Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

ΘΕΛΩ ΟΠΩΣ ΤΟ ΠΕΤΡΑΜΥΓΔΑΛΟ ΝΑ ΣΠΑΣΩ ΤΗ ΛΕΞΗ, ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ ΑΠΛΑ

(…ψάχνοντας τις λέξεις,  παρόλο που ξέρω πως δεν γράφονται μ’ αυτές τα ποιήματα…)  

Κερδίζει η λογοτεχνία όταν εικαστικοί καλλιτέχνες αποφασίζουν να εκφραστούν με το Λόγο και κατορθώνουν να μεταφέρουν στο κείμενο τη συγκίνηση τόσο έντονα όσο και με το χρωστήρα,

αποφαίνεται ο Γιώργος Θεοχάρης σχολιάζοντας την πρώτη εμφάνιση στην ποίηση του   χαράκτη Γιάννη  Στεφανάκι. 

Με τη συλλογή ποιημάτων ΤΟ ΚΑΡΦΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

(με ένα χαρακτικό και τέσσερα σχέδια του ίδιου, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2010),

αποδεικνύει στην πράξη πόσο πλεονεκτική είναι η ματιά του εικαστικού όταν θελήσει να εκφραστεί  με  δομικά υλικά της ποίησης  για τα κοινά  πάντως  θέματα των καλλιτεχνών: 

Χρόνος – Μνήμη – Έρωτας – Φθορά – Θάνατος…

Ο Γιάννης Στεφανάκις με την πρώτη αυτή συλλογή του  κεφαλαιοποιεί την πολύχρονη γόνιμη ενασχόλησή του με τη σύζευξη λογοτεχνίας και ζωγραφικής-χαρακτικής-γραφικών τεχνών…

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο ενότητες: η πρώτη δίχως τίτλο, «Εικόνες περιπλάνησης» η δεύτερη.

Το εισαγωγικό ποίημα, με τίτλο ΘΥΜΑΜΑΙ  έχει να κάνει με το ριζιμιό λιθάρι της μνήμης και αναφέρεται στον πατέρα του ποιητή, ο οποίος συγκινιόταν με το τραγούδι και σκιρτούσε για το όμορφο αλλά βιάστηκε να φύγει από τις ομορφιές του κόσμου: 

«Βιαζόσουν

σαν σκιά που έφευγε  

και εσύ ακολουθούσες…»

γράφει ο Στεφανάκις και οι λέξεις του εικονογραφούν

αυτή τη βιαστική πορεία  του  άνθρωπου,

που  ως υλικό σώμα πορεύεται προς την ανυπαρξία…

Το ίχνος της πορείας του όμως παραμένει ως σκιά μνήμης.

Ο Στεφανάκις αναπτύσσει την προβληματική του σχετικά με τα σκορπισμένα σαν τα σπυριά του ροδιού χρόνια της χαμοζωής, όταν το άτομο μένει χωρίς απόθεμα άλλου χρόνου, χωρίς άλλη δυνατότητα ύπαρξης, πνιγμένος στον ωκεανό χρόνου των άλλων που συνεχίζουν να υπάρχουν.

Αναφέρεται στη μνήμη της παιδικής ηλικίας που αποθηκεύει την ανάμνηση των δυσκολιών της ζωής τυλιγμένη στο ασημόχαρτο της λαχτάρας για ζωή.

Δείχνει ότι ο μόνος σίγουρος χρόνος μας είναι το παρελθόν μας, και συχνά πυκνά προσφεύγει στη Φύση.

Ζητάει έλεος από τη Φύση κι ελπίζει να μαρτυρήσουν τα δέντρα, κάτω απ’ τη σκιά των οποίων μεγάλωσε,

να μαρτυρήσουν με τη σιωπή τους   ότι κάποτε υπήρξε!..

 Γιατί φτάνοντας προς το αναπότρεπτο τέλος

συνειδητοποιούμε και αναπολούμε τη σοφία της σιωπής των αψύχων.

Και στο ποίημα   ΚΙ ΟΜΩΣ Σ’ ΑΓΚΑΛΙΑΣΑ,

 (ποίημα  αφιερωμένο στη σύντροφό του  ζωγράφο  Μαργαρίτα  Βασιολάκου),

καταλαβαίνουμε ότι η τυραννία του χρόνου αντέχεται

επειδή μας χαρίστηκε το δώρημα του έρωτα,

που είναι η εικονοποίηση της δίψας του ανθρώπου για ζωή,

 η θέλησή του ν’ αντιπαλέψει τη φθορά.

Το ομότιτλο με τη συλλογή ποίημα (με αντιμετάθεση των άρθρων) είναι το ακόλουθο:

ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΟ ΚΑΡΦΙ

Αυτή η λάμπα που χάμω πεσμένη

μετράει τα γυαλιά της

και το πετρέλαιο παλιό λερώνει

το φθαρτό τσιμεντένιο πάτωμα

άντεξε – άκουσε πολλά

και είδε περισσότερα

Αυτή η λάμπα που στο φως της

μεγάλωναν οι σκιές κι εγώ φοβόμουν

που ζέσταινα τα χέρια μου

πριν το μολύβι πιάσω

πόνου κραυγή έβγαλε όταν   άφησε

του χρόνου το καρφί!..

 

Εδώ το καρφί του χρόνου με διπλή σημασία:

ως στερεωτικό της ύπαρξης, με τις επισφάλειες που δημιουργεί η ποιότητα του κονιάματος της ζωής,

 αλλά και ως τυραννικό εργαλείο, καρφωμένο στην ψυχή των όντων.

Όταν κλείνει ο κύκλος της χρηστικότητας, πα’ να πει

όταν μειώνεται η αξία της ύπαρξής μας,

όταν η ζωή εξηλεκτρίζεται,

τότε ο ταπεινός τρόπος ζωής,

 η λάμπα του πετρελαίου,

γίνεται, στην καλύτερη περίπτωση, διακοσμητικό αντικείμενο

ή πετιέται στα σκουπίδια με το λαμπόγιαλο θρυμματισμένο.

 

Αλλά ο χρόνος, λέει ο Στεφανάκις, μπορεί ν’ ακινητοποιηθεί

 κάθε φορά που μπορούμε να κοιτάζουμε με μάτι που διακρίνει την αέναη ζωγραφική του σύμπαντός μας.

Ο χρόνος, που σαρώνει την ύπαρξή μας κι αφήνει 

Μαύρο σαν μαύρο το πυκνό σκοτάδι της ανυπαρξίας.

Μονάχα ένας ζωγράφος μπορεί να φτάσει, ως ποιητής,

σε μια τέτοιας έντασης παρομοίωση και μεταφορά.

Από την άλλη όμως οι μικροχαρές της ζωής είναι φάρμακο αισιοδοξίας,

αφού, ακόμη και κοντά στη δύση του βίου,

αρκεί να πιεις με τη ψυχή σου ένα κρασί

«για να νιώσεις μικρός θεός / και νικητής του χρόνου…»

Η νοσταλγία του Στεφανάκι για το αρχέγονο, το ριζιμιό,

το παλιό, το απλό, το απέριττο,

δεν έχει φολκλορικό χαρακτήρα ούτε εκπηγάζει από κανενός είδους πριμιτιβισμό,

αντίθετα εκφράζει την αγωνία του για την αλλαγή του τρόπου ζωής, των ηθών, και για την εκποίηση των αξιών στις μέρες μας.

Στο ποίημα ΤΡΑΓΟΥΔΙ  ο Στεφανάκις αναφέρεται στην νομοτελειακή αλληλοεπιχώρηση που επισυμβαίνει στη ζωή και στη φύση και εκφράζεται πολλαπλασιαστικά και λυτρωτικά μόνο ως ποίηση και, κυρίως, ως ομογενο-ποίηση της πίκρας του καθενός μας.

Στην  πρώτη ενότητα της συλλογής  εντάσσεται και το ποίημα ΣΑΝ ΠΕΤΡΑΜΥΓΔΑΛΟ:

 «Θέλω όπως το πετραμύγδαλο

να σπάσω τη λέξη     να μιλήσω απλά…»

Οι στίχοι αυτοί,  εκτός από το Σεφερικό βάθος τους, μας εισάγουν στην επόμενη ενότητα του βιβλίου,

στην οποία κυριαρχεί η προβληματική για τη λειτουργία του Λόγου στην ανθρώπινη δημιουργία.

Κοίλο καινό χαρακτηρίζει τη Λέξη ο ποιητής και ο παιδεμός του με τα υλικά της γλώσσας και της γραφής αποτυπώνεται ανάγλυφα στο ακόλουθο ποίημα:

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΛΕΞΗ

«Τα ποιήματα δεν γράφονται με λέξεις

κι αν γράφονται

πού στ’ αλήθεια νά ‘βρεις   εκείνη τη γαμημένη

τη λέξη    μαχαιριά    τη λέξη    χάδι

στο τέλος της γραφής

Εδώ καλά-   καλά δεν είμαι σίγουρος
αν οι ζωγραφιές γίνονται με χρώματα..»

 

Ακόμη, στη δεύτερη ενότητα, διαβάζουμε ποιήματα για τη μοναξιά του δημιουργού αλλά και για τη μοναξιά του ευαίσθητου ανθρώπου μέσα στη μιζέρια και την απανθρωπία της μεγαλούπολης.

Μια οικολογική διάθεση είναι προφανής σε ποιήματα όπως το ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ  και  ΕΛΛΑΔΑ,

ενώ στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου

η μέρα - ζωή  σαν  εραστής - χρόνος

χάνεται μέσα στη νύχτα - θάνατο

κι η λάμψη της ύπαρξης σβήνει μες στο σκοτάδι της ανυπαρξίας:

ΕΝΑ

Η μέρα πολύβουος ποταμός   σαν εραστής

χάθηκε μες στη νύκτα

και καθετί χρώμα και φως

στο μαύρο γίναν ένα

 

Κλείνοντας την παρουσίαση της συλλογής  ο Γιώργος Θεοχάρης συμπεραίνει:

«…εξαιρώντας την περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου η καλλιτεχνική υπόσταση του οποίου συνίσταται ισοδύναμα στη ζωγραφική και στην ποίηση,

η εμφάνιση του Γιάννη Δ. Στεφανάκι στη λογοτεχνία,

με την πρώτη του ποιητική συλλογή, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, περισσότερο κι από του Γιάννη Τσαρούχη ή του Γιώργου Μαυροΐδη, και μου δημιούργησε ίδιας έντασης συγκίνηση μ’ εκείνη που ένιωσα διαβάζοντας τα πρώτα ποιήματα του Νίκου Χουλιαρά…»




Η ΜΕΡΑ ΠΟΛΥΒΟΥΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΑΝ ΕΡΑΣΤΗΣ ΧΑΘΗΚΕ ΜΕΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

(και καθετί χρώμα και φως στο μαύρο γίναν ένα):

Ο παραπάνω τίτλος είναι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα της συλλογής του Γιάννη Σταφανάκι ΤΟ ΚΑΡΦΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. Αντιπροσωπευτικό για τη μοναξιά του δημιουργού αλλά και για τη μοναξιά του ευαίσθητου ανθρώπου μέσα στη μιζέρια και την απανθρωπιά της μεγαλούπολης. Κάποτε ήμουνα κι εγώ ΕΝΑ.

«Δεν κοιμάμαι, είπες. Μόνο καμνώ τα μάτια μου.

Mάτια κουμπότρυπες που θέλουνε γκρίζες γραμμές να γίνουν.

Δυο υποσημειώσεις σε μια ζωή που έφυγε»!..

Παις παίζων πεσσεύων;

Ο Γιάννης Στεφανάκις, λιτός και καίριος, ανοίγοντας τον κυρίως ναό της τέχνης του, κινείται ποιητικά και την αποφλοιώνει απ’ ό,τι περιττό, στοχεύοντας στον πυρήνα της κάθε φορά θεματικής του. Αυτό δίνει μπόι στο πλάσιμο των εικόνων του παρά την υφολογική λιτότητα της ζωγραφικής του. Είναι φορές που ο τρόπος αφήγησης κερδίζει περισσότερο έδαφος από το αφηγούμενο. Εδώ και η συγκινητική ποιητική του που έρχεται να μας «οξυγονώσει» μ’ έναν παραδειγματικό σαρκασμό αλλά και τρυφερότητα στη σύγχρονη αναπνευστική δυσφορία. «Παίζει» κατεβάζοντας με σχοινί ένα σύννεφο, εν είδει χαρταετού, να το καταστήσει κατοικίδιο στην αδηφάγο αρχιτεκτονική των παγερών όγκων των μεγαλουπόλεων που δύσκολα μπορεί να ’δει κανείς ουρανό. Εικόνες που παράγει εκ των έσω ανιχνεύοντας, με άλλη ματιά, την όψη της πραγματικότητας σε μια ανθρωπο-γεωγραφία σιωπής και μοναξιάς. Δοκιμάζει φαντασιακές χειρονομίες να μας λυτρώσει από την αιχμαλωσία του δήθεν ακαδημαïσμού και της σοβαροφάνειας με αφοπλιστική αθωότητα….

Με εμφανή τη διάθεση ενός αφαιρετικού λυρισμού, στα όρια της ελεγείας, διαγράφει μια τροχιά ενός αθώου ενήλικα που σεμνύνεται, κρύβοντας επιμελώς την αγωνία του καλλιτέχνη με ήθος και ύφος δυσεύρετο

 

ΧΩΜΑ ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Θυμάται πως έβρεχε κείνη τη μέρα

κι εγώ το θυμάμαι

και καθώς χώμα πάνω και χάμω κάτω

το σπίτι μύριζε υγρασία

και οι σταγόνες μουσική στις εμαγιέ λεκάνες

ήταν δύσκολο μου είπε

ήταν όμορφα θυμάμαι εγώ

 

μέσα στα κουρασμένα μάτια της

πετούσαν χελιδόνια

 

Και το ομότιτλο ποίημα

(με αντιμετάθεση των άρθρων)

ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΟ ΚΑΡΦΙ:

Αυτή η λάμπα που χάμω πεσμένη

μετράει τα γυαλιά της

και το πετρέλαιο παλιό λερώνει

το φθαρτό τσιμεντένιο πάτωμα

άντεξε – άκουσε πολλά

και είδε περισσότερα.

Αυτή η λάμπα που στο φως της

μεγάλωναν οι σκιές κι εγώ φοβόμουν

που ζέσταινα τα χέρια μου

πριν το μολύβι πιάσω

πόνου κραυγή έβγαλε όταν

άφησε

του χρόνου το καρφί»!..

 

Εδώ το καρφί με διπλή σημασία: ως στερεωτικό της ύπαρξης, με τις επισφάλειες που δημιουργεί η ποιότητα του κονιάματος της ζωής αλλά και ως τυραννικό εργαλείο, καρφωμένο στην ψυχή των όντων. Όταν κλείνει ο κύκλος της χρησιμότητας, που πάει να πει μειώνεται η αξία της ύπαρξής μας, όταν η ζωή εξηλεκτρίζεται, τότε ο ταπεινός τρόπος ζωής, η λάμπα του πετρελαίου, γίνεται στην καλύτερη περίπτωση, διακοσμητικό αντικείμενο ή πετιέται στα σκουπίδια με το λαμπόγυαλο θρυμματισμένο.

 

ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ

Μια φιγούρα ένα δένδρο

πολλά δένδρα κι ένας άνδρας

μοναχικός

στο απέραντο

άσπρο μαύρο

φως του νερού που ορίζει τον χρόνο

κι ένα φως του κενού

δάκρυ να χαϊδεύει απλωμένα τα βουνά

 

«ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΜΕ ΒΛΕΠΕΙ, Ν’ ΑΛΛΑΖΩ…

(… αλλά ποιος με βλέπει; Είμαι, η κρυψώνα μου…» -  Ζ. Bousquet

Η διαρκής κίνηση, μέσα από τις αντιθέσεις, η διαλεκτική του «μέσα» και του «έξω», είναι στο μυθικό «κουτί της Πανδώρας» τόσο έντονη, όσο και σ’ όλη την αρχαία ελληνική μυθολογία. Το «κουτί της Πανδώρας», ήταν ένα πιθάρι εφτασφράγιστο, που έκλεινε μέσα του μια παγίδα… Θυμωμένος και ανήσυχος ο Δίας, μια και ο Προμηθέας έκλεψε την Φωτιά (τη Γνώση…) από τους Θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους, θέλοντας να τιμωρήσει, όχι μόνον τον Προμηθέα αλλά και ολάκερο το ανθρώπινο γένος, δώρισε στη μυθική Πανδώρα, ένα κιβώτιο, ένα πιθάρι, γεμάτο, δήθεν, γαμήλια δώρα…

Η όμορφη Πανδώρα δεν θα μπορέσει να πιάσει στα δίχτυα της τον Προμηθέα, αλλά τον αφελέστερο αδελφό του… Σαγηνευμένος εκείνος από τα κάλλη της, αλλά και περίεργος να δει τα γαμήλια δώρα, ανοίγει το κουτί και έτσι ξεχύνονται όλα τα «δεινά» στην ανθρωπότητα. Ο σοφός Επιμενίδης θα μπορέσει τελικά, να κλείσει, το πιθάρι και να διασώσει στον πάτο του, την ελπίδα…

Έτσι το παραμύθι της ζωής αρχίζει, και πάλι, από την αρχή. Σύμφωνα τώρα με τη Βίβλο, οι άνθρωποι έχουν, εκνευρίσει με τη συμπεριφορά τους, τον ένα και μοναδικό θεό, ο οποίος, στην οργή του, τιμωρεί σκληρά την ανθρωπότητα μ’ ένα τρομακτικό κατακλυσμό. Προνοητικός και μεθοδικός ο καλός, αλλά εγωιστής, Νώε, θα διασώσει τον εαυτό του και την οικογένεια του, μέσα στην καλοχτισμένη του κιβωτό, η οποία περιέχει πολλά ζωάκια σε ζευγάρια, τροφές νερό και σπόρους… Ο Νώε δεν διασώζει την ελπίδα, ταυτίζεται με την ελπίδα. Μ’ αυτό τον τρόπο ρίχνεται ο «σπόρος» της μικρής σημερινής οικογένειας…

Στο δικό μας αιώνα, σ’ αυτή την εκπληκτική δεκαετία του ’20, ο σουρρεαλισμός και η ψυχανάλυση, δίνουν άλλες προεκτάσεις στις παγίδες, που στήνουν όχι πια οι θεοί, αλλά εμείς οι ίδιοι στους εαυτούς μας, μέσα σε «κρυψώνες», «κουτιά» και «συρτάρια» του μυαλού μας.

Θρυμματισμένες σκέψεις, όνειρα σφιχτοδεμένα, αναποδογυρισμένοι, μικροί προσωπικοί κόσμοι, πόση περιέργεια, αλλά και πόσος φόβος στη διάθεση να ξανανοίξουμε τα μικρά μαγικά «κουτιά» για να ξεχυθεί προς τα έξω η ενέργεια… Θεατρικοί συγγραφείς και ποιητές, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι και ψυχαναλυτές έχουν εμπνευστεί από τη διφορούμενη μαγεία, αλλά και απειλή της κρυψώνας.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ο Γιάννης Στεφανάκις που με συνέπεια από την προηγούμενη δουλειά του, «κουτιά – παιχνίδια», των τελευταίων ετών, στα οποία παρατηρούσε από «απέναντι» ή επέτρεπε ένα βλέμμα «μέσα από το παράθυρο» στον κόσμο του, ταυτίζεται τώρα με τη συντριβή ενός κόσμου και την ταυτόχρονη διάσωση του μέσα από τις μνήμες…

Μακάβρια, μαύρα κουτιά απ’ όπου προεξέχουν χαλασμένοι υδραυλικοί σωλήνες, μια «μοναχική» κατσαρίδα κινείται ακόμα επάνω τους… Η Φθορά της καθημερινότητας, η Φθορά ενός καταπράσινου μήλου, φέρνει έντονα στο νου, στίχους του Μπωντλέρ, μ’ ένα τόνο αισιόδοξο. Το κουκούτσι που μένει, απ’ όπου θα φυτρώσει μία καινούργια μηλιά… ένας καινούργιος κόσμος.

Ανθρώπινες φιγούρες, στη «μοναξιά» του ενός ή των δύο, «έγκλειστοι» σε «κουτιά» σύγχρονων σπιτιών, μη «επικοινωνούντων» μεταξύ τους. Μνήμες από παλιά εργαλεία, «στημόνια» αργαλειών, τότε που η δουλειά των ανθρώπων ήταν συλλογική, «σίτες» που κοσκίνιζαν αλεύρι με σκοπό να γίνει ψωμί ζεστό… Υπάρχουν τώρα μνήμες από «μοναχικές κινήσεις» χωρίς νόημα που επικαλούνται – ή έτσι το νομίζω; – την επικοινωνία μέσα από τη μη επικοινωνία. [ΛΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΗ Ιστορικός Τέχνης]

 

ΤΟ ΜΕΡΜΗΓΚΑΚΙ

(από τη συλλογή του Γιάννη Σταφανάκι ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ ΘΕΟΣ  κι άλλα ποιήματα, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014]

Είδα στον ύπνο μου

μικρό πως ήμουνα μερμηγκάκι

κι ότι στους ώμους μου

βαρύ φορτίο κουβαλούσα

είχα χαθεί σε δρόμους υπαρκτούς

και σε ανύπαρκτα

γλιστρούσα μονοπάτια

ν’ αφήσω το φορτίο μου

την λεία του χειμώνα

 

Μαύρο πως ήμουν είδα

μερμηγκάκι

μικρό και πιο μικρό

από έναν κόκκο άμμου

περιπλανώμενο, ενοχικό

την άγρα της τροφής αν

σταματούσα

 

Είδα παράξενο πως ήμουν

μερμηγκάκι

και πως ψηλά

τη μύτη μου κρατούσα

φοβόμουν είδα

μέσα στην τρέλα της ζωής τον πυρετό

μήπως το πόδι

σε άλλο μερμηγκάκι θα δαγκώσω

 

κι όχι εκείνο το βαρύ που με πονά

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

ΠΟΙΗΣΗ, ΧΕΙΡΑΓΩΓΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΟΝΕΙΡΩΝ,

(… δίνει μιαν απάντηση στην ανερμήνευτη ζωή μας…)

«Θάλασσα  νύχτα σιωπηλή,  

Σελήνη σχισμή απρόσιτη,

Σάρκα του Έρωτα Βερενίκη:

Ήλιος σκαρφάλωσε στα φωτερά σου τα μαλλιά,

στην αγκαλιά σου ανθισμένοι κάκτοι,

ενδοφλέβια έρρεες στη σκοτεινή μου την καρδιά.

Έστω μια σπιθαμή από τα μάτια σου ας μένει…

 

Επί Ονείρων τότε βαδίζω,  

επί κυμάτων σε σκοτεινή αμίλητη ακτή σκοτοδίνης».

 

 Ο Πρόδρομος Μάρκογλου  συγκέντρωσε σχεδόν το σύνολο του ποιητικού του έργου στον τόμο

ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ,   Ποιήματα 1958-2010», εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ, Θεσσαλονίκη 2016.  

 

Ο Πέτρος Γκολίστης παρουσιάζοντας στην Εφημερίδα των Συνατκτών τον καλαίσθητο αυτόν τόμο ποιημάτων, ανάμεσα στα άλλα,  σημειώνει:

 «Με λόγο περιεκτικό, πυκνό,

που τείνει όχι να αφηγηθεί αλλά να σημάνει

− με δομική μονάδα τον στίχο –εντύπωση −  

μας παραδίδει μια ποίηση που αναβλύζει

από το κοινωνικό και φθαρτό μας σώμα,

προσθέτοντας μια διακριτή ψηφίδα στη λογοτεχνία μας.

Ο ποιητής, πιστεύοντας πως

όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη εκτός από τη μέση οδό,

πλέει ως άλλος πολύτροπος Οδυσσέας

 ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη,

«στο χάσμα της ιστορίας και της ουτοπίας»,

 κάπου στο «μέσο»

των Μανόλη Αναγνωστάκη και Μίλτου Σαχτούρη,   

των οποίων

− πέρα από την τεχνοτροπική διακλάδωση και ώσμωση –

παραθέτει ποιήματα σε μότο (προλογίζοντας ολόκληρες συλλογές).

Κατορθώνοντας

να επιστρέφει επαναληπτικά στη φανταστική του Ιθάκη,

απορρίπτοντας την «παράπλοια» με την αναγνωρίσιμη ποιητική του εύπλοια,

σε μια παράλληλη πλεύση με αυτή του Ανέστη Ευαγγέλου…»

(Πέτρος Γκολίτσης, Σταθερά βουλιάζουμε στο Μέλλον).

 

Η πρώτη ποιητική συλλογή, από την οποία ανθολογούνται ποιήματα είναι οι ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ (κυκλοφόρησε το 1962)

και τελευταία η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ που περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα από το 2005 έως το 2010.

Η Περιπέτεια αρχίζει

με το ομότιτλο ποίημα στη συλλογή ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ  

και τελειώνει με το ΘΕΡΟΣ, τελευταίο ποίημα της ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΥΛΗΣ 

 

η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, λοιπόν,  αρχίζει το 1962

Το φεγγάρι που ονειρεύεσαι   είναι μια πληγή.

 

Η εργασία εκβαθύνσεως

η αλμύρα κι η τριβή

μου ’χουν φάει τη σάρκα

η βροχή από τους γαλαξίες

μου καίει τα μάτια.

 

Το καινούργιο φεγγάρι

μια νέα είναι μετάσταση αγωνίας.

 

Κι εσύ ακόμα ονειρεύεσαι

κι εγώ ακόμα σκάβω

 

και   τελειώνει   με το ΘΕΡΟΣ 

(από την τελευταία συλλογή του Ποιητή, ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ  2005 – 2010)

Αεράκι έρχεται, νοτιάς της θάλασσας

Ασημένια γυρίζουν τα φύλλα της ελιάς

Θερίζουν μέλισσες χυμούς απ’ τις μολόχες

Σπουργίτια, σπίνοι ώριμα ραμφίζουν σύκα

Αργά η κληματαριά μαύρες μεστώνει ρόγες

Ροκανίζουν τζιτζίκια τον ήλιο ασταμάτητα.

 

Ο χρόνος ανάλαφρα γαλάζιος διαπλέει τον ορίζοντα.

 

Αργά το σώμα σου χαμηλώνει

Φθίνει το εσώτερο φως, η ενεργή θέληση

στη σιωπή γλιστράει, σε σκοτεινή εποχή 




ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΟΠΟΥ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ:

Ο  Πρόδρομος Μάρκογλου συμπεριέλαβε στην ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ του ως επίμετρο και κάποια Σχόλια του για την Ποίηση.

Και τι είναι το ποίημα; αναρτιέται σ’ ένα από αυτά για να δώσει το δικό του ορισμό:

«Είναι λόγος περιεκτικός, πυκνός, αναβλύζει εκ βαθέων, δεν αφηγείται αλλά σημαίνει, με πολλές συνδηλώσεις, λόγος κάθετος, πυρηνικός, απ’ τη νόηση βυθίζεται στη συνείδηση κι απ’ εκεί αναβλύζει με μια γλώσσα και με μια αισθητική κρυστάλλωση…

Οι συντεταγμένες του ποιήματος:

ΧΩΡΟΣ   η καθημερινή πραγματικότητα με την υπαρξιακή και κοινωνική διάσταση. Το υποκείμενο να ταυτίζεται ή να βρίσκεται σε αντιπαλότητα με την καθολική πραγματικότητα.

ΧΡΟΝΟΣ  αυτό το διαστελλόμενο Σύμπαν, όπου ανήκει ο ποιητής, αφού μέρος είναι του όλου.

Γράφοντας το ποίημα πρέπει να δέσουμε τις συντεταγμένες.

Έτσι καμιά εξήγηση ή κανένας σχολιασμός δεν βοηθάει στο να γίνει ένα ποίημα δραστικότερο και δεν κατοχυρώνει βέβαια στην άτεγκτη δικαιοδοσία του χρόνου.

Γιατί καμιά πρόθεση δεν προδικάζει το αποτέλεσμα.

Γιατί η γλώσσα του ποιητή και η γλώσσα του ποιήματος ποτέ δεν ταυτίζονται πλήρως.

Παρεμβάλλονται εδώ

η  ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ  από τη συλλογή ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ, 1965

και οι ΗΜΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΩΝ  ΠΑΡΕΝΘΕΣΩΝ από τη συλλογή ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ 2002:

 

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ

Δούλευε στην καινούργια Εγνατία Οδό.

Απλώνει χαλίκι,

κάτω από τον ήλιο ακολουθεί τον οδοστρωτήρα.

Μάτια χάνονται στις γούβες του κρανίου

χέρια σκληρά διαβρωμένα

σώμα λίγο φαγωμένο από σκληρές συνθήκες

τη φώναζαν Ελένη.

 

Άλλες γυναίκες από τα πεζοδρόμια

αποστρέφουν το βλέμμα

μεταξωτά αρωματισμένα μαντίλια

για τη σκόνη και τη βαριά οσμή της πίσσας.

Εύκολο περισσότερο να ξαπλώνεις το σώμα

βορά στους πεινασμένους

απ’ αυτήν την ατέλειωτη ημέρα στην κόλαση

με ήλιο πίσσα και σκόνη

σκύβοντας με το φτυάρι στο χέρι

στην καινούρια Εγνατία Οδό.

 

Η Ελένη δουλεύει στις επιστρώσεις.

Τις νύχτες στη συνοικιακή παράγκα

γεμίζει ελπίδες τα μάτια των παιδιών

καθώς ο πόνος την παίρνει

ετοιμάζει το όνειρο της άλλης μέρας

 

ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΩΝ ΠΑΡΕΝΘΕΣΣΕΩΝ

Ημέρες ρευστές παραγραφές του αίματος

Οδοφράγματα καθημερινών παρενθέσεων

Ακόρεστος ο καιρός, άπληστος πριονίζει

Τα παρελθόντα του μέλλοντος θεμέλια

Χειραγωγεί την εξέγερση των ονείρων

Ρυθμίζει τη μεταφυσική της γλώσσας

Των πράξεων την αρχέγονη καταγωγή

 

Διαγράφοντας το παρελθόν αγνοούμε το μέλλον

Ενώ το παρόν στην αμείλικτη τελειώνει σιωπή

 

Ημέρες καθημερινές, μιας χρήσης, σωριάζονται.

 

ΤΟ ΑΓΡΙΟ ΧΡΕΟΣ ΠΟΥ ΜΟΥΓΚΡΙΖΕΙ ΜΕΣ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ

(λοιπόν, ας βγάλουν άλλοι το φίδι απ’ την τρύπα):

Τέσσερις δεκαετίες πριν η χώρα μπει στην περιδίνιση της κρίσης ο Πρόδρομος Μάρκογλου διαβλέπει τα ερχόμενα στο magnum opus του ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ (1975) με μια ποιητική κραυγή:

«Μουγκρίζουν τα μεσάνυχτα μες στο μυαλό μου»

και προφητεύει:

«Εξόριστοι μες στον τόπο μας μασάμε ελπίδες!..

Προγραμμένοι σε σκοτεινά κατάστιχα μηχανικών εγκεφάλων.

Χαλινάρι σκληρό οι συμφορές στο στόμα»:

 

ΜΟΥΓΚΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

Μουγκρίζουν τα μεσάνυχτα μες το μυαλό μου

Άγριες φωνές αδικημένων

Κράτησαν μέχρι που άντεξαν οι αρμοί τους

Ενώ ο χρόνος έσκαβε σχήματα θανάτου

Σφηνώθηκαν στη σάρκα του βράχου

Και πιο βαθιά στο μαύρο αίμα των προγόνων,

Γυρίζω ανταριασμένος

Έρημο σπίτι από φίλους, γεμάτο φονιάδες

Εξόριστοι μες στον τόπο μας μασάμε ελπίδες

Προγραμμένοι σε σκοτεινά κατάστιχα μηχανικών εγκεφάλων

Χαλινάρι σκληρό οι συμφορές στο στόμα

Σύντροφοι

Ποια άνοιξη ακόμα καρτεράμε

Ποιο βόλεμα μπήκε πάνω απ’ το άγριο χρέος

 

Τ’ άγριο χρέος που μουγκρίζει μες το μυαλό μου

 

Και, φυσικά, αιτίες αυτής της κρίσης για τον ποιητή δεν θα μπορούσε να είναι οι συγκυριακές μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις κομμάτων που με τις ξύλινες κορώνες συνθημάτων φιλοδοξούν να αναδείξουν επικοινωνιακά τη διαχειριστική τους (αν)ικανότητα. Οι αιτίες της κρίσης έχουν βαθιά τις ρίζες τους στην πολιτική παθογένεια δεκαετιών: Διαβάζουμε στο ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ του:

«Ξενευρώνει η θηριώδης αμάθεια της εξουσίας» και

«Σφυρίζει ο αγέρας στις μεταλλικές κεραίες

Εδώ    Μες στο μπετόν φυτρώνει

Η καινούργια ρίζα μας

Σκληρή και προορισμένη».

 

Και στο αμέσως επόμενο ποίημα από την ίδια συλλογή με το συμβολικό τίτλο ΕΛΕΕΙΝΟΝ ΘΕΑΤΡΟ καυτηριάζεται δεόντως το «κόσκινο» της παλιάς πολιτικής τέχνης ανάξιων διαχειριστών της εξουσίας που ακούει στο όνομα:

Μετάθεση Ευθύνης στα χέρια των όποιων άλλων,

γιατί σαν τον Πιλάτο οι εκάστοτε κυβερνώντες

έχουν μάθει καλά να «νίπτουν τας χείρας»:

 

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Η μέρα αναίμακτη, σφαγμένο μοσχάρι

Κι ο ήλιος μαύρη πλεκτάνη στον ουρανό

Πάνω απ’ τις οικοδομές

Και τα κύματα της θάλασσας χρόνια πίσω στη μνήμη

Βογκούν ήχοι στεγνοί και συγκεκριμένοι

Στους τοίχους των ημερών μας

Και ραδιόφωνο στη διαπασών

Κάποιοι σκέφτεσαι, κάτι πάνε να πνίξουν

Ξενευρώνει η θηριώδης αμάθεια της εξουσίας

Μόνη παρηγοριά το τραγούδι μωρομάνας

σίδερο βάλτε στην καρδιά και χάλκουμα στα στήθια

Και κρατούσε το γιο της

Βολβό γεμάτο δίψα, πλούσιο απ’ τις μέρες του μέλλοντος

Σφυρίζει ο αγέρας στις μεταλλικές κεραίες

Εδώ

μες στο μπετόν φυτρώνει

Η καινούργια ρίζα μας

Σκληρή και προορισμένη.

 

ΕΛΕΕΙΝΟΝ ΘΕΑΤΡΟ

Πέρασαν τα χρόνια σύντροφοι

Υποσχέσεις βούλιαξαν στην πέτρα

Φάνηκαν φτηνός πλούτος οι λέξεις, η γλώσσα, τα αισθήματα

Υπερίσχυσε εγκέφαλος ερπετού που πήρε τρεις στροφές ακόμη

Τα μυστικά σχέδια στάθηκαν πιο δυνατά απ’ το σώμα της πατρίδας

 

Νύχτα μαζέυτηκαν τα κουφάρια των καταδικασμένων

Απαγόρεψαν το θρήνο για το δημόσιο συφέρον.

 

Μετά την έξαψη των πρώτων ημερών

Τους όρκους και τις επικλήσεις

Με τα μούτρα πέσαμε στα παχιά κρέατα

Στα πλούσια κι εύθυμα τραπέζια

Ωραία τα κρασιά, τρυφερές οι γυναίκες

Στην αγορά λίγο πολύ καλά πήγαν οι δουλειές

Του ποδοσφαίρου η κουβέντα σίγουρη

Λαχνοί εξαγοράζουνε το μέλλον

Που τώρα διεκδικήσεις και αγώνες,

 

Λοιπόν,

ας βγάλουν άλλοι το φίδι απ’ την τρύπα!...

 

Ο Πέτρος Γκολίτσης συνοψίζοντας τις πολιτικές προεκτάσεις των παραπάνω ποιημάτων από τη συλλογή ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ, συμπεραίνει:

«Φορτωμένος με ενοχές για την ψευδο-καταναλωτική ευημερία και χτυπώντας τα κακώς κείμενα αναζητά μια κάθαρση:

«Κι αυτός κατέβαινε στην παραλία

Να ξεκουράσει τα μάτια στη θάλασσα

Περιμένοντας   Νεροποντή να ξεπλύνει την πόλη»   («Ήξερε») ή

«Παρακολουθώ    Τα μεγάλα κύματα

Μ’ ορμή περνάνε πάνω απ’ τον κυματοθραύστη»   («Φυσούσε»).

Ενώ ο «άλλος», αυτός της επανάστασης:

«Περιδιάβαζε   Κομψά επιτήδειος […]

Καλά βολεμένος […]

Ξαναγύριζε η όψη του

Γυμνασμένο σκυλί χασάπικου

Πρώτος στο γάβγισμα

Πρώτος να γλείφει το αίμα στους δρόμους»   («Περιδιάβαζε»).

 

 

ΕΣΤΩ ΑΝΑΠΗΡΟΣ, ΔΕΙΞΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ. ΚΡΙΝΕ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΙΘΕΙΣ (Μανόλης Αναγνωστάκης)

ΠΡΕΠΕΙ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΕ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ (Μίλτος Σαχτούρης)

ΕΝ ΣΥΓΧΥΣΕΙ ΣΑΣ ΟΜΙΛΩ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΕΝΟΣ (Πρόδρομος Μάρκογλου):

Ο ποιητής, μπορεί να διατελεί εν συγχύσει, μπορεί να είναι ακρωτηριασμένος, με σπασμένα φτερά όπως λέει ο Σαχτούρης στον Ελεγκτή του,  δεν χάνει όμως τις ελπίδες του, γιατί πιστεύει ότι θα φτάσουμε σε μια εποχή όπου θ’ αρχίσουν πάλι οι άνθρωποι να «ωριμάζουν με σιωπή και στέρηση» («ΙΘ’ [τοπίο]», ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ, 1965)…

Ο Σαχτούρης προσδιόρισε το ρόλο των ποιητών σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς λέγοντας ότι

ως κληρονόμοι πουλιών πρέπει,

σ’ αυτόν το μπαξέ το γεμάτο αίμα που είναι ο κόσμος μας,

πρέπει να ελέγχουν τα αστέρια και,

έστω και με σπασμένα φτερά, να πετάνε

δείχνοντας και στους άλλους

το δρόμο προς τον ουρανό και τ’ αστέρια

(Μίλτος Σαχτούρης, Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ, από τη συλλογή ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ  ή  Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958).  

Ο Μάρκογλου, απέναντι σε όλα αυτά, σαν άλλη φιγούρα του Σαγκάλ   αυτο-ζωγραφίζεται:

«Κι έπλεα πάνω από ταράτσες και μεταλλικές κεραίες

σ’ ένα σκοτάδι που κολλούσε πάνω μου κατράμι:

Δεν φτάνει να ερμηνεύεις έλεγα…»

(«Οικογενειακή συγκέντρωση», Συνοπτική διαδικασία, 1980).

 

Ξεκινώντας από τη βεβαιότητα πως

«καμιά λέξη δεν ερμηνεύει τον κόσμο συντριπτικά»

καταλήγει στα ποιήματα ως «αποτεφρωμένα όνειρα»,

«αφού καμιά πράξη δεν αλλάζει τον κόσμο οριστικά»

(«Αργά», Ονείρων κοινοκτημοσύνη, 2002),

αγγίζοντας εδώ, κατά τον Πέτρο Γκολίτση,  

έναν μεσσιανισμό που ευελπιστεί

στη «μία» πράξη ή στη Μαγική Εικόνα μιας Μέρας Δίκοπης

που τα πάντα θ’ αλλάξει

(«πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει»)

ή στα Όνειρα που «χρόνια μέσα στα χρόνια ξεφλουδίζονται σα φίδια»

και ως δια μαγείας αλλάζουν οι συσχετισμοί

και «άλλοι άνθρωποι χτίζουν άλλα σπίτια» απ’ την αρχή.

Ο ποιητής, σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα που ονειρεύεται,

κατεβαίνει για τη θάλασσα, περπατά στα κύματα και ελεύθερος φεύγει.

 

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΓΙΑ ΕΝΑ (νέο) ΤΡΑΓΟΥΔΙ

(από τη συλλογή Συνοπτική Διαδικασία 1980)

Οι λέξεις που μαθαίναμε τρίζουν στη φωτιά

Στάχτη τα λόγια, σκόνη τα σύμβολα

Εικόνες – Εϊδωλα σε παραβολικούς καθρέφτες χάθηκαν

 

Κι η εποχή ζητά ένα σφρίγος διαφορετικό

Κι η καρδιά στένεψε πηγάδι σκοτεινό

 

Πάλι το ποίημα, ακαριαία ένωση, παίρνει μιαν άλλη τροπή

Επιβάλλεται στη φωνή μου

 

Όμως εσύ ποια είσαι που επιμένεις ανερμήνευτη

Λοιπόν:

Είσαι τρυφερή βροχή

Ανοιξιάτικος δρόμος νυχτερινός

Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη

Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια

Μ’ ένα μεγάλο ήλιο στα μαλλιά

 

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που έχει τα πάντα αλλάξει

 

Όμως εσύ ποια είσαι που αναβοσβήνεις σα δίλημμα

Είσαι το κλειδί που γυρίζει μαλακά στην κλειδαριά

Το μολύβι που γράφω

Το μαχαίρι που κόβω το ψωμί

Ο ηλεκτρικός λαμπτήρας στο σκοτεινό δωμάτιο

Ωραία σαν γραφομηχανή

Αεροπλάνο jet

Ωραία όπως ρουλεμάν

Στρόφαλος

Ωραία σαν ηλεκτρονικός εγκέφαλος

Ωραία όπως αδιάβαστο βιβλίο

 

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη κι άδειασε το ποτάμι

 

Κι όμως είσαι γαλαξίας ολόφωτος

Στον ύπνο μου λάμπεις

Ενδοφλέβια ρέεις στην καρδιά μου.

 

Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΕΛΙΚΟ  ανέκαθεν  ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΟΙ ΑΠΛΗΣΤΟΙ ΛΟΓΙΣΤΕΣ επικρατούν των ποιητών:

(ποια πέναλτι, ποια δοκάρια, ποια πύρρειος… ήττα,

ούτε καν στην παράταση, κατά κράτος ηττήθηκαν

πριν καλά-καλά αρχίσει η επίσημη αναμέτρηση…)

 

Το λένε καθαρά μέσα στις σημειώσεις τους οι ίδιοι οι ποιητές

για τα ποιήματα που δεν γράφτηκαν ποτέ

ή έμειναν σε κείνα τα χαρτιά

«στίχοι που γκρεμιζόταν το πρωί

ενώ τη νύχτα τα σφήνωναν με λέξεις…

σιγαρέτα καπνίζοντας μιας δυσοίωνης ουτοπίας…»).

 

Για του λόγου μου το αληθές αρκεί μια απαγγελία ψιθυριστή

ή και κραυγαλέα  του παρακάτω ποιήματος:

 

ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΝ

Βαρύς ο ήχος των αργυρίων σημαίνει

 

Κι επικρατούν τώρα αστραφτεροί

Άπληστοι οι λογιστές επικρατούν των ποιητών

 

Και βλέπουμε άκριτο το παρελθόν

Ενώ ποτέ δεν θα γνωρίσουμε το μέλλον 

 

Επικρατούν και πάλι οι αριθμοί των λέξεων

 

Ενώ πίσω από το άχτιστο φως

Ακούγεται τριγμός οδόντων.

[από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ 2002]

 

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:    

(εμπνευσμένη (;) ή όχι η παραπάνω ανάρτηση

αφιερώνεται  εξαιρετικά σε ποιήτριες και ποιητές

(με τη στενή και την ευρεία έννοια…) των ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΩΝ μας!..

(ζούμε σε εποχές κοινωνικών δικτύων ηλεκτρονικών)

 

Κι ένα ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ/ διακείμενο από την ίδια συλλογή ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ του Πρόδρομου Μάρκογλου πάλι (διαβάζεται σε περιβάλλοντα Σιωπής όπου

«με θύελλα στα μάτια

θα ξανάρθουν σαρκοβόρες εικόνες

καθημερινής οδύνης,

θραύσματα έργων, σκυθρωπή αυθεντία των λέξεων»: 

 

ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ:

Στον μαύρο στέκει ουρανό σιωπηλός

Εκεί στα πόδια του απλώνεται η ιστορία

Βιβλία του Λένιν, ποιήματα του Μαγιακόφσκι

Εμβλήματα με σφυροδρέπανο, μανιφέστα ανατρεπτικά

Κι ένα βιβλίο δικό του με ποιήματα υπαρκτικά

 

Σιγαρέτα καπνίζει μιας δυσοίωνης ουτοπίας

 

Στον μαύρο στέκει ουρανό, παγώνει

Στο κενό των λέξεων, στον καιάδα της πατρίδας

Κάργες πετούν στη χέρσα γη της ιστορίας

Κι η απόσβεση του χρόνου τον σαρώνει

 

Εδώ με θύελλα στα μάτια θα ξανάρθεις, λοιπόν!.. 

Είναι μία Έσχατη Υπόσχεση του Πρόδρομου Μάρκογλου.

Επιλέγω κι άλλους στίχους, που συμβολικά ή μεταφορικά (ή με λίγη φαντασία...) επαληθεύουν την ευχετική προτροπή της εικόνας (άγνωστου καλλιτέχνη) Stay Strong:

«Κόβουν τον ομφάλιο λώρο 

Σ' αφήνουν αναπότρεπτα στο ρεύμα του ποταμού 

Στο αίμα και τα σκουπίδια 

Χάσματα ορύγματα της σκέψης 

Οράματα αιματίτης φαντασίας 

Με την πέτρα της ευθύνης δεμένοι 

Υπνοβάτες σε παλιά όνειρα 

Χρήστες εθισμένοι της ιστορίας 

Ανεπίστρεπτα ανακυκλώνουμε το μέλλον...

Πρέπει απ εδώ ν' αρχίσει ξανά η παραδοχή 

Η άρνηση του αέναου τίποτε

(Υπνοβάτες από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου Ονείρων Κοινοκτημοσύνη 2002)


ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ ΡΗΤΟΡΙΚΟ:

Σε ποιο μέλλον βουλιάζουμε με λέξεις μαύρα όνειρα; (μεταγράφοντας τώρα το Ποίημα πέτρες ρίχνουμε σε βαθύ πηγάδι, ενδοχώρα να έχουν οι Λέξεις…)

Εργοστάσια ξερνάνε σωρεύοντας   Σύννεφα κάργες πάνω από την πόλη   Φυσάει, πράσινες φέγγουν θάλασσες στην μνήμη,   Βαρδάρης άγριος στις ιδεολογίες   Έχοντας ταξική συνείδηση ή και χωρίς συνείδηση   Καταβροχθίζουν οι μηχανές τις σάρκες   Ασθενοφόρα, εργάτες, ουρλιάζουν στην άσφαλτο   Και μαγικές εικόνες και Supermarket   Μεγαλώνει το στομάχι το μυαλό σουφρώνει   Πάνω απ’ τον καθημερινό θάνατο με πείσμα   Γραφειοκράτες άθλιοι χωρίς κανένα σχήμα   Σ’ αμετακίνητες αλήθειες επενδύουν   Πρωινό θολό άκρη του δρόμου   Το μέλλον μας ουρλιάζει ρουφήχτρα   Με ποιες λέξεις μπαίνω στον καυστήρα   [από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ1989]

Έκτοτε όλα τα ποιήματα φτιαγμένα είναι από τις πλάνες μας