(… και κάποιες γυναίκες σαν κάστρα ερειπωμένα…)
«Τα μάτια τους
δρόμοι χορταριασμένοι
που κάποτε διαβαίναν
φρενιασμένα βλέμματα.
Τις βλέπεις
παντού...
Περνούν αθόρυβα
όπως βράδυ σε άλσος βαδίζει με αναμμένο τσιγάρο
ο σκοτωμένος
έρωτας...
Κάποιες γυναίκες μοιάζουν με έρημα εξοχικά
και σε καλούν...
Τότε γίνεσαι θάλασσα
που συμπονεί απ' τα
βάθη της ένα ναυάγιο...
Κι ένα φιλί γίνεται
φλεγόμενος στίχος…»
«Γι’ αυτό σου
λέω, Ειρήνη, τις μέρες ντύσε με φιλιά!...»
Στίχοι από τις
συλλογές του Ηλία Γκρη που
όπως φανερώνει στο παραπάνω
αποφθεγματικό μονόστιχο
«μοναδική του έγνοια η έχει την «Ειρήνη»
αυτή που θα γιατρέψει τις πληγές!.».
Μερικά ποιήματά του, σχολιάζει η
Ανθούλα Δανιήλ,
«αποτελούν μικρά δραματικά αφηγήματα,
ιστορίες που έχουν σημαδέψει τη
μνήμη,
όπως το αφιερωμένο στον συντοπίτη
Τάκη Σινόπουλο ποίημα σε συνέχειες…
Συχνές οι αναφορές και σ’ άλλους ποιητές και ομοτράπεζους
που δείχνουν ότι ο Γκρης δεν κρύβεται
από τους φίλους.
Αντιθέτως, οι στίχοι του κάνουν
προσκλητήριο φίλων.
Φωνάζουν τους συμποιητές είτε με τον
στίχο τους είτε με το όνομά τους…
Τα θέματα ποτέ δεν λείπουν και το
άσπρο χαρτί είναι πάντα μια πρόκληση:
«Τέντωσα το αυτί μου στους
παράξενους μύθους της ψυχής…»
Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΞΥΠΝΩΝ
Κόλαση είναι ο ύπνος που αιχμαλωτίζει
στον ξύπνιο με μαστίγια το νου·
κοιμίζει
αυτούς που κουδουνίζουν στην τσέπη
όνειρα σαν κέρματα. Α! Να μην ξεχάσω
τους εραστές της ένθεης ποίησης
και αυτούς που κραδαίνουν τα ιερά
του άγιου Ηράκλειτου γι’ άλλοθι.
Γι’ αυτό και φλόμωσαν τη ζωή μας
τα φούμαρα των ξύπνιων
που ποτέ δεν ξύπνησαν.
ΘΗΤΕΥΣΑΜΕ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗ
ΝΥΧΤΑ Μ’ ΕΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙ ΑΤΡΥΓΗΤΟ…
Τι αμόλυντη περηφάνια είχαν τα λόγια
μας φωτίζοντας το θαύμα πού θαύμα δεν έγινε.
Είναι από τότε που η μνήμη ερπετό
ξυπνάει και τρώει απ’ τη θλίψη
και ύστερα λουφάζει σε τάφο συλημένο,
γιατί πάντα θα ανθίζει η στοργή
για τα ναυάγια που επιστρέφουν
παράδοξα όπως σκιές του φονιά μέσα
στα όνειρα.
Και είναι από τότε που βγάζουν στο
σφυρί τα κουρέλια εκείνου του
πάναγνου έρωτα·
Και όσοι τάχθηκαν πρώτοι, εξαργύρωσαν την κραυγή μας ερήμην.
Από κείνη τη νύχτα, ό,τι και αν πω,
φωνάζει σαν αίμα.
[ΤΟ ΕΡΠΕΤΟ ΠΟΥ
ΞΥΠΝΑΕΙ από τη συλλογή του Ηλία Γκρη Η ΕΦΕΣΟΣ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ , εκδόσεις Δελφίνι
1993]
Σ’ αυτή την ανάρτηση
ανθολογούνται ποιήματα από τις συλλογές:
ΡΗΜΑΓΜΕΝΗ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ (1980),
ΣΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΟΥ
ΚΟΣΜΟΥ (1982),
ΕΧΘΡΙΚΟ ΤΟΠΙΟ (1983),
ΛΗΘΑΡΓΟΣ ΚΟΣΜΟΣ –
συγκεντρωτική έκδοση όλων των προηγούμενων συλλογών (1987),
Η ΕΦΕΣΟΣ ΤΩΝ
ΑΛΟΓΩΝ (1993),
ΑΛΓΕΙΟΣ ΠΡΟΓΟΝΟΣ,
(2005).
(επιμύθιο)
ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΚΑΤΗΦΕΙΣ ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
(… επιστρέφουν στην
παιδική ηλικία ξεθάβοντας άχραντες λέξεις – σχόλια για το ΛΗΘΑΡΓΟ ΚΟΣΜΟ του
Ηλία Γκρη από την Ανθούλα Δανιήλ…)
Ο ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ
Έπινε τον καφέ του καπνίζοντας
ασάλευτος σαν Βούδας στο πικρό καφενείο του
πίσω απ’ τα ψηλά χορτάρια του θανάτου
χάζευε τη Φωκίωνος Νέγρη σμάρι τα περιστέρια
δε μίλαγε πολύ και νήστευε το φθόνο
δίπλα του κάτι ψέλλιζε ο πιστός φίλος
για δύστυχους αυτόχειρες ποιητές όταν
ο Μίλτος Σαχτούρης απρόσμενα τον ρώτησε
«Ξέρεις έναν ποιητή Ηλία Γκρή;»
Όχι, απάντησε ο άλλος,
ενώ καπνούρα τσιγάρου
σκέπαζε άδεια βλέμματα
νεκρές αγάπες σαν
ομίχλη κάμπου μεσοχείμωνο,
οπότε ο Σαχτούρης
«Ξέρεις τον ποιητή
Ηλία Γκρή;»
ξαφνιασμένος τινάχτηκε ο φίλος του
όχι, είπε και σαν από γλυκιά συνήθεια
χώθηκαν αγρίμια στο κλουβί της σιωπής τους
κι όταν σε λίγο σαλεύοντας ο Σαχτούρης
έκανε κάτι να πει
όπως αίφνης εγείρεται
από τον ύπνο και θυμάται η συνείδηση
άρχισαν οι δυο τους να σβήνουν βουλιάζοντας
μες στα ψηλά
χορτάρια του θανάτου…
ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Περιπλανώμενος αιώνες απάνω στα βουνά
προβιά μου η αθωότητα
ψυχούλα τ’ αηδονιού που αγάπησα
και ημέρωνε τα δέντρα
που ήσαν άνθρωποι
ριζωμένοι απ’ το πολύ καρτέρεμα
έσφιξα τη Μαριώ απ’ τις φτερούγες
νιότης που αγρίευε
με τη θάλασσα βογκώντας
στα θεία μηριά της
τραγούδησα το φέγγος της φυλής απ’ τον Όμηρο
τη Μάνα του Κίτσου σ’ ασπρολίθαρα
ζήλεψα αντάρτη Αρχηγό και Μεγαλέξανδρο
ώσπου χόρτασα σφαγές
λεηλασίες και λέω
έξω από τα
«ίσως» και «θα δούμε»
να πάρω το αίμα απ’ το χέρι
να μου δείξει σε τόπους μυροβόλους
το σκοτωμένο σχήμα του
να κλάψω γι’ αυτούς
που θλιμμένοι αφήσαν τ’ όνειρο ακατοίκητο.
ΣΤΗΝ ΑΤΡΑΠΟ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ
Ήταν να παντρευτώ μες στο άρωμα βροχής
τον ύπνο του αγριμιού να κοιμηθώ
σε κρανία σπαρμένα να βαδίσω χτυπημένος
απ’ τον ίσκιο που ντυνόμουν κουρέλια της φάρας
για να φτάσω μέσα από τα νέφη των αιώνων
λίγο πιο δω από το Τάο Τε Τσιγκ
λίγο πιο κει από τις Κύριες Δόξες
για να φτάσω πια
έξω από το εδώ και εκεί
με το δέος τυφλού ακροβάτη πατώντας
σε λιθάρια διαμάντια του Ηράκλειτου
να φτάσω στον ίσκιο μου χτίζοντας φωλιά
με λόγια μαγικά, λησμονημένα
και να ειδώ, πως έτσι κι αλλιώς
δε φτάνει κανείς πουθενά· μα αν δε βρει
τον εξαγνισμό δε θα έχει ξεκινήσει ποτέ.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥΣΕ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ
Βράδυ επιστρέφοντας στη σιωπή έρχεται η Μαρία
και ο Τάκης κρατώντας το πόδι του στην άκρη στο κρεβάτι.
Μαζεύει τους στίχους που απόμειναν γυμνοί. Ύστερα
τραβάει βαρύθυμος στην άκρη μοναχός
κι απ’ το παράθυρο φτάνουν σκιές με γυάλινα μάτια,
τους καθίζει γύρω του, αυτοί γαληνεύουν στον τακτικό
νεκρόδειπνο.
Η Μαρία σιωπηλή δαγκώνει τις κραυγές· μόνο τα χέρια
μπήγει στα μαλλιά της να ημερέψει μια τούφα ουρανό.
Ύστερα ο Τάκης σηκώνεται, παίρνει το κομμένο του πόδι
και ανεβαίνει στο βουνό
κυνηγώντας τους δολοφόνους
Η
ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ
(από
τη συλλογή του Ηλία Γκρη Η ΕΓΕΣΟΣ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ 1993)
Σύναξα φωνές συλλαβές απ’ τα υπόγειά της
ρεύματα να ξεχυθούν εωθινός αγέρας
πάνω από συντρίμια τάφους συλημένους
με υπόκωφο θρήνο ελληνικό. Και άραξα
εδώ σ’ ένα διάζωμα πληκτικής παράστασης
να βλέπω τα ωραία τους θηριώδη ψεύδη
στο παζάρι ψυχών ευπώλητη πραμάτεια
και πριν ο Γεμιστός της χαρμολύπης Πλήθων
αναφωνήσει
Έλληνες εσμέν... βρε, κουτορνίθια
πρώτο άπλωνε ρίζες αδηφάγο το μέγα ψεύδος
αιώνες πρώτο ψεύδος σε καρδιές και ποιήματα
αιώνες μέγα ψεύδος σε μυαλά και κοάσματα
εξαιτίας του χάνει το δρόμο της η πατρίδα
το ψεύδος σαγηνεύει λάμια και βγάζει γλώσσα
φτηνές κολακείες γαλιφιές πεπρωμένου
και οι χάκερς της μνήμης τζογάρουν κειμήλια
που θα ’ντυναν τα παιδιά μας ορφανά από μέλλον.
ΚΑΙ ΟΙ
ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΤΗΦΕΙΣ ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
(…
επιστρέφουν στην παιδική ηλικία ξεθάβοντας άχραντες λέξεις – σχόλια για το
ΛΗΘΑΡΓΟ ΚΟΣΜΟ του Ηλία Γκρη από την Ανθούλα Δανιήλ…)
Με τον
τίτλο ΛΗΘΑΡΓΟΣ ΚΟΣΜΟΣ κυκλοφορεί μια επιλογή ποιημάτων από
πέντε προηγούμενες συλλογές του Ηλία Γκρη. Η επιλογή αρχίζει με ένα προλογικό
ποίημα άτιτλο, ακολουθούν οι συλλογές και έπεται ένα επίμετρο, γραμμένο από τον
Αλέξη Ζήρα, ο οποίος δίνει τα χαρακτηριστικά της γενιάς του ποιητή και της
ποίησής του γενικά. H πρώτη αίσθηση του
αναγνώστη είναι πως η ποίηση του Γκρη είναι διαποτισμένη από τη θλίψη που
γέννησαν τα πάθη του ελληνικού λαού, η ακύρωση των ονείρων και η διάψευση των
ελπίδων. Λες και ο πόλεμος, καθώς και ο Εμφύλιος που ακολούθησε, καταγράφτηκε
στο DNA του. Η δεύτερη αίσθηση είναι η τρυφερότητα με την οποία κοιτάζει τη
ζωή, τη φύση, τους φίλους της παιδικής του ηλικίας. Η ΡΗΜΑΓΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, ποιητική
συλλογή του 1980, επιμερισμένη σε τρεις λόγους - ενότητες, μιλάει γι' αυτή τη
σακατεμένη, μετεμφυλιακή γενιά. Στο σύνολο των στίχων, του πρώτου λόγου, ένας
επανέρχεται πεισματικά: «Και αντρωθήκαμε
περπατώντας σε χαλάσματα μέσα χαμένοι από τ' όραμα όσων γενήκαν», με ελαφρά παραλλαγή και προέκταση από αυτά
«που γενήκαν» σ' αυτά που «μέλλουν να γενούν»… Δεύτερη συλλογή είναι η τιτλοφορούμενη ΣΤΑ
ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ του 1982. Η ποιητική γλώσσα έχει απαλύνει, ο
στίχος είναι πιο επιμελημένος, η μαχητικότητα έχει υποχωρήσει, αλλά τα
προβλήματα και η αγωνία όχι. Οι πεθαμένοι γρηγορούν: «ολάνοιχτες πύλες χαμού τα
μάτια τους», «Οι ορκισμένοι χαθήκαν ή
άθαφτοι σεργιανούν ρεματιές, λαγκαδιές
και μνημούρια». Ο ποιητής, πάντα κοντά στους νεκρούς του θα αναζητήσει τη «μοναξιά
των βουνών» που στα μαλλιά του «κομίζει αστέρια»!.. Στην τρίτη συλλογή, με τίτλο ΕΧΘΡΙΚΟ
ΤΟΠΙΟ του 1983, ο ποιητής ξαναζεί την παιδική ηλικία, τις πληγές, τις
εθνικές περιπέτειες, τον πατέρα, τα βάσανα, τις αθεράπευτες πληγές, τους
θανάτους. Με αυτό το δραματικό υλικό στην αγκαλιά του, θα ξαναζητήσει καταφύγιο
στην ποίηση κι εκείνη θα του προσφέρει από ό,τι εκείνος της προσφέρει. «Τα Σα
εκ των Σων», τηρουμένης της αναλογίας: «και οι ποιητές κατηφείς τρωγλοδύτες της γλώσσας επιστρέφουν στην παιδική ηλικία ξεθάβοντας
άχραντες λέξεις» («Τα λαβωμένα»). Η
συλλογή ΛΗΘΑΡΓΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, που δίνει και τον τίτλο στην έκδοση, είναι
του 1987. Η ίδια θεματική. Τα παιδιά που τρέχουν, που ονειρεύονται, τα παιδιά
της Κρέσταινας, η δική του παιδική ζωή, το δικό του ακυρωμένο όνειρο, η φρίκη
μέσα στο όνειρο. Μοναδική του έγνοια η «Ειρήνη» αυτή που θα γιατρέψει τις
πληγές… Τέλος, στις ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ
ΦΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ, έχουμε δεκατρία μικρά αφιερώματα στους αγώνες, στην
εισβολή, στην πράσινη γραμμή, στους νεκρούς, στο φάντασμα της Φαμαγκούστας, στα
πουλιά της Αγίας Νάπας, στον πρόσφυγα της Άχνας (πατρίδα του Κυριάκου
Χαραλαμπίδη), με τις φωνές που βγαίνουν από τη γη, με τον Πενταδάχτυλο που
αγκομαχεί, με την πικροδάφνη που θροΐζει τα όνειρα, με τις πέτρες που είναι
κορμιά πεθαμένων πολεμιστών περιστεριών, με τα αγέννητα παιδιά αστέρια που
θρηνούν. Και η οδυνηρή περιδιάβαση στο πληγωμένο νησί τελειώνει με το δέκατο
τρίτο δραματικό: «οχτώ μέρες σε χάιδευα καθώς εραστής, ώσπου είδα στα χέρια μου
αίμα», με όσα το αίμα συνυποδηλώνει…
Τετάρτη, 10 Ιουλίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου