Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

ΕΙΜΑΣΤΕ ΦΤΙΑΓΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΕΚΡΗΞΕΙΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΜΕΝΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ...

Τα λόγια αυτά ανήκουν στην ποιήτρια Κατερίνα Γώγου!.. 

 «Και είναι,   σχολιάζει ο Γιώργος Μπλάνας στο δεύτερο κύκλο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ Γαβριηλίδης 2013,

« λόγια που μοιάζουν υπέρ – ρομαντικά,  αλλά στην πραγματικότητα  είναι απολύτως ρεαλιστικά!..

Υπάρχει  μια ερεβώδης  και  ίσως τρομακτική αντιστοιχία  ανάμεσα στην ψυχή  και  στο γύρω μας χάος.  

Αυτή άλλωστε η αντιστοιχία είναι που μας κάνει να ελπίζουμε…

Τι;   Ποιος ξέρει!..   Διάφορα. 

 Καθένας το δικό του, αυτό από το οποίο κρατήθηκε μόλις γεννήθηκε για κάποιον απροσδιόριστο λόγο...»

 

Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940.

Σπούδασε κριτική και χορό.  Εργάστηκε από μικρή ηλικία σε παιδικούς θεατρικούς θιάσους και στον κινηματογράφο. 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο   

ΤΡΙΑ ΚΛΙΚ ΑΡΙΣΤΕΡΑ (Καστανιώτης, πρώτη έκδοση  1979

 


ΤΡΙΑ ΚΛΙΚ ΑΡΙΣΤΕΡΑ 

Η Ζωή μας είναι σουγιαδιές   σε βρώμικα αδιέξοδα

σάπια δόντια   ξεθωριασμένα συνθήματα   μπάσσο βεστιάριο

μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά  και  χαλασμένα σπέρματα!..

Ξεσκισμένες αφίσες.   Πάνω – κάτω   Πάνω – κάτω, η Πατησίων…

Η ζωή μας είναι η Πατησίων.

Το ROL  που δεν ρυπαίνει τη  θάλασσα

και ο Μητροπάνος μπήκε στη ζωή μας

μας τον έφαγε η Δεξαμενή κι αυτόν   σαν τις ψηλόκωλες.

Εμείς εκεί!.. 

Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε την ίδια διαδρομή:

Ξευτίλα – μοναξιά – απελπισία!..  Κι ανάποδα!..

Εντάξει.  Δεν κλαίμε.  Μεγαλώσαμε!..

Μονάχα όταν βρέχει   βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας…

Και καπνίζουμε!..

Η ζωή μας είναι   άσκοπα λαχανητά 

σε κανονισμένες απεργίες   ρουφιάνους  και  περιπολικά!..

Γι’ αυτό σου λέω…

Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε   να μην την κοπανήσουμε.    Να ζυγιαστούμε…

Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας, ρε!..

Μη.   Βρέχει.   Δος μου τσιγάρο…   

 

«Η  φωνή της, συνεχίζει ο Γιώργος Μπλάνας, βρήκε τεράστια απήχηση στους υποψιασμένους νέους της εποχής, οι οποίοι έβλεπαν  την προωθούμενη από τους σοσιαλδημοκράτες κοινωνική αφασία να έρχεται με ιλουστρασιόν δρασκελιές!.. 

Φώναζε,   έβριζε,   έκλαιγε,   ούρλιαζε,   αλλά ήξερε να γράφει καλά,  να δίνει ποιητική μορφή στο τρικυμισμένο μάγμα της ψυχής,  που δεν αντέχει τον πόνο  και  την αθλιότητα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. 

Ωστόσο  νομίζω πως ήξερε ότι η ψυχή που δεν αντέχει είναι η πιο συμπαγής  και  γενναία  και  ότι  η καπιταλιστική βαρβαρότητα δεν είναι παρά μόνο μια μορφή της εξουσίας!..

Μπορεί να μυθοποιήθηκε από τον αντιεξουσιαστικό χώρο,  μπορεί η προσήλωσή της στην άρνηση κάθε εξουσίας να έστρεψε την προσοχή των αναγνωστών προς τα θέματα της ποίησής της – πράγμα φυσικό άλλωστε σε μια εποχή που το κράτος είναι φορέας κτηνωδίας – αλλά η συμβολή της στον ποιητικό λόγο είναι σημαντική.

Έδειξε πως ο καθημερινός λόγος μπορεί να έχει ρυθμό, να ασκεί γοητεία ιδεολογική  και  αισθητική»  

 

ΠΟΥ ΛΕΣ ,  ΓΥΡΙΖΩ ΞΥΠΟΛΥΤΗ  Σ’ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΘΕΛΩ Ν’ ΑΛΛΑΞΩ

αφήνοντας ματωμένα χνάρια στο πέρασμά μου,  γράφει σ’ ένα της ποίημα η Κατερίνα Γώγου

 

Ακολουθούν αποσπάσματα  από κείμενα στα οποία σχολιάζεται  η πολιτική της ποίηση.

Τα υπογράφουν    ο Δημήτρης  Αθηνάκης  και η  Ευτυχία Παναγιώτου. 

Η παρουσίαση κλείνει μ’ ένα  μικρό ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ από τις ποιητικές συλλογές

ΤΡΙΑ ΚΛΙΚ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, Καστανιώτης 1979

ΙΔΙΩΝΥΜΟ, Καστανιώτης 1980

ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΑΛΤΟ, Καστανιώτης 1982  και

ΑΠΟΝΤΕΣ, Καστανιώτης 1986

 

Η ΑΙΩΝΙΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ  Η ΑΙΩΝΙΑ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΗΣ ΣΙΓΟΥΡΙΑΣ

(… η Κατερίνα Γώγου  πενθούσε τον κόσμο από καταβολής του  και   καταδίκαζε… το σηκωμένο δάχτυλο κάθε ξερόλα…) 

Τι είναι ευκολότερο:  να πενθείς η ζωή  ή να την ζεις;  

Να ζεις πενθώντας  ή να πεθάνεις τελικά έχοντας ζήσει  και αφήνοντας μοιραία τους άλλους να πενθούν για σένα  ή  από σένα; 

Μια μόνιμη απορία  και  αμφισβήτηση,  μια αμφιβολία ανυποχώρητη,  με το μυαλό στραμμένο στον κόσμο  και το σώμα γυρισμένο πλάτη σ’ αυτόν!.. 

Σε καμία εποχή ο κόσμος δεν κατάφερε να βάλει στον ίδιο δρόμο   το μυαλό  και  το σώμα. 

Και γιατί να αποτελεί σ’ αυτό εξαίρεση ένας ποιητής;

Και γιατί, συνεπαγωγικά, να αποτελεί εξαίρεση η Κατερίνα Γώγου;

Αναρωτιέται ο Δημήτρης Αθηνάκης στην εισαγωγική παράγραφο της παρουσίασης και σχολιάζοντας την ποίηση της Κατερίνας Γώγου γράφει:

«Η Κατερίνα Γώγου, νομίζω, δεν είμαι σίγουρος, πενθούσε τον κόσμο από καταβολής του.  Ο παρατεταμένος της θυμός, πολλές φορές παιδικός, αλλά ποτέ παιδιάστικος, ήταν σαν τα μούτρα που κρατά ένα παιδί απέναντι στους μεγάλους, επειδή δε βλέπουν ότι όλα πάνε στράφι, αντίθετα από την επιθυμία του,  αλλά δεν ξέρει πώς να το πει.  Η Γώγου, υποψιάζομαι, δεν ήξερε πώς να το πει, πόσο μάλλον δεν της ήταν εύκολο να το κάνει  και γι’ αυτό άρχισε να γράφει ποιήματα.   Η Κατερίνα Γώγου είναι η ποιήτρια του ανεκπλήρωτου και της αδυναμίας.  Είναι μια ολοκληρωμένη και δυνατή ποιήτρια. Μάλλον.

Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο  ή τόσο παράδοξο που ήθελε να βάλει στον ίδιο – παρότι λοξό = δρόμο και το μυαλό της και το σώμα της. Όταν συνειδητοποίησε ότι το έξω τέρας την κατέκλυσε, χωρίστηκε για πάντα.  Άφησε τα ποιήματά της και έφυγε. Νομίζω.  Δεν είμαι σίγουρος για τίποτα διαβάζοντας  και  φανταζόμενος την ποιήτρια. Κι αυτό είναι μια νίκη της και μια, τοσηδά δική μου:  Η αιώνια αμφιβολία.  Η αιώνια καταδίκη της σιγουριάς  και  του σηκωμένου δάχτυλου του παντός είδους ξερόλα!..  Η Κατερίνα Γώγου έσπασε τα σηκωμένα δάχτυλα και τα ’κανε ποιήματα…  

Μπορεί να μου είναι αδύνατον  να γραδάρω μέσα μου την αλήθεια που αποτύπωσε με τα ποιήματά της… Έχει σημασία; Σημασία έχει ο λόγος, όχι το αποτέλεσμα.  Σημασία έχει που η Γώγου έπαιρνε μανιωδώς την αλήθεια της και χόρευε πάνω της το χορό της ζωής…

Η ανάγνωση της αλήθειας είναι αυτό που η ποιήτρια μας άφησε παρακαταθήκη:    ό,τι δεν προλαβαίνεις να ζήσεις  ή  να καταλάβεις  στο δίνει – ή μάλλον στο πετάει στα μούτρα… Δεν ήταν καθωπρέπει η Γώγου, υποψιάζομαι…. Ήταν όμως ευγενής…»

[αποσπάσματα από την παρουσίαση του Δημήτρη Αθηνάκη στον δεύτερο κύκλο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013]

 

ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΑΛΤΟ

(πρώτο απόσπασμα από ομότιτλη συλλογή της Κατερίνας Γώγου, εκδόσεις Καστανιώτη  1982)

Κάθομαι και γράφω

όπως οι οριστικά τρελοί στα χέρια του δημοσίου.

Παραλήπτης   η αγία  Ανύπαρχτη

κι ένας πολύ δικός μου

περασμένος οριστικά    σ’ ένα καμένο κατάλογο αγνοουμένων.

Δίνω το γραφτό μου  - γράμμα ανοιχτό –

στον πρώτο τυχόντα του επισκεπτηρίου

καλοπροαίρετο  και  συμπονετικό

να το πάει σπίτι μου  -  γνωστή διεύθυνση –

όπου τώρα   ένα νεογέννητο βατραχάκι

με μόνο μία μαύρη ουρά σέρνεται

σε λιμνασμένα  αποπίματα   θα μεγαλώσει

για να τραγουδάει αισχρά σεξουαλικά κουαξ – κουάξ

όταν νυχτώνει με της ηλικίας του τους βατράχους.

Δεν έχω κανένα συναίσθημα .

Δεν αυτοθαυμάζομαι  ούτε  αυτολυπούμαι!..

Μόνο παρατηρώ   τα ρετσίνια  που στάζουν από τα πλευρά μου

και μια μύγα που επίμονα σκότωσα

γιατί πολύ μ’ ενοχλούσε.

Γράφω επίσης ενώ παρατηρώ

ένα ξανθό καραφλό μωρό 2 χρονώ

που μόλις του φυτρώνει ένα στενό μουστακάκι.

Δεν το βλέπει κανείς.

Μονάχα εγώ  κι αυτό ξέρουμε

γιατί με παρατηρεί προσεχτικά

τις κινήσεις μου   τα βλέφαρά μου που ανοιγοκλείνουν

μοιάζει ήσυχο   αφοδεύει

κοιτώντας τα πόδια μου

που βγάζουνε ρίζες

ξέρει  πως πιο πολύ απ’ όλα   τα δένδρα σιχαίνομαι…

 

ΤΙ ΚΑΝΕΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ   ΠΟΙΗΜΑ; 

(αναρωτιέται η Ευτυχία Παναγιώτου στο δοκίμιο της Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΓΩΓΟΥ,  δεύτερος κύκλος της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, Γαβριηλίδης 2013)  

Διαβάζοντας τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου, θέτω στον εαυτό μου την ίδια πάντα ερώτηση: Τι κάνει ένα ποίημα   ΠΟΙΗΜΑ;

Οι περισσότεροι γραμματολόγοι αγνόησαν την ποίησή της   την ίδια στιγμή που οι πωλήσεις των βιβλίων της έφταναν,  και πριν από το θάνατό της, στα ύψη του νομπελίστα Ελύτη.  Ενώ η Γώγου ανήκε χρονολογικά στη λεγόμενη  «γενιά του ’70», εφόσον γενήθηκε το 1940  και  εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο το 1978, δεν συμπεριλήφθηκε όμως επισήμως σε αυτήν.  Ενώ οι ειδικοί επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια σωστής ονομάτισης  αυτής της γενιάς  (με τους όρους «γενιά της αμφισβήτησης», «γενιά της άρνησης», «τρίτη μεταπολεμική γενιά»), ο ανένταχτος αντικομφορμισμός  που πρωτοσυνέδεσε τους εν λόγω ποιητές άρχιζε, με το τέλος της δεκαετίας, να υποχωρεί.  Όταν δηλαδή η Γώγου εξέδιδε το δεύτερο βιβλίο της,  που έφερε τον προκλητικό πολιτικό τίτλο ΙΔΙΩΝΥΜΟ (1980), υψώνοντας ακόμη παραπάνω του τόνους της πολιτικής αμφισβήτησης του ΤΡΙΑ ΚΛΙΚ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, το μεγαλύτερο μέρος της γενιάς του ’70 προσχωρούσε σε ένα προσωπικό, υπαινικτικό και γλωσσοκεντρικό ποιητικό δρόμο.  Τη δεκαετία του ’80 ανέτελλε για την ιστορία της νεοελληνικής ποίησης η επόμενη γενιά, του «ιδιωτικού οράματος», με κύριο χαρακτηριστικό της τη σταδιακή  και  συχνά ηθελημένη, αποϊδεολογικοποίηση!..

Ο κριτικός Αλέξης Ζήρας κάνει λόγο για ένα πολιτικό όραμα εξαρχής αδρανοποιημένο, εφόσον «σε κανέναν από τους επιμέρους ποιητές δεν συναντάμε με ρητό κι άμεσο τρόπο την υπαγωγή της τέχνης σε ιδέες  και πολιτικο-κοινωνικά σχήματα»!..  Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, από την άλλη, υποστηρίζει ότι, ενώ κάποιοι πρόλαβαν «να προβούν σε μια υπερβατική σάρωση του διεθνούς διπολισμού», άλλοι αισθάνονταν ότι «δεν μπορούσαν να κλείσουν την πόρτα σε όσα θα εξακολουθούσαν να συμβαίνουν γύρω τους»!..  Αυτοί οι άλλοι δεν κατονομάζονται, δεν είναι όμως δύσκολο να καταλάβουμε σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκε η Γώγου, λαμβάνοντας υπόψη μας τους στίχους ποιητικής της:

«Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ

είναι μη γίνω «ποιητής»!..

Μην κλειστώ στο δωμάτιο  ν’ αγναντεύω τη θάλασσα

κι απολησμονήσω…»

Το ποιητικό υποκείμενο της Γώγου τοποθετεί τον εαυτό του έξω, στην κοινωνία, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο θα σήμαινε την αυτοκαταστροφή του:

«Ένα πρωί  θ’ ανοίξω την πόρτα

και θα χαθώ   με τα’ όνειρο της επανάστασης

μες στην απέραντη μοναξιά

των δρόμων που θα καίγονται…»

Αν τα ποιήματα είναι ιστορικές μαρτυρίες   και  υπονομεύσεις κυρίαρχων αληθειών,  η περίπτωση της Γώγου αποκαλύπτει  μια άλλη όψη της μεταπολιτευτικής εποχής:  ότι η μικροαστική λήθη, η επενδυμένη  με τον αέρα της αλλαγής  και  της προοδευτικότητας, δεν μπορούσε να κατηγορήσει κάποιους  που παρέμειναν  στους δρόμους των λαϊκών αγώνων κλυδωνισμένοι.  Μάντισσα κακών, η ποιήτρια έβλεπε ότι  ο κόσμος έπρεπε να αποκατασταθεί τόσο από τη σταλινική βαρβαρότητα  όσο και από την εισβολή του καπιταλισμού.  Γεμάτη απόγνωση γράφει:

«Είμαι εγώ!..  Δικό σας παιδί

αίμα από το αίμα σας   ρούχο από το ρούχο σας

σάρκα εκ της σαρκός σας!..

Μάνα μου   η ελευθερίων ηθών πουτάνα   ο καπιταλισμός!..

Πατέρας μου  ο αιμομίχτης χωρικός Ιωσήφ Ντζουγκασβίλι Στάλιν!..

Γνήσιο παιδί της Ρόζμαρυ  και του Εξορκιστή

παλουκωμένη στη μέση των καιρών   να με χτυπάν όλοι οι άνεμοι…»!..

Τα ποιήματά της καταγγέλλουν αμείλικτα και τους δύο πολιτικούς δρόμους αναζητώντας έναν τρίτο, μια διαφορετική πολιτική ταυτότητα, να πορευτούν.

Ας σημειωθεί εδώ ότι, όταν άρχισε να γράφει ποίηση, η ηθοποιός Γώγου διαφοροποίησε και τον τρόπο ζωής της:  εγκατέλειψε τις ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς… αμφισβητώντας και πολεμώντας κάθε μορφή κομματικής ή μη εξουσίας.  Την ίδια εποχή πραγματοποιούσε ριζικές αλλαγές στην καλλιτεχνική της πορεία κάνοντας ένα πελώριο άλμα από το «αστικό θέαμα» της Φίνος Φιλμ στον υπαρξιακό ίλιγγο της «Παραγγελιάς».  Αναζήτησε  και αναγνώρισε τον εαυτό της έξω από τις τυποποιημένες  και ασφυκτικές θηλυκές ταυτότητες που παρείχε μαζικά υπό το φως των κολακευτικών προβολέων η «καπιταλιστική πατριαρχία»  και ακροβάτησε στην ψυχική ευρυχωρία της ποίησης.  Η ποίησή της αγκάλιασε όχι  μόνο τη γυναίκα αλλά τον άθρωπο συνολικά, επιθυμώντας να αποκαταστήσει χαμένες ψηφίδες της αξιοπρέπειας του.

Το «όνειρο της επανάστασης» για τη Γώγου ατόνησε στις σκληρές διαψεύσεις του, που αποτυπώνονται αιχμηρά στους στίχους των πρώτων βιβλίων της, ωστόσο το κυνήγι για το πολιτικό ιδανικό αποτέλεσε το πιο εμβληματικό ίσως θέμα της ποίησής της:

«Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει

ν’ αλλάξουμε τον κόσμο

κι αυτό δεν γίνεται με εξοχή»   

Και αλλού:

Που λες  

γυρίζω ξυπόλυτη σ’ έναν κόσμο   που θέλω ν’ αλλάξω,

αφήνοντας   ματωμένα χνάρια   στο πέρασμά μου…»

Δε θα υπέγραφε ούτε στη ζωή ούτε στις λέξεις πιστοποιητικό φρονημάτων, καταδικάζοντας έτσι τον εαυτό της σε μια οδυνηρή αυτοεξορία…

[αποσπάσματα από την παρουσίαση της Ευτυχίας Παναγιώτου στον δεύτερο κύκλο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013]


ΝΟΣΤΟΣ

Το βασίλειο μου

πέρα από τις αφετηρίες όλων των ανέμων

είναι ορατό

από την άλλη μεριά των γαλανών βουνοκορφών.

Μας χωρίζει απ’ τους δικούς μου

ένας κακόγουστος με ψεύτικη ημερομηνία θανάτου

μαρμάρινος σταυρός

εκείνου νομίζω που ονομάσανε πατέρα μου.

Είναι μακρύς ο δρόμος

κι εγώ έρχομαι από πολύ μακριά με σκόνη.

Το άλογό μου

τηρώντας τους νόμους της φυλής

με το σπαθί βουτηγμένο στον ήλιο

το έσφαξα.

Με σύρανε   ΕΔΩ

Είμαι ακόμα   ΕΔΩ

Στο βασίλειο της χειρότερης ταπείνωσης.

Στο κράτος της Ανάγκης

(Κατερίνα Γώγου)


ΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΕΣ ΑΛΛΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ  

(.. στο μεταξύ,  κάπου μέσα στο σύμπαν,  ένα θηλαστικό επινόησε μερικές έννοιες που του επέτρεψαν να δημιουργήσει έναν παράδεισο και μια κόλαση…)

Ο παράδεισος είναι πάντα κάπου μακριά,  η κόλαση στέκεται πάντα άγρυπνη γύρω στον άνθρωπο.  Υποτίθεται πως το να πεθάνει κάποιος στο δρόμο από κατάχρηση παραισθητικών ουσιών – όπως η Κατερίνα Γώγου το 1993 – είναι η κόλαση.  Ας μη γελιόμαστε,  υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν πως το να πεθάνει κανείς σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου, σε καθαρά σεντόνια, είναι η χειρότερη κόλαση.  Όποιος βγαίνει στο δρόμο της αμφισβήτησης  από νωρίς, κάπου στο δρόμο θα βρεθεί νεκρός.  Να λείπουν οι θρήνοι και οι οδυρμοί!..  [Γιώργος Μπλάνας, δεύτερος κύκλος στη συλλογή ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013]   ΙΔΙΩΝΥΜΟ 9  (από ομότιτλη συλλογή της Κατερίνας Γώγου, Καστανιώτης 1980):  Να δώσεις μια και να βγεις όξω από την πόρτα.   Πάρε φόρα και βρόντα τη πίσω σου.   Στήσου απέναντι και δε το πατρικό σου να σωριάζεται   τα παιδικά σου χρόνια δες τα καλά   να τη φουντάρουν απ’ τους φεγγίτες μουγκρίζοντας   σαν τα βόδια που τους πατάνε πυρωμένο σίδερο  και  τα μαρκάρουνε   θρησκευτικές τελετές  ξόρκια  χρυσά σταυρουδάκια   μποδίζουν στο κατάστημα   στήσου απέναντι και κοίταξε   πόρτες και παράθυρα έχουν το σχήμα του σταυρού   τίποτα δεν είναι τυχαίο   Σάπιο η φωνή του αίματος   το κληρονομικό δίκαιο το κρατάει   την ώρα που θα πέφτει το τελευταίο καδρόνι   πέρα μακριά ανεμίζουν πουλιά   βάλε τα χέρια στις άδειες τσέπες σου   άνοιξε βήμα  μη νοιαστείς για την ώρα   άνοιξε το στόμα σου   ξύπνα τους ενοίκους της γης   βάλε λόγια  και  δική σου μουσική   ξελαρυγγιάσου με την αγριοφωνάρα σου   -  Η  ζωή  -  δεν είναι ένα κλειστό ταξίδι   που ήταν  α  α  α  αταξίδευτο…

Τετάρτη, 20 Μαρτίου 2024

1 σχόλιο:

  1. Ένας φάρος λαμπρότητας! Η ανάρτησή σας είναι και διορατική και καλοφτιαγμένη. Σας ευχαριστούμε που μοιραστήκατε την πολύτιμη προοπτική σας. Μπείτε στον κόσμο του Aviator μέσω των ιστοριών παιχνιδιού στο blog μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή