Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

ΑΝΟΙΞΕ ΓΡΗΓΟΡΑ ΤΟ ΚΟΥΤΙ

 

(… και μπες να σε σεργιανίσω στα παλιά μου τα λημέρια…)

 

Προλαβαίνω δεν προλαβαίνω…

Τα χαπάκια δε φτάνουν για όλα…

Θα περιοριστούμε στα απολύτως βασικά… 

 

Είναι στίχοι  από το ποίημα ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ σελ. 74 στη δεύτερη συλλογή της Ξανθίππης Λευθεριώτου ΚΟΡΗ ΔΙΕΣΤΑΛΜΕΝΗ, εκδόσεις Cinnabar 2021

Στην εν λόγω συλλογή έχουν συμπεριληφθεί 70 ποιήματα που συνομιλούν αρμονικά με τα σχέδια και τους πίνακες της ποιήτριας

 

«Στη γραμμή που έτρεμε το φως,   Κόρη διεσταλμένη

μάτια γλαρά βασιλεύοντα,

Εσύ κολύμπησες στο πέλαγος των μικρών θανάτων σου

κι εγώ στ’ αποκαΐδια της χίμαιρας…

 (στίχοι από το ποίημα ΚΟΡΗ ΔΙΕΣΤΑΛΜΕΝΗ, που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή)

 


Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος  σχολιάζοντας στο ΠΕΡΙ ΟΥ την ΚΟΡΗ ΔΙΕΣΤΑΛΜΕΝΗ   γράφει  επιγραμματικά:

 

Συχνή χρήση γνωμικών που εντάσσονται στο σώμα του ποιήματος και ενσωματώνονται πλήρως (σαν δέρμα που επικαλύπτει μια ευαίσθητη περιοχή ή μια πληγή)

  

Βιτριολικό χιούμορ που συνυπάρχει με έναν λαμπερό εφηβικό ερωτισμό…

 

Το αστικό τοπίο της το οποίο, καθαρμένο από την επιβάρυνση της τεχνολογίας, μοιάζει με ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού, παραπέμπει στο Χριστόφορο Λιοντάκη καθώς και στην ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου…

 

Το πάθος, όπως εκφράζεται σε πολλά ποιήματα ,παραπέμπει στην απόγνωση των ποιητών τού μεσοπολέμου, ο ερωτισμός της είναι όμως πολύ πιο καθολικός και γήινος, ένας ερωτισμός με αναφορές στην Αλεξάνδρα Μπακονίκα καθώς επίσης και στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ…

 

Η αίσθηση του μέτρου και η σκωπτική της διάθεση θυμίζει τα Ελεγεία και Σάτιρες του Καρυωτάκη.

 

Η αγάπη της για τα μέτρα και τους ιάμβους, η προσεκτική επεξεργασία της γλώσσας, φέρνει στον νου τον Λάγιο.

 

Παρόλα αυτά, η ποίησή της έχει ταυτότητα και προσωπικότητα  μοναδική, πρόκειται για μία «γυναικεία ποίηση» με κυρίαρχο πρόταγμα την απόλυτη αρμονία του γυναικείου κορμιού με το σύμπαν που το περιέχει και γεμάτη από αναφορές στη χαρά της ζωής, στη χαρά του έρωτα, στη χαρά της μητρότητας…

(Κ. ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΑΝΘΙΖΕΙ.  επιλεγμένα αποσπάσματα από την παρουσίαση της συλλογής στο ΠΕΡΙ ΟΥ]

  

ΣΤΙΧΟΙ  και ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΞΕΧΩΡΙΖΟΥΝ…

 Από το  σπαρακτικό ποίημα ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ  σελ. 35,  όπου σκιαγραφείται η καταβύθιση μιας προσωπικότητας για χάριν του έρωτα   η συγκλονιστική κατακλείδα του : 

 

[…]  Όταν άνοιξαν οι γραμμές

ήταν σα να σε έβλεπα με το δώρο κρατημένο

και το φιόγκο σαλιωμένο

στο στόμα.

Όλη τη νύχτα μ’ έλεγες «αγάπη μου»

κι εγώ έκανα πως ήμουν αυτή,

η της φωτογραφίας.

 

Στο ποίημα ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΕΣ σελίδα 50 διάχυτο είναι το χιούμορ, χαρακτηριστικό όλης της συλλογής:

 

[…] Να ξέρεις

της έπεσε βαρύ

το ψάρι τηγανητό

χρονιάρα μέρα

που κρατούσες τη σημαία ψηλά

της περηφάνιας σου

μ’ εκείνα τα ωραία κόκκινα γάντια

Δώρο

μαζί με τον κουμπαρά

– Γουρουνάκι – διαολάκι –

Να ’χει πλάκα

όταν της ρίχνεις το κέρμα σου

με κάμποσο έρωτα

εν κρυπτώ τάχα

κατά το θέσφατον

«Μη γνώτω η δεξιά σου…»

 

Εξαιρετικό και το  ποίημα ΣΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ  σελίδα 30,  που, σύμφωνα με το Κ. Λουκόπουλο,  θα μπορούσε να ηγείται της συλλογής η και να της δανείσει τον  – εναλλακτικό –  τίτλο του):

 

Στα υπόγεια

Είχε πρόβλημα αποκλειστικά με τα βότσαλα

Καθόντουσαν ακριβώς πάνω στον αφαλό της

Να τη βρίσκει κάθε κύμα

και να ψάχνει ψαλίδι

ν’ αφαλοκόψει

Το μπάσταρδο

Το σημαδεμένο

Της καρδιάς.

Το ’πιανε δεν το ’πιανε το τρίμηνο

των επιτρεπόμενων καρατομήσεων

κι αυτό

τέλειωνε κιόλας την Τρίτη δημοτικού

Δε θ’ άφηνε το νυστέρι κανενός κερατά

να της το πετάξει στη σακούλα.

Άφρισε ξάφρισε

Έβγαλε λέπια

Το σώμα της είχε γεμίσει πια

αποικίες κοραλλιογενών

όταν

εκτέθηκε αύτανδρο

στα υπόγεια του μουσείου.

[ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΑΝΘΙΖΕΙ, ο Κ. Λουκόπουλος  σχολιάζει στο ΠΕΡΙ ΟΥ την ΚΟΡΗ ΔΙΕΣΤΑΛΜΕΝΗ της Ξανθίππης Λευθεριώτου)

 

ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΕΣ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ ΣΕ ΠΕΤΡΑ… ΑΚΡΥΛΙΚΑ, ΧΡΩΜΑΤΑ  ΚΑΙ  ΑΡΩΜΑΤΑ… 

(…ανοιχτές πόρτες παράθυρα  και  πουκάμισα!..   Μη μου άπτου…

Τα ρόδα προορίζονται για τον κύριο   Κι ανθούν σε περιβάλλον έρωτα!..

Το Θερμοκήπιο καλλιεργεί τη βούληση   Στο φως

Πρόσχωμεν   έχει σταλεί   SMS    για σωματική άσκηση

Πες το ανάγκη   Μη φοβηθείς τα υπόγεια

Φωτίζονται  μάτια   δάδες    Πυρσοί της νύχτας   Οι κόρες μου

Φορώ τα παπούτσια πορείας  

η μάσκα εμποδίζει προδοτικά φιλήματα   Έλα με γάντια

Τ’ αποτυπώματα κρατούν το μελάνι ανεξίτηλα

Και πες πως κατήλθες    Στο θάνατο   

Ότε κατήλθες προς τον θάνατον

Πάρε με   πάρε με Ανάσταση των καταχθονίων 

Έαρ  βαρύ   Έαρ συντετριμμένον 

Ανάστησον  και  λύτρωσον    (Ξανθίππη Λευθεριώτου)

 

ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΙΑ ΚΟΚΚΙΝΗ ΔΙΑΤΡΗΤΗ ΠΑΝΟΠΛΙΑ

Δε θέλω αίματα - είπες –   Σπρώξε τα μολύβια στο πάτωμα   βγάλε τη γλώσσα   Στο ΝΙ   μπροστά απ τα χειλικόληκτα   και βάλε κραγιόν   στα σημεία στίξης   Δε θέλω αίματα – είπες –   κι έβγαλες απ την τσέπη το αναισθητικό  - δίκην προφυλακτικού -   Ο παράδεισος τελειώνει   μ ένα ω –μέγα   κι ο πόθος να φυλάει   Το φόβο   Οχυρώνομαι δεν οχυρώνομαι   Αυτή   Ανοίγει το πορτόνι   Και σκάει από παντού. [στίχοι και Πανοπλίες: ακρυλικά, πλαστικά, σκουριές σε καμβά Ξανθίππης Λευθεριώτου 19/12/19]

Τετάρτη, 17 Ιουλίου 2024

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

ΕΝΑ ΦΙΛΙ ΣΤΙΧΟΣ ΦΛΕΓΟΜΕΝΟΣ

 

(… και κάποιες γυναίκες   σαν κάστρα ερειπωμένα…)

«Τα μάτια τους δρόμοι χορταριασμένοι

που κάποτε διαβαίναν φρενιασμένα βλέμματα.

 

Τις βλέπεις παντού...

Περνούν αθόρυβα

όπως βράδυ σε άλσος    βαδίζει με αναμμένο τσιγάρο

ο σκοτωμένος έρωτας...

 

Κάποιες γυναίκες    μοιάζουν με έρημα εξοχικά

και σε καλούν...

 

Τότε γίνεσαι θάλασσα

που συμπονεί απ' τα βάθη της ένα ναυάγιο...

 

Κι ένα φιλί γίνεται φλεγόμενος στίχος…»    

 

«Γι’ αυτό σου λέω,  Ειρήνη,  τις μέρες ντύσε με φιλιά!...»

 

Στίχοι από τις συλλογές του Ηλία Γκρη   που

όπως φανερώνει στο παραπάνω αποφθεγματικό μονόστιχο

«μοναδική του έγνοια η έχει την «Ειρήνη»

αυτή που θα γιατρέψει τις πληγές!.».  

 

Μερικά ποιήματά του, σχολιάζει η Ανθούλα Δανιήλ,  

«αποτελούν μικρά δραματικά αφηγήματα,

ιστορίες που έχουν σημαδέψει τη μνήμη,

όπως το αφιερωμένο στον συντοπίτη Τάκη Σινόπουλο ποίημα σε συνέχειες…

 

Συχνές  οι αναφορές και σ’  άλλους ποιητές και ομοτράπεζους

που δείχνουν ότι ο Γκρης δεν κρύβεται από τους φίλους.

Αντιθέτως, οι στίχοι του κάνουν προσκλητήριο φίλων.

Φωνάζουν τους συμποιητές είτε με τον στίχο τους είτε με το όνομά τους…

 

Τα θέματα ποτέ δεν λείπουν και το άσπρο χαρτί είναι πάντα μια πρόκληση:


 



«Τέντωσα το αυτί μου στους παράξενους μύθους της ψυχής…»

 

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΞΥΠΝΩΝ

Κόλαση είναι ο ύπνος που αιχμαλωτίζει

στον ξύπνιο με μαστίγια το νου· κοιμίζει

αυτούς που κουδουνίζουν στην τσέπη

όνειρα σαν κέρματα. Α! Να μην ξεχάσω

τους εραστές της ένθεης ποίησης

και αυτούς που κραδαίνουν τα ιερά

του άγιου Ηράκλειτου γι’ άλλοθι.

Γι’ αυτό και φλόμωσαν τη ζωή μας

τα φούμαρα των ξύπνιων

που ποτέ δεν ξύπνησαν.

 

ΘΗΤΕΥΣΑΜΕ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ Μ’ ΕΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙ ΑΤΡΥΓΗΤΟ…

Τι αμόλυντη περηφάνια είχαν τα λόγια μας φωτίζοντας το θαύμα πού θαύμα δεν έγινε.

Είναι από τότε που η μνήμη ερπετό ξυπνάει και τρώει απ’ τη θλίψη

και ύστερα λουφάζει σε τάφο συλημένο, γιατί πάντα θα ανθίζει η στοργή

για τα ναυάγια που επιστρέφουν παράδοξα όπως σκιές του φονιά μέσα
στα όνειρα.

Και είναι από τότε που βγάζουν στο σφυρί τα κουρέλια εκείνου του
πάναγνου έρωτα·

Και όσοι τάχθηκαν πρώτοι,   εξαργύρωσαν την κραυγή μας ερήμην.

Από κείνη τη νύχτα, ό,τι και αν πω, φωνάζει σαν αίμα.

[ΤΟ ΕΡΠΕΤΟ ΠΟΥ ΞΥΠΝΑΕΙ από τη συλλογή του Ηλία Γκρη Η ΕΦΕΣΟΣ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ , εκδόσεις Δελφίνι 1993]

 

Σ’ αυτή την ανάρτηση ανθολογούνται ποιήματα από τις συλλογές:

ΡΗΜΑΓΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ  (1980),

ΣΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ   (1982),

ΕΧΘΡΙΚΟ ΤΟΠΙΟ  (1983),

ΛΗΘΑΡΓΟΣ ΚΟΣΜΟΣ – συγκεντρωτική έκδοση όλων των προηγούμενων συλλογών  (1987),

Η ΕΦΕΣΟΣ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ  (1993),

ΑΛΓΕΙΟΣ ΠΡΟΓΟΝΟΣ, (2005). 

 

(επιμύθιο)

ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΤΗΦΕΙΣ ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

(… επιστρέφουν στην παιδική ηλικία ξεθάβοντας άχραντες λέξεις – σχόλια για το ΛΗΘΑΡΓΟ ΚΟΣΜΟ του Ηλία Γκρη από την Ανθούλα Δανιήλ…)

 

 

Ο ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ

Έπινε τον καφέ του καπνίζοντας

ασάλευτος σαν Βούδας στο πικρό καφενείο του

πίσω απ’ τα ψηλά χορτάρια του θανάτου

χάζευε τη Φωκίωνος Νέγρη σμάρι τα περιστέρια

δε μίλαγε πολύ και νήστευε το φθόνο

δίπλα του κάτι ψέλλιζε ο πιστός φίλος

για δύστυχους αυτόχειρες ποιητές όταν

ο Μίλτος Σαχτούρης απρόσμενα τον ρώτησε

«Ξέρεις έναν ποιητή Ηλία Γκρή;»

Όχι, απάντησε ο άλλος,

ενώ καπνούρα τσιγάρου    σκέπαζε άδεια βλέμματα    

νεκρές αγάπες    σαν ομίχλη κάμπου μεσοχείμωνο,

οπότε   ο Σαχτούρης

 «Ξέρεις τον ποιητή Ηλία Γκρή;»

ξαφνιασμένος τινάχτηκε ο φίλος του

όχι, είπε και σαν από γλυκιά συνήθεια

χώθηκαν αγρίμια στο κλουβί της σιωπής τους

κι όταν σε λίγο σαλεύοντας ο Σαχτούρης

έκανε κάτι να πει

όπως αίφνης  εγείρεται από τον ύπνο και θυμάται η συνείδηση

άρχισαν οι δυο τους να σβήνουν βουλιάζοντας

 μες στα ψηλά χορτάρια του θανάτου…

 

ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Περιπλανώμενος αιώνες απάνω στα βουνά

προβιά μου η αθωότητα

ψυχούλα τ’ αηδονιού που αγάπησα

και ημέρωνε τα δέντρα

που ήσαν άνθρωποι

ριζωμένοι απ’ το πολύ καρτέρεμα

έσφιξα τη Μαριώ απ’ τις φτερούγες

νιότης που αγρίευε

με τη θάλασσα βογκώντας

στα θεία μηριά της

τραγούδησα το φέγγος της φυλής απ’ τον Όμηρο

τη Μάνα του Κίτσου σ’ ασπρολίθαρα

ζήλεψα αντάρτη Αρχηγό και Μεγαλέξανδρο

ώσπου χόρτασα σφαγές

λεηλασίες και λέω

έξω από τα   «ίσως»  και   «θα δούμε»

να πάρω το αίμα απ’ το χέρι

να μου δείξει σε τόπους μυροβόλους

το σκοτωμένο σχήμα του

να κλάψω γι’ αυτούς

που θλιμμένοι αφήσαν τ’ όνειρο ακατοίκητο.

ΣΤΗΝ ΑΤΡΑΠΟ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ

Ήταν να παντρευτώ μες στο άρωμα βροχής

τον ύπνο του αγριμιού να κοιμηθώ

σε κρανία σπαρμένα να βαδίσω χτυπημένος

απ’ τον ίσκιο που ντυνόμουν κουρέλια της φάρας

για να φτάσω μέσα από τα νέφη των αιώνων

λίγο πιο δω από το Τάο Τε Τσιγκ

λίγο πιο κει από τις Κύριες Δόξες

για να φτάσω πια

έξω από το εδώ και εκεί

με το δέος τυφλού ακροβάτη πατώντας

σε λιθάρια διαμάντια του Ηράκλειτου

να φτάσω στον ίσκιο μου χτίζοντας φωλιά

με λόγια μαγικά, λησμονημένα

και να ειδώ, πως έτσι κι αλλιώς

δε φτάνει κανείς πουθενά· μα αν δε βρει

τον εξαγνισμό δε θα έχει ξεκινήσει ποτέ.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥΣΕ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ

Βράδυ επιστρέφοντας στη σιωπή έρχεται η Μαρία

και ο Τάκης κρατώντας το πόδι του στην άκρη στο κρεβάτι.

Μαζεύει τους στίχους που απόμειναν γυμνοί. Ύστερα

τραβάει βαρύθυμος στην άκρη μοναχός

κι απ’ το παράθυρο φτάνουν σκιές με γυάλινα μάτια,

τους καθίζει γύρω του, αυτοί γαληνεύουν στον τακτικό νεκρόδειπνο.

Η Μαρία σιωπηλή δαγκώνει τις κραυγές· μόνο τα χέρια

μπήγει στα μαλλιά της να ημερέψει μια τούφα ουρανό.

Ύστερα ο Τάκης σηκώνεται, παίρνει το κομμένο του πόδι

και ανεβαίνει στο βουνό

κυνηγώντας τους δολοφόνους



Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ  

(από τη συλλογή του Ηλία Γκρη Η ΕΓΕΣΟΣ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ 1993)

Σύναξα φωνές συλλαβές απ’ τα υπόγειά της

ρεύματα να ξεχυθούν εωθινός αγέρας

πάνω από συντρίμια τάφους συλημένους

με υπόκωφο θρήνο ελληνικό. Και άραξα

εδώ σ’ ένα διάζωμα πληκτικής παράστασης

να βλέπω τα ωραία τους θηριώδη ψεύδη

στο παζάρι ψυχών ευπώλητη πραμάτεια

και πριν ο Γεμιστός της χαρμολύπης Πλήθων
          αναφωνήσει

Έλληνες εσμέν... βρε, κουτορνίθια

πρώτο άπλωνε ρίζες αδηφάγο το μέγα ψεύδος

αιώνες πρώτο ψεύδος σε καρδιές και ποιήματα

αιώνες μέγα ψεύδος σε μυαλά και κοάσματα

εξαιτίας του χάνει το δρόμο της η πατρίδα

το ψεύδος σαγηνεύει λάμια και βγάζει γλώσσα

φτηνές κολακείες γαλιφιές πεπρωμένου

και οι χάκερς της μνήμης τζογάρουν κειμήλια

που θα ’ντυναν τα παιδιά μας ορφανά από μέλλον.

 

ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΤΗΦΕΙΣ ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

(… επιστρέφουν στην παιδική ηλικία ξεθάβοντας άχραντες λέξεις – σχόλια για το ΛΗΘΑΡΓΟ ΚΟΣΜΟ του Ηλία Γκρη από την Ανθούλα Δανιήλ…)

Με τον τίτλο ΛΗΘΑΡΓΟΣ ΚΟΣΜΟΣ  κυκλοφορεί μια επιλογή ποιημάτων από πέντε προηγούμενες συλλογές του Ηλία Γκρη. Η επιλογή αρχίζει με ένα προλογικό ποίημα άτιτλο, ακολουθούν οι συλλογές και έπεται ένα επίμετρο, γραμμένο από τον Αλέξη Ζήρα, ο οποίος δίνει τα χαρακτηριστικά της γενιάς του ποιητή και της ποίησής του γενικά.  H πρώτη αίσθηση του αναγνώστη είναι πως η ποίηση του Γκρη είναι διαποτισμένη από τη θλίψη που γέννησαν τα πάθη του ελληνικού λαού, η ακύρωση των ονείρων και η διάψευση των ελπίδων. Λες και ο πόλεμος, καθώς και ο Εμφύλιος που ακολούθησε, καταγράφτηκε στο DNA του. Η δεύτερη αίσθηση είναι η τρυφερότητα με την οποία κοιτάζει τη ζωή, τη φύση, τους φίλους της παιδικής του ηλικίας.   Η ΡΗΜΑΓΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, ποιητική συλλογή του 1980, επιμερισμένη σε τρεις λόγους - ενότητες, μιλάει γι' αυτή τη σακατεμένη, μετεμφυλιακή γενιά. Στο σύνολο των στίχων, του πρώτου λόγου, ένας επανέρχεται πεισματικά:   «Και αντρωθήκαμε περπατώντας σε χαλάσματα μέσα   χαμένοι από τ' όραμα όσων γενήκαν»,   με ελαφρά παραλλαγή και προέκταση από αυτά «που γενήκαν» σ' αυτά που «μέλλουν να γενούν»…   Δεύτερη συλλογή είναι η τιτλοφορούμενη ΣΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ  του 1982. Η ποιητική γλώσσα έχει απαλύνει, ο στίχος είναι πιο επιμελημένος, η μαχητικότητα έχει υποχωρήσει, αλλά τα προβλήματα και η αγωνία όχι. Οι πεθαμένοι γρηγορούν: «ολάνοιχτες πύλες χαμού τα μάτια τους», «Οι ορκισμένοι χαθήκαν  ή άθαφτοι σεργιανούν  ρεματιές, λαγκαδιές και μνημούρια». Ο ποιητής, πάντα κοντά στους νεκρούς του θα αναζητήσει τη «μοναξιά των βουνών» που στα μαλλιά του «κομίζει αστέρια»!..  Στην τρίτη συλλογή, με τίτλο ΕΧΘΡΙΚΟ ΤΟΠΙΟ  του 1983, ο ποιητής ξαναζεί την παιδική ηλικία, τις πληγές, τις εθνικές περιπέτειες, τον πατέρα, τα βάσανα, τις αθεράπευτες πληγές, τους θανάτους. Με αυτό το δραματικό υλικό στην αγκαλιά του, θα ξαναζητήσει καταφύγιο στην ποίηση κι εκείνη θα του προσφέρει από ό,τι εκείνος της προσφέρει. «Τα Σα εκ των Σων», τηρουμένης της αναλογίας: «και οι ποιητές   κατηφείς τρωγλοδύτες της γλώσσας   επιστρέφουν στην παιδική ηλικία ξεθάβοντας άχραντες λέξεις» («Τα λαβωμένα»).    Η συλλογή ΛΗΘΑΡΓΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, που δίνει και τον τίτλο στην έκδοση, είναι του 1987. Η ίδια θεματική. Τα παιδιά που τρέχουν, που ονειρεύονται, τα παιδιά της Κρέσταινας, η δική του παιδική ζωή, το δικό του ακυρωμένο όνειρο, η φρίκη μέσα στο όνειρο. Μοναδική του έγνοια η «Ειρήνη» αυτή που θα γιατρέψει τις πληγές…    Τέλος, στις ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΦΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ, έχουμε δεκατρία μικρά αφιερώματα στους αγώνες, στην εισβολή, στην πράσινη γραμμή, στους νεκρούς, στο φάντασμα της Φαμαγκούστας, στα πουλιά της Αγίας Νάπας, στον πρόσφυγα της Άχνας (πατρίδα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη), με τις φωνές που βγαίνουν από τη γη, με τον Πενταδάχτυλο που αγκομαχεί, με την πικροδάφνη που θροΐζει τα όνειρα, με τις πέτρες που είναι κορμιά πεθαμένων πολεμιστών περιστεριών, με τα αγέννητα παιδιά αστέρια που θρηνούν. Και η οδυνηρή περιδιάβαση στο πληγωμένο νησί τελειώνει με το δέκατο τρίτο δραματικό: «οχτώ μέρες σε χάιδευα καθώς εραστής, ώσπου είδα στα χέρια μου αίμα», με όσα το αίμα συνυποδηλώνει…

Τετάρτη, 10 Ιουλίου 2024

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΤΕ ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΔΙΧΩΣ ΨΥΧΗ

 (… γιατί ο χρόνος είναι λιγοστός…)


ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΤΕ   

για τις γυναίκες που πέρασαν από μέσα σας  

όπως η ομίχλη 

 

ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΤΕ 

για τις γυναίκες που πέρασαν από μέσα σας   

όπως σκίζει το καρφί το ξύλο

 

Στίχοι από το ποίημα  ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΤΕ  στη συλλογή του Χρήστου – Αρμάντο Γκέζου  

ΑΦΟΡΑΖΑ ΠΑΝΤΑ ΔΙΑΦΑΝΕΣ ΟΜΠΡΕΛΕΣ, εκδόσεις Θράκα 2022

Το ποίημα δομείται στη βάση της αντίθεσης!..

Αυτή η αίσθηση του χρόνου που τελειώνει διακατέχει τη συλλογή, σημειώνει η Χριστίνα Λιναρδάκη στην κριτική της.

« Ο ποιητής διαπνέεται από την αίσθηση του επείγοντος: πρέπει να μιλήσει και πρέπει να το κάνει τώρα ενόσω επιστρέφει, πάντα επιστρέφει εκεί που χτυπά η καρδιά του…»

 


Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, δέκα  χρόνια μετά την ποιητική του συλλογή ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΙ ΠΟΘΟΙ  που του χάρισε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα

και έπειτα από μια πολύ επιτυχημένη παρουσία στον χώρο της πεζογραφίας (υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος με το ΧΑΘΗΚΕ ΒΕΛΟΝΙ),

επανέρχεται στην ποίηση με μια συλλογή φλέγουσας ορμής και υπαρξιακής επαγρύπνησης.

Ποιήματα που αντικρίζουν κατάματα το πολύμορφο θαύμα της ανθρώπινης εμπειρίας, στοχεύοντας στην αυξημένη συνειδητότητα και τη συμφιλιωμένη με τον πόνο, θαρραλέα πορεία προς το μέλλον...

Γιατί, όπως γράφει στην παρουσίαση της συλλογής   η Χριστίνα Λιναρδάκη:

« είναι αποφασισμένος να μη χρυσώσει το χάπι κανενός και να μη χαριστεί – ούτε καν στον ίδιο τον εαυτό του.

Παρά την αποφασιστικότητά του όμως, δεν λησμονεί πως ο άνθρωπος είναι κάτι το ευάλωτο, γι’ αυτό και τον κοιτά με τρυφερότητα:

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΗΡΘΕ ΚΑΙ ΕΙΧΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Είχες τόσο θάνατο στα μάτια σου

που κάθε φορά που δάκρυζες

πέθαινε στο στήθος σου

ένα περιστέρι.

 

Είχες τόσο θάνατο στα μάτια σου

που κάθε φορά που γέλαγες

γεννιόταν απ’ το στόμα σου

ένας κιτρινολαίμης.

 

ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ

Δεν ήθελα να είμαι

παρά ο στίχος σε αυτό το ποίημα

μια φράση του στίχου

μια λέξη της φράσης

ένα γράμμα της λέξης

ένα σημείο του γράμματος

η δροσιά του σημείου

που χαϊδεύει το βλέμμα σου

για μια αιωνιότητα.

 

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΗ ΕΝΟΣ ΜΟΤΙΒΟΥ

Κάθε κόκκινη πανσέληνος

είναι ένα κομμένο κεφάλι ερωτευμένου

βουτηγμένο στο αίμα.

 

Κρατάει ο καθένας το δικό του

από μια διάφανη κλωστή

χιλιάδες τα κολοβωμένα σώματα

γεμίζουν με τα μπαλόνια τους τον ουρανό.

 

Αυτού του είδους οι εικόνες υποδηλώνουν μια ιμπρεσιονιστική διάθεση που δανείζεται απόηχους από την ποίηση άλλων ποιητών. Το ακόλουθο απόσπασμα, για παράδειγμα, θυμίζει έντονα τη γραφή του Τάσου Λειβαδίτη:

 

Και κάποτε

ένα βράδυ

βούτηξα από το μπαλκόνι μου

στον μύλο του απορριμματοφόρου

να βρω μια σελίδα από βιβλίο

που δεν είχα ακόμα γράψει

(«Βλέπω τη ζωή μου»)

 

ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΑΙΜΑ
(… Κοιμάμαι   Ξυπνώ   Ανασαίνω
Σπασμένο αίμα έχω στις φλέβες μου
Δεν κυλά
Μονάχα   Κόβει…
- Από τη συλλογή του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου  ΑΓΟΡΑΖΑ ΠΑΝΤΑ ΔΙΑΓΑΝΕΣ ΟΜΠΡΕΛΕΣ, Θράκα 2022)

«Άδραξε τη στιγμή, μην τη φοβάσαι», αυτό είναι το υποδόριο μήνυμα της συλλογής του Χρήστου Γκέζου ΑΓΟΡΑΖΑ ΠΑΝΤΑ ΔΙΑΦΑΝΕΣ ΟΜΠΡΕΛΕΣ!..     «Προχώρα μπροστά, ό,τι κι αν σε περιμένει. Θα το αντέξεις».   Μια ατμόσφαιρα σχεδόν ονειρική, ενίοτε με γοτθικού χαρακτήρα σκοτάδι,  που σκίζεται κατά τόπους από την αίσθηση του επείγοντος…     ΕΛΛΑΔΑ:  πάρκα, πλατείες και πέταλα…   ΕΛΑΔΑ:  Καλοκαίρι από τσιμέντο…    Άνεργοι που με χέρια στην τσέπη  και παυσίπονα στη γλώσσα   τριγυρνούν   γυρεύοντας  ένα βαζάκι μέλι  και αγκάθια…  Μια Ελλάδα που απογοητεύει;  Ίσως!..  Μια Ελλάδα όμως γεμάτη όμορφους τρελούς,   που γι’ αυτούς γράφει ο Ποιητής:   Γράφω  γι’ αυτούς που περπατούν μόνο μεσάνυχτα  για να μη φαίνονται οι πληγές στα πόδια   γράφω γι’ αυτούς  που κάνουν τους άλλους επιβάτες ν’ απορούν…  Γράφω  γι’ αυτούς  που τους είπανε τρελούς   επειδή έσπασαν το κεφάλι τους στα σύννεφα,   επειδή έχωσαν στον άνεμο τα δόντια τους…    Όλοι αυτοί   που πόθησαν την ομορφιά   μα μείναν με την όρεξη,  είναι ένα πλήθος  όμορων ηττημένων…      ΠΩΣ ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ, λοιπόν,  σαν τον άνεμο   που μέσα από τα πεύκα στις κορφές   κατέβαινε βουίζοντας στη θάλασσα.   Να με θυμάσαι σαν τον τρελό του χωριού   που ένα ξάστερο βράδυ   στο πηγάδι έπεσε χορεύοντας.   Έπεσε χωρίς να φοβάται. Έχοντας αντέξει ό,τι του έφερε η ζωή.     Η ιστορία του Ποιητή, η ιστορία όλων μας…  (σχόλιο Χριστίνας Λιναρδάκη)

Τρίτη, 2 Ιουλίου 2024