Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

ΑΥΤΗ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΕΡΝΑ ΑΝΕΠΑΙΣΘΗΤΩΣ ΜΕΣΑ ΣΕ ΘΡΟΪΣΜΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ

 Στον παραπάνω τίτλο  

ο στίχος από το ποίημα του Αντρέ Μπρετόν ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΦΕΥΓΟΥΝ σε μετάφραση Ανδρέα Εμπειρίκου, 

ΠΡΟΛΟΓΙΖΕΙ  τις 60 ΕΙΚΟΝΕΣ που έχει το ποίημα   ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΝΩΣΗ, πρώτο σ’ αυτή την ανάρτηση.

Στην  ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΝΩΣΗ  ανακαλούνται συνειρμικά από τον Ποιητή ΕΙΚΟΝΕΣ από τη φύση, για να αποδοθεί σε κάθε μέλος του γυναικείου σώματος το ΕΡΩΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ.  

Τη μετάφραση αυτού του ποιήματος έχει κάνει ο Νάνος Βαλαωρίτης;

 


1   Η γυναίκα μου με μαλλιά φωτιάς από ξύλα

2   Η γυναίκα μου με σκέψεις αστραπών της ζέστης

3   Με μέση κλεψύδρας

4   Η γυναίκα μου με μέση σβίδρας ανάμεσα στα δόντια της τίγρης

5   Η γυναίκα μου με στόμα κονκάρδας και ανθοδέσμης άστρων μικροτέρου μεγέθους

6   Με δόντια αποτυπώματα άσπρου ποντικού πάνω στη άσπρη γη

7   Με γλώσσα κεχριμπαριού και  γυαλιού τριμμένου

8   Με γλώσσα μαχαιρωμένου αντίδωρου

9   Με γλώσσα κούκλας που ανοιγοκλείνει τα μάτια της

10  Με γλώσσα πέτρας απίστευτης

11  Η γυναίκα μου με ματόκλαδα όρθιες γραμμούλες παιδικής γραφής

12  Με φρύδια περίγυρου φωλιάς χελιδονιού

13 Η γυναίκα μου με κροτάφους σχιστόλιθου στέγης θερμοκηπίου

14  Κι άχνας στα παράθυρα

15  Η γυναίκα μου με ώμους σαμπάνιας

16  Και κρήνης με κεφάλια δελφινιών κάτω από τον πάγο

17  Η γυναίκα μου με καρπούς χεριών από σπίρτα

18  Η γυναίκα με δάχτυλα τύχης και καρδιάς άσσου κούπα

19 Με δάχτυλα θερισμένου σταχυού

20  Η γυναίκα μου με μασχάλες τριχώματος του κουναβιού και καρπών οξιάς

21  Της νύχτας  του Αη-Γιαννιού

22  Της αγριομυρτιάς και φωλιάς σκαθαριών

23  Με μπράτσα του αφρού της θάλασσας και του υδροφράγματος

24 Και μίγματος σταριού και μύλου

25  Η γυναίκα μου με γάμπες βεγγαλικού

26  Με κινήσεις ωρολογιακές κι απελπισίας

27  Η γυναίκα μου με γάμπες από μεδούλι της ακτέας

28  Η γυναίκα μου με πόδια αρχικά ονομάτων

29  Με πόδια εσμού κλειδιών με πόδια καλφάδων που πίνουν

30  Η γυναίκα μου με λαιμό μαργαριταριού αλεσμένου κριθαριού

31  Η γυναίκα μου με λαιμό χρυσής κοιλάδας

32  Και συναντήσεων μέσα στην ίδια την κοίτη του χειμάρρου

33  Με στήθια της νύχτας

34  Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινής φωλιάς του τυφλοπόντιοκα

35  Η γυναίκα μου με στήθια χοάνης για ρουμπίνια

36  Με στήθια φάσματος του ρόδου κάτω απ’ τη δροσιά

37  Η γυναίκα μου με κοιλιά βεντάλιας των ημερών όταν ξεδιπλώνεται

38  Με κοιλιά γιγάντιο νύχι γαμψό

39  Η γυναίκα μου με ράχη πουλιού που φεύγει κατακόρυφα

40  Με πλάτη υδράργυρου

41  Με πλάτη φωτός

42  Με σβέρκο πέτρας στρογγυλεμένης και κιμωλίας βρεμμένης

43  Και πεσίματος του ποτηριού όπου μόλις ήπιαμε

44  Η γυναίκα μου με γοφούς μικρού πλοίου

45  Με γοφούς πολυελαίου και με φτερά σαΐτας

46  Και με μίσχους φτερών άσπρου παγωνιού

47  Και ζυγαριάς ανευαίσθητης

48  Η γυναίκα μου με γλουτούς από αμμόπετρα κι αμίαντο

49  Η γυναίκα μου με γλουτούς ράχης του κύκνου

50  Η γυναίκα μου με γλουτούς της άνοιξης

51  Με αιδοίο γλαδιόλας

52  Η γυναίκα μου με αιδοίο φλέβας χρυσού κι ορνιθορύγχου

53  Η γυναίκα μου με αιδοίο φύκια και καραμέλες του παλιού καιρού

54  Η γυναίκα μου με αιδοίο καθρέφτη

55  Η γυναίκα μου με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα

56  Με μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης βελόνας

57  Η γυναίκα μου με μάτια σαβάνας

58  Η γυναίκα μου με μάτια νερού για να πίνεις στη φυλακή

59  Η γυναίκα μου με μάτια του ξύλου πάντα κάτω απ’ τον πέλεκυ

60  Με μάτια στο ύψος του νερού στο ύψος του αέρα της γης και της φωτιάς.

[ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΝΩΣΗ του Αντρέ Μπρετόν σε μετάφραση Νάνου Βαλαωρίτη, αντιγραφή και επικόλληση από τον τόμο:  

ΔΕΝ ΑΝΘΗΣΑΝ ΜΑΤΑΙΩΣ   ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ,  Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, 1980, σσ. 278-280]

Από τον παραπάνω τόμο ανθολογούνται και τα ποιήματα:

ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΦΕΥΓΟΥΝ,   ΕΠΑΓΡΥΠΝΗΣΗ  και  ΦΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ σε μετάφραση Ανδρέα Εμπειρίκου.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ:  Επίκληση ΣΤΗΝ ΠΟΠΗ ΑΛΛΙΩΣ, ένα ποίημα του Μιχάλη Γκανά που ίσως  σε κάποιο μυστικό τρίτο επίπεδο να «συνομιλεί» με στίχους ερωτικούς για τη ΓΥΝΑΙΚΑ που περνά ανεπαισθήτως του Αντρέ Μπρετόν  -  Art by  LUCIFERINO angel of the light]

 

ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ,  ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΦΕΥΓΟΥΝ  

(σε μετάφραση Αντρέα Εμπειρίκου)

Το ατλάζι τω ν φίλων που γυρίζει κανείς στα βιβλία σχηματίζοντας μια γυναίκα τόσο ωραία

Που όταν δεν διαβάζει κανείς την ατενίζει με λύπη

Χωρίς να τολμά να της μιλήσει   χωρίς να τολμά να της πει πως είναι τόσο ωραία

Που αυτό που πρόκειται να μάθουμε δεν έχει τιμή

Αυτή η γυναίκα περνά ανεπαισθήτως μέσα σε θρόισμα λουλουδιών

Καμια φορά στρέφεται μέσα στις τυπωμένες εποχές

Και ζητά την ώρα  ή  καμώνεται πως κοιτάζει τα κοσμήματα κατάματα

Όπως δεν κάνουν τ’ αληθινά πλάσματα

Κι ο κόσμος πεθαίνει  ένα ρήγμα δημιουργείται στα δαχτυλίδια του αέρος

Ένα σχίσμα στη θέση της καρδιάς

Οι πρωινές εφημερίδες φέρνουν αοιδούς των οποίων η φωνή έχει το χρώμα της άμμου πάνω σε ακτές απαλές  και  κινδυνώδεις

Και καμιά φορά οι βραδινές αφήνουν να περάσουν κάτι πολύ νέα κοριτσάκια που οδηγούν θηρία αλυσοδεμένα

Μα το πιο ωραίο είναι στα ενδιάμεσα διαστήματα ορισμένων γραμμάτων

Όπου χέρια πιο λευκά από το κέρας των αστεριών το μεσημέρι αφανίζουν μια φωλιά λευκών χελιδονιών

Για να βρέχει πάντοτε.

 

Τόσο χαμηλά τόσο χαμηλά που τα φτερά δεν μπορούνε πια να σμίξουν

Χέρια απ’ όπου ανεβαίνει κανείς σε μπράτσα τόσο ελαφρά  που η άχνα των λιβαδιών στα χαριτωμένα της κυματιστά περιπλέγματα πάνω από τις λίμνες είναι ο ατελής τους καθρέφτης

Μπράτσα που δεν εναρθρώνονται με τίποτε άλλο παρά με τον εξαιρετικό κίνδυνο ενός σώματος καμωμένου για τον έρωτα

Του οποίου η κοιλιά καλεί τους στεναγμούς που ξέφυγαν από θάμνους γιομάτους πέπλους

Και που δεν έχει τίποτε το εγκόσμιο εκτός από την αχανή παγωμένη αλήθεια των ελκύθρων  των βλεμμάτων  επί της κατάλευκης εκτάσεως

Αυτού που δεν θα ξαναδώ πια

Εξ αιτίας ενός θαυμαστού ματόδεσμου

Που φορώ στο παιχνίδι της τυφλόμυγας των τραυμάτων.

 

ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ,  ΕΠΑΓΡΥΜΝΗΣΗ  

(σε μετάφραση Αντρέα Εμπειρίκου)

Στο Παρίσι κλονιζόμενος ο πύργος του Αγίου Ιακώβου

Όμοιος με ηλιοτρόπιο

Χτυπά καμιά φορά με το μέτωπο τον Σηκουάνα  και η σκιά του γλιστρά ανεπαίσθητα ανάμεσα στα ρυμουλκά

Τη στιγμή εκείνη ακροποδητί μέσα στον ύπνο μου

Κατευθύνομαι προς την κάμαρα όπου είμαι ξαπλωμένος

Και βάζω φωτιά

Για να μην μείνει τίποτε από την συγκατάθεση που μου απέσπασαν

Τα έπιπλα τότε κάνουν τόπο σε ζώα ίσου μεγέθους  που με κοιτάζουν αδελφικά

Λιοντάρια που στις χαίτες τους αποκαίονται οι καρέκλες

Σέλαχοι  των οποίων η άσπρη κοιλιά συγχωνεύει το τελευταίο ρίγος των σεντονιών

Την ώρα του έρωτος και των κυανών βλεφάρων

Βλέπω να καίγομαι  κι εγώ  με τη σειρά μου βλέπω αυτήν την κατανυκτική κρυψώνα των τιποτένιων πραγμάτων

Που υπήρξε το κορμί μου

Και που την ψάξαν υπομονετικά ράμφη πύρινων ίβιδων

Όταν όλα τελειώνουν μπαίνω αόρατος μέσα στην αψίδα

Χωρίς να προσέχω τους περαστικούς της ζωής που κάνουν ν’ αντηχούν πολύ μακριά τα σερνάμενά τους βήματα

Βλέπω τα ψαροκόκκαλα του ήλιου

Ανάμεσα από την λευκάκανθα της βροχής

Ακούω να ξεσκίζεται τ’ ανθρώπινο πανί σαν ένα μεγάλο φύλλο

Κάτω από το νύχι της απουσίας  και  της παρουσίας που είναι συνένοχες

Όλοι οι ιστοί μαραίνονται δεν μένει παρά μια μυρωμένη δαντέλα

Ένα κοχύλι από δαντέλα που έχει τέλειο σχήμα ενός μαστού

Δεν αγγίζω πια παρά την καρδιά των πραγμάτων  κρατώ το νήμα

 

ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ,  ΦΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ  

(σε μετάφραση Αντρέα Εμπειρίκου)

Δεν δίνω καμιά σημασία στη ζωή

Δεν καρφώνω την παραμικρή πεταλούδα ζωής στη σημασία

Δεν σημαίνω για τη ζωή

Με τα κλαριά του αλατιού τα λευκά κλαριά

Όλες οι φυσαλίδες από σκιά

Και οι θαλάσσιες ανεμώνες

Κατεβαίνουν  και  αναπνέουν στο εσωτερικό της σκέψης μου

Έρχονται δάκρυα που δεν χύνω

Βήματα που δεν κάνω  που είναι δυο φορές βήματα

Και που τα θυμάται ο άλλος στην ώρα της παλίρροιας

Τα σύρματα είναι στο μέσα μέρος του κλουβιού

Και τα πουλιά έρχονται από πολύ ψηλά να κελαϊδήσουν μπροστά σ’ αυτά τα σύρματα

Ένας υπόγειος διάδρομος σμίγει όλα τ’ αρώματα

Μια μέρα μια γυναίκα μπήκε μέσα

Αυτή η γυναίκα έγινε τόσο στιλπνή που δεν μπόρεσα να την δω

Με τα μάτια που δεν είδαν εμέ τον ίδιο να καίγεται

Είχα ήδη αυτή την ηλικία που έχω

Και επαγρυπνούσα στον εαυτό μου στη σκέψη μου σαν νυχτοφύλακας σε μια πελώρια φάμπρικα

Μόνος φύλακας

Η πλατεία εμάγευε πάντοτε τους ίδιους τροχιοδρόμους

Οι γύψινες μορφές δεν είχαν χάσει τίποτε από την έκφρασή τους

Δαγκάναν το σύκο του χαμόγελου

Ξέρω μια στόφα σε μια πλατεία εξαφανισμένη

Αν μου άρεζε να εμφανισθώ  μπροστά σας ντυμένος μ’ αυτή τη στόφα

Θα νομίζατε πως πλησιάζει το τέλος σας

Καθώς και το δικό μου

Στο τέλος τα σιντριβάνια θα καταλάβαιναν  πως δεν πρέπει να λέμε Σιντριβάνι

Τους λύκους τους προσελκύουν με καθρέφτες από χιόνι

Έχω μια βάρκα χυμένη απ’ όλα τα κλίματα

Παρασύρομαι από ένα παγόβουνο με φλογάτα δόντια

Κόβω και τσακίζω το ξύλο του δένδρου που θα ’ναι πάντα πράσινο

Ένας μουσικός μπλέκεται στις χορδές του οργάνου του

Το Μαύρο περίπτερο της εποχής καμιάς παιδικής ιστορίας

Πλησιάζει ένα σκάφος που δεν είναι παρά το φάντασμα του ιδικού του

Ίσως; να υπάρχει μια λαβή σ’ αυτό το ξίφος

Μα σ’ αυτή τη λαβή υπάρχει ήδη μια μονομαχία

Που κατά τη διάρκειά της αφοπλίζονται οι δυο αντίπαλοι

 

Οι κουρτίνες που ποτέ δεν τραβήχτηκαν

Πλέουν στα παράθυρα των σπιτιών που θα κτισθούν

Τα κρεβάτια τα παλιωμένα απ’ όλα τα κρίνα φλιστρούν κάτω απ’ τις λάμπες από δρόσο

Θα έρθει ένα βράδυ

Οι από φως χρυσίτες ακινητούν κάτω από την κυανή χλόη

Τα χέρια που δένουν και λύνουν τους κόμπους του έρωτος

Διατηρούν όλη τους τη διαφάνεια για όσους βλέπουν

Και βλέπουν τα τριαντάφυλλα επάνω στα χέρια

Τις κορώνες μέσα στα μάτια

Μα η ανδρικιά των κορωνών  και των φοινικοφύλλων

Ανάβει μόλις ανάβει στα πιο βαθιά του δάσους

Εκεί που τα ελάφια σκύβοντας εγκατοπτρίζουνε τα χρόνια

Δεν ακούεται παρά ένας αδύναμος χτύπος

Απ’ όπου βγαίνουν χίλιοι κρότοι πιο ελαφροί  ή  υπόκωφοι

Και αυτός ο χτύπος διαιωνίζεται

Υπάρχουν φορέματα που δονούνται

Και η δόνησή τους συγχρονίζεται  με αυτόν τον χτύπο

Μα όταν θέλω να δω το πρόσωπο αυτών που τα φορούν

Μια μεγάλη ομίχλη σηκώνεται από τη γη

Στο κάτω μέρος των καμπαναριών πίσω από τις πιο κομψές δεξαμενές ζωής και πλούτου

Στα φαράγγια που σκοτεινιάζουν ανάμεσα σε δυο βουνά

Στη θάλασσα την ώρα που δροσίζει ο ήλιος

Τα πλάσματα που μου κάνουν νόημα τα χωρίζουν άστρα

Και ως τόσο η άμαξα που σύρεται με καλπασμό

Παρασύρει ως και τον τελευταίο μου δισταγμό

Που με προσμένει εκεί πέρα στην πολιτεία όπου

τα μπρούτζινα και τα πέτρινα αγάλματα αλλάζουνε θέσεις μα τα αγάλματα από κερί

Βαγιάνοι   βαγιάνοι…

 

ΣΑΝ ΒΓΕΙ  ΣΤΟΝ ΠΗΓΑΙΜΟ ΓΙΑ ΕΜΠΝΕΥΣΗ, 

ΜΟΥΣΑ ΠΟΛΥΤΡΟΠΗ…

(… Τα λόγια λυρισμού των Ποιητών για το αντικείμενο των πόθων τους,   μεταφράζουν απαράμιλλα τις σιωπές όλων ημών για κάποια «Πόπη»,   που λανθάνει βιώσασα στα όνειρά μας!..  Για του λόγου το αληθές διαβάζουμε  το ποίημα  ΕΠΙΚΛΗΣΗ (στην Πόπη αλλιώς…)  του Μιχάλη Γκανά – που εδώ μπορεί να  «συνομιλεί» με στίχους για τη ΓΥΝΑΙΚΑ στα ποιήματα του Αντρέ Μπρετόν ]

Ω ριγηλό πουκάμισο αθώο ρούχο   Με τις πτυχές σου φρίσσοντας στον άνεμο   Κατέβα και γίνε μου σημαία   κόκκινο μεσοφόρι αερόστατο.   Επικαλούμαι τη ρώμη του κορμιού της   τα στήθη τα μικρά τη στίλβη του εφηβαίου   τη φώκια των γλουτών   και τους τερμίτες των μηρών της.   Αυτό δεν είναι αγάπη   είναι ένα ζώο που γυρεύει την αγάπη   δεν θα την βρει θα την παρεξηγήσει   θ’ αφήσει το ένα πόδι του στο δόκανο  και θα χαθεί στο δάσος.   [προτελευταίο ποίημα στη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΑΨΙΝΘΟΣ 2012)

Κυριακή, 3 Νοεμβρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου