Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

ΚΙ ΑΣ ΛΕΡΩΝΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ, ΕΜΕΙΣ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ…

 (…λέξεις ελάχιστες για την ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη, του μεγάλου αλήτη του Ουρανού…)


Ουρανός,  θάνατος,  έρωτας,  μοναξιά,  πόνος,  ελπίδα!..

Η ποίηση του Σαραντάρη υπήρξε πάντα καθαρή  και  ερμητική με χρήση απλών λέξεων  αλλά  γεμάτων ουσία!..

Γι αυτό επιλέγω,  γράφει ο Νίκος Ερηνάκης στην παρουσίασή του,  να μιλήσω για το όραμα και τις ιδέες πίσω από τις λέξεις αλλά μέσα στο Ποίημα: 

 

«Η ομίχλη    βρίθει   Από ανεμώνες!..

Κοίτα το κλαρί  

Τι λίμνη   Τι ανυπόμονη καρδιά!...

Βλέπε μέσα   Στη σωστή σταγόνα

Ποια φόρα   Παίρνει το παιδί

Ποια νάρκη   Η γυναίκα…»

 

 Η ποίηση του Σαραντάρη δεν ασκεί κριτική,  δεν ειρωνεύεται… 

Παρουσιάζει το όραμά της,  κι αυτό ακριβώς είναι που η εποχή μας χρειάζεται  και  πάλι από την Ποίηση. 

Δηλαδή, πέρα από την προσωπική έκφραση, που πάντα θα υπάρχει,  και  πέρα από την αναφορά σε μια εξατομικευμένη καθημερινότητα,  προβάλλει ξεκάθαρη η ανάγκη για έκφραση του συλλογικού,  χωρίς όμως να περιορίζεται μόνο σε κοινωνικές  ή  πολιτικές  ή  μεταφυσικές διαστάσεις,  αλλά που, αντιθέτως, θα πρέπει να τις εμπλέκει όλες μαζί, συλλέγοντας κάθε έκφανση ανθρώπινης ομορφιάς,  τρέλας  και  πόνου σε μια απόπειρα ανασύνθεσης του Όλου!..

Τέτοια ποίηση βιώνει ο Γιώργος Σαραντάρης  τέτοια ποίηση γράφει.   Αναζητά το απόλυτο· δεν θα μπορούσε άλλωστε να αναζητά τίποτα λιγότερο. 

Διαβλέπει την απουσία του ιερού στις δυτικές κοινωνίες  και  έχοντας το έμφυτο μέσα του προσπαθεί να το επαναφέρει σε αυτές… 

Αν η σύγχρονη ελληνική, κι όχι μόνο, Ποίηση, ψάχνει διέξοδο από τα ευρηματικά μεν αλλά απλοϊκά παιχνιδίσματα αμηχανίας ενώ προσπαθεί να βρει το σκοπό της, τότε η ποίηση του Σαραντάρη μπορεί ν’ αποτελέσει μια από τις κύριες αφετηρίες επαναπροσδιορισμού της!..  

Κι αυτό γιατί ίσως είναι ο μόνος από τους αφανείς της γενιάς του 30 που αποδεικνύεται τόσο ιδιαίτερος  και  ταλαντούχος.  Αυτό άλλωστε είναι το μεγάλο πλεονέκτημα όσων ποιητών παραμένουν στη σκιά:  η σκέψη και γλώσσα τους διατηρούνται αυθεντικές,  φρέσκιες μέχρι τη στιγμή που θα χρειαστούν πραγματικά  και  η εποχή θα τις αναζητήσει ως ρίζες και μήτρες…  

Εκείνο όμως που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον  και πιο πολύ απ’ όλα  γοητεύει στη γραφή του Σαραντάρη, είναι, σύμφωνα με την άποψη του Νίκου Ερηνάκη,   ο γάμος της Ποίησης με η Φιλοσοφία!..  Το πάντρεμα ποιητικού οράματος και  φιλοσοφικής σκέψης δημιουργείται αβίαστα, σαν να είναι αυτός ο μόνος τρόπος που μπορεί να εκφραστεί πηγαία και καθολικά!..

Ο Γιώργος Μαρινάκης, ο πρώτος βιογράφος του έργου του Σαρανταρη, γράφει:

« Ο Γιώργος Σαραντάρης δεν ήταν μονάχα φιλόσοφος  ή  μονάχα ποιητής  ή  μονάχα κριτικός,  ήταν κάτι περισσότερο από όλα αυτά,  ήταν ένας άγιος του πνεύματος…»

Ξεχωριστοί γι’ αυτόν συγγραφείς υπήρξαν οι 

Σαίξπηρ,  Μπωντλαιρ,  Βερλέν,  Ντοστογιέφσκι,  Τολστόι  και  Γκόρκι!..  Κάτι που διαφαίνεται στα γραπτά του όπως και η στενή συγγένεια  και  επιρροή από τον Ουνγκαρέτι.  Σε ένα από τα τετράδια του παραδέχεται πως οι αντιλήψεις του ταυτίζονται με αυτές των Γάλλων συμβολιστών…  

Αξίζει να επισημανθεί και η έντονη συγγένεια του Σαραντάρη με τον Γκέοργκ Τρακλ!..  Αμφότεροι πλέκουν καθηλωτικές εικόνες της φύσης:  στατικά σκοτεινά ομιχλώδη τοπία…  Κλαριά,  λίμνη,  παιδί,  γυναίκα·  όλα βυθισμένα στην ομίχλη… Υπάρχουν ποιήματα του Τρακλ και του Σαραντάρη  που μετά την τελευταία τους λέξη, ενώ νομίζεις πως περιγράφηκε απλώς μια εικόνα φυσικού τοπίου, νιώθεις να μην μπορείς να ανασάνεις από τον πόνο στο στήθος και στο στομάχι.  Κι αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω ανάλυση  ή  επεξήγηση·  τα  έχεις ήδη κατανοήσει με τον τρόπο που θέλησαν οι ίδιοι.

Πέρα όμως από την εκλεκτική συγγένεια που είχε μ’ όλους αυτούς, το σπουδαίο είναι, πως καταφέρνει να βρει την αυθεντικά προσωπική του φωνή από πολύ νωρίς  και  να μιλήσει εντελώς ξεχωριστά από κάθε άλλον της εποχής του: 

«μακριά απ’ την κοσμογονία   με παρατήσατε μοναχό

σαν πτώμα  ή  κτήνος 

 

Και περάσανε οι μέρες πάνω μου

στάχτη φέρνοντας  και καπνό 

 

Περνούσανε,  κι από τον ύπνο   όταν επνιγόμουνα

έβλεπα τα θολά τραγούδια  

τα δάκρυα που είχαν γίνει ουρανός

και τη σιωπή του χρόνου…»

 (αποσπάσματα από το κείμενο του Νίκου Ερηνάκη για την Ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη στο δεύτερο κύκλο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013)

 


ΕΧΩ ΔΕΙ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ 

(… με τα μάτια μου άνοιξα τα μάτια του!..

Με τη γλώσσα μου μίλησε…

Γίναμε αδελφοί  και  κουβεντιάσαμε  

Σαν να ήταν ο καιρός όλος μπροστά μας 

Και θυμάμαι τον ήλιο που γελούσε  που γελούσε και δάκρυζε θυμάμαι…)

Ουρανός  και θάνατος λοιπόν.  Σωτηρία και τέλος!..  Ακόμα κι αν έννοιες  ή θεματικές σαν κι αυτές μοιάζουν από παλιά εξαντλημένες… 

Όταν λοιπόν κανείς καταπιάνεται  μαζί τους και καταφέρνει να μιλήσει αλλιώτικα γι’ αυτές, να τις χορέψει στο χαρτί όπως δεν τις χόρεψε κανείς άλλος πριν, τότε μπορεί να λέγεται Ποιητής.  Άλλωστε για ποια ιδέα  και  ποιο πάθος αξίζει να μιλήσεις, αν δεν μιλήσεις για κάθε είδους έρωτα,   για κάθε είδους θάνατο,    για κάθε είδους επανάσταση.  Ο Σαρανταρης  δε φοβήθηκε να αναμετρηθεί σε αυτό το ύψος,  κι ας ελλόχευε ο κίνδυνος της επανάληψης,  της μετριότητας.  Έριξε τα ζάρια του ψηλά στον αέρα,  όχι κάτω στο χώμα  και τα άρπαξε ο ουρανός  και τα κράτησε να ’χουν να παίζουν μόλις συναντηθούν!.. 

Το ρομαντικό στοιχείο κολυμπάει διαρκώς ανάμεσα στους στίχους του, άλλοτε έντονα, λες και είναι χειμώνας  και τα νερά παγωμένα,  και  άλλοτε απαλά, σαν να ’ναι  Αύγουστος και τα νερά απλώς δροσίζουν.  Μερικές φορές σαν από την ίδια θάλασσα να μπλέκονται κι οι δυο εποχές μαζί:

«Μιλώ γιατί υπάρχει ένας ουρανός που με ακούει

Μιλώ γιατί μιλούν τα μάτια σου

Και δεν υπάρχει θάλασσα  δεν υπάρχει χώρα

Όταν τα μάτια σου δεν μιλούν

 

Τα μάτια σου μιλούνε  και  εγώ χορεύω

Λίγη δροσιά μιλούν  κι  εγώ χορεύω…»

 

και 

 

«Σαν άσπρο σύννεφο η σκιά σου σκεπάζει τον ύπνο,

Που σ’ ένα δυσεύρετο παράδεισο κοιμάμαι,

Ακούω πως τραγουδάς κάτω από τον ήλιο

Μα μες στη φωνή σου λιγώνω  και δεν βλέπω τον ουρανό…»


ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ…

(… «Ολούθε μας μαζεύει ο Θεός  

Έχουμε χέρια καθαρά και πάμε…»)

Ο Σαραντάρης, γράφει στο κριτικό σημείωμα του ο Ανέστης Μελιδώνης, καταπιάνονταν με ιδέες  που πάει να πει πως ήταν κάτι ακόμα εκτός από ποιητής,  ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε και φιλοσοφούσε, μάλιστα με τρόπο καθαρά πρωτοποριακό για την εποχή του, καθώς πήγαινε κόντρα στη γνώση και έδινε προτεραιότητα στην υπόσταση, προσεγγίζοντας σ’ ένα ρεύμα που έμελλε να δώσει πολλά στον υπαρξισμό… 

«Είναι  αδύνατο να ξεχωρίσουμε τον ποιητή Σαραντάρη από το φιλόσοφο Σαραντάρη.  Ο ένας εισχωρούσε στον άλλο»  (Παναγιώτης Κανελλόπουλος).  Αν και διαβάζοντας τον κανείς βλέπει πόσο αφαιρετικός είναι στην ποίησή του  και  πόσο γλαφυρός στη φιλοσοφία του, ξεχωρίζοντας άρα κατά πολύ τη μια γραφή από την άλλη.

Ο Ανδρέας Καραντώνης χρόνια μετά ομολογούσε:  «Νιώθω μια τύψη που υπάρχει ένας ποιητής σαν τον Σαραντάρη και δεν ανατρέχουμε στο έργο του.  Θα μπορούσε να μας προφυλάξει από πολλά φτηνά, ψεύτικα πράγματα τα οποία προσέχουμε περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει  και  τα διατυμπανίζουμε, όπως το άγχος  και η άρνηση που τροφοδοτούν τη σύγχρονη ποίηση…»

Ο Λορεντζάτος, αναλύοντας τη φιλοσοφική πλευρά του έργου του μας λέει:  «Από τη στιγμή που τον βασάνιζε ο έρωτας είχε συνείδηση πως ο μέσα άνθρωπος  (ο έσωθεν ημών άνθρωπος) ζητούσε να γίνει «ελεύθερος από τον έρωτα»  και το στάδιο της αβεβαιότητας, αυτό που οι άλλοι το θεωρούν ως το θαύμα της ζωής τους – τα νιάτα μας είναι ένα φυσικό θαύμα – εκείνος από τον καιρό που υποτασσόταν στο νόμο της νόησης το χαρακτήριζε  «οι πιο σκόρπιες στιγμές του βίου μου»!..

Ή ακόμα και από τη σκοπιά ενός φιλολόγου:  «Συνθέτοντας ποιήματα ήθελε πρώτα απ’ όλα να διαρρήξει τα όρια του εαυτού του:  οι φράσεις «για το διπλανό μου»,  «για όλα τα άτομα της γης»  αρχίζουν από ένα σημείο και πέρα να κυριαρχούν στις σελίδες του»  (Σοφία Σκοπετέα)

Ο άνθρωπος για τον Σαραντάρη είναι κατεξοχήν θρησκευτικό ον, που νιώθει, δηλαδή,  ότι τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την πίστη στην αιωνιότητα της ζωής!..  «Πολιτισμένος είναι μονάχα όποιος πιστεύει στην αιωνιότητα του ανθρώπου…»,  την πίστη σ’ ένα χρόνο που διαρκεί και δεν είναι αυτός εδώ… 

Όμως  «ο ποιητής είναι ένα ανήμερο πουλί που δεν ακούει τα της πείρας και τα της λογικής εκείνης που ακολουθεί την καθημερινή εμπειρία των θνητών».  Για εκείνον πρώτα έρχεται το χρέος που σημαίνει ύπαρξη, το να υπάρχεις για έναν σκοπό που είναι έξω από το καθημερινό πάρε δώσε της κοινωνίας…  Και η επιτομή του χρέους του είναι η εξής πρόταση:  «ονομάζω ηδονή την ακέραια ζωή του ανθρώπου»!..

Μέσα απ’ αυτή την πίστη που πλάθεται κάθε μέρα, ο Σαραντάρης ήταν ένας χριστιανός που κάθε μέρα έπρεπε να παλεύει με την πίστη του για την οποία δεν μπορούσε να μην αμφιβάλλει, στοχεύοντας σ’ εκείνο το βίο που δεν βρίσκεις ποτέ έτοιμο αλλά χρειάζεται εσύ ο ίδιος να τον επεξεργαστείς  και  να τον θεμελιώσεις…

«Όπου κι αν πηγαίνουμε μας υποδέχεται η μουσική·

αλλά δεν είμαστε, δε γινήκαμε ακόμα όνειρα·

και συνεπώς απορούμε…

 

Αόρατοι κατοικούσε σε μια μουσική…

 

Κοιμούνται τ’ άστρα;   Κοιμάται η μουσική ποτέ της;

 

Με τους ανθρώπους να με δένει το τραγούδι

Με τα ζώα η σιωπή

Μπορεί να πει κανείς πως όχι όλος ο εαυτός μας κοιμάται·

η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ…»

 

«Οι άνθρωποι κελαηδούν πάνω στα δένδρα

Και μάρμαρα στο φως   κυμαίνεται   η γλώσσα

Η γλώσσα με τα πράματα καβάλα

 

Τα ωραία λουλούδια  τα ωραία ζώα  περίπατο πηγαίνουν

Οι μαύρες έγνοιες πνίγηκαν στο νερό…»

 

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΠΟΤΕ  (Γιώργος Σαραντάρης)

Ο Γιώργος Σαραντάρης πίστευε πως ο Ποιητής είναι ανώτερος από τον πολιτικό, καθόσον μιλάει για πράγματα που είναι αιώνια, ενώ ο πολιτικός για τα πρόσκαιρα!..  Το να παραμένεις Ποιητής  είναι για εκείνον ο μόνος τίμιος αγώνας μέσα στη συνθήκη της ύπαρξης:   «Δεν είμαστε Ποιητές σημαίνει φεύγουμε   ΣΗΜΑΙΝΕΙ    εγκαταλείπουμε τον αγώνα   Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους   Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου  και  στη σκόνη του καιρού   ΣΗΜΑΙΝΕΙ   πως φοβόμαστε  και η ζωή μας έγινε ξένη   Ο θάνατος βραχνάς!..»!..   Αν αφήσουμε το αυθεντικό κομμάτι,  που κρύβεται στο συνονθύλευμα που κουβαλάμε μέσα μας κι ονομάζουμε εαυτό,  να κοιμηθεί,  τότε η Ποίηση έχει χαθεί.  Όπως κι αν αφήσουμε την Ποίηση να κοιμηθεί,  θα έχουμε ήδη χάσει το πολυτιμότερο κομμάτι του εαυτού μας.   «Έφυγε η ζωή μας  ή  έφυγαν  πουλιά απ’ την παλάμη του Θεού;»  ρώτησε ο Ποιητής.   Έφυγαν πουλιά, αλλά δεν πειράζει,  θα επιστρέψουν!..  Κι αν δεν επιστρέψουν, τουλάχιστον θα είναι πια ελεύθερα.  Ελεύθερα από τη ζωή,  από την ύλη,  από καθετί που μας κρύβει τον ουρανό.   Μα μέχρι να σε συναντήσουμε σ’ αυτόν τον ουρανό,  περιφρονητή της ύλης  και  σεμνέ αλήτη των ιδεών, δε θα φύγουμε,  δε θα εγκαταλείψουμε τον αγώνα,  δε θα παρατήσουμε τη χαρά στους ανίδεους  και  τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου  και  στη σκόνη του καιρού!..  Γιατί  «η καρδιά μας είναι ένα κύμα που δεν σπάει στην ακρογιαλιά…  Και αθόρυβα σκαλίζει το ανάγλυφο ενός  που δεν ξέρει απογοήτευση  και  αγνοεί την ησυχία»  (ΕΜΕΙΣ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ,  λέξεις ελάχιστες για την ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη από τον Νίκο Ερηνάκη – Δεύτερος κύκλος συλλογής:  ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013)

Τετάρτη, 27 Μαρτίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου