Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΣΥΜΒΟΛΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ (ανθολογία ποιημάτων απ’ το Χρονολόγιο της):


«Φορούσε μακάρια σιωπή    στα αμυγδαλένια μάτια 

πικρό, γλυκό δεν γνώριζε   μόνο ανάσαινε βαθιά 

νέκταρ μελαγχολίας.

Ένιωθε κόμπο το ροδόνερο   που έπρεπε να πιεί

να εξαγνιστούν τα πέπλα ονείρων

που έσπασαν   χίλια κομμάτια.

Το φόρεμα ολόλευκο 

εξαγνισμός στο καθαρτήριο των ψυχών

δεν ήταν νυφικό το φόρεμα της 

κρέμονταν πάνω του φυλαχτά σαστισμένων αγίων 

και μαρτυρούσαν χίλια τάματα 

να βήχουν σταγόνες προσευχών.

Αυτή κοιτούσε το περιθώριο 

στα πόδια της χορτάριαζαν οι θλίψεις 

ποδοπατούσε τους καιρούς   / αναίτιοι τρομοκράτες 

ένα δύο ρυθμικά    χτυπούσε ένα - δύο 

έδιωχνε τα θηρία του μυαλού 

στα ασθενικά της πέλματα.

Στα χέρια οι ψίθυροι έσταζαν χολή   σφίγγοντας γροθιές

που αναζητούσαν φρέσκο χώμα να σκάψουν.

Δεν είχε όνομα η κοπέλα 

δεν ήταν νυφικό το φόρεμα της    ήταν άλιωτο κερί 

φωτιά που σιγοκαίει   την κόλαση της ύπαρξης 

Δεν είχε όνομα   ούτε και το λευκό χαράς φορούσε 

μόνο στο γκρίζο βλέμμα 

ένα παιδί φλέρταρε τα ναυάγια 

ένα παιδί που δεν μεγάλωσε ποτέ 

πλησίασα και ζάχαρη έδωσα να μη φοβάται....»

 

Έχει όνομα η αυτουργός των παραπάνω στίχων που επέλεξα να προλογίζουν αυτή την ανθολογία ποιημάτων που ακολουθεί:

Ελευθερία Θεοδώρου είναι η ποιήτρια και Μυαλού Αγρυπνία ο τίτλος του ποιήματος  που, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν έχει τίποτε να ζηλέψει (κι ως σύλληψη και στις λεπτομέρειες της μορφής)  από ποιήματα δημιουργών με μια ντουζίνα ποιητικών συλλογών στο βιογραφικό τους, στοιχεία που μου δίνουν κάθε δικαίωμα  (χωρίς πολλές επιφυλάξεις ή άλλους αστερίσκους) να πω πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια αυθεντική ποιητική φλέβα – που είναι κι ανεξάντλητη – αν κρίνω από την πληθώρα και την ποικιλία των αποσπασμάτων που διαβάζω σε καθημερινή σχεδόν βάση στο Χρονολόγιο της.  

Έχει όνομα, λοιπόν, και περιεχόμενο μεστό η έμπνευσή της… και είναι ευδιάκριτος, σχεδόν σε κάθε στίχο, ένας γνήσιος ποιητικός λόγος που πηγάζει από την καταβύθιση στον εσωτερικό της κόσμο κι απ’ τη φυσική ανάγκη οι στίχοι αυτοί να είναι το απαύγασμα μιας εξωτερίκευσης, το αποτύπωμα, δηλαδή, πηγών ζωής:

Επιθυμίες / Πόθοι, Όνειρα / Προσδοκίες Έρωτα ή

διαφορετικά όλα αυτά που υπαγορεύουν τη στάση του ποιητικού υποκειμένου.

Γιατί η ουσία της ποιητικής δημιουργίας έγκειται

στη λυρική ανάδειξη της Επιθυμίας σε στίχους,

των Ονείρων σε «συγκομιδές» συμβόλων,

των Πόθων σε Εικόνες «πτήσεων» «απ’ το ζύμωμα της αστραπής με τη βροντή»,

με τη διαρκή προσδοκία κάθε σπόρος συναισθήματος

να γεννοβολήσει μορφές της Καλλονής, όπως θα έλεγε ίσως κι ο Καβάφης:

«Ας αφεθώ» στην Τέχνη,

«ξέρει να σχηματίσει μορφήν την Καλλονής·

σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα…».

 

«Κυψέλη ανασφάλειας ο Έρωτας», για την Ελευθερία, γιατί εκεί   

«των αισθημάτων οι εργάτριες   αποτυπώνουν τις στιγμές.

Το φιλμ μονότονα αργό   προβλέψιμο   και πάντα ίδιο

η απαιτητική Βασίλισσα   παίρνει πάντα κεφάλια».

Ιδού ακόμα ένα ποίημα από τις αναρτήσεις της:

 

 «Συγκομιδή συμβόλων   σε λαθραίες παραδόσεις 

βλέμματα ραγισμένα απορίας 

τι άραγε ο ποιητής να λέει;

Έτσι γεννιούνται   κώδικες πορφύρας 

σε εξορύξεις   βαθυστόχαστων σταθμών

Σπάνε οι κλεψύδρες    και διαφεύγουν κόκκοι άμμου 

σημεία καιρών   που πλήττουν στην ασφυξία  του κενού τους 

Τότε εκρήγνυνται φλεγόμενοι πυρήνες 

σε άνωση καλούνται   οι αυτόχειρες της έμπνευσης 

να βγούνε από το κέλυφος τους

Δραπέτευση οδύνης   απ’ την απλότητα του είναι

βλασταίνουν άγονα τοπία 

και πέταλα ανθίζουν σε αγκάθια

όταν ο ποιητής ματώσει τη ψύχη του 

μιλήσει με τους δαίμονες του 

δώσει σοδειά    δημιουργήσει 

Αυτός ασθμαίνοντας    εξόριστος της ίδιας του της ύλης 

ανταγωνίζεται την λύτρωση του 

και επιστρέφει πίσω   αφού θερίσει τους καρπούς του 

για να ζεστάνει   τις πληγές που καίνε ακόμη»

 

Τους ανέκδοτους αυτούς στίχους η Ελευθερία τους εκθέτει δημόσια μέσω του προσωπικού της λογαριασμού στο fb.

Αυθεντική και ειλικρινής και η ομολογία ευσεβών προθέσεων:    

 «Νιώθω την ανάγκη να μιλήσω σε εσάς, που αγκαλιάσατε τους στίχους μου αλλά και σε σας που περαστικοί αγγίξατε απαλά το πανωφόρι της ψυχής μου και φύγατε για τις δικές σας διαδρομές. Σας καταθέτω μέρες τώρα τα λόγια της ψυχής μου με ταπεινότητα, αυτή που πρέπει και αυτή που εγώ ορίζω να έχω μπροστά σε ανθρώπους που οι γραφές τους με συγκλονίζουν αλλά και σε αυτούς που σε άλλες τέχνες και τομείς αφήνουν με καταξίωση το αποτύπωμα τους.

Δηλώνω λοιπόν ευθαρσώς πως εγώ ποιήτρια δεν είμαι αλλά ήρθα κοντά σας για να μάθω, να ψηλαφίσω ίχνη από την έμπνευση σας, να σας διαβάσω, να μάθω το βηματισμό για να χορέψω αντάξια κοντά σας. Η αγκαλιά που μου χαρίσατε με συγκινεί και νιώθω το βάρος της ευθύνης στους ώμους, να μη προδώσω την εκτίμηση σας. Γι αυτόν λοιπόν θα προσπαθήσω και αν ποτέ σας απογοητεύσω να ξέρετε πως στο κατώφλι αυτό ήρθα γιατί αγαπώ αυτό το ταξίδι πάρα πολύ. 
Δεν θέλω γραφική να είμαι ούτε τα περιττά λόγια αρμόζουν στην προσωπικότητα μου, όμως η έπαρση δεν μου ταιριάζει θέλω να σας κοιτώ στα μάτια τίμια κάθε φορά που την πόρτα σας χτυπάω…».

Συνεπικουρεί και το παρακάτω απόσπασμα από τις εμπνεύσεις της:

«Λυμένο όνειρο και εγώ ανασαίνω   τον τελευταίο μου στίχο
έξω καυτός αέρας   στενάζει σπάζοντας την πέτρα

Υγραίνονται οι γρίλιες   στην παντομίμα των χειλιών 

συνωμοτούν τα νώτα με τις προτροπές

και μια σημαία δραπετεύει   στις επάρσεις των μαχών μου.

Τί και αν το θαύμα είναι ανορθόγραφο

και ο βρόγχος των νοημάτων   κόμπος προσκοπικός;

Κάποτε ήμουν κεχριμπάρι   στην ρωγμή του ήλιου

τώρα μικρό λακκάκι   στην αμμουδιά του νου»

 



ΛΕΝΕ ΠΩΣ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΝΑΙ, ΚΑΤΑ ΒΑΘΟΣ, ΤΟ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΕΡΟ, ΤΟ ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΑΣ  

Γιατί ο δημιουργός, όπως θα έλεγε κι ο Ρίλκε, πρέπει να είναι ολόκληρος ένας κόσμος, να βρίσκει τα πάντα στον εαυτό του και στη Φύση, και με το φυσικό χάρισμα της έμπνευσης να καταγράφει φθόγγους/  ψιθυρίσματα ζωής.

Εμπνευσμένα ψιθυρίσματα και τα παρακάτω δείγματα των ποιητικών αναζητήσεων της Ελευθερίας Θεοδώρου.  Η επιλογή, βέβαια, από τα εκατοντάδες που έχει η ίδια αναρτήσει στο Χρονολόγιο της στο Fb,  έγινε, όπως ήταν φυσικό, με υποκειμενικά κριτήρια και ίσως με λανθάνον κριτήριο την, στο μέτρο του δυνατού, παρουσίαση κάποιων βασικών χαρακτηριστικών της γραφής της. Κάτι που είναι βέβαια πολύ  δύσκολο να ανιχνευθεί σε μια αποσπασματική καταγραφή μιας πορείας που εξελίσσεται.   Ίσως όμως φανεί πιο ανάγλυφα στην κατακλείδα όπου επιλεγμένοι στίχοι – κλειδιά απ΄ όλη τη μέχρι τώρα δημοσιευμένη παραγωγή  φιλοδοξούν να προβάλουν τους ποιητικούς ορίζοντές της.

Ας τους εκλάβουμε

«σα θαμπούς προβολείς» μες στην ομίχλη της καταθλιπτικής πραγματικότητας.    

Η Ελευθερία Θεοδώρου ήρθε στο ποιητικό στερέωμα και θα μείνει γιατί η φωνή της είναι διακριτή, πηγαία, και συνάμα δυνατή ώστε να δημιουργεί εικόνες και να εγείρει συναισθήματα.

 

Ανάμεσα στα ποιήματα εικόνες στίχων της ποιήτριας


Σ’ ΑΓΑΠΩ… ΣΟΥ ΕΛΕΓΑ…

(… άγριο χάραμα οι έρωτες γεννιούνται…) 

σαν υποκλίνονται τα βλέφαρά

σε μάτια χάλκινα τοπία 

και ντύνονται τα πάθη 

φτιασίδια στα μαλλιά

κορδέλες κόκκινες

που κρέμονται στα ψάθινα καπέλα 

των κοριτσιών στο λιόγερμα 

 

Μου έλεγες ...

στο ξύπνημα της μέρας

τα χάδια ξυπνούν αγάπης όνειρα 

σαν αποκοιμηθούν τα άγρια ένστικτα 

μες στα σπιρτόκουτα του πάθους 

και χνάρια σε ζεστά σώματα 

τα αρώματα που ψιθυρίζουν συλλαβές 

σταγόνες που κυλούν 

σε ένα ρεσάλτο ευτυχίας 

 

Τότε είπες ...

ένα ποτάμι φως 

χαράζει αιωνιότητα στιγμής

στον έρωτα και την αγάπη 

Σ’ αγαπώ μου είπες... 

Θυμήθηκα το γέλιο σου 

στον ίσκιο της ανθισμένης λεμονιάς

και αντηχούσε ποτάμι γάργαρο 

και έπειτα φως...

 

Και εγώ σ αγαπώ σου είπα ...

 

ΙΔΙΟΚΤΗΤΟ ΑΡΩΜΑ

Στο ψίθυρο του στίχου   αφουγκράζονται τοπία

κάνουν αναδρομές με νότες, 

στις κορυφές οι μνήμες    λικνίζονται

γυμνές σειρήνες

ζητάνε ανταλλάγματα 

να φυλακίσουν   το άρωμα του τόπου. 

Το θήραμα εντοπίζεται    από τη μυρωδιά του 

δύο σταγόνες

και νότισε το χώμα. 

Το διεκδικούν 

είναι δικό τους 

να μη θαμπώνεται  

να μη πλανεύεται   από άλλα μάτια. 

Όταν σμίγουν 

αυτές με το παρόν 

μόνο τότε    αναβλύζει 

η ιδιοκτήτη   αγαπημένη ανάσα. 



ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ

Λάγνες σκέψεις   σε σάρκινο μπουκάλι

περιφέρονται σε σκοτεινά σοκάκια. 

Χαμίνια με πανωφόρι 

κουρελιασμένες αντιστάσεις

έλξης σωμάτων

πίνουν την τελευταία τζούρα

και υποτελείς   σε πάθος απόλυτο 

ανακοπή παθαίνουν.

 

ΑΥΤΟΔΗΛΟ
Πολυφορέθηκαν τα ξένα μάτια 

καπνίζουν πρόστυχα τις ενοχές τους

Στα όρια τους οι μονομάχοι

μαριονέτες μοιάζουν σε αρένες 

σέρνονται    πουλιούνται   αγοράζονται 

το άθροισμα το ίδιο πάντα 

μοιράζεται σε δύο μάτια

Εσώκλειστη η εντολή    φθάνει σε φάκελο 

Διαβάζω:

Προσαρμόσου    και αν δεν αντέχεις βγάλτα.

 

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ
Άνοιξε την καλύπτρα του μυαλού

από μονόγραμμα ήταν γυμνή

δεν είχε όνομα ήταν αριθμός 

μες σε προσθέσεις και αφαιρέσεις 

πλάγιαζε με τους άρρητους

μα ερωτευόταν τους ρητούς. 

Σε ημισφαίρια με διαβήτη

χώριζε τον κύκλο της ζωής

σε τομή αυτή ξάπλωνε, 

με ισοσκελισμένα τρίγωνα

φιλήδονα έφτιαχνε σπίτια κόκκινα 

και εξαπατούσε τις αισθήσεις 

με τα γινόμενα φιλιών. 

Όταν στα ασυνάρτητα των σχέσεων   πόρνη την έλεγαν 
έχω όνομα είπε    η έλξη είμαι.
 




ΕΠΙΜΟΝΗ

Παραφυλάω   

το απαγορευμένο να γευτώ    σε μια ζαριά 
σαν κοιμηθούν    οι αντιστάσεις 

σε ολική έκλειψη αφής 

εγώ θα φέρω εξάρες 

και θα καπνίσω    του φόβου μου τα χνώτα

Στα δύσκολα ηδονίζονται 

οι υψηλού κινδύνου ορμές 

είναι ανώφελο   το αδιάβατο σε μένα 
παιχνίδι η ζωή

και εγώ θα φέρω εξάρες.

 

ΡΟΚ ΜΠΑΛΑΝΤΑ

Κάθε άγγιγμα ανάγνωση αφής

χάδι απροειδοποίητο 

διεισδύει το αποτύπωμα 

στα κύτταρα του νου 

μελάνι ανεξίτηλο 

υμνεί την πεμπτουσία 

της προσταγής του πάθους.

Στο στέρνο φυλαγμένα    γυμνά γράμματα

ψίθυροι σε αναμμένα σώματα

φιλεύουν γραμματόσημα 

σε αποστολές ερωτικές. 

Μιας αλληλογραφίας παράφορης

τα σώματα εκτελεστές   της έκστασης τους. 

Επιστολόχαρτο σε άρωμα μαστίχας 

ξέχειλο από ενώσεις 

και η διανομή πορεία σε κρύπτες 

γλιστρά σε ηλεκτροφόρους ορίζοντες 

και ενώνεται με δέος ρυθμικό    μες σε πυρήνες 

στη ρωγμή της ολοκλήρωσης.

Ξαπλώνουνε οι αισθήσεις 

στου πενταγράμμου το ανάκλιντρο

«Αποστολή επετεύχθη»   ηχεί μια ροκ μπαλάντα 

λέξεις που γράφτηκαν   στις προεκτάσεις 
νότες σε πόθου εξαργυρώσεις.
 

 

ΧΟΡΟΣ ΦΩΤΙΑΣ

Σε αναμονή προκλήσεων
χείλη
βουλιμικά 
και ένα κορμί δεσποτικά ορθώνεται
ιχνηλατεί τις διαμέτρους του κύκλου
και κυκλώνεται

Νότες φλόγα σε πυρωμένο σίδερο
και μια οπτασία σε έλξη αρχέγονη 
πάλλεται στο σκοτάδι
γλιστρά σαν όαση σε διψασμένα πάθη 
και ξεδιψά

Μίτος χαμένος Αριάδνης
σε λαβυρίνθους ηδονής 
και η σκιά του έρωτα στον τοίχο
γραφή μελάνι ανεξίτηλο 
Παράγγελμα στη ζέση των σωμάτων 
ένας βηματισμός εκρήξεων 
και εγώ χορεύω

Φλόγα σμιλεύει
τα τιμαλφή κράματα της ύλης
σε έναν χορό φωτιάς 
Φωλιάζει στις μυστικές κρυψώνες
την ανακούφιση των μαχητών 
καίει τις άμυνες σου
παραδίδεσαι
και εσύ χορεύεις

Αίγλη αρρενωπή
σε ένα συμπόσιο της φωτιάς 
συνωμοσία στις αισθήσεις
σανταλόξυλου
πάνω σε ηλεκτροφόρα σύρματα
Βυθίζομαι
ζεσταίνω
νεογέννητα θαύματα
λικνίζομαι
σε πόθους νεοσύλλεκτους

Είναι μεσάνυχτα
η μουσική σωπαίνει 
μα εγώ χορεύω ακόμη ....

 

ΤΥΡΒΗ

Μες σε πολεμιστή φαρέτρα 
τόσα λευκά χαρτιά 
στρατιώτες στη σειρά 
με ονόματα στην πλάτη. 
Αεροπλάνα φτιάχνει με αυτά
και παίζει 
ύστερα φωτιά βάζει 
και τα καίει 
θυμιατίζει την ελπίδα 
που αργοπεθαίνει πάντα τελευταία

 

ΣΚΙΑΜΑΧΙΑ

Στα όρια πάντα
σβήνουνε οι δρόμοι
αχνά σημάδια οι διαβάσεις 
και ένα stop στο τέλος 
που τρομάζει. 
Πως θέλεις τώρα να περάσω;
Είπες στις υπερβάσεις 
χαμογελάνε οι εκπλήξεις
μα εσύ κρυμμένος
στις λεπτές ισορροπίες 
ακροβατείς για να με φθάσεις. 
Γαντζώθηκαν αυτές 
στου φορτηγού τη ρόδα 
κυλούνε βιαστικά μαζί με μένα. 
Άργησες
μόνη πέρασα το δρόμο

 

ΔΥΟ ΦΤΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟ ΖΥΜΩΜΑ ΤΗΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ

Δύο φτερά απ το ζύμωμα 
της αστραπής με τη βροντή 
σε σκουριασμένο κάρφωμα στην πλάτη.
Παράσημα από μάχες
και χαρακιές
στις λεπτές γραμμές των ορίων. 
Όταν ανοίγουν
μια σπιθαμή ουρανού 
αξίζουν να σκεπάσουν 
τόσο μικρή 
για τόσο μεγάλες μάχες 

 

ΟΙ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ

Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες
ο εραστής του πεπρωμένου στη γωνία
αναζητά καλύμματα ψυχής
μες στα σκουπίδια. 
Ανήμποροι οι καιροί 
να αντέξουν τις προκλήσεις
αμαρτωλό το θέαμα 
υγρά τα συναισθήματα
στάζουν οι λάγνες λεμονόκουπες
ξεχύνεται της επιβίωσης το πάθος 
σκληρά ερωτοτροπεί τώρα η ανάγκη. 
Κλείνουν του καθωσπρεπισμού τα μάτια 
βελόνα ράβει
των στοχασμών τις αντιρρήσεις 
και η κλωστή τελειώνει 
όταν του πρίγκιπα το σάβανο 
σκεπάσει τη ντροπή. 
Οι καιροί πάντα δύσκολοι για πρίγκιπες 
κάθε ξημέρωμα 
το στέμμα αντανακλά 
μια νέα θανάτου λύτρωση.

 

ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΣΤΟΣ

Κωπηλατείς σε άγνωστους
υδάτινους τυφώνες
εσύ που κοινωνούσες
σκιρτήματα ζωής
χάνεσαι σε θολά ποτά
και εμπρηστές θαμώνες
και τιμωρείς τους κομιστές
της σάπιας σου ζωής. 

Στην αχερόντεια πύλη σου 
τον οβολό δεν έχεις 
η βάρκα σου μπάζει νερά
μα εσύ το αγνοείς 
πλανιέσαι σε κρησφύγετα
που πάντα προεξέχεις
και κρύβεις το κεφάλι σου
στο χώμα που πατείς. 

Υποτελής στο ανέφικτο
επαίτης του θανάτου 
και θεατής αδράνειας
στο πιο ψηλό κλαδί 
μες στην οδύσσεια χάνεσαι 
του σάρκινου θεάτρου 
αυτοεξόριστος γυρνάς
σε μια καμένη γη

 

ΔΙΣΕΠΙΛΥΤΑ

Μες στο κεφάλι χίλιοι κόμποι 
ανάμεσα τους μια κλεψύδρα 
κόκκοι από ζάχαρη και αλάτι 
σχισμή στα όρια μιας μάχης.
Γλυκός και ο πόνος μπορεί να ναι 
το αλάτι καίει τις πληγές μας 
ο χρόνος γρήγορα κυλάει 
και τα σχοινιά η αλμύρα τρώει 
κολλάνε τώρα από την γλύκα 
σφίγγουν και σπάνε την κλεψύδρα 
γλυκό και αλάτι ένα τώρα 
και μένουν άλυτοι οι κόμποι

ΣΕ ΠΕΤΡΙΝΟ ΚΑΜΒΑ

Σε πέτρινο καμβά 
άνεμος γητευτής 
σκιτσάρει ανάγλυφα 
σώμα με ατσάλινα φτερά.
Χείλη σιωπής 
φλογίζουν συνειδήσεις 
γεννούν 
της έμπνευσης τα θαύματα. 
Στα βλέφαρα φωλιάζουν 
οι καρποί των οδοιπόρων 
η μυρωδιά από βρεγμένο χώμα
εικόνες που σωπαίνουν 
σε χείλη που κραυγάζουν. 
Χέρια δαμάζουν 
την αψεγάδιαστη λαγνεία 
ενός σαθρού κόσμου 
και αφαιρούν τον ποθητό μανδύα
που κρύβει τις σκιές του.
Ο ποιητής αγωνιά 
να γεννηθεί μέσα απ την πέτρα.

 

ΠΑΡΑΜΟΝΕΥΟΥΝ ΤΗ ΨΥΧΗ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

Παραμονεύουν τη ψυχή 
οι ένοπλοι καθρέφτες 
κρυστάλλινοι στην όψη τους
σε δωρικά δωμάτια
εξαργυρώνουν κώδικες 
και προβολές εικόνων. 
Στις πολεμίστρες συναντούν 
της άμυνας τα πάθη 
πυροβολούνε μυστικά 
τον καλπασμό της μοίρας 
καταφρονούν της φύση μας 
και πλάθουνε συντέλειες. 
Όποιος με θάρρος κοιταχτεί
μες στις διαθλάσεις του είναι 
σχοινοβατεί σε πέλματα 
που πολεμούν στρατώνες. 
Σαν ακονίζει η ψυχή 
λεπίδα ματωμένη
οι αλέκτορες σιωπήσανε
και σπάσαν οι καθρέφτες. 
Στο στήθος μένει ασάλευτος 
ο κάλυκας μιας σφαίρας 
αντίλαλος της λύτρωσης 
απομεινάρι μάχης
τώρα η ψυχή αναπαύεται 
στο αλώβητο κορμί της

 [αντιγραφή και επικόλληση από το Χρονολόγιο της Ελευθερίας Θεοδώρου]

 

ΧΑΡΤΕΣ, Ελευθερίας Θεοδώρου

Σαλπάρουνε οι χάρτες μας
πάνω σε παλιό δέρμα
αναζητάνε τη στροφή
στην πιο βαθιά ρυτίδα
Αποτυπώνουνε δειλά
της άγκυρας σημάδια
μνήμες, στιγμές
αντίδωρα
σε σύμβολα ευτυχίας
Όταν αυτοί μουσκεύονται
σε πηγαδίσιο δάκρυ
ραγίζουν και σκορπίζονται
σε ανάσες οξυγόνου
Υπενθυμίσεις της ζωής
χωρίς μοντάζ τα πλάνα
Βαθιές ρωγμές
στο σώμα σου
σε φαγωμένο χρόνο
Οι χάρτες σου
μικροί σπασμοί
στο γέλιο η στο κλάμα

 

ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΨΙΘΥΡΩΝ Σ’ ΑΝΑΜΜΕΝΑ ΣΩΜΑΤΑ

(«κι όχι αυταπάτες προπαντός!.. Το πολύ-πολύ να τους εκλάβεις σα θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη. Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ΖΩ» - Μανόλης Αναγνωστάκης)


1.  ΜΕ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΕΚΠΛΗΚΤΕΣ ΩΡΕΣ υψώνονται / κουλουριάζονται / κόμπρα / που αγαπά τραγούδια. Σταθμεύουν χρόνο τη φθορά / να προφτάσω κι όταν το χέρι μου δαγκώνουν / απλά νυστάζω θέλω να κοιμηθώ.  
2.  ΕΝΟΣ ΝΕΚΡΟΥ ΘΕΟΥ ΤΗΝ ΠΑΝΟΠΛΙΑ ΓΥΑΛΙΖΟΥΝ ΟΙ ΕΛΠΙΔΕΣ το χνώτο τους μυρίζει σαν σκοτωμένο αίμα. Στο άγγιγμά τους / αντί να λάμπει σκουριά γεμίζει. Στον ίδιο λάκκο τώρα ο Θεός, η πανοπλία και η ελπίδα.
3.  ΑΔΕΙΟ ΠΟΤΗΡΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ γεμίζει με πρισματικές εικόνες και προμηνύει τη διάθλασή του.. Σβήνει και ξεδιψάει τις φωτιές μα πάντα γράφει ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ!..
4.  ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΜΕΤΡΟΥΣ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ αβυθομέτρητα ρυάκια σ’ ένα φλύαρο ποτάμι σκέψης. Κι ένα νήμα στις συμπληγάδες του ψυχρού μετάλλου / διείσδυση ορμητική και παύση. Μη λες πολλά πες όσα πρέπει / λάφυρο πάντα η σιωπή σου!..
5.  ΛΑΓΝΟ ΤΟ ΒΛΕΜΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ και μια ανομολόγητη συνωμοσία άστρων / αδειάζει στις ψυχές μας τους πόθους παραδείσων. Σμιλεύει χέρι αέρινο / της μέθεξης την αγκαλιά μας / και μια κρυφή πτυχή σε ολονύκτια δέηση χαράζει στο χαρτί τα ανείπωτα του έρωτα!..
6.  ΜΙΤΟΣ ΧΑΜΕΝΟΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΣΕ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥΣ ΗΔΟΝΗΣ και η σκιά του έρωτα στον τοίχο / γραφή / μελάνι ανεξίτηλο. Παράγγελμα στη ζέση των σωμάτων / ένας βηματισμός εκρήξεων / κι εγώ χορεύω
7.  ΔΥΟ ΟΙ ΠΑΙΧΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΠΑΝΤΑ ΑΝΟΙΧΤΟΙ Τραβάς χαρτί / η αντανάκλασή του στον καθρέφτη / και το βλέπω. Με κλέβεις λες; Πάντα στον έρωτα σε κλέβω, ξέρω και κρύβω τον άσσο στο μανίκι. Χαμένη τώρα η παρτίδα / το ισχυρό φύλο κλεμμένη ουτοπία
8.  ΜΑ ΕΓΩ ΝΤΥΘΗΚΑ ΡΟΥΧΑ ΚΑΛΑ το σκίρτημα συμβόλων φόρεσα / περιδέραιο στο στήθος και στα μαλλιά πλεξίδες πλέχθηκαν / λέξεις και συνειρμοί. Βηματίζω στο στόχο μου έφθασα στο πλατύσκαλο / παραμονεύω την κλωστή να σπάσει…  
9.  ΛΟΓΑΡΙΑΣΑ ΤΟΤΕ ΣΤΟ ΖΥΓΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ να μη χρεώνω τα λάθη των ανθρώπων. Μόνο να σκέφτομαι ελεύθερα θέλησα… Κι αν ξαστοχήσω / και αν σε αίολο ασκό καρδιάς / σε αναμέτρηση με δαίμονες αμίλητους παγιδευτεί η ύπαρξη / ακόμη κι αν εγκλωβιστώ στην αθωότητα της σκέψης… Κάνω αντίλαλο ηχηρό / και ψίθυρο άηχο στους στίχους / η σκέψη να ’ναι ελεύθερη…
10.            ΑΠΟΨΕ ΑΣ ΑΓΑΠΗΘΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ Η ΔΙΨΑ ΣΤΟ ΚΟΡΜΙ ΠΟΤΑΜΙ ΦΛΥΑΡΟ και οι αισθήσεις να κοσμούν γενέθλια έκρηξη / σε πίνακες αόρατους στο λευκό της ημισελήνου φως. Εμείς οι δυο και το κενό / στην αιχμηρή προέκταση του εαυτού μας / να βγούμε από τα σώματα μας αχνά είδωλα / στο ίδιο το κορμί λιωμένη πορφύρα από πάθος που μαρτυρά τους εραστές. / Ασύμβατες υπάρξεις σε σώματα που μάχονται την έκστασή τους… [ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου