(… θέλω να ξέρω πως είμαι ακόμα ζωντανός
γι’ αυτό σου λέω συνέχισε να με τρομάζεις τις νύχτες…)
Τα ποιήματά
μας σκουριασμένα κοκτέιλ
και
απαστράπτουσες άγιες μολότοφ
εκτοξεύουμε
σταθερά τις ιερές νύχτες
στα σαθρά
θεμέλια της πόλης
για να
ξυπνήσουν ξανά
σε
εκατομμύρια μικρές πυρκαγιές
οι
ξαναγεννημένες εκρήξεις»,
«Αστικά
μεταμεσονύκτια κατάλοιπα».
Τα ποιήματα
ασφυκτιούν
κλεισμένα
ανάμεσα σε λέξεις,
δακρύζουν
άβολα
καθώς
αντικρίζουν αδάκρυτα σιντριβάνια,
γαντζώνονται
στις γιγαντοοθόνες του μέλλοντος,
ακροβατούν
στο αβέβαιο ανώνυμο πλήθος,
λειώνουν με
την καμένη άσφαλτο του οδοστρώματος…
Πλάι σε δυο
ζευγάρια χυμένα μυαλά
δίπλα σε
κάλυκες άδειους,
ανάκατα υλικά
κατεδαφίσεως
που
προσφέρονται μισοτιμής
στα συσσίτια της εκκλησίας…
Το φεγγάρι
φωτίζει τη νύχτα χιλιάδες μικρές πυγολαμπίδες.
γενέθλια
στιγμή ο θάνατος,
αίμα πολύ στ’
οδόστρωμα που ρέει,
γιατί οι δρόμοι δεν γυαλίζουνε μονάχα στα
δάκρυα…
Δεν είναι ο
τρόμος του επερχόμενου χειμώνα
που θα
κρατήσει για πάντα την Περσεφόνη
δέσμια στον
Κάτω Κόσμο (αλλά…)
η ατολμία της
επόμενης Άνοιξης…
Και το ’λεγε
ο πατέρας μου: μάθε σκοποβολή,
φρόντιζε τον
εαυτό σου
μη
συνερίζεσαι τους πεθαμένους!..
Μόνο τ’
αστέρια είναι αλεξίσφαιρα
με τέτοια
όνειρα εκεί κάτω
σίγουρα θα
φας το κεφάλι σου…
«–Έχουμε
πόλεμο, σας λέω, πιστέψτε με
–Σκάψτε
λαγούμια με νύχια και με δόντια
ραντίζετε
με αίμα ή με βροχή
για να
γλιστράνε τα βράδια οι Ελπίδες μας
στην
άσφαλτο».
[κτερίσματα
στίχων από τη συλλογή του Κώστα Κρεμμύδα ΣΑΝΤΙΓΚΑΡ, εκδόσεις Μανδραγόρας 2013:
«Η ανθρώπινη «Σαντιγκάρ» του Κώστα
Κρεμμύδα, αντίδοτο στον εξανδραποδισμό της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, έρχεται
να επιτελέσει τον καθολικό, τον αρχετυπικό και πανανθρώπινο προορισμό της ίδιας
της τέχνης, εξαγνίζοντας ταυτόχρονα και τον δημιουργό της…» - κι άλλα σχόλια για τη συλλογή στο ΕΠΙΜΥΘΙΟ
ΜΟΝΟ ΝΤΟΥΦΕΚΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΑ
Ο νεκρός δεν φοβάται
το θάνατο, ο νηστικός δεν τρέμει την πείνα, στον απελπισμένο δεν προσθέτει η
απόγνωση, τον άρρωστο δεν καταβάλλουν ασθένειες, ο βρεγμένος αψηφά τη βροχή, ο
ηλίθιος δεν διακρίνει τη βλακεία, οι αντάρες δεν τρομάζουν τους τρομαγμένους, στα
γουρούνια δεν χρειάζεται Κίρκη, τον κυνικό δεν θαμπώνει ο κυνισμός, ο
ξεπεσμένος δεν υπολογίζει ξεπεσμό, τον ξεγραμμένο δεν λυγίζει ο φόνος, τον
ταπεινωμένο δεν σκιάζει η ταπείνωση, τον πνιγμένο δεν πνίγει η θάλασσα, η σιωπή
δεν ταράζει τον σιωπηλό, η λησμονιά δεν απελπίζει τον ξεχασμένο, τον μεθυσμένο
δεν μεθά το αλκοόλ, στον πωρωμένο περισσεύει αναισθησία, τον παχύδερμο δεν
προσβάλλουν τα λόγια, τον χρεωκοπημένο δεν καταστρέφουν τα χρέη, ο θλιμμένος
δεν βαραίνει τη θλίψη, τον μοναχικό δεν θλίβει η μοναξιά, ο νάρκισσος αγνοεί τα
αμφίβολα, το συμβιβασμένο δεν στενεύουν συμβάσεις, τον εφησυχασμένο δεν
σαστίζει ο θόρυβος, το φράξιμο των σιελογόνων δεν εμποδίζει το γλείψιμο, τους
ψεκασμένους δεν ξαφνιάζουν τα χημικά, οι θαρραλέοι δεν σκύβουν κεφάλι, οι πάνοπλοι
υποχωρούν μπροστά σε άοπλους, η χαραμάδα φέρνει τον ήλιο, ο ήλιος στεγνώνει τη
λάσπη, ο άνεμος σηκώνει τα κύματα, οι λέξεις λεχώνες φέρνουν την άνοιξη, η μέρα
καταποντίζει τους εφιάλτες, οι πεθαμένοι παραμένουν αθάνατοι, οι νεκροί δεν
υπολογίζουν τη ζωή, η ζωή θα πλημμυρίσει τον κόσμο, ο κόσμος…
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στη συλλογή του Κώστα
Κρεμμύδα ΣΑΝΤΙΓΚΑΡ, εκδόσεις Μανδραγόρας 2013]
ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ
(… κόκκινες λαμπερές φωτοβολίδες στο πηχτό αύριο της
νέας εποχής…)
Πέντε οργιές ύφασμα
περασμένο στο στημόνι της θλίψης και να γυρίζει το σχοινί πάνω καταπάνω στον
ήλιο να καίγονται οι κλωστές να μπλέκονται τα νήματα να ακούγονται οι ψίθυροι
κραυγές και οι οδύνες θρήνοι ανάμεσα στο αίμα του δειλινού και στο θαμπό του
κρύου απογεύματος
Μοναδικοί στα χρονικά
ικέτες αργοπεθαίνουνε κάτω από τα πόδια του Τειρεσία την ώρα που εκστομίζει
προφητείες
Χιλιάδες αστέρια
πασχίζουν να διαλύσουν το μαύρο περίγραμμα του ήλιου
Γι’ αυτό, τον τόπο
μου ακόμα και τα χελιδόνια βιάστηκαν να εγκαταλείψουν δραπετεύοντας φοβισμένα –
εκτός εποχής - πέρα από τάφους και ανθρώπους
Δεν είναι ο τρόμος
του επερχόμενο χειμώνα που θα κρατήσει για πάντα την Περσεφόνη δέσμια στον κάτω
Κόσμο όσο η ατολμία της επόμενης άνοιξης
ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΕΘΑΙΝΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Κι οι Έλληνες μαζί
της πεθαίνουν και παραπεθαίνουν. Πηδάνε από μπαλκόνια, αυτοπυρπολούνται, βάζουν
το δίκανο στο στόμα και τραβούν τη σκανδάλη, φέρνουν στα χωριά τους το σχοινί
της κρεμάλας, ανοίγουν ένα κατακόκκινο κάκτο στη μέση της πλατείας Συντάγματος,
λουφάζουν φοβισμένα τα βράδια στις τηλεοράσεις, χτυπιούνται κατάστηθα με λεπίδι
στο Κερατσίνι, πέφτουν από μπαλκόνια, καταπίνουν ασπιρίνες, παρακολουθούν τις
ειδήσεις, συνομιλούν με εγκλήματα, χάνονται άβουλοι στα βάθη της γης,
ξεχνιούνται στα ξένα, αρκούνται στο λήθαργο, υποδέχονται ήρωες, υποδύονται
ρόλους, υποκλίνονται στο κενό, χειρονομούν μάταια, χειροκροτούν αδέξια
χαροπαλεύουν
Γι’ αυτό σου λέω:
συνέχιζε να με τρομάζεις τις νύχτες Θέλω να ξέρω πως είμαι ακόμα ζωντανός
Κλεισμένη μέσα σε άσηπτες
μητροπόλεις να σέπεται η ύπαρξή μας
(σχόλια
για την ποιητική συλλογή «Σαντιγκάρ» του Κώστα Κρεμμύδα από το Σπύρο Μπρίκο)
Πάνω στα ερείπια της
πόλης φάντασμα, μιας επί της ουσίας «μη-πόλης», κενής ως προς την
ανθρωπογεωγραφία και τη σπλαχνική αιματική ροή της, στέκεται ο ποιητής Κώστας
Κρεμμύδας μαζί με τους λιγοστούς που απέμειναν, ή που απέδρασαν, ή που
επιχείρησαν να διαφύγουν θέτοντας στην πορεία πολλά ερωτήματα γι’ αυτό το
δυστοπικό περιβάλλον της νεόδμητης πόλης, της «πολεοδομικής τάξης» της
σύγχρονης εποχής του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Τι κι αν η πόλη -
πρότυπο «Σαντιγκάρ» κατέρρευσε από μόνη της, αφού δεν έλαβε σοβαρά υπόψη της -
εκείνη όπως και ο κατασκευαστής της - τον διαρκώς μεταβαλλόμενο αστάθμητο
παράγοντα άνθρωπο, τον κινητήριο μοχλό και θεμέλιο λίθο της, ο ποιητής με το
βλέμμα στραμμένο στο μέλλον παρατηρεί μπροστά του να προβάλλει διαρκώς σαν
εφιάλτης σε επανάληψη αυτή η πόλη του μοντερνισμού, και να αναγεννάται ολοένα
μέσα από τις στάχτες της και να τυλίγεται σαν μια μεγάλη ζώνη ή σαν θηλιά γύρω
από τον αυχένα του παγκοσμιοποιημένου αστικού χώρου. Πόλεις που διαρκώς καταρρέουν, που
αυτοκαταστρέφονται, αλλά που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια σε ένα όξινο, τοξικό
κοινωνικό περιβάλλον, όπου το αστικό κράτος ή η όποια εξουσία το υποκαθιστά
κάθε φορά, κατασκευάζει δομές πολιτικής και κοινωνικής ζωής ικανές να
διαχειριστούν τις εντάσεις και τις αντιθέσεις μέσα στο πάλαι ποτέ ζωντανό
ανθρωποκύτταρο-πόλη, φαινομενικά αμβλύνοντας τες… Ο Κώστας Κρεμμύδας βρίσκεται στα θεμέλια
αυτής της πόλης που κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος εν μία νυκτί, της
«Σαντιγκάρ», και που κόστισε τη ζωή σε αρκετούς ανθρώπους, όχι με την ιδιότητα
του ιατροδικαστή ή ενός εμπειρογνώμονα, αλλά με πνεύμα κριτικό, μάλλον δύσπιστο
ως προς το γενικότερο μέλλον των ανθρώπων και των ποιητών, όπου αν υπάρξει αυτό
θα είναι κλεισμένο μέσα σε μία δομή σαν τη «Σαντιγκάρ». Με τον ποιητικό του
όμως αναστοχασμό πάνω στα ερείπια της πόλης φάντασμα, της «μη-πόλης», φυτεύει
μέσα στο άδειο χωμάτινο φατνίο της τους σπόρους των ποιημάτων της δικής
του Οκτάνας, μιας νέας ερωτικής,
ανθρώπινης οικουμενικής ουτοπίας. Με λόγο σουρεαλιστικό, πυκνό σε εικόνες,
αντιθέσεις και συγκρούσεις, υψώνει «μόνο τουφέκια κι όνειρα»
και επισημαίνει πως «η ζωή θα πλημμυρίσει τον
κόσμο, ο κόσμος …ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ»….
Τρίτη, 8 Οκτωβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου