μας λύτρωση,

μια που η αυτογνωσία δεν αρκεί:

 


ΚΙ ΕΦΑΝΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΟΛΟΓΥΜΝΗ Η ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ (…ωραία γυναίκα… - η Ποίηση ( ; )

 

Τα λόγια τους λαχανια-

σμένα ρουθούνιζαν δυνατά

ταράζοντας τη σκόνη του εδάφους κι άλλοτε ανασηκώνονταν

σούζα στα μπροστινά τους

πόδια επιδεικνύοντας τη δύναμή τους. Κι εκείνοι ολοένα

θριαμβωδώς εσήκωναν προς τα

πάνω τις αναμμένες δάδες ώσπου κάποτε άρπαξε η κουρτίνα

τ' ουρανού – λαμπάδιασμα

σωστό – κι εφάνη μέσα στο δωμάτιο ολόγυμνη η Ματαιότητα.

Ωραία γυναίκα.

(ΚΙΒΔΗΛΟΣ ΟΔΥΣΣΕΥΣ προς δημοσιογράφο από την ίδια συλλογή)

 

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΑ ΝΑ ΚΡΑΤΑΣ ΕΝΑ ΒΟΤΣΑΛΟ, ΣΦΙΧΤΑ, ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ… 

(… τα νερά είναι όπως πάντα ήσυχα, λιμνάζοντα…

έλεγε ο Ποιητής στη ΧΑΣΗ και στη ΛΕΞΗ, την άλλη συλλογή του)


Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΥΡΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ   

(…μια ανεξάρτητη πένα, μια γραφή όπως την ονειρεύεται ο ρομαντικός και ανάξιος εραστής της ποίησης…)

Στην ποίησή του υπάρχουν κι ενυπάρχουν (ύφος, στυλ, εκφραστικά μέσα συνειδητού / υποσυνείδητου), ήθος, χιούμορ, αισθήματα, ψυχή και ο ποιητής γράφει αυτά που πρέπει. Η γραφή του έχει ουκ ολίγες ανατροπές, καθώς οι εικόνες της έχουν την πικρία αλλά και την απόσταση των μποέμ τύπων – όταν ξενυχτούν με ουίσκυ και αποτσίγαρα, που τους καίνε και του παγώνουν χέρι,  ψυχή  ή  έμπνευση.

Η ποίηση της «Ακουαλέρας» και φυσικά του Αθανάσιου Κούρτη, είναι σαφώς πολύ πιο κατασταλαγμένη, αλλά δεν χάνει την θετικά καυστική – διεισδυτική οπτική της λεπτότητα, που είχε στην «Χάση και στη λέξη» - το πρώτο του ποιητικό πόνημα, με το οποίο εμφανίστηκε στα λογοτεχνικά μας πράγματα.

 

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ

(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Αθανασίου Κούρτη ΑΚΟΥΑΛΕΡΑ)

Εκείνη τη χρονιά δεν είδαμε καλοκαίρι.

Έβρεχε ασταμάτητα. Τρεις ολόκληρους μήνες.

«Κοίτα να δεις - μου είπε η Μαρία –

το καλοκαίρι θα γίνει μνήμη

δίχως ν' αφήσει στάλα αίμα πάνω σε κάποιο γεγονός.

Δες τί ωραία που σαπίζουν τα φύλλα μες στον Ιούλη.

Θαρρώ πως σε λίγο θ' αρχίσουν να σαπίζουν οι δρόμοι,

οι κόρνες των αυτοκινήτων, τα βέλη των πινακίδων –

έτσι που τα ταξίδια θ' αποκτήσουν, επί τέλους,

το ασαφές και το αόριστο που τους ταιριάζει'

θα ξεφύγουν από την απλή διεκπεραίωση,

θ' αγαπήσουν την άνω τελεία και το κόμμα,

θα λατρέψουν το ερωτηματικό…»


Έπειτα έστρεψε το βλέμμα έξω απ' το παράθυρο

και ακολουθούσε με τα λευκά της δάχτυλα

τις σταγόνες που κατηφόριζαν πάνω στο τζάμι.


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΙΚΟΝΑ

Ο Fred έφυγε ένα μεσημέρι φθινοπώρου.

 (Η λέξη  ΕΦΥΓΕ  δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω απ' αυτό που λέει).

Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του σακακιού του

και ακολούθησε την κατεύθυνση πού δειχναν οι σκιές των δέντρων.

Οι φθινοπωρινοί περίπατοι ήταν οι αγαπημένοι του,

όπως μου είχε εκμυστηρευθεί.

Με τη σειρά μου κατάλαβα πως η αγαπημένη του λέξη ήταν η λέξη:

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

«Μην ανησυχήσεις - μου είπε φεύγοντας -.

Μια μέρα θα επιστρέψω και θα σου χτυπήσω την πόρτα

«Πότε;»    τον ρώτησα  

- «Όταν δεν θα είσαι μέσα…»   και  γέλασε με όλο του το πρόσωπο σαν νά βλεπε μπροστά του την εικόνα.

(Από τα απομνημονεύματα του Fred)


ΤΟ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟ

Πάνω στη λιθόστρωτη γέφυρα της Πράγας,

άπλωσε την παλάμη του στη γριά τσιγγάνα.

Εκείνη κοίταξε, ξανακοίταξε, την έφερνε πιο κοντά, πιο μακριά στα μάτια της…

λες κι έπασχε από μυωπία, πρεσβυωπία ή κάτι τέτοιο∙

έπειτα έβαλε επάνω της τον δείκτη του χεριού της και ακολουθούσε με αργές κινήσεις τις γραμμές.

Κάποια στιγμή… «Πείνασα, αργούμε πολύ;» της λέει αστειευόμενος.

Κι εκείνη με βλέμμα έκπληκτο: «Αδύνατον! Δεν μπορώ να προβλέψω τίποτα»

Ήταν η πρώτη που εισχωρούσε τόσο βαθιά στην ποίησή του.



ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Πρωινός ιδρώτας.

Η μυρωδιά του καπνού κατά μήκος των απέραντων,

άψυχων διαδρόμων

κάθεται βαριά στα ρουθούνια, στα πνευμόνια.

Οι ίδιες πικρές ανάσες...

Σαν να μην πέρασε μέρα.

Σκέφτομαι πως οι αισθήσεις αγνοούν το χρόνο.

Επιστρέφουν μαζί σου

και σε δευτερόλεπτα σε χώνουν στη διαδικασία

να βάλεις σε τάξη το εσωτερικό, ενστικτώδες ημερολόγιό σου.

Α, τί σκοτάδι αυτοί οι ατέλειωτοι διάδρομοι.

Μόνο στο βάθος, από την μισάνοιχτη σιδερόπορτα της αποθήκης

μπαίνει ένας ολόχρυσος ήλιος σε σκόνη.

Στην άλλη άκρη της αποθήκης είχαν κωλώσει στη ράμπα 3 κοντέινερ

που περίμεναν να φορτωθούν για Δανία.

Τράβηξα προς τα κεί, αφήνοντας κάτι σκόρπιες εικόνες

και κάτι μεταχειρισμένες λέξεις, σε τιμή ευκαιρίας,

να αιωρούνται μες στο μυαλό μου,

με σκοπό να τις δουλέψω αργότερα.

Γιατί πάντα πρέπει νά 'χω ένα όνειρο για τις επόμενες ώρες.

Πώς αλλιώς να κρατηθώ;

Τέχνη και αυτοκαταστροφή


TRANSFORMERS ΔΙΧΩΣ DISERTICONS 

(έκλεινε τα μάτια της  και  προσποιούνταν πως ήταν μια άλλη.  Παλιά της σηνήθεια…)

 

Όταν με κοίταζε, προσπαθούσε να είναι αυτή που εγώ ήθελα  (χωρίς να της το πω)  να είναι για μένα...   αλλά αυτό είναι μια παλιά ιστορία.   Ας επιστρέψουμε στη συνήθειά της. Κάποιες φορές λοιπόν, δεν της έφτανε να είναι μια άλλη...   Καταλαβαίνεις, δεν έβρισκε αψεγάδιαστο εαυτό απέναντι στους άλλους,   απέναντι στον εαυτό της.   Τότε προσποιούνταν πως ήταν διάφορα πράγματα:   ένα παράθυρο,   ένα δέντρο,   μια θάλασσα,   ένα σκισμένο εισιτήριο κάποιας ματαιωμένης διαδρομής,   ο κούκος που έβγαινε απ' το παλιό ρολόι,   ένα σύννεφο βαμμένο ηλιοβασίλεμα,   μια υπόγεια μουσική...   Γάμησέ τα φίλε μπερδεμένη υπόθεση.    Κι είναι που επιθυμούσε διακαώς να βάλει σε μια τάξη τη ζωή της.   Μού 'λεγε πως κάποτε όλοι θα καταλήξουμε σε ένα αντικείμενο    μα όταν τη ρωτούσα,   έκανε πως δεν ήξερε.   Όποτε την θυμάμαι τώρα, τρίζουν συθέμελα εκείνο το μικρό διαμερισματάκι στην Αθηνάς 7 στην Άνω Πόλη   αλλά και όλα τα ξενοδοχεία της Καβάλας, όπου άνθισε και μαράζωσε ο έρωτάς μας.   Όσο για κείνο το αντικείμενο... μη με ρωτάς ούτ' εμένα.    Όταν θ' απογίνουμε, δεν θα μαστε εδώ να δούμε τί τελικά απογίναμε.    Αν και κάπου πάει το μυαλό μου.   Μόλις σήμερα, έπειτα από πολλές μέρες γραπτής σιωπής,   βρήκα τη διάθεση να πιάσω μολύβι και χαρτί.    Δε γράφω, βέβαια και τίποτα σπουδαίο - ποτέ δεν  έγραψα.    Απλά παρατηρώ τα σχήματα των γραμμάτων:   Το Όμικρον, μας κύκλος,    το γιώτα, μια ευθεία γραμμή. Όλα τα υπόλοιπα κάτι μεταξύ των δύο   Μονάχα το τετράγωνο απουσιάζει -   μας κάθε σχήμα λογικής απ’ τη ζωή μας. 

Παρασκευή, 4 Οκτωβρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου