Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

ΘΑ ΣΕ ΔΩ ΞΑΝΑ… ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ…

 

«Να απελπιστώ λοιπόν!..  Ας έχω αυτό τουλάχιστον το θάρρος»  (Βύρων Λεοντάρης)

 

Μετά από είκοσι πέντε βιβλία, συνειδητοποιώ ξαφνικά

ότι η ποίηση μου δεν γράφεται για να σώσει τον κόσμο,

αλλά για να σώσει τον εαυτό μου!..

Δεν είναι ποίηση του συνόλου, είναι ποίηση του ατόμου…

Γράφω, σημαίνει ενίσταμαι…   (κι ας…)

Δεν μου έχει απομείνει, μάλλον, κανένα μέλλον!..

Γράφω για έναν κόσμο νεκρό, απόντα, ανύπαρκτο...

Απορώ,  και είμαι,  ως συνήθως, ερωτευμένος

Με μια γυναίκα…   Που δεν υπάρχει…

Ή, μήπως, υπήρξε κάποτε;

Κάποιος αναμεταδίδει στο δρόμο την ψεύτικη είδηση:

«Κανείς δεν γεννήθηκε φέτος για μένα. Εκτός από σένα».

 

Ονειρεύομαι ακόμα την «γυναίκα που ήταν ο κόσμος»...

 

Αισθάνομαι πολύ μεγάλος πια για να αποποιηθώ την ποίηση...

Αυτά τα πράγματα τα κάνει κανείς στην ώρα τους…

Τι άλλο να πω;    

(αναρωτιέται  με νόημα ο Σταύρος Σταυρόπουλος)

 

(και μας λέει μια λέξη…):     ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ 

(στην πρώτη ποιητική  συλλογή του που με τίτλο

ΔΙΑΜΕΛΙΖΟΜΑΙ εκδόθηκε το μακρινό  1983)




Σε ψάχνω ακόμα.    Ψηλαφιστά,

στους τέσσερις τοίχους μπουσουλώντας,

σε κρατούσα στο χέρι,   δεν μπορεί να μ’ αφήσεις και συ,

δεν είναι δυνατόν να πέταξες για ζώνες τροπικές,

μονάχα οι γλάροι μπορούν και χώνονται στα σύννεφα

και συ γλάρος δεν είσαι.

Ξέρεις, να, δεν μπόρεσα, ήθελα να στο πω,

τελικά δεν χωράω, κατάλαβέ με,

παντού ξεχειλίζω άσπρος αφρός και χύνομαι στο πάτωμα,

δε μένω στο ποτήρι.

Παραιτούμαι,  συγγνώμη,   παραιτούμαι,

γιατί δεν κατάλαβα πως ο σκαντζόχοιρος όταν τον πλησιάζεις,

πετάει έξω τα αγκάθια του  και  κρύβει το κεφάλι

και τι φοβάται ο άνθρωπος

και πνίγει τον αυθορμητισμό του

κι οι επικοινωνίες γίνηκαν γέφυρες γκρεμισμένες,

παραιτούμαι, συγγνώμη, δεν κατάλαβα…

 

 

 (ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ:  «Δεν άλλαξε σχεδόν τίποτε από τότε.   Από τα 21 στα 63.    Έγινα αυτό που φοβόμουν, αυτό που δεν ήθελα, αυτό που προσπάθησα τόσο πολύ να αποφύγω.   42 χρόνια παραιτούμαι. Μεσολάβησαν απλώς 25 βιβλία,  πολλοί φίλοι,   δύο γάμοι,    πολλές γυναίκες,   δύο παιδιά.    Μια παράξενη μούσα, εφ όρου ζωής.. Σταλμένη.   Τίποτα δεν έχω καταλάβει.    Τίποτα δεν αναγνωρίζω.    Με τις ίδιες ακριβώς απορίες.   Μια θυελλώδης ζωή,   που επιστρέφει στο σημείο μηδέν,  από κει που ξεκίνησαν όλα.   Στα 21 μου.    Ότι έγινε, έγινε ερήμην μου.    Μήπως έφτασε η στιγμή, επιτέλους να παραιτηθώ»;

 

Σ’ αυτή την ανάρτηση ΑΝΘΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ επιλεγμένα αποσπάσματα από τις επτά πρώτες συλλογές του Σταύρου Σταυρόπουλου.

1.     ΔΙΑΜΕΛΙΖΟΜΑΙ,   εκδόσεις Βασδέκης 1983 

2.     ΤΟ ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ,   Απόπειρα 2002

3.     ΦΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ,  Αστάρτη 2004

4.     ΓΙΑ ΟΣΟ ΡΟΚ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ,   Απόπειρα 2005 και

5.     ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ,   Μεταίχμιο 2007 

6.     ΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ,  Ελληνικά Γράμματα 2008

7.     ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ,  ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, Μεταίχμιο 2009

ΕΠΙΜΥΘΙΟ «Πεθαίνω σαν βιβλίο»  (γράφει η Ευσταθία Δήμου για την τελευταία συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου: ΘΑ ΣΕ ΔΩ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ

ΠΡΟΣΕΧΩΣ επιλογές και από τις επόμενες συλλογές του Ποιητή Αντιγραφή και επικόλληση από την ανάρτηση που έγινε σε τρία μέρη με την επιμέλεια του Σταύρου Σταυρόπουλου   για την Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης ΠΟΙΕΙΝ

 

πρώτη συλλογή   ΔΙΑΜΕΛΙΖΟΜΑΙ,   εκδόσεις  Βασδέκης 1983

(ένα οργισμένο σχόλιο πάνω στην πεζότητα της καθημερινότητας)

Ο Θωμάς Γκόρπας έγραψε  για το ΔΙΑΜΕΛΙΖΟΜΑΙ:

«Είναι οι διαστάσεις, το χρώμα και το ύφος της σύγχρονης ερημιάς που αναπαριστάνει ο ποιητικός λόγος.

 Η αληθινή ποίηση έκανε πάντα το ίδιο:

Πολύ απελπισμένη, μπορούσε να ελπίζει.

Και μπορούσε να ελπίζει, γιατί μπορούσε να δει πέρα…»

 

1.

θέλω   την ώρα του παράνομου σκιρτήματος

όταν οι στρογγυλές καμπύλες σου ελευθερωθούν

κι ο πόθος γίνει διεστραμμένη επιθυμία

βουβός λυγμός κάποιας παράλυτης θεότητας

 

να κρατήσω τα πελώρια μάτια σου

πάνω στη γραμμή της ζωής μου που ξεθωριάζει

και σβήνει ανήμπορη να σιγάσει

τα χιλιάδες παραμορφωμένα ντεσιμπέλ

στην καρδιά σου

 

και θέλω   τις νύχτες εκείνες των σπασμών

λικνίσματα αφρισμένων κυμάτων   στα πόδια σου

 

να κάψω την πέτρινη φύση μου

κουρέλια φωτιάς

με χέρια φορτισμένα

απ’ τη γεννήτρια μήτρα σου

που χάσκει αδιάφορη

μπρος στα γυμνά μου μάτια

γυρεύοντας δικαίωση

 

και θέλω   την ώρα της θολής ενατένισης

λίγο μετά τη θύελλα της νύχτας

στη σύγχυση σου αδαής

παραδομένος σε ταξίδια ομιχλώδη

 

να γδάρω με τις λέξεις μου τη σάρκα σου

πανάκριβα λάφυρα   βελούδινων μαχών

τα φλογισμένα της πεδία

 

και θέλω     τώρα πια που γύρισαν οι σελίδες

τώρα που η τρέλα καλπάζει

στους ώμους μου συνεπιβάτης αχώριστος

 

θέλω     τώρα που όλα χάνονται

στης λήθης τα ντουλάπια

 

νεκρή φύση  και   γλυκιά μουσική

 

τη μήτρα σου θέλω   στο τοίχο κάδρο

αριστερά στο χολ καρφωμένη

σε στάση αναμονής

να σε θυμάμαι αιώνια…

 

(δεύτερη συλλογή):  ΤΟ ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ, εκδόσεις  ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2002

Το βιβλίο, γραμμένο σε μια γλώσσα προσωπική, ποιητική,

που άλλοτε κόβει σαν ξυράφι τις συλλαβές

και άλλοτε τις αφήνει και απλώνουν,

δείχνοντάς τες ατέλειωτες να ασφυκτιούν

και να λαχανιάζουν μες το ιδίωμα της πρόζας,

διατρέχουν απ’ άκρη σ’ άκρη τραγούδια ροκ

συγκροτημάτων και μουσικών όπως οι

Led Zeppelin,   David Bowie,   Deep Purple,   U2,

Neil Young,   Lou Reed,   Pink Floyd,  Nick Cave, 

Aerosmith,   Τρύπες,  Διάφανα Κρίνα,  Ξύλινα Σπαθιά  κ.α.

που συμπληρώνουν με νότες τα κενά διαστήματα

που χρειάζονται οι λέξεις του Ποιητή

 για να αναπνεύσουν.

 

ΠΡΩΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

Η Τέχνη είναι η μουσική τής λησμονιάς

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ

 

 

ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΦΛΕΒΑ ΧΡΥΣΟΥ,   μια Ίος σε κάρτ-ποστάλ,

απλώνεται ανοιχτή πληγή στον κόκκινο, χνουδωτό αφαλό τής γης.

Με γοφούς λίκνα φωτιάς πού αιμορραγούν ακατάσχετα, τυλιγμένοι σε τούλι.

Έρχεσαι καταπάνω μου με ανοιγμένα πανιά.

Γλώσσα σπάνιου διαμαντιού σε σάρκινο όστρακο, αστράγαλοι

μαργαριτάρια μπλεγμένα σε φύκια πού πάνω τους γυαλίζει το μύρο

και πόδια ξεθωριασμένες αγιογραφίες πού ακουμπούν στην σελήνη.

Είσαι ολόκληρη μια ασθμαίνουσα ζώνη φωτός.

Με μάτια μπουκέτα αστεριών, διάπυρα, ακαθόριστης λάμψης.

Με μάτια κατώφλια φθινόπωρου πού το χτυπά η βροχή.

Με μάτια ναυάγια λάφυρα σε βυθό άγνωστης παραλίας.

Μέση πλαγιά βουνοκορφής. Τη δέρνει ο ήλιος.

Κάνεις πώς βαδίζεις, αλλά πετάς. Απογειώνεσαι.

Καθώς σε παρακαλώ να βρεθείς σε τροχιά.

Καθώς σε παρακαλώ με απλωμένα χέρια, πληγές να γεννηθείς ξανά μέσα μου

να σε χωρέσω σε κάθε γωνιά τού κορμιού μου, να πάρεις το σχήμα μου

να σε γεμίσω μικρά μυστικά και θαύματα.

Το λάθος σου να μην υπάρχεις, ήταν το λάθος μου να υπάρχω μέσα

απ΄ την απουσία σου σε μια εντελώς ιδιάζουσα συνομωσία μορφών.

Κοιτάζομαι μέσα απ΄ τα θραύσματα καθρέφτες τής εικόνας σου

γονατιστός, ιχνηλατώντας την καταγωγή σου

σε ματοτσίνορα πού χορεύουν τσιγγάνικες μελωδίες

σε μαύρους βολβούς

σε βλέφαρα πού κλείνουν νωχελικά και μου φράζουν τη δίοδο

στο ροκ πού παίζουν τα μάτια σου

σε βλέπω να σκίζεις τα πέπλα τής ζωής μου

έκπτωτος άγγελος πού βουτάει στη γη

χτυπάς μανιασμένα τα παράθυρα, σπέρνοντας θύελλες οργής

η απουσία σου, το άλλοθι τής οριστικής μου αποχώρησης

χύνεσαι αέρας πού παρασέρνει έπιπλα και κουρτίνες μαζί

αστράφτοντας σαν ξωτικό τής παρακμής

παίρνεις τσεκούρι και κατεβάζεις τζάμια και φωτιστικά

καθώς παίζουν οι συγχορδίες των Van Der Graaf

σε παρακολουθώ δισταχτικά

δεμένος το περιλαίμιο τού σκύλου πού μου φοράς συνήθως

πάνω στις κάτασπρες κολώνες των φόβων μου

ντύνεσαι όλες σου τις περιβολές από λάσπη, μίσος, δάκρυα και άμμο

το στόμα σου βγάζει τώρα καπνούς άμετρης λύσσας και στο κορμί σου

βιτρώ εκκλησίας τού περασμένου αιώνα, μπερδεύονται ρυθμοί, σπέρματα,

νεκροί σκορπιοί και κομματάκια γλυκού απ΄τα γενέθλια τής Παρασκευής

μετά, την ώρα πού ο ήλιος ετοιμάζεται να σφηνωθεί χαδιάρικα

στα μαλλιά σου, στεφάνι

με αρπάζεις απ΄ το χέρι και με οδηγείς βιαστικά στην πόλη των πυρετών

σε κλειστό δωμάτιο να βλέπει φωταγωγό

μαγική νεράιδα με καθηλώνεις σε άψυχο στρώμα, το σεντόνι κόκκινο

με μαύρες ακτινωτές πινελιές, γράφει στο σώμα σου τις εποχές τού μπαρόκ

αρχίζω και πίνω από μέσα σου τούς χυμούς τής λησμονιάς

μυθικός Οδυσσέας στο νησί των Λαιστρυγόνων

έχεις τη γεύση τής σοκολάτας

οι ρόγες σου τεράστιοι άναρχοι κύκνοι, αναδύουν χαμένους παράδεισους

στην μυθολογία του πάθους, με ιερουργούν

και σταματάω υποταγμένος, λαχανιασμένος, σε στάση προσοχής

στη μήτρα, τη μήτρα ιερό

πού φτεροκοπάει και εκμηδενίζεται σε κάθε κίνηση τού χεριού μου

τη μήτρα, τέμπλο τής ηδονής

πού υπακούει και δίνεται και βαριανασαίνει

και βαδίζει πειθήνια το δρόμο τής τελευταίας θυσίας

τη μήτρα πού ανοίγει σαν άνθος κακού

και σκορπάει και χαίρεται και λιμνάζει

τη μήτρα των μεγάλων καλοκαιριών τής παραφοράς

υγρή σαν νούφαρο

απόκρημνη σαν Σαντορίνη

επινοημένη σαν Νταλί

πού συστέλλεται και διαστέλλεται και στασιάζει

και αποδέχεται και γλιστράει και απαγγέλλει

υστερικά ποιήματα

τού Μπλέηκ και τού Λοτρεαμόν

κάθε της άστρο κι ένας καρκίνος τής λογικής

κάθε της μάτι και μια βελούδινη χοάνη δροσοσταλίδες

κάθε της νεύμα κι ένα μπουκέτο χρώματα

την πιάνω με τα χέρια μου σαν παιχνιδάκι και την ανοίγω

λαστιχένια μπάλα ξεφούσκωτη

κολλάω εκεί το στόμα μου, φιλί τής ζωής

πάνω στο δράμα τής κλειτορίδας πού αναπνέει βαριά

γίνομαι θεός και διάβολος

γεύση τής σάρκας σου μοναδική

καθώς σαλεύω

στις εσωτερικές σπηλιές σου

και πέφτω, πέφτω συνέχεια, ασύμμετρη τεθλασμένη γραμμή

γεμάτος σημάδια αφανισμένων αγγέλων.

Όλη μου η ζωή άδειασε μέσα σου…

 

 (τρίτη συλλογή): ΦΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, Αστάρτη, 2004. Δίγλωσση έκδοση

Το μέτρο στα ποιήματα είναι εσωτερικό,

θρηνεί το βατερλώ της γυναικείας απουσίας,

οι φωτογραφίες «γράφουν» την μοναξιά του γυμνού σώματος. 

Μια μελαγχολική κατάθεση φόρου τιμής

στην φωτεινότητα του γυναικείου ιδεαλισμού

και μέσω αυτής στον εύφλεκτο πλανήτη

των πιο γόνιμων και απόκρυφων αισθήσεων.

II

μαθήματα ζωής   χωρίς εσένα

 

σε άδεια ερημικά πλάνα

στα ίδια παγωμένα νερά

 

έγινα πέτρα και φως

προσπαθώντας να φτάσω

για λίγο   τη μακρινή απουσία σου

 

ακόμα λείπεις

III

δυο μαλακά φεγγάρια   τον Αύγουστο

 

διπλωμένα στις αποσκευές του καλοκαιριού

 

με αμφίβολες σάρκες

συμμετρικά είδωλα   διαθέσιμες αγωνίες

 

έτσι ορίζεται ο έρωτας

 

στη γεωγραφία των σωμάτων

VII

θα βλαστήσω από βροχή

 

θα ματαιώσω κάθε αρχαίο μειδίαμα

θα λήξω   θα γίνω γραμμένη πληγή

 

ευπαθές όνειδος

σκιά των ματιών σου

 

μέχρι να βρούμε τη νύχτα  και  να χαθούμε

 

σαν σύνθημα   που ξεθωριάζει στους τοίχους

 

(τέταρτη συλλογή):  ΓΙΑ ΟΣΟ ΡΟΚ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ, εκδόσεςι  Απόπειρα, 2005

 

Η σπονδυλωτή γραφή,

η αγωνία που διαποτίζει το κείμενο,

το φάντασμα μιας σχέσης που επιστρέφει ξανά και ξανά

για να δηλώσει την ανεξίτηλη παρουσία του,

μπορεί να σκιαγραφούν με απόλυτο τρόπο

το πορτρέτο της γυναίκας,

θηλυκού όμως γένους είναι και η γενιά.

Είναι και η εποχή.

Τα λάφυρά της γίνονται εδώ προτάσεις,

το ιδιωτικό της όραμα, περιπλάνηση,

η μουσική της, χάδι από βελούδο,

η ανάγκη της για αυτογνωσία, κραυγή,

η νοσταλγία της, νοσταλγία της νοσταλγίας.

Ο έρωτας παραμένει δικαιολογία,

μια ανελέητη πρόφαση,  άλλες φορές φτηνή,   επίπλαστη,    αφελής,

άλλες πάλι φορές ιδανική,   θριαμβεύουσα,    ποιητική.

 

 

Η Α Ρ Χ Η  Τ Ο Υ  Τ Ε Λ Ο Υ Σ

 

«Όλα μου τα γραπτά έχουν ήχο κιθάρας πίσω τους.

Ακόμα και οι νουβέλες»

LEONARD COHEN

 

ΦΕΥΓΑΛΕΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ,  συγκινήσεις ιδιοφυείς,   ευφυΐα της σπατάλης του χρόνου,   των ιδιωτικών στιγμών,    του επώδυνου διλήμματος.

Τρυφερές λέξεις,  με άπληστο ξόδεμα,   με έρωτες που γυαλίζουν πάνω στο δέρμα μας σαν διαμάντια.

Κι  αυτή η διάθεση να ρισκάρεις τα πάντα που δυναμώνει κάθε χρόνο και περισσότερο.

Ένοχα κορμιά,  φλογισμένα.   Ληγμένες αγάπες.    Που γαντζώθηκαν άγρια σε κάγκελα,   που περπάτησαν σε γυαλιά,    που κοιμήθηκαν τρεις φορές λιγότερο απ’ το κανονικό,    που έζησαν σε εγκαταλειμμένα κτίρια γιατί δεν μπορούσαν αλλιώς.

Ξεφτισμένα μακό,   ποιήματα,    βλέμματα κουρασμένα.   Ηλεκτρικά.

Οι φορτισμένοι στίχοι του Αρθούρου Ρεμπώ,   σαΐτες.    Ξεκουρδισμένες κιθάρες, ξεκουρδισμένες γραφές.    Ζωές που συγκρούονται μια ζωή, έτσι από ανάγκη.

Σκόρπια ταξίδια,  ίριδες.   Χρώματα τρελαμένα.    Φυλλάδια στην διαδήλωση, Πανεπιστημίου, στο ύψος του Music Corner.    Σαν παρακαταθήκες μιας γενιάς που δεν έμαθε άλλο από το να αντιμιλάει.

Με τραγούδια καρφωμένα στο πέτο σηματάκι,   διακριτικό της κάστας μας.

Με κονκάρδες των Jam,   των Doors,    των Eloy.

 

Εύθραυστη λίμπιντο, από πορσελάνη.   Σα ρεφρέν της Courtney Love τραγουδισμένο παράφωνα από τον Country Joe.    Άλλης δεκαετίας.

Ιδρώσαμε λίγο, μα θα τα καταφέρουμε.

Θαμμένοι ζωντανοί μέσα σε κατακόκκινα όνειρα,   αποφύγαμε τις «σκόνες» την τελευταία στιγμή.   Καλά παιδιά, αεικίνητα.    Και στο τέλος σωσμένα.

Είμαστε πια εναντίον της αποκατάστασης της τάξης,   κατά της άγνοιας, υπέρ της ολοκληρωτικής διασάλευσης των αισθήσεων.    Μας αρέσουν ακόμα τα παιχνίδια, ίσως γιατί συγκεντρώνουν ενέργεια εκτονώνοντας το κυνήγι των ηδονών.   Τα βιβλία του Τσάρλς Μπουκόφσκι στις διαδρομές με τρένο  Μοσχάτο   Ομόνοια.    Και τα τραγούδια που περιέχουν το στερητικό without.   Με δεύτερο συνθετικό το you, κατά προτίμηση…

 

Ούτε ο ανατρεπτικός ήχος,   ούτε η προκλητική στάση,    ούτε τα εντυπωσιακά γυρίσματα,   ούτε καλά - καλά  το σκράτς - σκράτς του παλιού βινυλίου, μπόρεσαν ποτέ να το συγκρατήσουν από το να πραγματοποιήσει μια μοναδική ηλεκτρική επαφή ως ακουστικό ισοδύναμο της παθιασμένης ερωτικής ένωσης δυο νέων που βγαίνουν το πρώτο τους ραντεβού…  

Σχεδόν εμείς, σχεδόν διάσημοι…

Το ροκ εν ρολ μας έσωσε τη ζωή,   στέγασε την εφηβεία μας,    ήταν το όχημα, το μέσον που θα μας πήγαινε μακριά.    Μας πήγε…

Σίγουρα, δεν ήταν ο ιδανικότερος τρόπος για να χαϊδέψουμε τα αυτιά όσων πιστεύουν σε άλλου είδους κληρονομιές.   Σίγουρα, δεν ήταν το σταθερότερο βήμα που το εκτόπισμα του θα άνοιγε διάπλατα δρόμους στις μετέπειτα διεκδικήσεις μας.   Ήταν όμως, ό,τι ονειρευτήκαμε για να εξουδετερώσουμε τον ήχο και την εικόνα ενός συστήματος που δεν μας περιέκλειε.    Ό,τι μπορέσαμε να κάνουμε για να πολεμήσουμε συνολικά την νοοτροπία του που μας ενοχλούσε…

 

Έτσι, απλά, εμπλακήκαμε.   Παραδοθήκαμε στην δίνη του,    γνέθοντας το κουκούλι της δικής μας αθωότητας,    μένοντας μακριά από σταυροδρόμια…

Έτσι, απλά, γνωριστήκαμε…

  

Τίποτα δεν τελειώνει πριν το τέλος.   Θα το δεις.

 

(Πέμπτη συλλογή)   ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ, εκδόσεις  Μεταίχμιο, 2007

Τα μικρής διάρκειας αυτά κείμενα, που συνυπάρχουν εδώ σε ίσες ποσότητες με τις ιδέες, το απόφθεγμα, την ποίηση, τον αφορισμό και τον δοκιμιακό λόγο,

θέτουν εξαρχής ένα σχεδόν ακαριαίο στοίχημα:

Να καταφέρουν να παραμείνουν ανεξάρτητα ειδολογικά, εγκιβωτίζοντας συγγενείς μορφές του γραπτού λόγου εν είδει σπαραγμάτων

και παράλληλα να παρεκτείνουν, όσο μπορούν, την οπτική και το όραμα της γραφής.

Με αφετηρία τις πολλαπλές εκδοχές του εγώ που συνωθούνται μέσα στο ίδιο σώμα σαν μεγάλα επάλληλα σύμπαντα,

ο Σταύρος Σταυρόπουλος αποκαλύπτει, ανασηκώνοντας ελαφρά το πέπλο των πραγμάτων,

μια πυκνότατη φόρμα συναισθημάτων, στα όρια του ποιητικού παράδοξου,

που προβάλλονται ως στοχασμοί πάνω στο σκηνικό των λέξεων,

θυμίζοντας στενογραφημένες σημειώσεις για την άγραφη Ιστορία του βλέμματος.

 

ΚΑΘΕ που κλαίει ένα μωρό, οι βιβλιοθήκες των ανθρώπων γκρεμίζονται.


ΧΥΝΕΣΑΙ   μέσα σε όλα τα τοπία, καλύπτεις κάθε πιθανό συνδυασμό, γιορτάζεις όλες τις ημερομηνίες.

Σε μεταφράζουν όλες οι γλώσσες της γης.

Κάθε πρωί που σηκώνεσαι, φοράς όλα τα χρώματα,

μιλάς όλες τις λέξεις της μέρας και χαμογελάς.

Με όλες τις εκφράσεις.

Σε φωνάζουν όλα τα απεγνωσμένα επίθετα,

υπάρχεις μέσα σε όλες τις επιδιώξεις,

αποτελείς ιδρυτικό μέλος σε όλα τα κινήματα.

Είσαι ο πρωινός καφές σε όλα τα καφενεία,

το ρεφρέν στους στίχους όλων των τραγουδιών,

με περιμένεις σε όλες τις γωνίες του κόσμου να γυρίσουμε σπίτι.

Εκτυλίσσεις τα στιγμιότυπα,

αλλάζεις τη γεωγραφία του ορίζοντα με το βλέμμα σου,

σε διαφημίζουν παντού τα καρτ ποστάλ των νησιών.

Αποτελείς το θέμα όλων των αφιερωμάτων.

 

Είσαι πάντα ο χρόνος που πέρασε και ο χρόνος που θα ’ρθει,

στεγνώνοντας πάνω σε κάθε φωτογραφία,   κάθε δέρμα,

κάθε που βρέχει.

 

Χωρίς καν να υπάρχεις.

 

Εσύ.

Μια, καθώς λένε, δυσλειτουργία της μνήμης.

 

Ο ΕΡΩΤΑΣ:   Μια ανάρμοστη περιπέτεια του ματιού.

Ένας εγκαταλειμμένος σιδηροδρομικός σταθμός

που πάνω του κυλάνε τα χρόνια.

 

ΞΑΦΝΙΚΑ,   εκεί που καθόμασταν και περιμέναμε ανυποψίαστοι

να ξεσπάσουν τα κύματα,

μετρώντας τα δαχτυλίδια του χρώματος,

ένας ωκεανός πέρασε αναπάντεχα από μια ρωγμή των ματιών σου

και έγιναν όλα ξανά ανεπίτρεπτα μπλε.

 

ΗΤΑΝ ένας ήλιος εκτός μάχης,

που είχε σχεδόν καεί πίσω απ’ τις πλάτες μας  

- μια θεωρητικά χαμένη υπόθεση –

κι όμως θυμάμαι καλά πως προσπαθούσαμε να τον αναστηλώσουμε,

τοποθετώντας μεγάλες ξύλινες διχάλες κάτω απ’ τα μάτια του

για να τα κρατήσουμε ανοιχτά,

πως νιώθαμε λιγάκι σαν ήρωες ταινιών εποχής,

στην τελευταία ευκαιρία που είχαμε να ξαναγίνουμε παιδιά…

 

ΣΤΟ ΔΕΛΤΑ της χώρας σου,

αυτό το βέβηλο σύμβολο με τα πολλά ψηφία από σκασμένη δαντέλα,

κάτω απ’ το τρίχωμα της νύχτας,

εκεί χαμηλά, σε κοινή θέα,

δίπλα στην αδηφαγία των χειλιών,

σαν ορθάνοιχτη σωτηρία ζώου που σε κοιτάζει θλιμμένα,

είχαν στήσει ενέδρα οι εξισώσεις.

Βάλθηκα να αιωρούμαι στη ρίζα τους με ανοιγμένη ομπρέλα.

Σε στάση προσευχής,   σχεδόν κρατώντας σε στα δόντια μου,

συνέχισα να χορταίνω το στόμα μου με το παγκόσμιο τραύμα.

Η παρέλαση των κύκνων θα ξεκινούσε σε λίγο.

 


(έκτη συλλογή Σταύρου Σταυρόπουλου) 

ΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2008. Κείμενα

 

Η ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

 Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω

ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ

 

Δεν είμαι πια παρά κλειστά παράθυρα, κλειστά παράθυρα, κλειστά παράθυρα.   Ο κόσμος που πέρασε άφησε τα σημάδια του ανορθόγραφα στο περβάζι.   Κουτσουλιές, σαν των πουλιών.    Ξέρεις τι θα μου λείψει περισσότερο από σένα;    Οι κατολισθήσεις μας.   Το φως που έμπαινε ανάμεσα στα κορμιά μας καθώς γκρεμιζόμαστε – μια μυστική δύναμη.   Ήταν ένα φως με ίχνη, με αποτυπώματα.   Τα φέρω ακόμα.    Κοσμήματα από φως.    Καμιά φορά, όταν ξυπνάω το πρωί, το ξεχνάω. Νομίζω ότι έχω γεμίσει διαφανείς κρυστάλλους.   Μετά θυμάμαι.   Κοιτάζω το σώμα μου και η οξύτητά του με τρομάζει.   Αν σε ξύσω άραγε από πάνω μου θα χαθείς;    Θα χαθούν όλα όσα κατόρθωσαν να είναι;   Και το φως;    Πώς να το πάρεις απόφαση το φως;

Έχω περισσότερα ερωτήματα από καταφάσεις.   Δεν μπορούν εύκολα να σταθούν σ’ ένα κείμενο.   Μήπως αν αναρωτιέσαι συνέχεια απαντάς σε όλα;   Είδες, πάλι ρωτάω.

Τέλος πάντων, αυτό το χειμώνα έμαθα να κλίνω τα ανώμαλα ρήματα.   Ξέρω απ’ έξω όλες τις πτώσεις, κάποια μέρα θα σου μιλήσω γι αυτές.   Έγινα γενναιόδωρος με όσα χάνω·  φαίνεται, δεν τα είχα ποτέ.   Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η απώλεια είναι τόσο αναίμακτη.   Ούτε ότι συνηθίζει κανείς με τον καιρό τις συντέλειες του κόσμου.

Τελικά στα φεγγάρια με τους Ινδιάνους συμφωνούμε·  έχουμε από 13.   Συνεχίζουμε να ανάβουμε τα τσιγάρα μας απ’ αυτά – ως γνήσιοι αναγνώστες του Γκόρπα.   Εκεί που τα χαλάμε λίγο είναι στην μέτρηση του χρόνου.   Εμείς έχουμε μέρες,  μήνες,   χρόνια κι εκείνοι αιωνιότητα.    Ποιος μετράει πιο σωστά, δεν ξέρω.   Μπορεί κανένας.

Μου αρέσουν ακόμα οι Ινδιάνες, αλλά δεν έχω το κουράγιο να ζωγραφίζω άλλο το πρόσωπό μου.   Αρκετές ζωγραφιές έχει πάνω του.   Τις μισές μου τις έχεις κάνει εσύ.   Άλλωστε, δεν υπάρχουν πια αληθινές Ινδιάνες.   Περισσότερο φαντάζεσαι ότι υπάρχουν.   Είναι τόσο μακρινή η εποχή τους, που μπερδεύεται με τα παραμύθια.   Απ’ όσες έχουν  ξεμείνει στις πόλεις καμία δεν λέγεται Σύννεφο με παντελόνια.    Καμία δεν κρεμάει στα κοτσιδάκια της σούρουπα από τις παραλίες των νησιών.     Έχουν φθαρμένα όνειρα,  πλαστικά λόγια,   αδύναμα σύμβολα. Έπειτα,  είναι και οι δεσμοί αίματος που τις ενώνουν.    Δεν τους πιστεύω. Δεσμά αίματος θα ήταν η ακριβέστερη έκφραση.

Το στερεοφωνικό συνεχίζει να απεργεί από την προηγούμενη άποψη.  Δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα από τότε.   Συνεχίζουν να συζητούν για το Ασφαλιστικό.   Ο Αλογοσκούφης και η Τρέμη μου φαίνονται σαφώς συμπαθέστεροι με κλειστή τη φωνή της τηλεόρασης.   Ανοιγοκλείνουν το στόμα τους και συμπληρώνω εγώ τις λέξεις που θέλω.   Συνεχίζω να χάνω.    Είναι η τρίτη σερί εντός έδρας ήττα μου τον τελευταίο μήνα.   Μου έκλεψαν πάλι λίγα από τα έμψυχα και τα άψυχα που μου έχουν απομείνει.   Οι λαγοί τελειώνουν.   Και τα καπέλα.   Έχω κουραστεί με τα θαύματα που έχω επωμιστεί μέσα στο γήπεδο.   Παίζω με κατεβασμένες κάλτσες.   Βαρύ τερέν, όλο βρέχει.   Ο κόσμος θα έπρεπε να αναβληθεί λόγω ακαταλληλότητας του αγωνιστικού χώρου.

Δεν φτάνει να ονειρεύεσαι.   Ζωή είναι ό, τι γνωρίζουμε και αυτό που γνωρίζω δεν μου αρέσει.  Ή δεν μου αρκεί.   Είμαι διαυγής.   Σχεδόν τρύπιος.    Το κομμάτι που λείπει και επιτρέπει να δεις καθαρά μέσα μου, μου αφαιρέθηκε κάποτε, με κάποιο τρόπο.   Απ’ το κενό αυτό εισβάλλουν οι άλλοι.   Αν το βρω θα το χαρίσω σε μένα. Να κλείσει αυτή η εκκρεμότητα του φωτός.   Αυτός ο φαύλος κύκλος της καθαρότητας.   Ο Ρενέ Σαρ γράφει σε ένα στίχο του ότι «η διαύγεια είναι η πληγή η πιο κοντινή στον ήλιο».

Γράφω πληγές, ανάσες που δεν φτάνουν.   Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω;   Πρόσφατη έκθεση της WWF αποκαλύπτει ότι μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, το 60% των δασών του Αμαζονίου, ενός από τους βασικότερους σταθεροποιητικούς πνεύμονες του παγκόσμιου κλιματικού συστήματος, θα έχει εκλείψει.   Στην οδό Πλάτωνος έχω εγκαταστήσει τον δικό μου Αμαζόνιο· είναι μια μπλε πολυθρόνα.   Με μια απλή κίνηση των ματιών μου αλλάζω τα δέντρα, όποτε δεν με ικανοποιεί η καρποφορία τους.

Έχω όλων των ειδών τα παραδείσια πουλιά. Εκτός από ένα…

 

ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2009

 

Ποιήματα που «φωνάζουν» για την ερημιά των λέξεων που απέμειναν, για τη σιωπή του έρωτα που καραδοκεί, που εισβάλλουν στον χώρο και τον χρόνο και διαπερνούν τα πάντα, αναγγέλλοντας το τέλος. Κάτι σαν προανάκρουσμα του κενού, ενώ η ιστορία εκπνέει.

 

ΧΩΡΙΣΜΟΣ

 

Καλά είμαι σου λέω

Αλήθεια

Καλά τα πάω

Παρακολουθώ τους σφυγμούς μου καθημερινά

Μέσω Ίντερνετ

Μετακινούμαι μόνο κάτω από υπόστεγα

Για να μη στάζουν οι παραλίες στα μάτια μου

Προβιβάζομαι σε ανύπαρκτο

Μελετάω στο κτίριο των τυφλών

Τα τελευταία ερείσματα φθινοπώρου

Δεν ονειρεύομαι πουθενά

Μιλάω με τις φωτογραφίες σου

Που μεγαλώνουν στη γλάστρα

Με φθαρμένα ψηφία μονότονους ήχους αξύριστες ματιές

Φτιάχνω τα φρένα του αυτοκινήτου μου

Για να ξαναχαλάσουν

Ασχολούμαι με τις ταινίες διπλής όψεως

Τα ξυραφάκια διπλής κοπής

Τις διπλές βότκες πορτοκάλι

 

Κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά

Επισκέπτομαι το μπάνιο

Σιδερώνω το σώμα μου μ’ ένα σύρμα

Να φύγει ο έρωτας που σάπισε

Φροντίζω να αλλάζω τους εκδότες μου

Πριν μου γίνουν συνήθεια και πονέσω

Σπάω εταιρείες στη μέση

Και τις πουλάω για αθώα χαμόγελα

Ανταλλάσσω τη δυστυχία μου

Με παιδικά σχέδια

Σε μαγαζιά με αντίκες

Προσέχω να τρέφομαι σωστά

Με λέξεις βιολογικής καλλιέργειας

 

Και το βραδάκι πριν ξαπλώσω

 

Βγάζω τα μάτια μου

 

Και τα αφήνω αθόρυβα δίπλα στο πορτατίφ

Σ’ ένα πλαστικό ταπεράκι

Όπως κάνουν οι γέροι με τη μασέλα τους

Γιατί δεν αντέχω να σε βλέπω άλλο

 

Να γεμίζεις το κρεββάτι μου

 

Σπασμένα ποδήλατα


ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑΝ ΒΙΒΛΙΟ

(γράφει η Ευσταθία Δήμου για την τελευταία συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλο: ΘΑ ΣΕ ΔΩ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ)

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει και να διαπιστώσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο ένας στίχος φωτίζει όχι μόνο το ποίημα στο οποίο εμπεριέχεται, αλλά και ολόκληρη την ποιητική συλλογή, την οποία έρχεται όχι μόνο για να ερμηνεύσει μα και για να σφραγίσει, αποτελώντας τον πυρήνα της δημιουργικής σκέψης και έκφρασης του συγγραφέα. Έναν τέτοιο στίχο μπορεί κανείς να εντοπίσει στο ποιητικό βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου, ΘΑ ΣΕ ΔΩ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ. Πρόκειται για τον στίχο «Πεθαίνω σαν βιβλίο» που κλείνει ένα από τα ποιήματα της συλλογής και ξεχωρίζει, από πρώτη άποψη, για την ευφάνταστο της παρομοίωσης και την ειλικρίνεια της διατύπωσης.  Έχοντας τον στίχο αυτόν ως οδηγό και σημείο αναφοράς μπορεί, νομίζω, να αποτολμήσει κανείς την ερμηνεία ολόκληρης της συλλογής προσδιορίζοντας την αφετηρία και, ταυτόχρονα, την απόληξή της. Και αυτή δεν είναι ο θάνατος, όπως ίσως φαίνεται από τον στίχο, αλλά η ίδια η έννοια και η πράξη του τέλους. Το τέλος, όχι τόσο ως σκοπός όσο ως αναπόδραστο σημείο στην πορεία που διαγράφει η ζωή και η τέχνη, στη διαδρομή τους που είναι, κυριολεκτικά, βυθισμένη στην ψευδαίσθηση της παντοτινής διάρκειας, της αιώνιας ύπαρξης. Είναι από τις λίγες ίσως φορές που το «τέλος» γίνεται πρώτη ύλη της τέχνης και, μαζί, μια παραδοχή που αφορά το ίδιο το ποίημα.   Αυτός φαίνεται πως είναι και ο λόγος που ορισμένα από τα ποιήματα ξεκινούν με τη δήλωση της αρχής η οποία, όπως ακριβώς το επιτάσσει η αριστοτελική εντελέχεια, δίνει τη θέση της σε μια σειρά στιγμών που διαδέχονται η μία την άλλη προκειμένου να αναφανεί το ποίημα, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο στίχο.   Ιδωμένα από αυτήν την άποψη τα ποιήματα του Σταυρόπουλου μοιάζουν μάλλον αυτοαναφορικά, αφού, πέρα από την αίσθηση ότι εκτυλίσσονται με το βλέμμα στραμμένο προς το τέλος τους, πολλά είναι τα σημεία στα οποία ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί ότι ο ποιητής κάνει υπαινιγμούς και νύξεις στην ίδια τη δημιουργική διαδικασία και πράξη. Στον τρόπο με τον οποίο ανατροφοδοτεί τη δημιουργική του διάθεση, στην ίδια τη δημιουργική του διάθεση που επίσης κανοναρχείται από την ιδέα του τέλους – ενός τέλους που θα έρθει για να κλείσει τον ποιητή μέσα στο ποίημα, το ποίημα μέσα στον ποιητή. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι πολύ συχνά ο Σταυρόπουλος υιοθετεί έναν εξομολογητικό, επαναληπτικό, θα λέγαμε τόνο, για να δώσει στα ποιήματά του αυτήν ακριβώς την αίσθηση ενός έργου που προκύπτει -κατά τρόπο παράδοξο- από την επιθυμία του δημιουργού να κλείσει ένα κεφάλαιο που παραμένει εντός του ανοιχτό:    «Δεν θέλω άλλο τόπο  /  Άλλο πάρκο Μαρίας /  Άλλο όνομα με το ίδιο όνομα / Εδώ που είμαι / Εδώ που θα είμαι / Αν μπορέσω να είμαι / Ακόμα να είμαι / Θα είμαι / Ακίνητος σε μένα / Για να σε κάνω να υπάρξεις χωρίς ρίγος / Από αυτό που θα προξενήσουν οι λέξεις μου»  (XVII.)  Μέσα στο πλαίσιο αυτό και με σαφή τον ορίζοντα και τον προσανατολισμό προς την κρυστάλλωση, προς την παγίωση του δικού του, οικείου στίγματος, ο Σταυρόπουλος ανοίγει ή, μάλλον, εμπλέκει τα ποιήματά του σε έναν διάλογο με το λογοτεχνικό παρελθόν, με συγγραφείς οι οποίοι αποκτούν μέσα στις συνθέσεις την ανθρώπινη υπόστασή τους…   Γιατί αν υποθέσει κανείς ότι η λογοτεχνία, όπως την αντιλαμβάνεται ο Σταυρόπουλος, είναι μια σειρά από έργα που έκλεισαν μέσα τους τον χρόνο και, την ίδια στιγμή, κλείστηκαν μέσα σε αυτόν, τότε μπορεί καλύτερα να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο, τελικά, αποτέλεσαν πυρήνες ή, καλύτερα, σημεία σε ένα σύμπαν που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να επικοινωνούν διαρκώς και εξακολουθητικά μεταξύ τους:  «Εγώ που θα ήθελα / Που όλο περίμενα / Και ξεχνάω / Από τότε που διαμοιράστηκες / Που σε έκοψαν σε δύο κομμάτια / Ήταν Νοέμβριος του 1891 / Μόλις είχε πεθάνει ο Ρεμπώ / Εκείνο το βράδυ τον παράστεκα στο νοσοκομείο / Είχε ένα πόδι και τρία μάτια / Εσύ κανένα / Κανένα πόδι κανένα μάτι / Και ο Μπέρρυμαν είχε πηδήξει από τη γέφυρα / Στον ηλεκτρικό σταθμό του Μοσχάτου / Ή του Λονδίνου (XVIII.)

Παρασκευή, 10 Ιανουαρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου