Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

ΕΦΥΓΕ Μ’ ΕΝΑ ΣΧΟΙΝΙ ΤΥΛΙΓΜΕΝΟ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ ΤΟΥ

 (… «το καρφί όμως που τέντωσε τη θηλιά ήταν καρφωμένο στο μάτι του ουρανού…»  - Ένα Ποίημα του Αργύρη Μαρνέρου για τον Νικόλα Άσιμο)


Ξημερώνοντας 17 Μαρτίου 1988, ο αρχηγός των Κροκανθρώπων, Νικόλας Άσιμος, ανέβηκε στο σκαμνί, έβαλε τη θηλιά στο λαιμό και πέρασε στον άλλο κόσμο. Είκοσι εννέα χρόνια μετά, ο φίλος του, Αργύρης Μαρνέρος, έγραψε ένα συγκλονιστικό ποίημα:


«Ποιος ήταν αυτός ο καβαλάρης της κιθάρας
με το μαστίγιο να χτυπάει δεξιά κι αριστερά;
Αυτός που κουβαλούσε μέσα στο σακίδιό του
Μουσικόν Πυρ, απόσταγμα καρδιάς και ψυχής;
Ήταν αυτός, που ήθελε να τον φωνάζουν   Νικόλα Άσιμο
Αυτός, που δεν πούλησε το τραγούδι του   μέσα σε φιάλες πολυτελείας
Αυτός, που δεν άναψε η φλόγα του   χρυσά κηροπήγια
Έφυγε με ένα σχοινί τυλιγμένο στο λαιμό του
το καρφί όμως που τέντωσε την θηλιά
ήταν καρφωμένο στο μάτι του Ουρανού!..»

 

Ο Νικόλας Άσιμος ήταν γεννημένος τον μήνα Αύγουστο. Γι' αυτό και ο Αργύρης Μαρνέρος, στο υστερόγραφο του ποιήματος του, γράφει:



«Κάθε φορά που το Αυγουστιάτικο φεγγάρι
μας λούζει με το ασήμι του, Νικόλα Άσιμε
σπάω στο μέτωπό του   μια στάμνα με κόκκινο κρασί
για να’ ρθει η ψυχή σου τα μεσάνυχτα   να ξεδιψάσει
Χοή μνημόσυνη από τον φίλο σου Αργύρη
Χρόνια φοιτητικά   Άσβεστες μνήμες, Νικόλα…»



Ο ποιητής Αργύρης Μαρνέρος γνωρίστηκε με τον Άσιμο το 1970, όταν και οι δύο ήταν φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής στην Θεσσαλονίκη. Ήταν τότε, μέσα στην Δικτατορία, που ο Αργύρης του έδωσε δύο ποιήματά του, το Έλα Κουτέ να Γίνουμε Φίλοι και τον Μαραθωνοδρόμο. Ο Άσιμος τα μελοποίησε…

 

Το «Έλα Κουτέ να γίνουμε Φίλοι» είναι ένα χέρι φιλίας, που απλώνεται στον ιδεολογικό μας εχθρό και που ίσως, πραγματικός εχθρός μας δεν είναι. Το ποίημα εννοεί πως πολλές φορές ένα πονηρό σύστημα βάζει με επιτηδειότητα δυο έντιμους ανθρώπους τον έναν απέναντι στον άλλον. Και τους πουλά πολύ φθηνά τα όπλα για να φαγωθούνε μεταξύ τους…

[στη συνέχεια της ανάρτησης ένα ΣΧΟΛΙΟ του Ποιητή για το ΕΛΑ ΚΟΥΤΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΦΙΛΟΙ, άλλα επιλεγμένα ποιήματα από τις συλλογές του και

ΕΠΙΜΥΘΙΟ αποσπάσματα από την παρουσίαση του ποιητή στο ΑΣΣΟΔΥΟ που υπογράφει η Ειρήνη Καραγιαννίδου με φωτογραφίες του ποιητή από το αρχείο Μανώλη Νταλούκα]

 


ΕΛΑ ΚΟΥΤΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΦΙΛΟΙ

(σχόλιο του Ποιητή για το Ποίημα του)

«Για πολλά πράγματα μπορείς να μιλήσεις για ορισμένο χρόνο κύησης, όμως άδικος κόπος να ρωτήσεις πόσο χρόνο χρειάζεται για να γεννηθεί ένα ποίημα. Ποτέ δεν μπορείς να προσδιορίσεις με ακρίβεια την αφετηρία του γαμέτη. Η στιγμή της γέννησης ορίζει την αρχή, όμως μια πλασματική αρχή. Είναι μια σύμβαση με τον χρόνο, όπως τα πάντα είναι συμβάσεις, ό,τι αφορά την αρχή και το τέλος των πραγμάτων και ειδικά αυτών, που έχουν σχέση με την τέχνη. Μακάρι να ξέραμε πόσα έργα θάφτηκαν μαζί με τον δημιουργό, αυτά που δεν πρόλαβε, ή αυτά που δεν θέλησε να ξεθάψει η ψυχή του. Αλήθεια, πόσους στίχους και πόσες νότες πήρε μαζί του ο Νικόλας Άσιμος;

Ήταν γύρω στο 1970, εποχή εσωτερικής αναταραχής και εξωτερικής ταριχευμένης ησυχίας. Μιλώ για τα φοιτητικά χρόνια της Θεσσαλονίκης. Ο Νικόλας είχε οργανώσει μία θεατρική ομάδα και ανταμώναμε στο υπόγειο της Φιλοσοφικής, που ήταν χώρος για πρόβες και για συζητήσεις. Ίσως μέσα σε αυτές τις συζητήσεις να βρίσκονται οι πρώτοι σπόροι του ποιήματος. Ο Νικόλας πρωτοστάτησε σε πολλά και ίσως το θέατρο, ήταν μια ευκαιρία να ξεθάψει ή να θάψει πράγματα επί σκηνής. Ο στίχος μέσα στο ποίημα «άστο για άλλους το ΕΑΝ» είναι η αιχμή του, γιατί τα γεγονότα είναι πάντα ρευστά, μάλιστα μερικές φορές, μέχρι να δέσουμε τα κορδόνια απ’ τα παπούτσια μας, μας έχουν ήδη ξεπεράσει. Οι αντιπαραθέσεις είναι σκόπιμα σενάρια, που ξεκινούν από τα παρασκήνια, αλλά επάνω στη σκηνή το αίμα δεν είναι χυμός από ντομάτα. Το ποίημα είναι ένα χέρι φιλίας, που απλώνεται για να παραμερίσει τα παραμύθια, αυτά που χτίζουν οι ξαπλωμένοι πάνω σε βελούδινα μαξιλαράκια.
Ο χρόνος της επταετίας, ήταν ένα ξεροχώραφο, όπου ο καθένας άνοιγε το πηγάδι του για να ξεδιψάσει. Σίγουρα μέσα από αυτό το πηγάδι να βγήκε και αυτό το ποίημα. Αυτή ήταν η αρχή. Μετά έπρεπε κάποιος να του βάλει φτερά για να πετάξει.

Αυτός ήταν ο Νικόλας Άσιμος. Έσκαψε με την κιθάρα του το χρόνο, μέχρι να ανταμώσει το νερό του. Ποτέ δεν πούλησε μέσα σε φιάλες πολυτελείας το τραγούδι του και ποτέ δεν άναψε η φλόγα του χρυσά κηροπήγια.

Έφυγε με ένα σχοινί τυλιγμένο στο λαιμό του, αλλά το καρφί που τέντωσε τη θηλιά, ήταν καρφωμένο στο μάτι του ουρανού».

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ του  Αργύρη Μαρνέρου από τις ΣΥΛΛΟΓΕΣ:  

(ΚΑΣΤΑΝΑ 1972, ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΘΑΛΑΜΟΣ 1975, ΥΠΟΝΟΜΟΣ 1976, ΔΙΑΣΤΟΛΗ 1977, HOMO TURISTICUS 1980,  ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΕΙΣΤΕ 1980, ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ 1985, ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ, 

ΟΙ ΝΑΝΟΙ
Κάποτε ζούσε μια Χιονάτη
Και τη φρόντιζαν
Επτά Νάνοι.
Αυτό είναι το παραμύθι.
Κάποτε υπήρχε μια Ελλάδα
Που την καβάλησαν
Εφτά χρόνια
Αυτό είναι η Ιστορία
Τα παραμύθια υπάρχουν
Όταν λείπει η Ιστορία
Κι όταν γράφει η Ιστορία
Δεν είναι καιρός για παραμύθια
Ας μιλούμε λοιπόν στα παιδιά μας
Όχι για τους επτά Νάνους
Μα για τα επτά χρόνια
Που ήταν γεμάτα
Με Νάνους.

[Από τη συλλογή Σκοτεινός θάλαμος (1975)

 

ΑΓΑΛΜΑΤΑ

Σ’ αυτό το χωριό
Μη στήστε άλλα αγάλματα
Μας είπε μια γριά
Που ανταμώσαμε στη βρύση
Κι αυτά που είχαμε
Μετανάστεψαν.

 

ΟΙ ΘΕΟΙ

Εμπρός στρατιώτες μου
Φώναξε ο Στρατηγός
Κι ο θεός είναι μαζί μας
Εμπρός λεβέντες μου
Και μάλιστα γρήγορα
Γιατί κι αυτοί οι απέναντι
Έχουν το δικό τους θεό.

 

ΥΠΕΡ ΒΩΜΩΝ ΚΑΙ ΕΣΤΙΩΝ

Αυτοί πέσανε στη μάχη
Υπέρ βωμών και εστιών
Οι άλλοι ξαπλωμένοι στο σαλόνι
Ψήνουν σουβλάκια στους βωμούς
Και δίνουν την εστία με αντιπαροχή
Σε ημέτερο εργολάβο.

 

ΗΣΥΧΙΑ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΚΟΙΜΑΤΑΙ

Η εξουσία δεν φοβάται τις μολότοφ
Που πέφτουν μέσα στο δρόμο και
Ούτε που τη νοιάζει αν η πόλη ξυπνήσει
Η εξουσία φοβάται τις μολότοφ που
Πέφτουν μέσα στο κεφάλι γιατί έτσι
Υπάρχει φόβος να ξυπνήσει το μυαλό.

 

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ

 Μιλούσε απλά και

Τον καταλάβαιναν όλοι

 

ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

 Εκείνοι οι θεατές χτες βράδυ

Τι φριχτή παράσταση θεέ μου

 

ΚΩΔΙΚΑΣ

 Γίνε δημόσιος άντρας στην Ελλάδα

Και κλέψε πολλά να σε θαυμάζουν

Κλέψε λίγα να σε πουν απατεώνα

Μη κλέβεις τίποτα για να είσαι ο αφελής

Άψογος κώδικας ηθικής κυκλοφορίας

 

ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ

 

Η δασκάλα έλεγε   Πάντα

Πως η καθαριότητα   Είναι

Μισή αρχοντιά

Η μαμά σας   Θα κόβει τα νύχια

Ο κουρέας τα μαλλιά

Όσο για το μυαλό σας

Μου δώσαν ειδικό ψαλίδι

Να σας το παίρνω

Πάντα σύρριζα.

 

ΝΤΡΟΠΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΣΟΥ ΠΕΙ:  ΑΝΤΕ ΡΕ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ…

(… «ντροπή είναι κάποιος να σου πει άντε ρε Χατζηαβάτη!..  Γιατί αυτό σημαίνει πως την είδε την καμπούρα σου αυτή που έχεις κρυμμένη με επιμέλεια περίσσεια μέσα στις υποκλίσεις…» - Αργύρης Μαρνέρος )

Αργύρης Μαρνέρος είναι ένας μοναχικός, αντισυμβατικός καουμπόι της ελληνικής ποίησης.   Γεννήθηκε στο Δοξάτο Δράμας το 1941. Τέλειωσε το γυμνάσιο του χωριού του το 1960 και την άλλη χρονιά - με το πρώτο μεταναστευτικό κύμα - έφυγε για την Δυτική Γερμανία, δουλεύοντας σε διάφορα εργοστάσια και παρακολουθώντας το βράδυ μαθήματα γλώσσας.  Μετά το 1968 σπούδασε γερμανική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το 1973 παράλληλα με τις σπουδές του, πήρε το δίπλωμα του ξεναγού από την τοπική σχολή Θεσσαλονίκης και αργότερα και από της Αθήνας.  Στις πόλεις αυτές όπου ζει και γράφει, κατεβάζει τα βιβλία του στο πεζοδρόμιο, στην βιβλιοθήκη μπροστά στην Πανεπιστημίου, σε συναυλίες και σε μπουάτ ως αντίδραση στα εμπορικά κυκλώματα των βιβλιοπωλείων.  Με έμφυτη τάση για πολιτικολογία και κριτική στους κυβερνώντες και με σκωπτική διάθεση για τα παράνομα καμώματα των «μεγάλων», από την σατιρική του πέννα δεν ξεφεύγει κανείς και τίποτα:  «Σήμερα είναι της Αναλήψεως / Είπε ο γραμματέας στο Δεσπότη / Την ώρα που έφευγε βιαστικά / Καλά που μου το θύμισες παιδί μου / Πρέπει να φύγω αμέσως για την τράπεζα…»   Αριστοφανικός, εύστοχος και διαχρονικός, τυπικός «εκπρόσωπος»  του μέσου Έλληνα, τοποθετεί συχνά στο στόχαστρο την καλή κοινωνία της εποχής, η οποία δείχνει να νομίζει πως μπορεί να κάνει τα πάντα με το χρήμα και την θέτει σε αντιπαράθεση με την δήθεν κακή κοινωνία, η οποία αποτελείται από φτωχούς και ταπεινούς ανθρώπους, καταδικασμένους σε μια κατώτερη ποιοτικά ζωή. Ο ίδιος ο ποιητής ξεδιπλώνει τον δικό του εσωτερικό κόσμο και μέσα από το πάντοτε «συμβουλευτικό» του ύφος, κατακρίνει την απερισκεψία και την πλεονεξία, ενώ ταυτόχρονα θέτει υπαρξιακά ερωτήματα και προβληματισμούς με σκοπό να βάλει σε σκέψεις το αναγνωστικό του κοινό:  «Τώρα το ξέρω / Πρέπει ν’ αγαπήσω τη ζωή / Ανάμεσα απ’ τα συντρίμμια / Που βρίσκονται μπροστά μου / Πρέπει να αγαπήσω ξανά / Κάθε μικρό κομμάτι / Κι ένα - ένα να τα βάλω στη σειρά/ Όμορφα δεν είναι μόνο / Τα απείραχτα πράγματα / Και τα σπασμένα αγάλματα/ Έχουν τη δική τους τη χάρη/ Και ίσως είναι αυτά / Που πιο πολύ μας μοιάζουν…»   Με χιούμορ σαρκαστικό λοιπόν, καταλυτικός και ανατρεπτικός, με κάθε κουβέντα του μαχαίρι, ταράζει τις μικρο-κομματικές λογικές όχι μόνο με τα ποιήματά του αλλά και με τα κολάζ που δημιουργεί, τις ανασυνθέσεις, όπως τις ονοματίζει ο ίδιος.   [«ΕΧΕΙ ΠΟΛΥ ΔΡΟΜΟ ΑΚΟΜΑ ΤΟ ΟΡΘΙΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»:   αποσπάσματα από την παρουσίαση Αργύρη Μαρνέρου στο ΑΣΣΟΔΥΟ από Ειρήνη Καραγιαννίδου]

Κυριακή, 12 Ιουνίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου