Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ ΑΓΓΕΛΩΝ ΠΟΥ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥΣ:

Η Αναστασία Γκίτση, με το βιβλίο της Κορίτσι των Σκοτεινών Δασών (Μπαρμπουνάκης, 2010), τη δεύτερη αυτή συγγραφική της απόπειρα, προσεγγίζει τον έρωτα ως μυστηριακό γεγονός και με τους στίχους της προσπαθεί να γειώσει υπαρξιακές ή θεολογικού τύπου ανησυχίες, φέρνοντας σε επαφή τα ουράνια με τα γήινα. Καταθέτει μια σύνθεση ερωτικών ψαλμών, που, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Νικήτα Ζαφείρη,  ακροβατούν ακριβώς ανάμεσα στο θρησκευτικό και το προσωπικό, ανατέμνουν την ίμερου επιθυμία, επιστρατεύοντας μια μορφολογία και ένα αίσθημα απεύθυνσης που παραπέμπει άμεσα στην εκκλησιαστική παράδοση. Μόνο που εδώ το Κορίτσι που προσεύχεται, ο ενδεής πιστός, δεν απευθύνεται στον άυλο Κύριο αλλά στον υλικό και γι’ αυτό σπαραχτικά ποθούμενο: τον κρύφιο,  «από πηλό… πλευρό ενός πλευρού», εραστή.    Την παρακολουθούμε, λοιπόν, στις ατέρμονες επικλήσεις της προς αυτόν (στο τελευταίο από τα τρία ομότιτλα ποιήματα της συλλογής),  να επαναλαμβάνει (τρις), με οδύνη και οδυρμό,  την απραγματοποίητη προσδοκία της για το θαύμα του διαφορετικού έρωτα (και ας ξέρει εκ των προτέρων ότι «το άλλο μισό» δεν είναι εύκολο να συναντήσει):    
  

ΑΝ ΜΟΥ ΑΦΗΝΕΣ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΟΥΡΑΝΟ ΙΣΩΣ ΤΟΤΕ ΝΑ ΗΤΑΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ (Art by STEVIEUKWONDER someone to watch over you):  


Από χώμα όμως πλασμένη 
τι να  μπορέσω ν’ αντέξω; 
Μ’ ένα τόσο δα κεράκι χλωμό
πώς να φωτίσω την καρδιά
τούτου του κόσμου;

Αδιάφορα τα βλέμματα με προσπερνούν
χαϊδεύουν τη φιγούρα μου δίχως
διόλου να με συναντάνε

«κοινωνία προσώπων
απρόσωπες συντεταγμένες
μαθηματικές ανακρίβειες
γίναμε…»

Αν μου άφηνες ένα κομμάτι 
ουρανό ίσως τότε να ήταν
διαφορετικά…
Από πηλό,
πλευρό ενός πλευρού
τι να μπορέσω εγώ να πλάσω;
Με οδύνη και οδυρμό κυοφορώ το θαύμα,
μα σαν κινείται έξω στο φως
έκπτωτο γίνεται και λυγάει,
ωσάν το πρώτο αστέρι πέφτει.

«σύναξη αγγέλων
διαβολικές διασκορπίσεις
ατομικές μοναξιές
περιφέρονται…»

και αφήνονται και αφήνουν
και χάνονται και χάνουν
και περιφέρονται και περιφέρουν
τον παράδεισο γύρω από τον εαυτό τους
και δεν τολμούν να μπουν

«φοβούνται…»

Πώς να μάθουν να περπατούν στον ουρανό
στο κατ’ εικόνα συνηθίσανε
στο καθ’ ομοίωση πορεύονται 

«φοβούνται…»

Τόσο πλέριο φως
θα διασκεδάσει τα σκοτάδια
και μετά πού θα κρυφτούν;
Τους δερμάτινους μανδύες καλά φορούν και
οι δερμάτινοι μανδύες καλά τους φέρουν.

Αν μου άφηνες ένα κομμάτι
ουρανό ίσως τότε να ήταν διαφορετικά…
Αλλά χοϊκή απέμεινα
πλευρό ενός πλευρού
που το άλλο μισό δεν βρίσκει…

Συγχώρα με!
μόνο αυτό μου μένει…

Και τάξε μου,
τάξε μου μια προσευχή που
θα με φέρνει πιο κοντά στους αγγέλους
εκείνους που χαμογελούν
και μοσχοβολούν μύρο και λιβάνι…
[ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ Chapitre III ] 

Η ποίηση της Αναστασίας Γκίτση, λοιπόν, όπως εύστοχα σημειώνει και ο Αλάξανδρος Τανασκίδης, έχει φως και σκοτάδι μαζί. Έχει ουρανό και γη μαζί. Έχει εγώ κι εσύ μαζί. Έχει το έχειν και το απέχειν μαζί. Είναι το μαζί του έρωτα, το μαζί της ζωής, το μαζί που χρειάζεται δύο για το ταγκό του ολοκαυτώματος που σπέρνει ο έρωτας. Φοράει το συναίσθημα σε κάθε μικρή ή μεγάλη λέξη, προσπερνά σχεδόν σαν να μην ενδιαφέρεται και πολύ για το βλέμμα των άλλων αν και καλεί τον άνθρωπό της να κατεβάσει τα παντζούρια να μην κοιτά η γειτονιά παρόλα αυτά όμως παρατηρεί σχολαστικά τα ζευγάρια που έπνιγαν τα ερωτόλογα στα τσόφλια σπόρια σιωπηλά ανταλλάσσοντας λόγια αγάπης μεταξύ τους.

«ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΣΟΥ ΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΜΜΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΘΟΓΓΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΛΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤ¨ΟΣ ΜΟΥ… ΠΑΡΑΝΑΛΩΜΑ ΑΣ ΓΙΝΩ» (στίχος από το ποίημα ΣΤΑΘΜΟΙ ΧΩΡΙΣΜΩΝ): 
Ο Νικήτας Ζαφείρης σχολιάζοντας τις συνεχείς επικλήσεις κάνει μια σημαντική διαπίστωση: «H ποιήτρια, τελικά, επικαλείται το προσωπείο της… Προστρέχει, δηλαδή, και συνομιλεί με την παρουσία που της διαφεύγει, το κάτοπτρο του εαυτού της». Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της διττής επίκλησης είναι ότι η ερωτευμένη γυναίκα δείχνει πρόθυμη να προσφέρει τα πάντα παρόλο που ο αποδέκτης της προσφοράς παρουσιάζεται τουλάχιστον αμφίβολος.  Επομένως, πρώτο συμπέρασμα ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ  είναι μια διαρκής ταυτόχρονη επίκληση στον Εαυτό και στον Άλλο. «Οι λέξεις είναι θυμιάματα που αναθρώσκουν προς τον ουρανό της πίστης, προς τον πτωτικό γκρεμό των αμφιβολιών». Από αυτή την εύστοχη επισήμανση του Νικήτα Ζαφείρη που επιβεβαιώνεται σε πολλά σημεία της συλλογής καταλήγουμε  και σ’ ένα δεύτερο αξιοσημείωτο συμπέρασμα για τη φύση του έρωτα:   έχει ταυτόχρονα και τα κοσμικά χαρακτηριστικά  ενός γήινου πάθους αλλά και τα θεϊκά χαρακτηριστικά της παντοτινής αγάπης παρόλο που κυρίαρχο των επιθυμιών είναι παντού και πάντα το 
ΑΔΙΟΡΑΤΟ ΣΩΜΑ, που συνοδεύεται από τρία ρήματα σε χρόνο αόριστο κι έναν πανταχού παρόντα Ενεστώτα: Πεθύμησα… Νοστάλγησα… Ναυαγησα… Προσδοκώ:     
Αδιόρατο σώμα
Να συννεφιάζει η αντοχή σου
και να βρέχεται η ανάσα μου
θρυψαλιασμένες σταγόνες
αναπάντεχου και αθεράπευτου
ερχομού αυτού που ποτέ δεν είχαμε
μα πάντα νοσταλγούμε [ΑΔΙΟΡΑΤΟ ΣΩΜΑ από τη συλλογή]

Και αμέσως παρακάτω οι ΣΤΑΘΜΟΙ ΧΩΡΙΣΜΩΝ:  Δώσε μου τα χείλη σου για προσάναμμα και στον τελευταίο φθόγγο της επικλήσεως του ονόματός μου… παρανάλωμα ας γίνω!
Το σώμα σου αισθάνομαι
ζεστό επάνω στο δικό μου,
η ματιά σου
σιωπηλά με θωπεύει,
κι έπειτα οι σταθμοί των
τρένων, αερολιμένων, λεωφορείων
που απομυζούνε
τον ιδρώτα των χωρισμένων
των μισών εραστών,
που πιο μόνοι,
πιο ξένοι παρά ποτέ
συμφύρονται σε ράγες,
σ’ αεροδιαδρόμους
δίχως αποσκευές,
με τις θύμησες ερώτων
που υγρές ακόμα σταλάζουν
στα χείλη…
Δεν είναι η ξενιτιά που
πονάει…
πιότερο είναι η θλίψη
να σε βλέπω
να ξεμακραίνεις από το
σώμα έτσι καθώς
ανεπαίσθητα
τα μάτια σφαλίζω
για μια στιγμή μονάχα,
ανασαίνοντας τη
μυρουδιά σου…

«ΤΗΝ ΖΗΛΕΥΩ ΤΗ ΓΩΝΙΑ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΥ ΚΡΑΤΗΣΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΟΥ ΛΙΓΟ ΠΤΙΝ ΤΟ ΚΑΤΕΒΑΣΕΙΣ ΝΑ ΣΤΑΥΡΩΘΕΙ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ» (στίχος από το ποίημα ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ):
Μια άλλη πρωτοτυπία της Αναστασίας Γκίτση  είναι οι σημειώσεις που διευκρινίζουν τον τόπο και το χρόνο του κάθε ποιήματος. Για παράδειγμα στο τέλος του ΑΔΙΟΡΑΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ σημειώνει: Zurich/ Αύγουστος 2009, ενώ το αμέσως επόμενο, ΣΤΑΘΜΟΙ ΧΩΡΙΣΜΩΝ, πατρίδα του έχει τη Θεσσαλονίκη το Δεκέμβρη του 2004. Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική, Αστυπάλαια, Πήλιο, Κέρκυρα, είναι οι ελληνικοί τόποι που εναλλάσσονται με τους ξένους σταθμούς μιας περιοδείας που απλώνεται από το 2001 έως το 2009:  Besancon, Bielefeld, Strasbourg, Zurich, Κωνσταντινούπολη, Valencia, Synaqoque in Slovakia, Barcelona. Paris, Andora, Costa Brava, Manchester. Με αυτό τον τρόπο είναι σαν να περιφέρεται Το Κορίτσι των Σκοτεινών Δασών από πόλη σε πόλη, από ξένη σε ξένη γη, αναζητώντας διαρκώς, παντού και πάντα τον αγαπημένο της. Κέντρο όμως όλης αυτής της περιπλάνησης, ως αφετηρία και τελικός προορισμός, παραμένει η Θεσσαλονίκη, αφού είναι ο τόπος έμπνευσης και δημιουργίας σε επτά από τα 37 ποιήματα της συλλογής: ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ Ιούλιος 2009, ΣΤΑΘΜΟΙ ΧΩΡΙΣΜΩΝ Δεκέμβριος 2004, ΔΗΛΟΣ ΤΟ ΙΕΡΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ Μάιος 2008, ΣΕΡΝΟΝΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΕΡΜΑ ΜΟΥ Αύγουστος 2009, ΔΕΚΑ ΓΟΥΛΙΕΣ ΣΚΕΨΗΣ Αύγουστος 2009, ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΑΚΑΤΕΜΑΤΑ Αύγουστος 2009 και η εξασέλιδη τελευταία ενότητα της συλλογής με γενικό τίτλο ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΡΩΤΗΣΕΣ Αύγουστος 2009. Αυτό είναι ίσως ένα στοιχείο που δικαιολογεί το συσχετισμό που επιχειρεί ο Παναγιώτης Γούτας όταν, σχολιάζοντας την ποίηση της Αναστασίας Γκίτση, την θεωρεί κατά κάποιον τρόπο ως μια συνέχεια στην ερωτική παράδοση της πόλης.   Για να στηρίξει, μάλιστα την παρατήρησή του κάνει μια εκτεταμένη αναδρομή στην ποιητική ερωτική παράδοση της Θεσσαλονίκης. Σημειώνει, για παράδειγμα ότι  πρώτος ο Χατζιδάκις την χαρακτήρισε ερωτική, επηρεασμένος από την ομίχλη της, τον συναισθηματισμό των ανθρώπων της και εκείνη τη γλυκιά μελαγχολία που αποπνέει, αλλά η «τιμή» ανήκει στον Κωστή Μοσκώφ, που την πρόβαλε ως τέτοια. Σ’ αυτό συνηγόρησαν και αρκετοί φιλόλογοι ή κριτικοί λογοτεχνίας, που διέκριναν στα έργα των θεσσαλονικιών δημιουργών έναν ιδιότυπο ερωτισμό, μια ιδιάζουσα υγρή νοσταλγία, ένα βαρύ, παχύρευστο συναίσθημα. Όπως και να έχουν τα πράγματα, η πόλη έχει μια παράδοση στην ερωτική ποίηση, μια παράδοση που ξεκινά από τη Ζωή Καρέλλη, τον Βαφόπουλο, τον Πεντζίκη, τον Θέμελη, την ερωτική, κατά Χριστιανόπουλο, τριάδα (Ασλάνογλου, Ιωάννου, Χριστιανόπουλος). Διάχυτο ερωτισμό θα βρούμε επίσης, σύμφωνα πάντα με τον Παναγιώτη Γούτα,  και σε ποιήματα του Βαρβιτσιώτη, του Στογιαννίδη, του Γιάννη Καρατζόγλου, του Τόλη Νικηφόρου, σε τολμηρά, εξομολογητικά ποιήματα της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, αλλά και σε άλλους δημιουργούς που εντάσσονται στο κλίμα της πόλης, ακόμη κι αν δεν ζουν σ’ αυτήν… Ο Παναγιώτης Γούτας ολοκληρώνοντας όλη αυτή την αναφορά του στους ερωτικούς ποιητές της Θεσσαλονίκης, βρίσκει κάποια σημεία επαφής και συνέχειας στην ποίηση της Αναστασίας Γκίτση ή όπως ο ίδιος σημειώνει «εκλεκτικής συγγένειας» ή τέλος  πάντων «μία δίοδο επικοινωνίας με το ποιητικό παρελθόν της πόλης»  με τη μεγάλη θεσσαλονικιά ποιήτρια Ζωή Καρέλλη, «κυρίως ως προς την τάση αυτονόμησης και αυθυπαρξίας της γυναικείας φύσης της, αλλά και στο αίσθημα της θρησκευτικότητας που διαπνέει τους στίχους της».  
Οι ΔΕΚΑ ΓΟΥΛΙΕΣ ΣΚΕΨΗΣ είναι το μοναδικό ποίημα, από αυτά που παραπέμπουν στην πόλη της Θεσσαλονίκης που προσδιορίζει και μια πιο ιδιαίτερη περιοχή: Παραλία  Θεσσαλονίκης/ Αύγουστος 2009, «εκεί που, σιωπηλή,  κρυφακούς ερωτόλογα ζευγαριών ή στην εφηβεία… μαθαίνεις το πρώτο φιλί»:      
Δέκα λεπτά να πάει μία…
Δέκα λεπτά να συμμαζέψεις τη σκέψη σου δεν φτάνουν, που  είναι και η φωνή που τριγυρίζει από γωνία σε γωνία του μυαλού μου.
Βραχνή σαν αμαρτία, υπόκωφη σαν κρυμμένο θέσφατο που δεν προφήτευσα σωστά.
Είναι το κρασί που θα λέει πάλι τα δικά του,
η φράση που θα τελειώνει πριν ακόμα ξυπνήσει η γραφή στο χαρτί,
είναι η μέθη που ξεπλένει τα τερτίπια της θάλασσας σου.
Καθρέφτης λες, ήσουν υγρή.
Σκοτεινή, παρεκτός μιας λωρίδας φεγγαρόφωτου
που σου έλουζε τα στήθη,
γόνιμα να καλοκαρδίζουν τους ναυτικούς
που σε ζάβωναν με τα ροζιασμένα τους χέρια
-τέτοια απόλαυση δε σου ’λαχε ίσαμε τώρα!-
Σιωπηλή ήσουν,
να κρυφακούσεις τα ερωτόλογα των ζευγαριών που κατάπιναν
μαζί με τα τσόφλια σπόρια,
μοιρασμένη εφηβεία εκεί που μαθαίναμε  το πρώτο φιλί
και το ανακάτεμα στο στομάχι.
Ήταν κι ένα ζευγάρι ηλικιωμένων να δικαιώνει την αγάπη.
Μου μιλάς για έρωτα… σου μιλώ για αγάπη.
Μας φιλιώνει το φιλί.
Μακρινή ήσουν, σαν τα ξεχασμένα πουλιά που αποκοιμήθηκαν
στο κοντινότερο κλαδί
και ροχαλίζει από πάνω τους το φύλλο που κολλάει στον κορμό.
Αγάπη μου λες… έρωτας σου λέω…
Μας φιλιώνει το άγγιγμα.
Ανοιχτή ήσουν, να ξανοίγεις αγκαλιά ορίζοντα
που σε δύσκολη θέση φέρνει τους ντροπαλούς
και τους πληγιασμένους από αστοχία ερωτική.
Άνοιξα μάτια, καρδιά, αφή να σε δω
να σε δω δεν μπόρεσα.
Έκλεισα μάτια, υπεροψία, βεβαιότητα να σ’ αγγίξω,
αναστέναξες από ηδονή.
Δέκα λεπτά μετά τη μία…
Δέκα λεπτά ακόμα σκέψη τι να σώσει!

«Αν και καταγεγραμμένα σε διαφορετικές χρονολογίες και σε διαφορετικές περιοχές μεταξύ τους τα ποιήματα, όλα κουβαλάνε τον ίδιο πολυπλεγματικό χάρτη της Αναστασίας. Το αιώνιο ψάξιμο στα ανασκαλέματα της σακατεμένης ψυχής της, σαν άλλη μετανάστρια που ψάχνει την πατρίδα της και βολοδέρνει σαν το κύμα από πλοίο σε αεροπλάνο κι από εκεί στον ουρανό...» (Αλέξανδρος Τανασκίδης)

«ΚΙ ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΟΥ Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΛΙΓΟΥΣ ΜΟΝΟ ΣΤΙΧΟΥΣ ΔΙΑΣΩΖΕΙ ΟΛΑΚΕΡΗ ΤΗ ΘΕΪΚΗ ΕΥΣΠΑΧΝΙΑ» (στίχος από το ποίημα ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ): 
Η γοητεία του βιβλίου και της ποιητικής φωνής της Γκίτση, πάλι σύμφωνα με τις επισημάνσεις του Παναγιώτη Γούτα, έγκειται στο ότι πολλά από τα ποιήματα ακούγονται στο αυτί του αναγνώστη ως μικρές προσευχές. Σε αρκετά  ποιήματα μάλιστα υπάρχουν λέξεις ή ολόκληρες φράσεις που αντηχούν εκκλησιαστικά: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιε Θεού, Ελέησον ημάς!» Η συνύπαρξη του θεϊκού στοιχείου με τη σωματική επιθυμία είναι κάτι το ξεχωριστό στην ποίηση της Γκίτση, και σε συνδυασμό με την αισθαντικότητα και ευαισθησία των στίχων της, γράφει ο Παναγιώτης Γούτας, δημιουργούν ένα γνήσιο, αληθινό, εξομολογητικό ερωτικό κλίμα που γοητεύει, υποβάλλει και πείθει τον αναγνώστη. 
Η ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ και η ΕΡΩΤΙΚΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ είναι ένα δείγμα αυτής της γόνιμης συνύπαρξης:
Κι ευτυχώς που η ποίηση 
σε λίγους μόνο στίχους διασώζει
ολάκερη τη θεϊκή ευσπλαχνία…

Στάλαξε λίγη νυχτιά
στην παλάμη μου
να ελευθερώνω
κάθε που θέλω να κλάψω…

Μη με  δουν και
με χρεώσουν μ’ αδυναμία

ΕΡΩΤΙΚΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ  
Τόσο πολύ είχε κολλήσει πάνω σου
η αθωότητα που σ'ένιωθα διάφανο
ν'ανασαίνεις στο λαιμό μου...

Της σιωπής σου
έψαξα ρούχο να την ντύσω
να μην σεργιανάει μονάχη
και γυμνή στο άσβεστο
ης ψυχής μου...
Της μοναξιάς σου
λαχτάρησα αιτία να της χαρίσω
να'χω να παρηγορώ
το κλάμα μου
τα βράδια που αμίλητο
σε νιώθω να περπατάς
οτονύπνο μου...
Την απουσία σου
ορέχτηκα σ' υπόσταση
να μεταπλάσσω
κάθε φορά
που σκιά θα διασχίζεις
τον τοίχο μου,
σημαίνοντας υπόσχεση παντοτινή.
Διαιωνίζοντας το χτες
της ανθρωπότητας
σε αύριο...
Το κάθε τώρα σ' απαρχή...
Το όποιο δάκρυ σ' ελπίδα...

«Κάθε σελίδα κι ένα μικρό βότσαλο, χαλίκι, λουλούδι, διαμάντι, δάκρυ για να στοχεύει και να επαναπροσδιορίζει την επιστροφή του αναγνώστη – ταξιδιώτη στο νάμα της ψυχής, σύμφωνα με την κριτική του Αλέξανδρου Τανασκίδη.  «Ρήματα – Σταυροί (αναρριγήσω, μεριζόμουν, ματώνω, περίσσεψα, ορέχτηκα, χρεώσουν, σκοντάφτω, αιωνίασε), ρήματα που εκφράζουν την δυναμική τους μέσα από την ταυτοποίησή τους με το ουσιαστικό που επιλέγει η Αναστασία για να δώσει άλλη ώθηση στον αναγνώστη όπως (παραληρίες, αγναντεύσεις), εικόνες και μυρωδιές από Θεό και Άγιο Φως φτιαγμένες, με όλο το ψάγμα του Ίστασθαι της Θεανθρώπινης παρουσίας, εντός μας... όπως χαρακτηριστικά αναφέρει κι η ίδια στο τρίτο κεφάλαιο του ποίηματός της «Κορίτσι των Σκοτεινών Δασών» ... «Πως να μάθουν να περπατούν στον ουρανό; Στο κατ’εικόνα συνηθίσανε, στο καθ’ομοίωση πορεύονται»… Με ένα πλέγμα από γυναικείο πόνο… οδηγεί τις λέξεις σε έναν δρόμο επιστροφής στο μέσα της, τον πιο βαθύ της αναρριχόμενο κισσό αναζήτησης ενός χαδιού, ενός βλέμματος, μιας κουβέντας ερωτικής, μιας αστρικής πληρότητας και πορεύεται σε στίχους γεμάτους από φως της ψυχής της αλλά και λίγο αλάτι πάνω στις πληγές σαν να προσπαθεί να επιτύχει την αυτοκάθαρση όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στον ανυπέρβλητης αρτιότητας στίχο «Αλλά χοϊκή απέμεινα πλευρό ενός πλευρού που τ’ άλλο μισό δεν βρίσκει».

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ Η ΣΠΙΘΑ ΜΟΙΑΖΕΙ ΣΑΝ ΠΥΡΚΑΓΙΑ! (στίχος από τον πολυσέλιδο καταληκτικό μονόλογο με τον επαναλαμβανόμενο στίχο ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΡΩΤΗΣΕΣ)
Ο επαναλαμβανόμενος αυτός στίχος, στο τελευταίο εξασέλιδο συνθετικό ποίημα της συλλογής, που έχει μεταφερθεί μάλιστα στη θεατρική σκηνή,   λειτουργεί καλά και δίνει συνοχή (και σπαραγμό) στις εξομολογήσεις-σκέψεις της Αναστασίας Γκίτση και στις λυρικές/ ερωτικές απορίες της. Οι απορίες μάλιστα που εκφέρει στο ποίημα αυτό, σύμφωνα με την κριτική του Αλέξανδρου Τανασκίδη «με την πληθώρα της ανεξάντλητης ερωτηματικής ύπαρξης του ανθρώπου, είναι απορίες που εσωτερικά εύχεται να τις είχε φιλοξενήσει ο άγνωστος άνδρας, που σε άλλες στροφές θεοποιείται και τοποθετείται σε ένα βάθρο κι αλλού καταγκρεμίζεται μέσα από την συνειδητοποίηση της αδιαφορίας, της ανεπάρκειας, της απουσίας του. Το παιχνίδι των λέξεων κι η αλληλοδιαδοχή της ισχύος μίας φράσης που αυτοαναιρείται στον επόμενο κιόλας στίχο όπως «Μη θαρρείς από φόβο, τίποτε δε με φόβισε παρά μόνο η ανάσα σου όταν ξεμάκραινε από σιμά μου», είναι το όπλο της για να αποδείξει την αυτοδιαχείρηση, την αυτοδυναμία, την αυτοκυριαρχία της στον πόλεμο της ανταμοιβής συναισθημάτων και αγάπης που διεκδικεί. Και το ερώτημα παραμένει μέσα από προτάσεις που χτίζουν όλες μαζί σιγά- σιγά ένα τεράστιο πηχτό σκοτάδι... απόγνωσης... αυτοαπομάκρυνσης, αυτοαποδοχής της πραγματικότητας... 
«Για μένα όμως δεν ρώτησες»... Το ποίημα αυτό, γράφει στη δική κριτική ο Νικήτας Ζαφείρης,  «αποτελεί μια ισχυρή αντιφώνηση, μια εξόδιο διαμαρτυρία, που αντιτάσσεται στο προηγούμενο, παρακλητικό ύφος της συλλογής. Με αυτή την τελική της ποιητική σύνθεση, η ποιήτρια, ή μάλλον το Κορίτσι των Σκοτεινών Δασών, εγείρεται κατά του εραστή της, διαμαρτύρεται, οργίζεται και αμαρτάνει – η ένταση την λυτρώνει πια περισσότερο από την αναμονή…»
ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΡΩΤΗΣΕΣ (μικρό απόσπασμα): 
ii.
Μη θαρρείς από φόβο, 
τίποτε δεν με φόβισε παρά μόνο η ανάσα σου
όταν ξεμάκραινε από σιμά μου.
Και η βαριά σκιά σου στον τοίχο που δεν μου άφηνε
περιθώρια ασφαλείας να δω τα μάτια σου,
τα μάτια σου,
σκοτεινές χαντρίτσες σε στριμωγμένα απόκρυφα ευαγγέλια.
Κομποσκοίνι μετα προσευχής και ασκήσεως
κρατούσα στα χέρια να τ’ αντέχω
βασιλικό στα δόντια.
iii.
Και αν κατέβαζα τα δικά μου κάθε που τ’ αναζητούσε το βλέμμα σου
από ντροπή για κείνο το φύλλο της γέρικης βελανιδιάς
που μας είδε να κρυφαγγίζουμε τυχαία
-τάχα μου τάχα μου- το χέρι, ήταν.

… τερπνόν όμως και καλόν επί πλέον ώφελεν είναι…
iv.
Ξελαρυγγιασμένες γούρνες οι κινήσεις σου,
και σου ΄λεγα, χαμήλωσε τη φωνή σου!
Πες μου κείνη τη στερνή καλημέρα
με την χαμηλωμένη φωνή του μεσημεριού!
Πόσο με γοήτευε ο τρόπος που κούρνιαζες τη γλώσσα σου στο
«ρο» σαν τύχαινε ανάμεσα σε φωνήεντα.
Δεν σου το πα.
v.
Για μένα όμως δεν ρώτησες…
vi.
Ρυτίδα άπλωσες στο ξύλινο τραπέζι
όλα σου τα «απολαμβάνω»
-κράτησες κι ένα στερνό για το τέλος-
και μ’ έμπηξες αγκίδα ροδακινιού στο μικρό σου δαχτυλάκι,
του δεξιού που το είχες μαγκώσει στην πόρτα βιαστικά, θυμάσαι;
Έτσι έκλεινες πίσω σου τις πόρτες και τα φώτα.
Βιαστικά,
σαν αποτρόπαιες ιαχές πολεμιστών στην νηνεμία 
λίγο μετά τους πυροβολισμούς
vii.
Και έπειτα ο πόθος σου να το πιέζεις
στο κρύο μπουκάλι της μπύρας.
Η ηδονή του πόνου, μανία –έμφυτη, επίκτητη δεν ξέρω-
ν’ ακροβατείς στα άκρα.
Ίσως γι’ αυτό να συμπονάς τόσο τους ακροβάτες,
σαλοί μιας άλλης ισορροπίας, που του Θεού το μοίρασμα ανατάραξε.
viii.
Για μένα όμως δεν ρώτησες…
ix.
Ποια γεύση να ’χει το αίμα που αυλάκωνε η αγκίδα στο πρόσωπό μου.
Άραγε με θυμάσαι; 
Πώς περπατώ στον πόνο μου τρεκλίζοντας,
πώς σιωπώ σαν υποφέρω αγκομαχώντας ανάσες,
πώς αγαπώ στην πρωινή μου ανακούφιση,
στη νυχτωμένη μου ανάγκη, του κορμιού μου
-όταν ζυγιάζω στο περίγραμμα του δικού σου-
στάση (περίσταση πες το όπως θες!) τη θυμάσαι;
Σιωπώ, μαζεύομαι, ένα κομματάκι ακινησίας
ν’ απλώσεις  κατάσαρκα τις πυρακτωμένες
λέξεις σου στο παρθενικό κορμί μου.

ΕΛΑ ΜΟΥ, ΕΛΑΜΟΥ ΝΑ ΜΕ ΚΑΤΟΙΚΗΣΕΙΣ. ΑΔΕΙΑΝΟ ΣΑΡΚΙΟ ΑΠΟΚΑΜΕ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΜΟΥ
«Η ηδονή της σάρκας, ο πόνος του κορμιού, το μάτωμα της παλάμης, είναι κινήσεις όχι τυχαίες αλλά πολύ καλά αρχιτεκτονημένες μέσα στα ποιήματα της Αναστασίας Γκίτση, καθώς καταφέρνει να επιτύχει να μας προσγειώσει από την ιδεατή κι απλή αναφορά των συναισθημάτων και του ρομαντισμού, στην υλιστική και χειροπιαστή αλήθεια, αυτή που εκφράζεται με το σώμα και μέσα από αυτό….[τάδε έφη Αλέξανδρος Τανασκίδης σχολιάζοντας τη συλλογή της ΑναστασίαςΓκίτση ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ, εκδόσεις Μπαρμπουνάκη 2010 – με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο: ανθολογία ποιημάτων από αυτήν και από την πρώτη συλλογή της Αναστασίας ΞΕΡΩ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΩΣ ΑΡΓΑ 2000]
http://deepunctum.blogspot.gr/p/blog-page_5.html


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου